Το θέατρο Τσόχα στην Καστέλλα



Του Στέφανου Μίλεση


Το όνομα του επιχειρηματία Αναστασίου Γ. Τσόχα (1840-1904) έμεινε στην ιστορία του Πειραιά από το γνωστό θέατρο του Τσόχα, καθώς για χρόνια ολόκληρα υψωνόταν επιβλητικά στην Καστέλλα, πάνω από την Ακτή του Τσοκαρόπουλου (από την γνωστή μπυραρία) όπως την αποκαλούσαν τότε την συγκεκριμένη παραλία πλησίον της πλατείας Αλεξάνδρας οι Πειραιώτες. 

Ιδρυτής του ήταν ένας πετυχημένος επιχειρηματίας Αθηνών ο Τσόχας. Δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο πρόσωπο καθώς εκτός από πετυχημένος επιχειρηματίας ήταν και Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων.

Αναστάσιος Τσόχας


'Οταν γύρω στο 1881 έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην μικρή ακόμη πόλη του Πειραιά δεν ήταν στην Καστέλλα αλλά στο Πασαλιμάνι! Εκείνη την εποχή όλη η Καστέλλα ήταν ένας γυμνός λόφος και μόνο η πλευρά προς το λιμένα της Ζέας είχε οικοδομηθεί από τον Τσίλερ με τις γνωστές επτά επαύλεις του στην σειρά. Λίγο πριν την εμφάνιση του Τσόχα, το 1878 η τότε Βασιλική οικογένεια είχε χρησιμοποιήσει τα νεόδμητα αρχοντικά του Τσίλερ για να κάνει τις θερινές της διακοπές. Έτσι λίγο ο Τσίλερ με τα πανέμορφα αρχοντικά του, λίγο η εκεί παραμονή του Γεωργίου Α΄ και της Όλγας, λίγο τα λουτρά (θαλάσσια μπάνια) στο Πασαλιμάνι, δεν άργησαν να τραβήξουν την προσοχή του Τσόχα, που άδραξε την οικονομική ευκαιρία που του παρουσιαζόταν και δημιούργησε ένα παραλιακό καφωδείο στο Πασαλιμάνι, δίπλα στις μπανιέρες.  

Περίπου απέναντι από την σημερινή Πλατεία Κανάρη που τότε καλείτο Πλατεία Δημοτικών Λουτρών, ο Τσόχας έστησε στην κυριολεξία πάνω στην θάλασσα, σε μια ξύλινη εξέδρα το θερινό καφωδείο του λοιπόν που αμέσως έγινε γνωστό, καθώς τραγουδούσαν κάθε βράδυ τρεις «Γαλλίδες αοιδοί» που με τις τολμηρές εμφανίσεις τους προκαλούσαν τα ήθη της εποχής. Βλέποντας ο Τσόχας την επιτυχία του καφωδείου του, δεν άργησε να φέρει και Ιταλίδες και Ουγγαρέζες δημιουργώντας ίσως ένα από τα πρώτα «βαριετέ» στην Ελλάδα.

 Όλη η κοσμική Αθήνα και ο Πειραιάς συνέρεε τα βράδια του Καλοκαιριού στο Καφωδείο του Τσόχα. Το πήρε λοιπόν κι αυτός απόφαση πως επρόκειτο για μοναδική επιχειρηματική ευκαιρία και έκτισε το θέατρο στον λόφο της Καστέλλας με το οποίο ταύτισε και το όνομά του. Το θέατρο Τσόχα που κτίστηκε σε σχέδια επίσης του Τσίλερ φαίνεται πως ολοκληρώθηκε το 1884. 



Στις 1 Φεβρουαρίου του 1886 εμπρηστές το έκαψαν. Παρότι έβρεχε καταρρακτωδώς το θέατρο το αποκαλούμενο "Κόσμημα των βουνών" όπως το έλεγαν, αποτεφρώθηκε ολόκληρο! Ο Τσόχας όμως που το είχε ασφαλισμένο ξανασήκωσε ακριβώς το ίδιο!  Αυτός ήταν ο Τσόχας, που αμέσως σε πείσμα όλων δε άργησε να φέρει στην σκηνή του ότι καλύτερο κυκλοφορούσε στην Ελλάδα. 

