Για μια....άδεια ψαρέματος

 
Ο φίλος μου blogger Αντώνης Μυκονιάτης (αλλιώς Νημερτής) μου έστειλε μια ανάμνηση των εφηβικών του χρόνων από τον πειραιά και για έναν άνθρωπο που θα ήθελε να μνημονεύσει. Κείμενο και φωτογραφίες λοιπόν δικές του.
 

Για μια… άδεια ψαρέματος!

Τα καλύτερά μου χρόνια είναι συνδεδεμένα με τον Άγιο Βασίλη, την γειτονιά του «Αντικαρκινικού», δίπλα στην Καλλίπολη και πάνω από την Φρεαττύδα. Μπάλα τις Κυριακές αλλά και τις καθημερινές τα απογεύματα στην πλατεία της εκκλησίας, αργότερα κάποιο ραντεβουδάκι ‘εφηβικών’ προδιαγραφών στα παγκάκια γύρω από το ναό, πολύ κοντά στο σπίτι μας στην Σαχτούρη. Παρέες που καθόμασταν ως αργά, συζητούσαμε, ανταλλάσσαμε απόψεις και γνώμες με την γνωστή απολυτότητα και αλαζονεία της εφηβείας.



Κείνο που θυμάμαι έντονα, ανάμεσα στα άλλα, ήταν το υπόγειο του ‘κουτσού’ –ας χρησιμοποιήσω το όνομα Κώστας αφού άλλα έχουν σημασία εδώ - πολύ κοντά στο σπίτι όπου με έστελνε που και που ο πατέρας να πάρω λίγο κρασί. Υπήρχε ένας ολόκληρος μύθος γύρω από αυτόν τον πληγωμένο, σακατεμένο άνθρωπο. Οι πιτσιρικάδες τον φοβόντουσαν, οι μεγαλύτεροι μάλλον τον απέφευγαν. Τον θυμάμαι λερό, ντυμένο με φθαρμένα ρούχα αλλά αξιοπρεπή, απρόσιτο, χωμένο στο σιδηρουργείο – μηχανουργείο του, να μην δίνει και τόση σημασία στο τι γινόταν γύρω του. Κάποτε ρώτησα τον πατέρα μου γι’αυτόν και μου αφηγήθηκε μια σύντομη αλλά φοβερή ιστορία που πυροδότησε την εφηβική μου φαντασία!

Ο κυρ-Κώστας στην διάρκεια της Κατοχής, ήταν ένας νέος, θαλερός, ζωηρός άντρας. Αγαπούσε τη θάλασσα, ήταν καλός ψαράς, δεινός κολυμβητής, άτρομος. Τον θαύμαζαν όλοι. Κάποτε, εκεί, στην παραλία στο νησάκι του Κουμουνδούρου, κάποιοι γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί απολάμβαναν το μπάνιο τους. Κοντά εκεί βρισκόταν και ο Κώστας. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές, κάποιος ζητούσε βοήθεια, κάποιος πνιγόταν! Ήταν ένας από τους γερμανούς!

Χωρίς να διστάσει ο Κώστας βούτηξε στα νερά και με τρεις απλωτές έφτασε τον γερμανό, τον άρπαξε και τον έβγαλε έξω. Όσοι έτυχε να βρεθούν μάρτυρες στο περιστατικοί, έλληνες και γερμανοί, είχαν μείνει άναυδοι, παγωμένοι. Ο γερμανός –αξιωματικός ήταν – ευχαρίστησε θερμά τον σωτήρα του και του ζήτησε να πάει να τον βρει στην Κομαντατούρα την επομένη για να του κάνει όποια χάρη ήθελε.
«Και πήγε;» θυμάμαι ότι ρώτησα συνεπαρμένος από την αφήγηση του πατέρα μου.
«Ναι, πήγε. Και τι ζήτησε; Μπορείς να φανταστείς;»
«Τρόφιμα;»
«Μπα… ζήτησε μια άδεια ψαρέματος! Και την πήρε!», μου είπε χαμογελώντας ο πατέρας μου και αφού με χτύπησε στην πλάτη με άφησε μόνο με τις εικόνες να πλάθονται στο μυαλό μου.

Είχα αποφασίσει να διασταυρώσω την αλήθεια των πληροφοριών αυτών και αναζητούσα την κατάλληλη ευκαιρία. Ένα απόγευμα που ξαναπήγα για κρασί στο υπόγειο του μαστρο-Κώστα όταν πήρα την μπουκάλα γεμάτη, δεν έκανα μεταβολή για να φύγω. Έμεινα αναποφάσιστος με την καρδιά μου να χτυπάει έντονα. Πώς να του ζητούσα του ανθρώπου να μου πει για μια τόσο παλιά ιστορία; Όταν μάλιστα δεν με ήξερε; Όμως το τόλμησα.
«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι», είπα και τον είδα που με κοίταξε στραβά.
«Τι είναι;»
«Ξέρετε… ο πατέρας μου…» άρχισα να του λέω και εν τάχει του είπα όσα γνώριζα για το περιστατικό εκείνο.
«Είναι αλήθεια;» τον ρώτησα ξαναμμένος και με αγωνία για την αντίδρασή του. «Σώσατε εκείνον τον γερμανό αξιωματικό;»
Αρχικά δεν μίλησε. Καθόταν στην καρέκλα του με το κουτσό του πόδι απλωμένο σε ένα σκαμνάκι και… ρουθούνιζε. Στο τέλος, διέκρινα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Που τη θυμήθηκε την ιστορία αυτή ο πατέρας σου;»
«Είναι αλήθεια λοιπόν;», τον ξαναρώτησα με… λαχτάρα σπηλαιώδη!
«Ε και λοιπόν;», μου είπε και ξεφύσηξε περισσότερο τα φωνήεντα μέσα από τα γένια του.
«Και πήγατε στη γερμανική διοίκηση την επομένη;»
«Όχι, δεν έγινε έτσι μωρέ…», άρχισε να λέει και κατάλαβα ότι είχαν καμφθεί οι αντιστάσεις του… αναθυμόταν, ζωήρευε, έβαλε σε ένα ποτήρι να πιει.
«Κάτσε, βιάζεσαι;», μου είπε και στρώθηκα αμέσως σε ένα σκαμνάκι δίπλα του.
«Ο πατέρας σου κι εγώ είχαμε το σακατιλίκι με το ψάρεμα… έβγαινε με τη βάρκα του εκείνος από πιτσιρίκος, γύρω γύρω στην Πειραϊκή… πως ήταν τότε Χριστέ μου η Πειραϊκή… εγώ είχα άλλα ‘σημάδια’… προς το Τουρκολίμανο… βουτούσα κιόλας… ξέρεις τι ψάρι είχε τότε έξω από τη Ζέα και ολόγυρα; Έβραζε ο τόπος! Κάθε μέρα στη θάλασσα ήμουν… που και που ψάρευα αλλά κάποια στιγμή το απαγόρευσαν… φοβόντουσαν τα σαμποτάζ, ξέρω γω… άμα σε έπιαναν σε χώναν μέσα… αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα! Κάθε μέρα ψάρευα μπροστά στα μάτια τους!»
«Κι εκείνη τη μέρα;»


