"Το ταβερνάκι, η γλώσσα της ψυχής μας" της Νανάς Ιωαννίδου



Τώρα που η παλιά ταβέρνα έχει οριστικά χαθεί (η τωρινή διαφέρει, ως προς τις σχέσεις των ανθρώπων) και οι "γλεντζέδων παρέες" τους πάτησε το τραίνο, πρέπει να καταθέσουμε τις μαρτυρίες μας, μιας άλλης εποχής που ζήσαμε όχι νοσταλγώντας, γιατί η ζωή προχωρά μπροστά χωρίς να μας ρωτήσει και οι αλλαγές είναι ριζικές, αλλά σαν μνήμες μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί.

Μετά τον πόλεμο και έως το '67 (μετά πολύ γρήγορα όλα άλλαξαν, τα γούστα μας έγιναν πολύ ακριβά!), εκτός των μεγάλων ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, εδώ στην πρωτεύουσα οι άνθρωποι ζούσαν την καθημερινότητά τους και για ανθρώπινη επαφή και για επικοινωνία, είχαν την αυλίτσα του σπιτιού τους, τις γιορτές τους, τα καφενεία, μόνο τότε για άνδρες, φουλ από πρεφαδόρους και το Σάββατο επί το πλείστον, μοναχικοί άνθρωποι και φιλικές παρέες, έπρεπε να ραντιστούν από οίνο βαρελίσιο και οι τραγουδιστικές παρέες να ευφρανθούν από αυτόν και να τραγουδήσουν μέχρι πρωίας. 

Μιλάμε για εποχές όπου ακόμα δεν είχε δοθεί αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους (το '62 δόθηκε και το '67 τους ξαναμάζεψαν) τηλεόραση δεν υπήρχε, ούτε τηλέφωνα είχαμε ακόμα και πολλοί ούτε ραδιόφωνο, μια και όταν δεν είχες να πληρώσεις την συνδρομή σου, ερχόταν ο υπάλληλος της ραδιοφωνίας και στο σφράγιζε !

Οι άνθρωποι προσπαθούσαν, αυτά τα χρόνια, να ζήσουν τις οικογένειές τους με πολύ απλά πράγματα, έτσι τα κουτουκάκια, οι μπακαλοταβέρνες, τα μαγέρικα, αλλά και τα υπόγεια καρβουνιάρικα που πουλούσαν κρασί, μ΄ ένα κεφτεδάκι, λίγες σαρδελίτσες παστές, πατατούλες τηγανιτές αλλά και μπακαλιάρο τηγανιτό παστό και μαριδάκι, προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τον πελάτη. 

Σε όλα αυτά καθοριστικό ρόλο έπαιζε το καλό βαρελίσιο κρασί για να μαζευτεί η παρέα. Αν δεν υπήρχε καλός μεζές στα κρασοπουλειά κανέναν πρόβλημα, οι τσέπες (!) όλων μας ήταν από λιχουδιές γεμάτες, από κεφτεδάκια έως στραγάλια και φιστίκια κι από κορνεμπίφ μέχρι τυρο-κοπανιστή !

50 χρόνια και φίλοι.. η Νανά με το ακορντεόν αριστερά


Ο Πειραιάς κι όλες οι συνοικίες του αυτή την εποχή πρωτοστατούσαν από κουτουκάκια, μπακαλοταβέρνες αλλά και ουκ εστιν αριθμός και από καρβουνιάρικα, όπου πουλούσαν και κρασί βαρελίσιο. Όλα, γύρω γύρω όλοι !

Στην οδό Σωτήρος, από χαμηλά και ψηλά ως τον Σταυρό, άνετα θα μπορούσες ν΄ αριθμήσεις και 15 μπακαλοταβερνάκια, εκεί κοντά και το ταβερνάκι του Σ. Μήτση, στο κέντρο στο Πασαλιμάνι δίπλα από τα νεώρια, της χήρας του Γραμματικόπουλου και δίπλα στην Όαση, το Σηράγγειον.

Στο Χατζηκυριάκειο του Βράκα, στον Άγιο Βασίλη του Βλάχου (Γαλατάς), στην Καλλίπολη του Παγήδα και του Τενόρου (Γαλανίδη), στα Ταμπούρια των (2) Χάιδου, Τρίμπαλη, Μπέση αλλά και η μπακαλοταβέρνα του Κωστάκη και του Σανοπόλη στην Αγχιάλου. Στην Αγία Σοφία του Λεμπεσιώτη και του Αναγνώστου, στα Καμίνια του Τσικλέα, όπου ένα αποκριάτικο βράδυ συνάντησα και την Άννα Καλουτά με παρέα της και τραγούδησε μαζί μας όλη την βραδιά, αλλά και του Μπαταγιάννη και του Χατζή κι άλλα κι άλλα....

