Η ξένη του 1854




Του Στέφανου Μίλεση

Ο  Γάλλος ναύαρχος Μπαρμπιέ ντε Τινάν, υπήρξε ο Διοικητής του Αγγλογαλλικού αποβατικού σώματος, το οποίο στις 13 Μαΐου του 1854 εμφανίστηκε έξω από το λιμάνι του Πειραιά και αποβίβασε 2.000 στρατιώτες στην αρχή και άλλους 1.500 λίγο αργότερα. Την εποχή εκείνη υπήρχαν τα γεγονότα που αφορούσαν τον λεγόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο. Αίτια και αφορμές πολλές. Η ουσία της απόβασης όμως φαίνεται την ίδια την ημέρα που αυτή έγινε, όταν οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας επέδωσαν στο παλάτι τελεσίγραφα με τα οποία ζητούσαν να παυθεί κάθε ανάμιξη της Ελλάδας στα απελευθερωτικά τμήματα (αντάρτες) που δρούσαν στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, κατόπιν προγενέστερου αιτήματος του Σουλτάνου προς τις Αγγλο-γαλλικές δυνάμεις. Μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε πόλεμο κατά της Ρωσίας με συμμάχους την Γαλλία και την Αγγλία. 

Adelbert Le Barbier de Tinan


Ο Πειραιάς πολλά έπαθε από την παρουσία του. Η άσχημη συμπεριφορά του οφειλόταν στις προγενέστερες θητείες του σε γαλλικές αποικίες και το γεγονός ότι σκέφτονταν με την λογική της κανονιοφόρου που σημαίνει ότι η υπακοή σου θα φτάσει τόσο μακριά όσο η οβίδα του κανονιού μου. Υπήρξε τόσο σκληρός όχι μόνο έναντι του πειραϊκού λαού αλλά και ως προς τους τότε Βασιλείς Όθωνα και Αμαλία αφού το πρόγραμμά του περιελάμβανε καθημερινή άνοδο από τον Πειραιά στην Αθήνα, στρατιωτικών αγημάτων του που περνούσαν μπροστά από το το Παλάτι και δια βοής "χαιρετούσαν" την Βασίλισσα για να δείξουν ότι δεν τους σέβονταν αλλά θα έπρεπε μάλλον να γίνεται το αντίθετο. 

Μάλιστα έγινε και ένα επεισόδιο με την Βασίλισσα Αμαλία η οποία μη αντέχοντας πλέον την συμπεριφορά τους, μια μέρα που το Γαλλικό άγημα ανέβαινε την Πειραιώς η Αμαλία μπήκε μπροστά τους και τους έκλεισε τον δρόμο αρνούμενη να παραμερίσει. Ο επικεφαλής Αξιωματικός αιφνιδιάστηκε, από την απρόσμενη παρουσία της και διέταξε το άγημα να παρουσιάσουν όπλα φωνάζοντας "Sa Maisestre". 

Ο Τινάν εξοργίστηκε τόσο με τον αξιωματικό του που διέταξε αργότερα την φυλάκισή του. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής διηγείται στα απομνημονεύματά του ότι οι Βασιλείς κάλεσαν τον τότε πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα Ρουάν να υποδείξει στον Τινάν καλύτερη συμπεριφορά. Αυτός εξανέστη και φώναξε "Ποίους Βασιλείς;" "εγώ είμαι ο Βασιλιάς του Πειραιά" δείχνοντας τον εαυτό του. Από τότε πολλοί ήταν αυτοί που αποκαλούσαν τον Τινάν Βασιλιά του Πειραιά. Ο ιστορικός της εποχής εκείνης



Επεισόδιο και με την Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου:

Λέγεται ότι ο μόνος που ύψωσε το ανάστημά του από την επίσημη κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου που κυβερνούσε τότε ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης Παναγιώτης Βάρβογλης. Όταν ο Τινάν πήγε στο γραφείο του και απαίτησε να ανακληθεί μετάθεση ενός εισαγγελέως από τον Πειραιά που ήταν φίλος του αποβατικού σώματος, χτυπώντας μάλιστα την ναυαρχική του ράβδο στο τραπέζι. Τότε ο Βάρβογλης χτύπησε το χέρι του στο ίδιο τραπέζι και φώναξε η Ελλάδα έχει υπουργούς και όχι αρμοστές. 

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης (ιστορικός) αναφέρει χαρακτηριστικά:

 "Ο Τινάν προσπαθούσε να εξουθενώσει τον Όθωνα δια ανοήτων στρατιωτικών περιπάτων έμπροσθεν των ανακτόρων".


Κατορθώματα χωρίς τέλος:

Δυστυχώς τα κατορθώματα αυτού του κυρίου δεν έχουν τέλος. Διατάζει και καταστρέφεται το τυπογραφείο της εφημερίδας "ΑΙΩΝ" που έγραφε εναντίον του, ενώ απαγάγει από τον Πειραιά τον τότε γνωστό δημοσιογράφο Ιωάννη Φιλήμονα επειδή ήταν οπαδός του Ρώσικου κόμματος και είχε στηλιτεύσει με άρθρα του την αποικιακή πολιτική των Αγγλο-γάλλων. 