Είδηση περί πυρπολήσεως του Θεάτρου Τσόχα (1886)


Από εκεί παρέλασαν Ιταλικές όπερες, μουσικοί θίασοι, του Παπαϊωάννου, του Δράμαλη, της Έλσα Ένκελ, του Αλεξιάδη, του Παντόπουλου, της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου. Στα ιστορικά δρώμενα εκείνης της εποχής έχει καταγραφεί η συρροή κόσμου και κυρίως οι μακριές σειρές από Λαντώ (άμαξες με άλογα) που στάθμευαν στην νεοδημιούργητη τότε Πλατεία Αλεξάνδρας. Οι Πειραιώτες που έδιναν παρατσούκλια στα πάντα δεν άργησαν να τις βαπτίσουν κι αυτές, με το παρατσούκλι «Καουτσούκ» καθώς με αυτό το υλικό είχαν ντυμένες τις ρόδες τους!  

 Το 1899 κυριαρχεί η μονομαχία μεταξύ του Θεάτρου Διονυσιάδου στο Πασαλιμάνι που ανεβάζει την κωμωδία του Λάσκαρη "Μαλιά Κουβάρια" με το θέατρο Τσόχα που ανεβάζει τον Σταύρο Πλυτζανόπουλο "Η Θεία του Καρόλου". Και ενώ ο κόσμος μοιράζεται ανάμεσα στις δύο παραστάσεις το θέατρο Τσόχα πετά εμβόλιμα την πρώτη παράσταση κινηματογράφου στον Πειραιά! Ήταν ο κινηματογράφος των αδελφών Ψυχούλη.




Στις 28 Μαΐου 1900 το Θέατρο Τσόχα ανακοινώνει την λειτουργία του για πρώτη φορά ηλεκτροφώτιστο! Στην αναγραφή των παραστάσεων, προηγείται η φράση "Απόψε καλούνται οι Πειραιείς, εις έκτακτον καλλιτεχνικήν απόλαυσιν!"

Το 1904 ανακοινώνεται πως ο Αναστάσιος Τσόχας πέθανε στην Αίγυπτο. Τις θεατρικές επιχειρήσεις αναλαμβάνει ο γιος του Κωνσταντίνος Α. Τσόχας συνεχίζει τις προσπάθειες να εισάγει ξένους θιάσους μελοδράματος στην Ελλάδα.  


Η Περίοδος του Αρνιώτη!

 Ακόμη και ο θρυλικός θιασάρχης Λεωνίδας Αρνιώτης διετέλεσε θιασάρχης και θεατώνης του θεάτρου Τσόχα. Και λέω θρυλικό καθώς έκανε ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς, προσελκύοντας πλήθη κόσμου, κι ας έκανε τρέλες τις περισσότερες φορές! Από το 1902 έως το 1908 εμφανίστηκε πολλές φορές στην συγκεκριμένη σκηνή.

Στο θέατρο Τσόχα σε κάποια βραδινή παράσταση (το 1907) είχε ανεβάσει στην σκηνή εκπαιδευμένους σκύλους, να κάνουν επιδείξεις πειθαρχίας! Όταν χρόνια αργότερα το 1915 επιχείρησε να ανεβάσει την ίδια παράσταση στο Λονδίνο, εισήχθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε ως βασανιστής ζώων.    

Θέατρο Τσόχα - Παράσταση Θιάσου Αρνιώτη (Ιούνιος 1904)

