Στα παλιά καφενεία του Πειραιά. Όταν γράφονταν με δύο "ΦΦ"

Το καφενείο Μοντέρνο του Φασιλή στην Λεωφόρο Τρύφωνος Μουτσοπούλου, στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν Μηχανικοί και Πλοίαρχοι καθώς και οι Σπουδαστές των Ναυτικών Σχολών




του Στέφανου Μίλεση

Τα καφενεία κάποτε αποτελούσαν απαραίτητα συστατικά στοιχεία του κοινωνικού μας βίου. Στα καφενεία κανονίζονταν εργασίες, κλείνονταν συμφωνίες, συζητούνταν τα πολιτικά θέματα, γίνονταν προεκλογικές συγκεντρώσεις, στον Πειραιά χρησίμευσαν μέχρι και για χρηματιστήρια.... Μα αφού αναφερόμαστε στον Πειραιά θα πρέπει να αναφέρουμε πως στην περιοχή αυτή πρώτα έγινε καφενείο και μετά ακολούθησε η πόλη... Διότι ο Γιαννακός Τζελέπης έφτιαξε το καφενείο του πριν ακόμα από την ίδρυση της πόλης του Πειραιά.

Τα καφενεία στη σύγχρονη Ελλάδα υπήρξαν η συνέχεια της αρχαίας αθηναϊκής αγοράς. Εκεί όπου συνέρχονταν οι άνδρες για να επιχειρηματολογήσουν, να εκθέσουν τις πολιτικές τους απόψεις, να διαφωνήσουν, ακόμα και να “κυβερνήσουν” (αν ήμουν εγώ στη θέση τους...) ή να “νομοθετήσουν” (δέκα χρόνια μέσα έπρεπε να πάει...).

Στα καφενεία ο κόσμος έβρισκε τη χαμένη του ελευθερία έκφρασης. Στα καφενεία μπορούσε να πετάξει το αποτσίγαρο, να φτύσει, να βρίσει, να κάτσει απρεπώς στην καρέκλα (δηλαδή ανάποδα) να συμπεριφερθεί δηλαδή όπως δεν θα μπορούσε έξω στους δρόμους. Ήταν το μοναδικό δημόσιο μέρος που ένιωθε ο Έλληνας σα στο σπίτι του. Μα συνάμα αποτελούσαν και τοποθεσίες διεκπεραίωσης και συναλλαγής όχι μόνο μεταξύ ιδιωτών, αλλά και μεταξύ κρατών! Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η παράδοση τόσο της πόλης της Αθήνας όσο και του Πειραιά στους Γερμανούς έγινε στο καφενείο έναντι έπαυλης ΘΩΝ στο οποίο τον Απρίλιο του 1941 συναντήθηκαν οι επιτροπές παραδόσεως των πόλεων μετά της γερμανικής αντιπροσωπείας.

Τα νεωτεριστικά καφενεία

Στην Αθήνα πολλά από τα καφενεία διέπονταν από κανόνες ευπρέπειας. Για παράδειγμα υπήρχε το λεγόμενο “νεωτεριστικόν καφενείον” το οποίο απαιτούσε να έχει πελατεία εκλεκτή, καλομαθημένη και το κυριότερο... αθόρυβη! 

Μη πτύουσα χάμω, μη ρίπτουσαν αποτσίγαρον, μη συζητούσαν μεγαλοφώνως, γνωρίζουσαν να κάθεται ευπρεπώς εις την καρέκλαν και τον καναπέ, συμπεριφερόμενην με πολιτισμένον τόνον εις δημόσιον μέρος” σημειώνει ο “Μποέμ”. Ανάμεσά τους φυσικά εκείνο που δεσπόζει ήταν των αδελφών Ζαχαράτου.

Τα καφενεία κάλυπταν όλο το φάσμα του κοινωνικού τόξου. Άρχιζαν από τις καφενοπαράγκες κι έφταναν μέχρι τα καφενεία πολυτελείας. Ανάμεσα στους δύο αυτές ακραίες μορφές καφενείων μεσολαβούσαν διάφοροι τύποι όπως καφενεία-εντευκτήρια, καφενεία-χρηματιστήρια, μουσικά-καφενεία, καφενεία-μαγειρεία και πολλές ακόμα εκδοχές.


