Αιμίλιος Βεάκης: Στον Πειραιά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου


Του Αιμίλιου Βεάκη

Στην κατεύθυνση της ζωής μου έπαιξε μεγάλο ρόλο η ιδιαίτερή μου πατρίδα κι είχα πάντα την έμμονη ιδέα, πως από τον Πειραιά και στον Πειραιά θα μου ΄ρχονταν και θα μου γίνονταν τα γεγονότα εκείνα που θα χάραζαν το δρόμο μου ή που θα σημείωναν τους κυριότερους σταθμούς της ζωής μου.
Σ΄ εκείνη την καθυστερημένη εποχή των παιδικών μου χρόνων χρειάζονταν ελατήρια πολύ δυνατά κι αφορμές τεράστιες για να χαλυβδώσουν την θέληση ενός παιδιού τόσο, που να πάρει την απόφαση ν΄ ακολουθήσει την κλίση της ψυχής του, μια κλίση καταδικασμένη σαν θανάσιμο αμάρτημα από τους φρόνιμους νοικοκυραίους του καιρού εκείνου, την κλίση για τα παλιοσάνιδα της σκηνής!

Και στον Πειραιά, στην ιδιαίτερη πατρίδα είχε ακριβώς την έδρα του ο αυστηρότερος και συντηρικότερος από τους συγγενείς μου και -δυστυχώς - ο σημαντικότερος προστάτης μου από τον καιρό που ορφάνεψα, γιατί ήταν και ο πλουσιότερος! Ο άντρας της αδελφής του πατέρα μου, ο σεβαστός μου θείος και μέγας ξυλέμπορος Παναγιώτης Δάρμας....

Κάποτε όταν πλησίαζα να τελειώσω τις σχολικές μου σπουδές, μου είπε πως μόλις τελειώσω το γυμνάσιο, θέλει να μ΄ εγκαταστήσει στο ξυλάδικο κι όταν συνήθιζα στην δουλειά του, όταν μάθαινα την αξία του ξύλου, όταν μάθαινα το τεχνικό φόρτωμα του κάρου ή του καϊκού - που να μην μπορούν  να με γελάσουν οι αγωγιάτες - όταν θάμπαινα για καλά πια στο νόημα του εμπορίου του, θα μου παράδινε τα κλειδιά του μαγαζιού και της κάσας και θα μ΄ έκανε αφέντη, φτάνει να ήταν σίγουρος πως βρήκε τον άνθρωπο που θα συνέχιζε το έργο του. Ήταν άκληρος και φυσικά για κάθε άλλον, ήταν τούτο μια ζηλευτή τύχη, όχι όμως και για μένα.

Νόμισα πως το κυριότερο χρέος μου εκείνης της ώρας, ήταν να του μιλήσω με ειλικρίνεια και να του σβήσω για πάντα μια ελπίδα που ήξερα πως θάμενε απραγματοποίητη. Αντί να του πως ευχαριστώ, του μίλησα για...τέχνη! Δεν τολμούσα βέβαια να μιλήσω για θέατρο, που στην αντίληψή του σεβαστού θείου ήταν κάτι τερατώδες, κάτι ισοδύναμο με την εξαχρείωση και την διαφθορά, του μίλησα όμως για ζωγραφική που την αγαπούσα κι αυτήν, λιγότερο ίσως από το θέατρο, μα τόσο που φανταζόμουνα πως, αν δεν κατάφερνα να ζήσω σαν θεατρίνος, θα μπορούσα να ζήσω σαν ζωγράφος. Του είπα, λοιπόν πως στην Αθήνα έπαιρνα μαθήματα από τον θαλασσογράφο Χατζή. Και πως είχα σκοπό να δώσω εξετάσεις στο Πολυτεχνείο. Έγινε θηρίο. Κι άκουσα τότε από το στόμα του κάτι καταπληκτικό.
-Τι δηλαδή, θέλεις να γίνεις σαν τον Βολονάκη;
- Θα ήμουν ευτυχισμένος του απάντησα, αν μπορούσα να φτάσω στα μισά της τέχνης του Βολονάκη!
Εκείνος όμως δεν καταλάβαινε απ΄ αυτά. Αγαπούσε και τιμούσε τον πατέρα μου και γεμάτος θυμός πρόσθεσε
- Το παιδί του μακαρίτη του Νικολάκη δε μπορώ να σκεφτώ πως θα καταντήσει να κάθεται στην γωνία του δρόμου του μαγαζιού μου, πλάι στον μπαλωματή και να περιμένει ξυπόλητος, με τόνα παπούτσι, να του μπαλώσει ο μπαλωματής τ΄ άλλο, όπως είδα προχθές τον Βολονάκη και ντράπηκα να τον χαιρετίσω! 

Θύμωσα που τ΄ άκουσα αυτό και κατακόκκινος του αποκρίθηκα σε τόνο ίσως αυθάδικο για την ηλικία μου
- Ο Βολονάκης είναι μεγάλος καλλιτέχνης, κι αν κάθισε εκεί δα μια στιγμή να του ράψουνε το παπούτσι του που ξηλώθηκε, τόκανε με την αφέλεια που χαρακτηρίζει τους μεγάλους. Αν όμως εσένα σου φαίνεται ντροπή νάναι φτωχός ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ψάξε να βρεις την αιτία στον ίδιο τον εαυτό σου. Τι σου χρειάζονται τα πλούτη σου, όταν δεν καταλαβαίνεις πως είναι ντροπή, από την φτώχια του Βολονάκη, νάχεις κρεμασμένες στα ντουβάρια σου αυτές τις χαλκομανίες και τούδειξα στον τοίχο της τραπεζαρίας του την καλοκορνιζαρισμένη λιθογραφία μιας νατούρ μορτ που παρίστανε ένα σύμπλεγμα από φρούτα.
- Αν οι πλούσιοι σαν κι εσένα ήξεραν από τέχνη, δε θάχες κάντρα που η κορνίζα τους κοστίζει πιο ακριβά από το περιεχόμενο και τότες οι μεγάλοι τεχνίτες δεν θα αναγκάζονταν να βγάζουν το παπούτσι τους στη γωνία του δρόμου να τους το μπαλώσει ο μπαλωματής.

Ήμουν σίγουρος πως θα μ΄ έδιωχνε από το σπίτι του στην στιγμή, μα γελάστηκα. Κοίταξε λίγο μπροστά του αμίλητος κι ύστερα είπε:
- Θα γίνεις λοιπόν καλλιτέχνης! Τρέμω για το  μέλλον σου. Είσαι παιδί νευρικό και καλοζωισμένο και μεγάλωσες μέσα  χάδια. Δεν θα μπορέσεις ν΄ αντέξεις στην φτώχια. Η καρμανιόλα σε περιμένει. Θα κλέψεις άμα πεινάσεις, κι αν σε πιάσουν θα σκοτώσεις. Χάσου απ΄ τα μάτια μου.
Αυτό ήταν το στερνό καλοκαίρι που πέρασα σπίτι του...

Η προτομή του Αιμίλιου Βεάκη μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, που το κοσμεί όπως και η προτομή της Κατίνας Παξινού
Στις 24 Φεβρουαρίου του 1980 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Βεάκη, έργο του γλύπτη Ν. Περαντινού, που προσέφερε ο Ροταριανός Όμιλος Πειραιώς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"