Λέγεται έκανε το όνομά του γνωστό όταν το 1908 δήλωσε πως θα πετάξει με αεροπλάνο για πρώτη φορά στην Ελλάδα! Κόσμος κατά χιλιάδες συγκεντρώθηκε στο Τατόι, όπου ο Αρνιώτης εμφανίστηκε με μονοπλάνο να ανυψώνεται για μόνο δύο μέτρα από το έδαφος! Παρά τις προσπάθειές του δεν τα κατάφερε για περισσότερο. Ο ίδιος τότε είχε δηλώσει πως θα τα κατάφερνε αργότερα από θαλάσσης. Έτσι το 1910, εμφανίζεται να κάνει νέα απόπειρα χωρίς επιτυχία, στο Νέο Φάληρο αυτή την φορά. Λέγεται ωστόσο πως η εμφάνιση του Αρνιώτη με το αεροπλάνο "Μπλεριώ" του 1908 ήταν στην ουσία η πρώτη εμφάνιση αεροπλάνου στην Ελλάδα έστω κι αν επρόκειτο περί αεροπλάνου που δεν πετά! Αυτός ο Αρνιώτης λοιπόν έστω κι έτσι είχε καταφέρει να δημιουργήσει μεγάλο ντόρο γύρω από το όνομά του. 

Η παρακμή:

Στο μεταξύ όμως χρόνια πριν, είχε αρχίσει η ανάπτυξη του Νέου Φαλήρου. Και ήταν τόσο ραγδαία και τόσο εντυπωσιακή που έπληξε όχι μόνο το Θέατρο του Τσόχα, αλλά και ολόκληρη την πόλη του Πειραιά, καθώς από την Εταιρεία των Σιδηροδρόμων Αθηνών Πειραιώς, οι Αθηναίοι μπορούσαν να προσεγγίζουν πολύ εύκολα στο Νέο Φάληρο και κυρίως πολύ φθηνά. Έτσι σταμάτησαν τα πήγαινε-έλα με τα πανάκριβα κόμιστρα των νοικιασμένων Λαντώ. Άλλωστε μαζί με το φθηνό εισιτήριο του σιδηροδρόμου μπορούσαν να βγάλουν από το ίδιο γκισέ του σταθμού και το εισιτήριο του θεάτρου του Νέου Φαλήρου! Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά κι όταν οι παραστάσεις αργούσαν να τελειώσουν υπήρχαν αμαξοστοιχίες που τους περίμεναν να τελειώσουν και τους εξασφάλιζαν άνετη επιστροφή. 

Έτσι περίπου μέχρι τον πόλεμο του 1912-13 τελειώνει και η αρχοντική περίοδος του θεάτρου Τσόχα. Έκτοτε έγινε γνωστό ως «Πειραϊκό», άλλαζε διαρκώς χέρια, φιλοξενούσε κατά καιρούς θεατρικά μπουλούκια, έγινε κινηματογράφος μέχρι και πίστα πατινάζ! Σταδιακά έπεσε στην αφάνεια και μόνο η ίδια η κατασκευή έμεινε  να θυμίζει τα παλιά μεγαλεία κι αυτό με δυσκολία, καθώς οι πειραματισμοί που είχαν κάνει πάνω του οι διάφοροι επιχειρηματίες το είχαν γδύσει από τις περίτεχνες αρχιτεκτονικές του διακοσμήσεις. 

Θέατρο Πειραϊκόν (Πρώην Τσόχα) - Από την Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 1933 στις 9 το πρωί το πρώην θέατρο θα λειτουργεί ως πίστα για Πατινάζ!


Το καλοκαίρι του 1948 ένας εκ των επιχειρηματιών είχε καταφέρει να πετύχει την κάθοδο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για σαράντα παραστάσεις εκεί! Είχε αναπτύξει και 1.100 θέσεις και όλα έδειχναν πως το παλιό θέατρο θα αναστηνόταν ξανά! Δυστυχώς η ανάσταση δεν ήρθε, στην συνέχεια λειτούργησε ως κινηματογράφος με το όνομα «Αελλώ» έστω κι αν κατά καιρούς κάποιοι θίασοι εμφανίζονταν σ΄ αυτό. 

Σήμερα στην οδό Καρατζά στην Καστέλλα ένα σχολικό συγκρότημα βρίσκεται στην θέση του. 

Φέτος ο Πειραιάς θα έπρεπε να εορτάζει τα 180 χρόνια του (1835-2015)



Του Στέφανου Μίλεση

     Η φετινή χρονιά του 2015 σηματοδοτεί την συμπλήρωση των 180 ετών της πόλης μας από την γέννησή της (1835-2015). Εκατόν ογδόντα χρόνια ζωής δεν είναι και λίγα βέβαια, καθώς η ιστορία του Πειραιά ξαναζωντανεύει αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση. 

