Κάτι άλλαζε στο μπάσκετ ή η εποχή του Γιατζόγλου.


του Στέφανου Μίλεση

Τέλη της δεκαετίας του 70, αρχές της δεκαετίας του '80 πήγαινα Λύκειο. Στη Φρεαττύδα και στις κοντινές περιοχές όπου ζούσα, διαμορφωνόταν μια περίεργη, πρωτόγνωρη θα έλεγα κατάσταση. Στο Πασαλιμάνι υπήρχαν τα γήπεδα του ερασιτέχνη ολυμπιακού έξω ακριβώς από τη λέσχη του. Και λέω γήπεδα γιατί ήταν δύο στο σύνολό τους, ένα μικρό και ένα μεγάλο που διέθεταν αμφότερα μπασκέτες με κανονικά διχτάκια κάτι σπάνιο αφού αν έβρισκες μπασκέτα να παίξεις συμβιβαζόσουν με σκέτο στεφάνι ή άντε με ένα μεταλλικό δίχτυ. 

Σε όχι μακρινή απόσταση υπήρχε το γήπεδο του Πορφύρα (ελεύθερο τότε από καγκελόπορτα και συρματοπλέγματα), και παραδίπλα το γήπεδο του Φοίνικα. Ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα σχολείο (μπασκετική δύναμη της εποχής) που άκουγε στο όνομα Μικτό Καλλιπόλεως. Στο σημείο αυτό να κάνω μια παρένθεση και να πω πως το σχολείο αυτό λέγονταν "Μικτό" πριν ακόμα από την επίσημη μικτοποίηση των σχολείων, γιατί στέγαζε παράλληλα αγόρια και κορίτσια σε διαφορετικές όμως αίθουσες που έκαναν διαφορετικές ώρες διαλείμματα! Υπήρχε τουλάχιστον η αίσθηση ότι τα κορίτσια συνυπήρχαν σε κοντινή απόσταση, έστω και αν τα βλέπαμε μόνο από τα παράθυρα των τάξεων όταν κατέβαιναν στο προαύλιο για το δικό τους διάλειμμα. 

Στα υπόλοιπα σχολεία του Πειραιά που ήταν ολοκληρωτικά αρρένων ή θηλέων δεν υπήρχε καμία οπτική επαφή έστω και αν στεγάζονταν στο ίδιο κτήριο. Γήπεδο Μπάσκετ εκτός από το Μικτό Καλλιπόλεως υπήρχε και μάλιστα "κλειστό" στο συγκρότημα του Βρυώνη (το παλιό Δεύτερο) μετέπειτα πρώτο και έκτο. Λαμβάνοντας υπόψη τα γηπεδικά δεδομένα της εποχής, ειδικά για το μπάσκετ, πόσες ευκαιρίες είχε ένας μαθητής γυμνασίου ή λυκείου να παίζει σε κλειστό γήπεδο αν δεν ήταν αθλητής; Απολύτως καμιά! Μόνο στο κλειστό του πρώην Δευτέρου Αρρένων στου Βρυώνη είχε αυτή την μοναδική ευκαιρία να παίξεις μπάσκετ χωρίς να σε τυφλώνει ο ήλιος, να σε κάνει μούσκεμα η βροχή ή να κυνηγάς τη μπάλα στα βράχια πριν βουτήξει στη θάλασσα της πειραϊκής.

Σε όλα τα παραπάνω  πρέπει να προσθέσουμε τις μπασκέτες που υπήρχαν μεμονωμένα στην Πλαζ της Φρεαττύδας, στην πλαζ Βοτσαλάκια, στον Προφήτη Ηλία, έξω από το Μπόουλινγκ σέντερ και σε πολλά άλλα σημεία που πιθανότατα ξεχνάω τώρα. Άραγε η διαμόρφωση αυτού του μπασκετικού χάρτη της συνοικίας όπου ζούσαμε, ήταν που μας έκανε όλους τότε να ασχοληθούμε με το μπάσκετ; Μήπως ήταν οι μεγαλύτεροι φίλοι της παρέας που μας συμπαρέσυραν σε μια μόδα της εποχής; Η αίσθηση ότι όλη η Ελλάδα έπαιζε μπάσκετ με την ίδια τρέλα που μας διαπερνούσε; 

Απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι λίγο δύσκολο να δοθεί. Ξαφνικά μια γενιά ολόκληρη σταμάτησε να ασχολείται με το λαϊκότερο των αθλημάτων το ποδόσφαιρο και άρχιζε να χτυπάει με μανία την βαριά μπάλα του μπάσκετ. Μερικοί γράφτηκαν σε σωματεία, οι περισσότεροι όμως έπαιζαν μπάσκετ όπου έβρισκαν. Στα διαλείμματα, ανάμεσα στα μαθήματα, πριν το σχολείο ή μετά απ' αυτό, τα απογεύματα πριν τα Αγγλικά ή το φροντιστήριο, τα Σαββατοκύριακα, στις αργίες κ.ο.κ. Ο ρυθμός της ημέρας διαμορφωνόταν πλέον γύρω από την πορτοκαλί μπάλα. 