Καφενείο-εντευκτήριο

Στα καφενεία-εντευκτήρια συγκαταλεγόταν το γνωστό καφενείο του Βρυώνη στην ομώνυμη συνοικία. Διότι ο Ιωάννης Βρυώνης είχε συγκεντρώσει εντός αυτού, όλα του τα ενθυμήματα από τα μακρινά ταξίδια τους και κύρια από την Ιαπωνία. Τον Φεβρουάριο του 1900 η πειραϊκή εφημερίδα «ΣΦΑΙΡΑ» αναφερόμενη στο καφενείο-εντευκτήριο του Βρυώνη καταγράφει τις εντυπώσεις όσων το επισκέφθηκαν: «τα περίχρυσα φατνώματα, τα βαρύτιμα ιαπωνικά αγγεία, όλη εκείνη η πολυτελής επίπλωση, ο θαυμάσιος των εικόνων διάκοσμος και εν γένει ο ιαπωνικός ρυθμός, προσδίδουν εις το μεγαλοπρεπές αυτό εντευκτήριον κάτι το μαγεύον και συναρπάζον τη ψυχή σου, κάτι το πρωτοφανές όχι μόνο δια τον Πειραιά αλλά και δι’ όλην την Ελλάδα, ένα ζυθοκαφείον από εκείνα δια τα οποία μόνο η Βιέννη καυχάται». 

Το καφενείο του όμως δεν θύμιζε μονάχα στο εσωτερικό του Ιαπωνία αλλά και στην εξωτερική του όψη! Στην κορυφή του το μέγαρο του Βρυώνη είχε τοποθετηθεί ένα ρολόι, που ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Όμως χαρακτηριστικό αυτού του ρολογιού, δεν ήταν η μοναδικότητά του, αλλά το γεγονός πως ο τρόπος κατασκευής του θύμιζε τη μακρινή Άπω Ανατολή (Μαντζουρία, Ιαπωνία, Κίνα...). Αποτελείτο από δύο σκεπές σε διαφορετικά επίπεδα, τύπου παγόδας ενώ κατέληγε σε ένα τρίτο μικρότερο επίπεδο όπου ήταν αναρτημένη μια καμπάνα. Στην κορυφή δε όλων, υπήρχε τοποθετημένος ένας ανεμοδείκτης που κατέληγε σε αλεξικέραυνο!




Καφενεία-Χρηματιστήρια

Στα καφενεία-χρηματιστήρια ήταν το επίσης γνωστό καφενείο του Σαγκανά. Βρισκόταν στην οδό Γούναρη (τότε Μακράς Στοάς). Όταν το επίσημο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Πειραιά απαξιώθηκε, οι έμποροι μετακινήθηκαν και άρχισαν να συναλλάσσονται εντός του καφενείου του Σαγκανά που σύντομα απέκτησε και επίσημα την επωνυμία “ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ”. Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση παγκοσμίως, που οι συναλλαγές χρηματιστηρίου εγκατέλειψαν την ειδική αίθουσα ενός χρηματιστηρίου και μετακινήθηκαν σε ένα καφενείο με την επωνυμία “Χρηματιστήριο”! Άρθρο του Χρ. Λεβάντα στην Εφημερίδα "Ακρόπολις" μας δίνει μια περιγραφή για τις πράξεις που γίνονταν εντός του καφενείου αυτού.

Κραυγές, φωνές, τρεχάματα, φασαρία, σωστό πανηγύρι γινόταν κάθε μέρα στου Σαγκανά.

- Ζάχαρη Ιάβας

- Κλείνω

- Στα πόσα;

- Στα τόσα...

- Παράδοση το Μάρτιο

    - Όσπρια Ρουμανίας...”.

Όμως καφενείο Χρηματιστήριο δεν υπήρξε μονάχα στον Πειραιά αλλά και στην Αθήνα. Το καφενείο “Ωραία Ελλάς” μεταβλήθηκε έστω και προσωρινά σε χρηματιστήριο όταν εκεί παίχτηκαν οι μετοχές του Λαυρίου οι οποίες εκδόθηκαν στην αρχική τιμή των 200 δραχμών και έφτασαν στις 1000! “Αγοράζω 200 Λαύρια στα 300...”, “Αγοράζω 500 Λαύρια στα 310...”.