Βλέπετε η ιστορία ήθελε στη θέση της αλλοτινής δόξας του Πειραιά της αρχαιότητας, να έχει απομείνει μόνο ένα κομμάτι χέρσας γης με πολλά έλη και με μοναδικούς κατοίκους του καλόγηρους του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. 

Και η σύγχρονη πόλη του Πειραιά αναδύεται ως εκ θαύματος μέσα από το σκοτάδι της ιστορίας με γενέθλια ημερομηνία εκείνη της 23ης Δεκεμβρίου του 1835 που ουδέποτε εορτάστηκε στον Πειραιά ως έπρεπε, καθώς στην Ελλάδα συνηθίζουμε να γιορτάζουμε τους πολιούχους κάθε πόλης και όχι τις γενέθλιες ημερομηνίες των ίδιων των πόλεων. Την 23η ημέρα λοιπόν του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 1835, μαζεύτηκαν τα μέλη του πρώτου Δημοτικού συμβουλίου της πόλης για να δώσουν τον όρκο τους μπροστά στον εφημέριο, του ερειπωμένου μοναστηριού! 

Έναν παρόμοιο όρκο είχαν δώσει λίγο καιρό πριν άλλοι Έλληνες, οι επαναστατημένοι όταν με τα πλοία «Ελλάς» και «Καρτερία» βομβάρδιζαν εκείνο το ίδιο σημείο για να το απαλλάξουν από τον Οθωμανό δυνάστη που το χρησιμοποιούσε ως κάστρο φύλαξης του μεγάλου λιμανιού. Πρώτος Δήμαρχος υπήρξε ο Υδραίος Κυριάκος Σερφιώτης, μια αληθινά ηρωική μορφή που κλήθηκε να επιτελέσει τον πιο δύσκολο ρόλο, να συγκροτήσει μια πόλη που απλά, δεν υπήρχε! 

Απουσία ακόμη και οικήματος για στέγαση αυτής της πρώτης δημοτικής αρχής, χρησιμοποιήθηκε το σπίτι ενός εκ των συμβούλων, του Εμμανουήλ Δεικτάκη! Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι οι κάτοικοι του Πειραιά τότε ήταν μόλις 1011 αλλά ο αριθμός δεν είχε και τόση σημασία, όταν αυτοί οι λιγοστοί αγωνιστές σε αριθμό, επέδειξαν ψυχή λέοντα, όμοια σε μέγεθος με το μαρμάρινο λιοντάρι που μας πήρε ο Μοροζίνι το 1687 και που μετέφερε στην Βενετία όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. 

Βλέπετε κάποιοι πίστεψαν πως κλέβοντας το σύμβολο μιας πόλης, θα αποκτούσαν με μαγικό τρόπο και την δύναμή της! Όμως το 1835 αν και το μαρμάρινο λιοντάρι έλειπε, άλλα 1011 λιοντάρια στάθηκαν στο ίδιο σημείο για να το αντικαταστήσουν. Αυτοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά και η πόλη μας εκείνων τα χρωματοσώματα έχει κληρονομήσει. Γι΄ αυτό ίσως και έγινε η εμπορική, βιομηχανική, ναυτική και οικονομική πρωτεύουσα της Ελλάδας! 

Κι αν τον τίτλο της πρωτεύουσας μιας χώρας τον αποκτάς με νομοθετική απόφαση, τους άλλους τίτλους, τους πραγματικούς, εκείνους του εμπορίου, της ναυτιλίας, της βιοτεχνίας και βιομηχανίας τους κατακτάς στον στίβο του ανταγωνισμού. Και αυτό έκανε στην συνέχεια ο Πειραιάς, καθώς έκτοτε αποτέλεσε την ατμομηχανή της Ελληνικής Οικονομίας.  