Η πρώτη μορφή που άρχισε να αποτυπώνεται στο μυαλό μας ήταν βέβαια αυτή του Στηβ Γιατζόγλου. Αυτός ο ξανθός Ελληνοαμερικάνος που ξαφνικά έγινε ίνδαλμα στον Πειραιά, μιλώντας σπαστά Ελληνικά και παίζοντας μπάσκετ με αυτό τον γνωστό χορευτικό ρυθμό, φτάνει το 1979 με τον Ολυμπιακό στους final six του Κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης. Ξαφνικά φίλοι της παρέας αρχίσουν να παίζουν με τον ίδιο χορευτικό ρυθμό του Γιατζόγλου μιμούμενοι εμφανώς τις κινήσεις του. 

Άλλα ονόματα που στριφογυρίζουν στο μυαλό μας την εποχή εκείνη, είναι ο Γιώργος ο Καστρινάκης επίσης Ελληνοαμερικάνος, ο πρώτος που θυμάμαι να είδα να καρφώνει με χαρακτηριστική άνεση, ο Δημήτρης ο Κοκκολάκης, από τους πιο ψηλούς Έλληνες, ο Παύλος Διάκουλας, ο Ράμμος, ο Γκαρώνης, ο Μελίνι και ο προπονητής τότε ο Μουρούζης. Τον Γκαρώνη έτυχε να τον έχω λίγο αργότερα προπονητή στον Πορφύρα. Όλα αυτά έδειχναν λοιπόν ότι το πράγμα κάπου πήγαινε, και κάπου θα έβγαζε. 

Κάτι επιτυχίες στο Κύπελλο Κόρατζ αρχικά, κάτι σε Βαλκανικούς και Μεσογειακούς, κάτι τέλος πάντων υπήρχε στον ορίζοντα. Και αυτός ο ορίζοντας έγραψε ένα όνομα άγνωστο στην αρχή, το δημοφιλέστερο δε όλων στη συνέχεια. Αυτό του Νίκου Γκάλη. Αυτός ο πυγμάχος καλαθοσφαιριστής που είχε την ικανότητα να περπατάει στον αέρα εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη. Όλοι πηδούσαν μαζί του στην ίδιο χρόνο και τη στιγμή που τα πόδια τους έπιαναν γήπεδο, τα δικά του διέγραφαν βηματισμούς στον αέρα λες και το δικό του σώμα είχε μια ξεχωριστή ικανότητα να αψηφά τη βαρύτητα!

Τα υπόλοιπα για τους περισσότερους είναι γνωστά. Το μπάσκετ σπάει πλέον την αφάνεια και γίνεται πανελληνίως έστω και για λίγο το δημοφιλέστερο άθλημα. Δεν θα συνεχίσω περιγράφοντας το μετά γιατί είναι γνωστό. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το πριν και η όλη ατμόσφαιρα που υπήρχε τουλάχιστον στον Πειραιά. Αυτή η αίσθηση που υπάρχει λίγο πριν την βροχή, του ουρανού του φορτωμένου από σύννεφα, τη μυρωδιά της ατμόσφαιρας, τον ιονισμό που κυριαρχεί. Έτσι μπορώ να περιγράψω και εγώ αυτή την αίσθηση που όλοι νιώθαμε ότι υπήρχε τότε.

 