Το καφενείο Χρηματιστήριο.
Έργο του ζωγράφου Μιχάλη Γεώργα


Το καφενείο Χρηματιστήριον

Το καφενείο Χρηματιστήριον την δεκαετία του 1980


Καφενεία τόπου καταγωγής

Στον Πειραιά τα καφενεία ήταν αυθεντικά και διαιρεμένα σε διάφορες κατηγορίες. Άλλα απευθύνονταν στους κοινούς τόπους καταγωγής (Υδραίων, Παριανών, Κρανιδιωτών κ.ο.κ.). Κάθε παροικία στον Πειραιά όπως είχε την εκκλησία του, διατηρούσε ως τόπο καθημερινής σύναξης και ένα συγκεκριμένο καφενείο. Τα περισσότερα καφενεία καταγωγής δεν βρίσκονταν στη γεωγραφική περιοχή των παροίκων, όπως θα περίμενε κάποιος να συμβαίνει, αλλά σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πολλά καφενεία που συγκεντρώνονταν νησιώτες βρίσκονταν κατά μήκος της Ακτής του εμπορικού λιμένα. Κι αυτό διότι λειτουργούσαν ως “πρακτορεία” ταχυδρομείου. Σε αυτά αφήνονταν δέματα προερχόμενα από το νησί τα οποία μετέφεραν ναυτικοί εργαζόμενοι στα πλοία της γραμμής. Στη συνέχεια έρχονταν στο καφενείο να τα παραλάβουν οι “ξενιτεμένοι” νησιώτες της πόλης. Τα καφενεία αυτά έφεραν συνήθως ως επωνυμία το νησί προέλευσης “Κίμωλος”, “Πάρος”, “Νάξος”, “Μύκονος”... 


Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ την εποχή που εργαζόταν στο καφενείο της οικογενείας του στον Άγιο Νείλο

Οι μεγάλες παροικίες της πόλης ωστόσο είχαν περισσότερα καφενεία του ενός. Γνωστό το καφενείο του Εμμανουήλ Ρουσσάκη δίπλα ακριβώς από την Αδελφότητα Κρητών ΟΜΟΝΟΙΑ στη συνοικία των Κρητικών στον Προφήτη Ηλία. Οι Ηπειρώτες, οι Σμυρνιοί, οι Μανιάτες, οι Αλεξανδρινοί όλοι κάποτε διέθεταν τουλάχιστον ένα καφενείο... Κάποτε στον Πειραιά καφενείο δικό τους είχαν και οι Μαλτέζοι αλλά και οι Ιταλοί. Οι πρώτοι ξεχώριζαν διότι είχαν πάντοτε στο αυτί ένα σκουλαρίκι και στον λαιμό ένα μαντήλι χρωματιστό. Οι Ιταλοί είχαν το κακό συνήθειο να φτύνουν κάτω διαρκώς.

Ο Κουταλιανός σε καφενείο στον Πειραιά

Το καφενείο των Κυνηγών δίπλα από τον Άγιο Κωνσταντίνο

Καφενεία ενασχόλησης ή ανεργίας

Άλλα καφενεία απευθύνονταν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες της πόλης (σε ναυτικούς, αχθοφόρους, αραμπατζήδες, εργάτες βιομηχανίας κλπ). Σε αυτά κλείνονταν επαγγελματικές συμφωνίες, υπογράφονταν συμβόλαια αλλά και βρίσκονταν οι απαιτούμενοι εργάτες, τεχνίτες ή ναυτικοί για την κάλυψη αντίστοιχων θέσεων. Στα επαγγελματικά-καφενεία συνωστίζονταν οι άνεργοι αναμένοντας κάποια πρόταση για εργασία. Το δράμα της ανεργία μετριαζόταν όταν ο άνεργος βρισκόταν ανάμεσα σε ομοιοπαθείς. Κάποια κουβέντα παρηγοριάς, λίγα λόγια ενθάρρυνσης, κάποια διαμεσολάβηση από το διπλανό τραπέζι για μια γνωριμία που πιθανόν να υπήρχε... “γνωρίζω τον τάδε που είναι στον δείνα και αναζητούν άτομα για το πλοίο ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ που πλέει στον Ινδικό”. 