Εδώ δημιουργήθηκαν τα μηχανουργεία των Βασιλειάδη, Τζων Μακ Δούαλ, του Κούπα, του Αργυρίου. Μέχρι το 1885 η Πειραϊκή βιομηχανία είχε κατασκευάσει μηχανήματα αξίας 5 εκατομ. δραχμών! Εδώ αναπτύχθηκε η Κλωστοϋφαντουργία σε τέτοιο βαθμό ώστε φτάσαμε στο σημείο να εξάγουμε βαμβάκι στην Αμερική για να φτιάχνει ο στρατός των Νοτίων τις στολές τους στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο! Γνωστά τα κλωστοϋφαντουργία των Μπαρουξάκη, Ρετσίνα, Σταματοπούλου, Νικολέση, Δημόκα, Λυγινού, Ψύχα, Κουμαντάρου και τόσων άλλων. Τότε η οικονομία δεν κρέμονταν από μια κλωστή όπως σήμερα, αλλά ο Πειραιάς είχε «δέσει» όλη την οικονομία της χώρας μέσα στην ίδια την πόλη! Ένα μόνο εργοστάσιο από τα προαναφερόμενα έφτιαχνε 150 χιλιάδες δέματα νήματος τον χρόνο και περίπου άλλα τόσα κάθε ένα ξεχωριστά από τα υπόλοιπα! Αριθμοί εκπληκτικοί να σύρουν σε οικονομική ακμή μια ήπειρο, όχι απλά μια χώρα. Σε βαφεία, νηματουργεία, υφαντουργεία, κλωστήρια απασχολούνταν το 1880 τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι!



 Όσο για τους ατμόμυλους του Πειραιά, τι να πρωτοπεί κανείς. Από τους πρώτους ατμόμυλους του 1862 των Δημόκα και Σεφερλή, έφτασε ο Πειραιάς να έχει περισσότερους από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ κάποιοι ατμόμυλοι βάπτισαν και ολόκληρες συνοικίες όπως του Μανίνα στην Ακτή Ξαβερίου. Να πούμε για την αλευροβιομηχανία του Πειραιά; Για την οινοπνευματοποιεία του μήπως; Για τα λικέρ του Βαρβαρέσσου, του Πουρή, του Μεταξά, του Φινόπουλου, του Κοτσώνη; Ο Πειραιάς δεν ήταν απλά ένα λιμάνι, ήταν μια βιομηχανική υπερδύναμη που ζήλευαν οι ευρωπαϊκές χώρες. Κατασκεύαζε πλοία και βαγόνια σιδηροδρόμου. Οι περισσότερες γέφυρες από τις οποίες διέρχονται μέχρι σήμερα τα τρένα, είναι φτιαγμένες στον Πειραιά. 

Κι όμως αυτή την πόλη των ικανών ανθρώπων που μας παρέδωσαν οι προηγούμενες γενιές, εμείς την καταστρέψαμε. Σαν τον άσωτο υιό που αντί να εργαστεί, τρώει την έτοιμη περιουσία του πατέρα του, έτσι κι εμείς σήμερα ψάχνουμε να βρούμε τι έχει αξία για να το πωλήσουμε σε καλή τιμή! Τώρα το δεξιό μέρος του λιμανιού, μετά το αριστερό, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω, μέχρι στο τέλος ο Πειραιάς να πάψει να έχει πρόσβαση στην θάλασσα. Βάλε στο πωλητήριο και κανένα κτήριο, μετέτρεψε το βασιλικό περίπτερο σε πάρκινγκ για πούλμαν, άσε να περάσει και το Τραμ, στείλε το Μετρό στο Χαϊδάρι, μονοδρόμησε λάθος, έχε άγνοια για την ιστορία της πόλης σου και στο τέλος θα αναγκαστείς να πουλήσεις και το σπίτι σου –αν στο μεταξύ δεν στο έχει πάρει η τράπεζα- για να μείνεις αλλού καθώς θα φωνάζεις πως ο Πειραιάς χάλασε! Κατά τα άλλα Πειραιώτες και μάλιστα μάγκες!


Εκατόν ογδόντα χρονών φέτος η πόλη μας, ο Πειραιάς μας σε μια επετειακή χρονιά για την οποία μέχρι στιγμής ουδείς ενδιαφέρθηκε να γιορτάσει τίποτα. Όλοι αρμόδιοι και αναρμόδιοι είναι πολύ απασχολημένοι γενικώς, για το καλό μας φυσικά! 