Η Αθήνα είχε κι αυτή τα δικά της, εκτός από την Πλάκα, που εμείς δεν πηγαίναμε γιατί θέλαμε ησυχία να πούμε τα δικά μας ! Θυμάμαι και κάποιο καρβουνιάρικο (!) που πηγαίναμε στην οδό Μ. Βόδα, το παλιό του Κουτσουρόπουλου όπου εκτός του εκλεκτού κρασιού, οι βραδιές κυλούσαν με τραγούδι, αλλά και με ανθρώπους ταλαντούχους που έπαιζαν ολόκληρα μέρη από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη !
Τι Αποκριάτικες βραδιές εκεί ! Τι γέλιο !

Μέχρι πέρυσι all time Περουζέ

Στα Πατήσια ήταν το ξύλινο ταβερνάκι του Καλαματιανού, στον Κολωνό το παλιό της Κοταρού, στο Νέο Κόσμο το μπακάλικο του Καραλέκα και πίσω από τον Σταθμό Λαρίσης το παλιό μπακαλοταβερνάκι της ανεπανάληπτης Ντίνας που μια Τσικνοπέμπτη αποκλεισθήκαμε από χιόνι, έτσι το τραγούδι πήγε πραγματικά ως το πρωί, αφού ήπιαμε και τον καφέ μας κι έπειτα κατευθείαν στην δουλειά !

Αλλά και στην Αχαρνών του Μανωλά, στον Άγιο Αρτέμη το καρβουνιάρικο του Ηγούμενου, παντού γεμάτα η Αθήνα κι ο Πειραιάς από τέτοιου είδους εντευκτήρια.

Εκεί ξεδιπλωνόταν το τραγουδιστικό μας μεράκι και η χαρά της ύπαρξής μας ! Εκεί μίλαγε η γλώσσα της ψυχής μας, πίναμε το κρασάκι μας το βαρελίσιο με το μεζεδάκι, ευφραίναμε τας καρδίας μας που λέγαμε, τραγουδούσαμε με τα όργανά μας, κιθάρες, μαντολίνα, ακορντεόν  χειροκροτούσαν την παρέα μας οι θαμώνες, γινόμαστε στο τέλος όλοι ένα και από εκεί φεύγαμε γεμάτοι χαρά, αφού το συναίσθημα μας είχε απελευθερώσει όλες τις κόκκινες κορδέλες του.

Τέσσερις το πρωί και όρθιοι. Οι γλεντζέδες συνεχίζουν...Η Νανά έχει αφήσει το ακορντεόν και διευθύνει

Σαν σπουδαστές Ωδείων κλασικού τραγουδιού δύο ήταν τα σπουδαστήρια μας. Οι χορωδίες της εκκλησίας και αυτά τα εντευκτήρια, που πηγαίναμε με την παρέα μας, εδώ πρέπει να προσθέσω και μερικά ανδρικά ραφτάδικα του Πειραιά στην Τσαμαδού αλλά και προσφυγικά, όπου διασκεδάζοντας με κρασί και μεζέ ρεφενέ, γινόντουσαν βραδιές μουσικής μυσταγωγίας, με πρώτα μαντολίνα έναν ράφτη και έναν κουρέα και στις κιθάρες βέβαια Κερκυραίοι και μη νομίσετε ότι ο ράφτης και ο κουρέας και οι Κερκυραίοι ήταν κατώτεροι του Φον Κάραγιαν, δεν σήκωναν φάλτσο στο σπαθί τους ! Εδώ πρέπει να πω ότι εμείς του κλασικού τραγουδιού και του μπελ κάντο πριν μας συμφιλιώσει ο Μάνος Χατζιδάκις σνομπάραμε αγρίως τους λαϊκούς, δεν πατάγαμε σε εντευκτήριο όπου ακουγόταν μπουζούκι !
Μακριά από μας, λέγαμε οι τεκέδες !!!
Πολύ αργότερα τους αγαπήσαμε !