Εμείς εδώ μείναμε δεν ξεμείναμε



Οι πολυκατοικίες που είναι κολλητές (ας όψεται το κέρδος), οι στενοί δρόμοι, η ανυπαρξιά του πράσινου δεν σε προδιαθέτουν για το μετά. Και όμως αυτό το μετά υπάρχει και είναι μόνο στα 100 μέτρα από τη πόρτα του διαμερίσματος. Δυό βήματα και φθάνεις. Ζαννή, Φρεαττύδος, περνάς το περίπτερο, τον παραλιακό δρόμο και νάσαι. Ακούς τη θάλασσα, βλέπεις τον ορίζοντα. Πόσοι που ζουν στο Λεκανοπέδιο μπορούν με τρια βήματα να πηγαίνουν βόλτα στον Φάρο και να αγναντεύουν τον ορίζοντα; Η ματιά τους να χάνεται στην κυκλικότητα του μακριά; Πόσοι που ζουν σε επαύλεις, σε βίλες και σε ακριβές περιοχές μπορούν όλο τον χρόνο να μιλάνε με καπεταναίους, να βλέπουν τουρίστες να πηγαινοέρχονται, να νιώθουν την κατεύθυνση του ανέμου στο πρόσωπό τους; Να βλέπουν το γέμισμα του φεγγαριού πάνω από τη θάλασσα, τον ήχο των κυμάτων να σκάνε στα βράχια και το πιτσίλισμα της αλμύρας να γεμίζει τα ρούχα τους όπως αυτό του καπνού γεμίζει των υπολοίπων; Πόσα παιδιά του κέντρου έχουν το προνόμιο αντί να παίζουν ηλεκτρονικά στο δωμάτιό τους, να μπαίνουν στις βάρκες των προσκόπων και να κάνουν βουτιά στη θάλασσα, να κατεβαίνουν στην παραλία και να παίζουν στην άμμο, να κάνουν ιστιοπλοϊα στο Ναυτικό Όμιλο ή κωπηλασία στον όμιλο Ερετών; Πόσοι μπορούν να κρατάνε στο χέρι τους αντί για κινητό τηλέφωνο καλάμι ψαρέματος; Σίγουρα όχι πολλοί. Πάντα ακούγαμε για πλατείες Κολωνακίου, για κέντρο Αθήνας, για ακριβά προάστια. Εμάς εδώ όλα αυτά μας φαίνονταν τόσο άκομψα και κλειστά. Πως είναι δυνατόν να αφήσω τη θάλασσα και να πάω σε μια πλατεία κλειστή από παντού με πολυκατοικίες; Όλοι εδώ ξέρουμε ότι η περιοχή μας είναι ξεκομμένη και παρατημένη. Μετρό δεν υπάρχει, δρόμοι δεν υπάρχουν, σταθμός τρένου .... αυτός ο σταθμός που κακώς λέγεται του Πειραιά και που θα έπρεπε να λέγεται του Λιμένα Πειραιά, υπήρχε και υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί και να ενώνει το Λιμάνι με την Αθήνα. Δεν απευθύνεται στους Πειραιώτες. Ο Πειραιώτης για να κατέβει εκεί πρέπει να πάρει λεωφορείο (20 λεπτά αναμονή και άλλα τόσα για να φθάσει στην καλύτερη των περιπτώσεων) από εδώ συν το μποτιλιάρισμα του λιμανιού. Και όμως ζυγίζοντάς τα όλα αυτά, εμείς εδώ μείναμε δεν ξεμείναμε.

Τέτοια εποχή



Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ετοιμαζόμασταν πυρετωδώς. Έφτανε η ώρα να βουτήξουμε. Βγαίναμε από τα διαμερίσματα κρατώντας κουλούρες, σωσίβια, κόπερτον, πετσέτες, ψάθες, ρακέτες. Περνάγαμε το μπαράκι στη γωνία (το Μύκονος), πληρώναμε το εισητήριο για την πλαζ του ΕΟΤ και κατεβαίναμε στην πλαζ της φρεαττύδας. Άλλοι τράβαγαν να βουτήξουν στα βράχια της Πειραϊκής και άλλοι στην άλλη μεγάλη πλαζ του Πειραιά στου Παρασκευά (όπως και το νησάκι απέναντι)ή βοτσαλάκια όπως την αποκαλούσαν. Εμάς μας βόλευε η φρεαττύδα. Κατεβαίναμε την Μητρώου και την Αποστόλη και τσουπ, νάμαστε μπροστά στα εκδοτήρια. Εικόνες που συναντάμε μόνο στην εξοχή. Κι όμως δεν είναι πολύ μακριά το 1978, 79 και αρχές του ογδόντα όταν βουτάγαμε και ξεκολλόντας όστρακα από τα βράχια γευόμασταν το καλοκαίρι στη φρεαττύδα. Και κάθε χρόνο όλο και κάποιος αστικός μύθος έρχονταν σαν προάγγελος να σπείρει αγωνία στα καλοκαίρια μας. Τα λύματα του αντικαρκινικού, οι σεντίνες από τα κότερα, οι βόθροι, η ρύπανση και φτάσαμε στην εποχή που οι πλαζ έκλεισαν. Μερικοί μη θέλοντας να πάνε αλλού συνέχιζαν να βουτάνε στην Πισίνα και όταν έκλεισε και αυτή ο κόσμος τράβηξε προς Λαγονήσι, Κόρινθο, Ψάθα και Πόρτο Γερμενό. Και ως εκ θαύματος η αλλαγή έγινε. Πρώτα φάνηκαν οι ψαράδες που μιλούσαν για κάποιο βιολογικό καθαρισμό που έκανε τα ψάρια να εμφανιστούν ξανά, μετά εμείς οι ίδιοι στο πασαλιμάνι και στο μικρολίμανο αρχίσαμε να ξαναμυρίζουμε τη θάλασσα. Ξανακυκλοφόρησε το ιώδιο και η θαλασσινή μυρουδιά. Πρώτη ήταν η πλαζ του Παρασκευά που ξαναλειτούργησε με χαρακτηριστικό το φυλάκιο του ναυαγωσώστη. Να και ο κόσμος ξανά που κατακλύζει την Πειραϊκή. Στην αρχή επιφυλακτικά μετά αυθόρμητα όταν το 2005 η Καστέλλα πήρε για πρώτη φορά Γαλάζια σημαία. Και τώρα πάλι τα ίδια. Μποτιλιάρισμα από πολλούς να πάνε σε άλλες παραλίες που τα λύματα χύνονται απευθείας στη θάλασσα και φόβος εδώ που ο βιολογικός κατ΄ άλλους υπολειτουργεί,κατ΄άλλους έπαψε να λειτουργεί. Και να οι ουρές ατελείωτες για Σαλαμίνα, Αίγινα και Κόρινθο (πιο καθαρά εκεί άραγε;)