 Κλείνοντας το μικρό αφιέρωμα να αναφέρω πως επέλεξα την συγκεκριμένη φωτογραφία, καθώς σχεδιάστηκε το 1886 απεικονίζοντας όλη την Ελλάδα να βρίσκεται πάνω σε ένα σωσίβιο που πατά πάνω σε μια πόλη ναυτιλίας, βιομηχανίας και εμπορίου για να σωθεί. 

Και αυτή η πόλη ήταν ο Πειραιάς! Λέω ήταν…

Στην γειτονιά του Δημητρίου Μαυροκορδάτου (Οδός Μαυροκορδάτου)

Ο Δημήτριος Μαυροκορδάτος



Του Στέφανου Μίλεση

Η οδός Μαυροκορδάτου ξεκινούσε από την θάλασσα στο ύψος της Ακτής Ξαβερίου και διανύοντας πεντακόσια περίπου ανηφορικά μέτρα, τερμάτιζε (όπως και σήμερα) πάνω στο ύψωμα του παλιού Σηματογραφικού Σταθμού. Πως όμως ένας δρόμος που ανήκε στην καρδιά της Υδραϊκής συνοικίας, έφτασε να φέρει το όνομα ενός ανθρώπου, γεννημένου στην Οδησσό; 

Η οδός αναφέρεται στον Δημήτριο Στ. Μαυροκορδάτο που γεννήθηκε το 1821 στην Οδησσό και ήταν γιος του Στέφανου Μαυροκορδάτου και της Αικατερίνης Σχινά.

Ο Δημήτριος Μαυροκορδάτος λοιπόν το 1857 αγόρασε στον Πειραιά μια έκταση γης (ένα γήπεδο) στην άκρη της Υδραϊκής Συνοικίας, δίπλα στην θάλασσα. Η αγορά αυτή είχε να κάνει με το γραφικό και ειδυλιακό τοπίο που επικρατούσε τότε στην περιοχή και στην οποία επιθυμούσε να αναγείρει μια εξοχική κατοικία για τον παραθερισμό του.

Λίγο αργότερα αγοράζει κι ένα συμπλήρωμα γης ακόμη καθώς η πρώτη του αγορά δεν του έφτανε για το σπίτι που επιθυμούσε. Η νέα έκταση που κατείχε πλέον ήταν αρκετή για την ανέγερση της κατοικίας του όπως κι έπραξε. Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί με την αγαπημένη του γυναίκα Σοφία Μπαλς, χωρίς όμως το πετύχει καθώς η Σοφία πέθανε το 1859 περίπου όταν το σπίτι του Μαυροκορδάτου ήταν ολοκληρωμένο.  

Ο Πειραιάς δεν ήταν άγνωστη πόλη στον Μαυροκορδάτο, καθώς είναι εγγεγραμμένος σε μουσικό σύλλογο της πόλης που έφερε την ονομασία "ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ". Σκοπός αυτού του συλλόγου, όπως φαίνεται και στην πειραϊκή εφημερίδα "Ποσειδών" στο φύλλο της 27ης Ιανουαρίου του 1873, ήταν η μουσική μόρφωση των Πειραιωτών εργατών, ώστε να δίνουν αυτοί συναυλίες "τέρποντες την ωραίαν ημών πόλιν".


Η γραφική εικόνα που παρουσίαζε ο Πειραιάς, ακόμη και στην πλευρά του εμπορκού του λιμανιού το 1875
(Φωτογράφία από την συλλογή του Κωνσταντίνου Αθανασίου)


Ο Δημήτριος Μαυροκορδάτος τις περιόδους του θέρους που κατέρχεται και ζει στον Πειραιά, προβαίνει σε μια σειρά αγαθοεργιών που στόχο έχουν απευθείας τον λαό και όχι τα ιδρύματα της πόλης. Έτσι προβαίνει σε αγαθοεργίες σε όλη σχεδόν την υδραϊκή συνοικία, πότε με χρήματα, πότε με επιστολές στις οποίες διαμεσολαβεί προκειμένου να δώσει συστάσεις για πρόσληψη σε εργασία ανέργων. Συχνά χαρίζει βιβλία και δικές του μελέτες που φέρουν αφιερώσεις στη μνήμη της συζύγου του, καθώς πιστεύει πως η ανάπτυξη της Ελλάδας εξαρτάται αποκλειστικά από την μόρφωση του πληθυσμού. 