Όταν η ζωή σε παίρνει από το χέρι, δεν σε ρωτάει τι θα τα κάνεις τα όνειρά σου, απλώς σου δίνει την ελευθερία να παραμείνουν όνειρα και μπορεί να μην έκανα καριέρα σαν σοπράνο, ωστόσο είχα πάμπολλες αποθεώσεις ! Ιδού πως και που....μία από αυτές.
Δεκαενιάχρονη, την πάρτα, μου την έδωσε ένας κουρέας (ήταν συλλέκτης μουσικών βιβλίων μοναδικός), μου την δίδαξε όχι η δασκάλα μου στο Εθνικό, αλλά ένας ταχυδρόμος, έτσι πήγαινε η σκυτάλη, από την εμπειρία των παλιών, στους νεότερους, την όπερα του 1911 του Θεόφραστου Σακελλαρίδη "Περουζέ".

Σ΄ όλα τα μπακαλοταβερνάκια που καταφθάναμε με την παρέα μας, όταν ερχόταν το κέφι μας και αρχίζαμε να γινόμαστε όλοι ένα, μετά από τα πρώτα στάδια κατά τα μεσάνυχτα, άρχιζαν τα solo ! Δύο άνδρες να κρατούν ένα τσουβάλι δεξιά αριστερά σε μια γωνιά, ήταν η κουΐντα !

Τα μαντολίνα κι οι κιθάρες να κουρντίζουν στο σολ μινόρε και από πίσω από την κουΐντα στα πλάγια να ξεπροβάλλει ο ταχυδρόμος ! Φοβερός βαρύτονος 2 μέτρα άντρας, με μουσικές σπουδές στην Ιταλία και με στεντόρεια φωνή, ν΄ αρχίζει το ρόλο του! "Έλα Περουζέ, έλα να μας πεις ένα παραμύθι" και να αρχίζω την Άρια "Νεράιδα του γιαλού".

Βαγγελίστρα μου σουξέ! έγινε το σήμα κατατεθέν μου, σ΄ όλη μου τη ζωή!
Βέβαια τούτες οι βραδιές διανθίζονταν με πολλή ποίηση αλλά και ενσταντανέ από μια ξεκούρντιστη κιθάρα και να τραγουδά ένας χαριτωμένα σε στυλ ρετσιτατίβο, σόκιν!
Τι ταλέντα ανθρώπων συνάντησα σ΄ αυτά τα ταβερνάκια, από μόνοι τους να γνωρίζουν ολόκληρες οπερέτες  από μόνοι τους να γνωρίζουν τα μέτρα, τον τόνο, τα λόγια! Κινητές μουσικές εγκυκλοπαίδειες και θυμάμαι έναν μοναχικό τύπο, ερασιτέχνης, τον Νίκο Τρίμη, να τραγουδά μαζί μας σε τέσσερις γλώσσες, χιλιάδες τραγούδια και η προφορά κάθε γλώσσας ν΄  αλλάζει! η δε κιθάρα του αξεπέραστη! Ήταν πολύ φτωχός, γιατί είχε κάποιες οικογενειακές ατυχίες και πάντα τον πέρναμε μαζί μας, γιατί εκτιμούσαμε το ταλέντο του και το μερίδιό του το βάζαμε όλοι στο ρεφενέ μας. Στα τελευταία του, μας έπαιζε και τραγουδούσε καταπληκτικά, δικής του ενορχήστρωσης φλαμένκο.

Στιγμές άφθονου γέλιου, όπου τρώγαμε στα παραγκάκια του Περάματος, μαριδάκι τηγανιτό ανάμικτο με μπόλικα φύκια, πεντανόστιμο ή ο ηθοποιός μας Ηλίας Λογοθέτης που ήθελε στο μπακάλικο της Ντίνας Απόκριες  στις 4 το πρωί να πει "της Κολομπίνας το φιλί" και να τον συνοδεύω πρίμο στο ρεφραίν και να μου ψιθυρίζει, στο "αίμα" στακάτο !!!

Ε, αυτά ήταν τα αντίβαρα της καθημερινότητάς μας, που ήταν μεν αρκετά σκληρή, αλλά είχε απέραντη ανθρωπιά....
Και αν είμαστε, το σύνολο των ανθρώπων που γνωρίσαμε και ζωή είναι, ΟΤΙ ζήσαμε μαζί τους, πολύ χαίρομαι που η υγεία, σε αυτήν την ηλικία, μου δίνει τη χαρά να θυμάμαι και να υπάρχουν μαζί μου οι φίλοι μου...όσο θα υπάρχω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"