Παραλιακή μνήμη Ι (κι όμως υπάρχει)


Μέχρι χθες ήμουν όλο νεύρα. Σκεφτόμουν ότι υπήρξε εποχή που περπατούσα στο πασαλιμάνι και σταματούσα κάθε λίγο για χαιρετούρες. Φίλοι, συμμαθητές, γνωστοί και γείτονες. Τώρα τίποτα. Περπατάω και δεν με ξέρουν, δεν τους ξέρω. Και αυτό (μέχρι χθες) με ενοχλούσε αφάνταστα. Νοσταλγούσα μετά μανίας την εποχή εκείνη που όλοι είμασταν γνωστοί. Πέρασα ωραία εδώ τη δεκαετία του '80. Ξέχασα να σας πω, ευτυχώς ή δυστυχώς, πως είμαι και εγώ τέκνο της δεκαετίας που αγαπάμε να μισούμε. Την μισήσαμε γιατί πέρασε και την μισούμε γιατί περάσαμε τόσο καλά που δυστυχώς η καλοσύνη αυτή δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Όλο νεύρα και εγώ λοιπόν που όλοι έφυγαν και κανείς δεν μένει στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όλοι θεώρησαν ότι έπρεπε να κάνουν ένα βήμα μπρος; Άλλοι έφυγαν με τη θέλησή τους και πήγαν προς γλυφάδα μεριά και άλλους τους έφυγαν. Συνήθως οι πιο πολλοί ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Πήραν γυναίκες από άλλες περιοχές και έπεισαν τον εαυτό τους ότι έπρεπε και αυτοί να προχωρήσουν. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο λοιπόν, έφτασα στο σημείο να περπατάω σήμερα μόνος. Και όταν μπαίνω σε αυτή την διαδικασία ενεργοποιείται αυτόματα το υποσυνείδητο της παραλιακής μνήμης. Ναι υπάρχει και αυτή και η λειτουργία της είναι η εξής. Ξεκινάς από το περίπτερο της Φρεαττύδας την απογευματινή σου βόλτα και λες ''να εδώ ξεκινάγαμε κάθε απόγευμα τις συναντήσεις μας σε αυτό ακριβώς το περίπτερο''. Και όταν το λες βλέπεις μπροστά σου την εικόνα του χθές σήμερα. Τον Γιώργο, τον Κώστα και τους άλλους να σε περιμένουν μπροστά. Περνάς το περίπτερο των συναντήσεων λοιπόν και φτάνεις στη καφετέρια Μαρίνα (Kitchen bar σήμερα). Εδώ πίναμε τον καφέ μας λες. Και κάνεις άλλο ένα βήμα και φτάνεις στους προσκόπους και βλέπεις τον εαυτό σου στην Λέμβο του ενάτου επίκοπο και κάνεις άλλο ένα βήμα και φτάνεις στο σημείο που ο Γιώργος έπεσε από το ποδήλατο (τιγράκι νοικιασμένο από Πηγάδα) και τσακίστηκε (το πέρασμα του Γιώργου). Άντε άλλο ένα βήμα και φτάνεις στο Ρολόι. Ρολόι; Τι να πει κανείς για αυτό το σημείο; Πασαρέλα, καφετέριες, Αλεξάνδρειο, Παπασπύρου, Φοντάνα. Η λέξη ρολόι περικλύει επίσης τους κινηματογράφους που υπήρχαν πίσω από αυτό. Σπλέντιτ, Κάπιτολ, Παλλάς, Ολύμπιο (δεν υπολογίζουμε τους άλλους για το ρολόι). Και άντε άλλο ένα βήμα και φτάνουμε στο σημείο που τρώγαμε λεχματζούν μετά από άλλη μια γαλατική κραιπάλη. Και μετά η Πλατεία Αλεξάνδρας και ξανά πίσω. Και άλλα κομβικά σημεία για επίστροφή.

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"