Φυσικά δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε το Κεντρικό Καφενείο του Αναστασίου Κομνηνού κάτω από το Δημαρχείο που συγκεντρώνονταν ναυλομεσίτες, συνταξιούχοι ναυτικοί και μηχανικοί Ε.Ν.

Και η ελπίδα αναπτερωνόταν ακόμα και όταν η γνωριμία τελικά δεν μεσολαβούσε για τη λύση της ανεργίας. Στα επαγγελματικά-καφενεία σύχναζαν άνθρωποι ειδικοτήτων που δεν διέθεταν γραφεία για να απευθύνεται ο κόσμος που τελικά τους αναζητούσε εκεί. Τα σημειώματα εργασίας αφήνονταν στον υπεύθυνο του καφενείου για να ειδοποιήσει τον θαμώνα τάδε που ήταν υδραυλικός και που κάποιον τον έψαχνε για να επισκευάσει την διαρροή του σπιτιού του. Σε αυτού του είδους τα καφενεία σύχναζαν ακόμα άνθρωποι με κοινή ενασχόληση όπως το κυνήγι ή το ψάρεμα. Γνωστό μέχρι σήμερα ως όνομα παραμένει το καφενείο των “Κυνηγών” δίπλα από τον Άγιο Κωνσταντίνο.


Ναργιλέδες και εφημερίδες συνοδεία ερατινού

Όμως και οι γνωστοί μας ναργιλέδες αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος των καφενείων. Εξάρτημα κι αυτοί της παράδοσης εξ Ανατολών που είχε όμως πάντα πιστούς στη χρήση του. Ήδη από την δεκαετία του '30, έγραφαν πως ο ναργιλές θα βρισκόταν μονάχα στις εγκυκλοπαίδειες. Το γουργουρητό του που για κάποιους είχε ταυτιστεί με την αρχοντιά ενώ άλλους με το ραχάτι δεν έβρισκε ανταπόκριση στους νεοέλληνες, όπως κατέγραφαν κάποιοι δημοσιογράφοι στις εφημερίδες. Όμως προς έκπληξη όλων τα καφενεία με τους ναργιλέδες ήταν πάντοτε γεμάτα από πιστούς του είδους. 

Το σχήμα του ναργιλέ ήταν και είναι γνωστό. Στρογγυλή μπουκάλα, δύο σωλήνες, ο λουλάς επί τους οποίου τοποθετείται το τουμπεκί και η φωτιά, και το μαρκούτσι του οποίου συνήθως το επιστόμιο είναι κεχριμπαρένιο. Όποιος θαμώνας του καφενείου ήθελε να καπνίσει ναργιλέ φώναζε: “Έναν πολλά γιαβάσικο” δηλαδή ελαφρό. Οι ναργιλέδες γνώριζαν μεγάλη επιτυχία όταν ακόμα δεν υπήρχαν έτοιμα τσιγάρα και ο καπνός πωλείτο χύμα μέσα σε στριμμένα χωνιά από εφημερίδες. Τα σιγαρόχαρτα καθώς ήταν μονοπώλια κυκλοφορούσαν έχοντας πάνω στη συσκευασία τους ως εξώφυλλο τις εικόνες των πρωθυπουργών. Του Κανάρη, του Κουμουνδούρου, του Δεληγιώργη, του Βούλγαρη. Όποιος πήγαινε να αγοράσει καπνό και σιγαρόχαρτο για να φτιάξει τσιγάρα έλεγε στον πωλητή “Δώσε μου οκτώ και δύο” ή “τέσσερα κι ένα” με τον πρώτο αριθμό να σημαίνει οκτώ ή τεσσάρων λεπτών καπνό και τον δεύτερο δύο ή ένα λεπτό σιγαρόχαρτα. Οι καπνιστές μετάγγιζαν στη συνέχεια τον καπνό που αγόραζαν από τα χωνιά των εφημερίδων σε πουγκιά συνήθως μαύρου χρώματος και σπανιότερου κόκκινου.