«Κάνανε μπάνιο… πέντε έξι ήταν… είχαν και γυναίκες μαζί… ήταν σε άδεια βέβαια… όχι σε υπηρεσία… Κάποια στιγμή ο ένας τους ξανοίχτηκε, καμιά εκατοστή μέτρα, τον πήρε το ρεύμα, είχε μαϊστράλι, ξύριζε ο καιρός, μπορούσε να παρασύρει στο λεπτό αν δεν πρόσεχες! Στην Αίγινα θα τον ξέρναγε!»
Ο μαστρο-Κώστας είχε ζεσταθεί για τα καλά, οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα πια από τα χείλη του. Είχε ανάψει και τσιγάρο. Και έπινε βέβαια.
«Τον έβλεπα εγώ και έλεγα, ‘που πας μωρέ ασπρουλιάρη, που πας;’ Και τότε… άρχισε να ουρλιάζει…»
«Και μετά;»
«Ε, το σκέφτηκα μια στιγμή… κι έπεσα να τον βγάλω… τώρα θα μου πεις δεν τον άφηνες να τον φάνε τα ψάρια; Όχι μωρέ, δεν πάει έτσι… έπεσα… και τον έφτασα στο λεπτό! Τον άρπαξα… υπάκουος όμως, ήξερε πως έπρεπε να πιαστεί, τον έβγαλα έξω σαν τσουβάλι… έκανε λίγη ώρα να συνέλθει και μετά ήρθαν οι φίλοι του να με ρωτήσουν τι και πως… ο μάγκας όμως ήταν εντάξει… με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε, έλα όποτε θέλεις να με βρεις… και μου έγραψε κάπου κάτι στα γερμανικά… ξέρεις πότε τον ξανάδα; Μετά από κανά μήνα… τυχαία… με σταμάτησε έξω από τον Πυθαγόρα… τη Σχολή, την ξέρεις»
«Ε, ναι βέβαια», απάντησα.
«Έκανε τη τσάρκα του… και με φώναξε… άρχισε να λέει διάφορα… δεν καταλάβαινα… του είπα λοιπόν εκεί, στο δρόμο, με κάτι ψευτο αγγλικά που ήξερα, ότι θέλω να ψαρεύω και να μην με ενοχλεί κανείς… και με παίρνει από το χέρι και πάμε στην Κομαντατούρα… σε δυο λεπτά πήρα την άδεια… με σφραγίδες και υπογραφές! Αυτό ήταν όλο»
Είχα μείνει σιωπηλός και απολάμβανα την ιερότητα της στιγμής. Δεν ξέρω γιατί αλλά μερικές τέτοιες ώρες έχουν την αύρα της αθανασίας πάνω τους. Και δεν τις διαγράφεις ποτέ. Θυμάμαι τα πάντα από το ακατάστατο σιδεράδικό του. Τα εργαλεία του, τα ρούχα του, τη μυρωδιά του χώρου.
«Ή μάλλον, δεν ήταν όλο…», είπε πάλι ξαφνικά και με επανέφερε.
«Δηλαδή;» ρώτησα και κοίταξα το ρολόι μου. Είχα αργήσει. Θα με ζητούσαν.
«Τον ξανάδα μετά από λίγο καιρό, κάτω στη Ζέα… τότε δεν υπήρχε το μεγάλο μπράτσο με το φάρο… δεν το πρόλαβες… Τον έστειλαν στο Χάρκοβο … θυμάμαι το
‘Χάρκοβ’ που μου το είπε δυο τρεις φορές… είχε κατουρηθεί πάνω του, έτσι νομίζω… Δεν τον ξανάδα βέβαια… αυτό είναι όλο Αντωνάκη»
Έφυγα από το μαγαζί του κυρ-Κώστα, του ‘κουτσού’ με μια παράξενη αίσθηση και μια ιδιαίτερη αναστάτωση.
Θυμάμαι πως το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να πιάσω από τη βιβλιοθήκη μας την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μελετήσω τις τρομερές μάχες της Βέρμαχτ με τον Κόκκινο Στρατό στο Χάρκοβο…
Αντώνης Μυκονιάτης
Μαρ2012
http://nimertis.blogspot.com/ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"