Γενικά η κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου αντιστεκόταν στον Τινάν μέχρι που ένα σκάνδαλο της εποχής που αφορούσε τον Καλλέργη και την Βασίλισσα Αμαλία, προκάλεσε την πτώση της. Ο Μαυροκορδάτος αντικαταστάθηκε από την Κυβέρνηση του Βούλγαρη. Η δημοσίευση του σκανδάλου θεωρήθηκε επιτυχία του Τινάν.

Ο Ξένος και η Ξένη του 1854:

   
Στο μεταξύ τα πληρώματα του αποβατικού στόλου ήταν που μετέδωσαν χολέρα στον πληθυσμό του Πειραιά. Ο Τινάν, αρνήθηκε να δημιουργήσει ζώνη πέριξ του Πειραιά (καραντίνα), ζώνη που θα σταματούσε την εξάπλωση της χολέρας. Η χολέρα μεταδόθηκε και πολλοί άνθρωποι πέθαναν εξ αιτίας της. 

Ο Δραγούμης αναφέρει ότι μέχρι τις 14 Νοεμβρίου 1854 που η ασθένεια έφτασε στην κορύφωσή της είχαν πεθάνει 3.000 από τους 30.000 περίπου κατοίκους σε Αθήνα και Πειραιά. Την εποχή εκείνη ο νομικός και φιλόλογος Εμμανουήλ Λυκούδης ονόμασε την χολέρα ως η "Ξένη του 1854" επειδή την έφεραν τα ξένα πληρώματα. Στην εξάπλωσή της όμως οφείλουμε αντικειμενικά να πούμε, ότι βοήθησε και η αδράνεια των δημοτικών αρχών. Αποτέλεσμα της αδράνειας αυτής ήταν και η παύση του Δημάρχου Πειραιά Πέτρου Ομηρίδη Σκυλίτση

Αναλαμβάνει ο Λουκάς Ράλλης (13 Ιουλίου 1854) ενώ λίγο αργότερα ίδια ήταν και η τύχη του Δημάρχου των Αθηνών.  Από την εφημερίδα "Αθηνά" με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1854, μαθαίνουμε ότι ο Δήμαρχος της Αθήνας Ι. Κόνιαρης κάτω από την πίεση των θανάτων εγκατέλειψε την δημαρχία και αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Γαλάτη.


O Σώζων εαυτόν....:

Ο Δραγούμης γράφει: "Ο κόσμος έφευγε να σωθεί σε νησιά και βουνά. Δημόσιες, δημοτικές ή άλλες αρχές δεν υπήρχαν. Άπαντες έτρεχαν να φύγουν. Ιερείς έμεναν χωρίς ποίμνιο και πιστοί άνευ ιερέων".

Κρούσμα σήμαινε θάνατος. Το κράτος ανύπαρκτο. Όσοι υπουργοί δεν είχαν φύγει, δεν είχαν υπαλλήλους να δουλέψουν. Δελτία και ανακοινώσεις μεγάλωναν τον τρόμο. Και οι «διαταγές» από τις αρχές συναγωνίζονταν σε αυστηρότητα η μία την άλλη.

Δεν έμεινε άλλο στον κόσμο από το να στρέψουν το βλέμμα τους προς τον ουρανό. «Άρωμεν χείρας ικέτιδας προς τον Ύψιστον», έλεγε πέφτοντας στα γόνατα μαζί με τον λαό ο Μητροπολίτης Νεόφυτος... Και ο κόσμος ακολουθούσε τις λιτανείες, εκείνες που συναντούσαν με θλίψη η μία την άλλη. Ακολουθούσαν, πιστεύοντας πως έτσι κήδευαν τους πεθαμένους τους, εκείνους που «τα καταραμένα αμάξια τούς είχαν πάρει χωρίς ιερέα, χωρίς ευχή...».
Κάθε φορά που φύσαγε νοτιάς όλοι έτρεμαν από φόβο. 

"τρομάζετε πάντες, νότος φυσά
το κακόν πλεονάζει
πόλεμος είναι και σκότος τυφλόν
η επίβουλος νόσος
όπου ομου ναυαγούν
προφυλάξεις και νους κι επιστήμη"

«ήταν γραφτό να στήση στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία», όπως γράφει ο Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημα «Η Ξένη του 1854», ένα κείμενο λογοτεχνικό μεν, με την ακρίβεια όμως περιγραφών με κάθε λεπτομέρεια, απανθισμένο με αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής. 

Η Διαδρομή της χολέρας μέχρι να πιάσει λιμάνι:

Η χολέρα την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν μόνιμη κάτοικος των Ινδιών από όπου συνήθως ερχόταν για να πλήξει την Ευρώπη. Αυτή τη χολέρα όμως του 1853-54 δεν έφτασε από τις Ινδίες. Προηγούμενα είχε αφήσει κάποια δείγματα το 1849-50 στην πολιτισμένη Κοπεγχάγη. Έπειτα η Βαρσοβία, η Πετρούπολη, η Αγγλία η Γαλλία από όπου και ο γαλλικός στρατός της Κριμαίας την έφερε στον Πειραιά και μετά στην Αθήνα. 

Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι ελληνικές αρχές την υποτίμησαν αρχικά. Ο Άννινος γράφει σε απομνημονεύματα ότι οι αρχές δεν ήξεραν καν την ονομασία της ασθένειας. 

Ιατρικό Συνέδριο για κλάματα: 

Λίγο πριν φτάσει η χολέρα στον Πειραιά, έγινε ιατρικό συνέδριο εποχής (10 Αυγούστου 1848) και στα συμπεράσματα καταγράφεται το μέγα επιστημονικό συμπέρασμα: 

"Η ασθένεια ταύτη καταπολεμούται με όξος, μελισσόχορτον, άνθη ακτής (;) και χαμαίμηλον. Η δε διάγνωση του συνεδρίου είναι ότι ο φόβος και η δειλία προδιαθέτουν την εξάπλωση της χολέρας". 

Καταγράφεται σε ημερολόγιο πλοίου "θερμότης τις πνιγηρά και αηδής περιέχεται εν τη ατμοσφαίρα, ακόμα και τα πτηνά φεύγουν από τον τόπο του θανάτου". 

Οι Γάλλοι, που πρώτοι υπέστησαν το θανατικά, δύο μήνες μάλιστα πριν αυτό περάσει στην στεριά, το απέκρυψαν και κατά την διάρκεια την νύχτας έβγαιναν κρυφά στην στεριά για να ρίξουν τους νεκρούς τους σε λάκκο αρχικά, μετά σε νεκροταφείο που έφτιαξαν ειδικά για τον σκοπό αυτό στο Νέο Φάληρο και που υπήρχε εκεί μέχρι και την δεκαετία του 1960, περίοδος κατασκευής του Σταδίου Καραΐσκάκη. Τότε αυτά τα μνήματα της χολέρας, μεταφέρθηκαν στο Συμμαχικό νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου. 

Αν σου βαστάει Φράγκε....

Στο μεταξύ στον Πειραιά που κύρια δεινοπαθούσε ο λαός άρχιζε η οργανωμένη αντίδραση. Στην αρχή μαχαιρώματα σε Γάλλους ναύτες και μετέπειτα οι πιστόλες και τα καραούλια στο λιμάνι. Αλλά και η Αθήνα που είχε βαρεθεί τους περιπάτους του Τινάν και τις απειλές τους άρχισε ο κόσμος να κατεβαίνει προς Πειραιά προκειμένου να συναντήσει τους Γάλλους στο λιμάνι. Κατά την κάθοδο στην Πειραιώς τραγουδούσαν:

Αν σου βαστάει Φράγκε 
για έβγα στην στεριά
Να ιδής του Καλαμιώτη
και του Ψυρρή παιδιά

 Αυτό το τραγουδούσαν καθώς μετά την εκδήλωση των πρώτων επεισοδίων, εκδόθηκε διαταγή οι Γάλλοι να μένουν εντός των πλοίων. Στην οδό Καλαμιώτη έμενε ο κατασκευαστής παπλωμάτων Αγγελής και η γυναίκα του Μαρία Υψηλάντου - Μουρούζη, που περιμάζευαν τα ορφανά που οι γονείς τους πέθαναν από χολέρα και με την βοήθεια της Βασίλισσας Αμαλίας έφτιαξαν το Αμαλίειον Ορφανοτροφείο και που γενικώς προέτρεπαν σε συμπεριφορά κατά των Γάλλων.

Η κατοχή του Πειραιά έληξε το 1857 ενώ ο Τινάν πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου του 1876. Ένας κήπος ωστόσο μέχρι σήμερα συνεχίζει να φέρει το όνομά του. Πρόκειται για τον Τινάνειο Κήπο!  



Πηγή:
Φιλίστωρ (http://philistwr.blogspot.com/)
Εφημερίδα Σκριπ
Ελεύθερη Ζώνη (http://www.elzoni.gr/html/ent/504/ent.16504.asp)
Ερευνητής Κουτουζης (http://www.koutouzis.gr/xolera-listeies-kakokairia.htm)
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Άρθρο της Λαμπρινής Σταμάτη
Όταν θέριζε η χολέρα. Εφημερίδα Έθνος (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=1964777&tag=8334)
wikipedia  (http://fr.wikipedia.org/wiki/Marie_Charles_Adelbert_Lebarbier_de_Tinan)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Τότε ο Βάρβογλης χτύπησε το χέρι του στο ίδιο τραπέζι και φώναξε η ελλάδα έχει υπουργούς και όχι αρμοστές. Φυσικά δεν μάθαμε ποιανού πέρασε στο τέλος, αλλά κάτι μου λέει πως μάλλον ήταν του Τινάν."

Και όμως, τελικά πέρασε του Υπουργού, που δεν έκανε πίσω παρά τς πιέσεις που δέχτηκε...

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"