Και παρά το χρόνια που περνούν ο ναργιλές παραμένει ζωντανό εξάρτημα των καφενείων που σήμερα βεβαίως καλούνται καφετέριες....

Άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των καφενείων ήταν οι εφημερίδες που ήταν περασμένες σε ξύλα για να κρατιούνται ανοιχτές και να διαβάζονται αλλά και να μην τσαλακώνονται καθώς αλλάζουν ολομερής χέρια. Ο Εθνοφύλαξ, η Ελπίς, η Παλιγγενεσία, ο Αιών, το Μέλλον γίνονταν καθημερινώς ανάρπαστες. Οι θαμώνες τις ζητούσαν από τους υπαλλήλους του καφενείου και συχνά άκουγαν ως απάντηση “αγκαζέ!...”.

Φυσικά το βασικό ρόφημα των καφενείων ήταν πάντοτε ο καφές. Οι Έλληνες ήταν τόσο δεμένοι μαζί του που όσο πρωί και να ξυπνούσαν έτρεχαν στο καφενείο να πιούν ένα στα γρήγορα πριν την δουλειά τους. Για αυτό και ο λογοτέχνης Αχιλλέας Παράσχος ονόμασε το αγαπημένο ρόφημα των Ελλήνων ως “ερατεινό” (ιδιαίτερα δηλαδή αγαπημένο) κι έτσι άλλο που δεν ήθελαν οι λογοτέχνες-δημοσιογράφοι της εποχής που άρχισαν να το καταγράφουν με αυτό το όνομα.


Το Καφενείο Σπλέντιτ του Κωστάλα και το έναντι αυτού επίσης ιστορικό Καφενείο "ΒΕΡΣΑΛΛΙΑΙ" του Κορωναίου, (πρώην Σουσσάνα και κατόπιν Συνοδινού) στο Πασαλιμάνι που συγκεντρώνονταν τραπεζιτικοί υπάλληλοι, δικηγόροι και έμποροι.




Οι Έλληνες μετέφεραν τον "θεσμό" του Καφενείου και στα μέρη όπου μετανάστευσαν. Στην φωτογραφία το καφενείο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το 1938 στις ΗΠΑ



Στο Καφενείο 1919



Ο Χρήστος Λεβάντας σε μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποίησε προπολεμικά για την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ που δημοσιεύθηκε το 1935 και το 1936, κατέγραψε όλα τα καφενεία στις διάφορες συνοικίες της πόλης, τα καφενεία κατά επαγγελματική κατηγορία αλλά και κατά παροικία, πού σύχναζαν δηλαδή τα μέλη των παροικιών του Πειραιά όπως Ικαριώτες, Δωδεκανήσιοι, Σαντορινιοί, Παριανοί κ.α. 


Το Καφενείο και Ξενοδοχείο "ΕΡΜΗΣ" του Ιωάννη Γκαβέρα, που σύχναζαν οι Δωδεκαννήσιοι
(Φωτογραφία από το αρχείο του Μπούκη Δημοσθένη του Γιάννη)








Διαβάστε επίσης:

6 σχόλια:

Τζώρτζης Δ. ΔΕΛΗΜΑΝΗΣ είπε...

Από διήγηση του πατέρα μου Δημητρίου ΔΕΛΗΜΑΝΗ: Ένα Υδραίικο καφενείο, ήταν στην Λεωφόρο Ηρ. Πολυτεχνείου μεταξύ των οδών Φιλελλήνων και Χαρ. Τρικούπη. Σήμερα σώζεται το κτίριο αλλά όχι το καφενείο.

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Stefanos Milesis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Stefanos Milesis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Stefanos Milesis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
gabkou είπε...

Θα μπορούσατε να προσθέσετε το καφενείο του ΝΙΚΟΛΗ στην αρχη της οδου Πυλης ηταν το στέκι του ρεμπέτη Στέλιου Κερομύτη και πάρα πολλων αλλων ρεμπέτηδων οπως Στελάκη Περπινιάδη, Στράτου Παγουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη , πιο πάνω είναι το σπίτη του Κερομύτη.

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"