Μέσα στο καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, ο Μαυροκορδάτος επιστρέφοντας από την Ρουμανία, φθάνει κατευθείαν στο σπίτι του στον Πειραιά, αλλά είναι φανερά εξουθενωμένος και καταβεβλημένος από υψηλό πυρετό. Πεθαίνει στις εννιά το πρωί της Παρασκευής της 24ης Αυγούστου του 1873 σχεδόν αιφνίδια στον Πειραιά. Η υδραϊκή συνοικία ανάστατη κλαίει για τον αναπάντεχο χαμό του. Ήταν μόλις 52 ετών! 

Την ημέρα της κηδείας του που έγινε στην Αθήνα, 300 Υδραίοι ανεβαίνουν και στέκονται βουβοί δίπλα στο μνήμα του.

Αναγγελία θανάτου Δημητρίου Μαυροκορδάτου: Απεβίωσε εν Πειραιεί...


Ένα χρόνο περίπου αργότερα στις 23 Μαΐου του 1874 διαβάζεται στο Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιώς μια επιστολή από τον γαμπρό και την κόρη του Μαυροκορδάτου. Με την επιστολή αυτή ο ανακοινώνεται, πως ο Μαυροκορδάτος δωρίζει την μεγάλη συλλογή βιβλίων του, αποτελούμενη από 3.500 τόμους, στον Δήμο Πειραιώς προκειμένου να δημιουργηθεί μια δημοτική βιβλιοθήκη, που μέχρι τότε δεν υπήρχε! Η αξία τότε της δωρεάς των βιβλίων του υπολογίστηκε σε 30.000 δραχμές! 

Επιπλέον δωρίζει και 10.000 δραχμές στο Πτωχοκομείο Αθηνών που ήταν σχεδόν δικό του δημιούργημα. 


Ανακοίνωση της δωρεάς Δ. Μαυροκορδάτου.
 "Να ταχθή η βιβλιοθήκη αύτη εντός του Χρηματιστηρίου εις ανάγνωσιν του κοινού"


 Ως μοναδικούς όρους αφήνει η βιβλιοθήκη που θα δημιουργηθεί, να ονομαστεί "Μαυροκορδάτεια Βιβλιοθήκη" και η στέγασή της να γίνει σε χώρο του Χρηματιστηρίου δηλαδή του γνωστού Ρολογιού του Πειραιά. Το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχεται την δωρεά με ενθουσιασμό και μετά από ψήφισμα που λαμβάνει χώρα (28ο ψήφισμα Δ.Σ) την ίδια ακριβώς μέρα (23η Μαΐου 1874) αποφασίζει την δημιουργία βιβλιοθήκης με την επωνυμία "Βιβλιοθήκη του Μαυροκορδάτου". Αποφασίζει επίσης κάθε χρόνο στην γιορτή του Αγίου Δημητρίου, να τελείται με έξοδα του Δήμου στην Μητρόπολη του Πειραιά, μνημόσυνο υπέρ του Μαυροκορδάτου!

Αποδοχή εκ μέρους του Δήμου Πειραιώς να παραλάβει τους 3.500 τόμους της Δωρεάς του Μαυροκορδάτουκαι να τους τοποθετήσει εντός του χρηματιστηρίου.
 Ως προς την στέγαση η υπόσχεση ουδέποτε τηρήθηκε!


Εκτός της βιβλιοθήκης ο Δημήτριος Μαυροκορδάτος αφήνει και ένα σεβαστό ποσό για την δημιουργία ενός περιοδικού, με όρο η ύλη του να είναι μορφωτική αλλά κατανοητή από τον απλό κόσμο των εργατών του Πειραιά. Πραγματικά το περιοδικό αυτό εμφανίζεται έστω και με καθυστέρηση τον Ιανουάριο του 1876 και ονομάζεται "ΕΣΤΙΑ". 


Η Λεωφόρος Χατζηκυριακού το 1875 (Συλλογή Κωνσταντίνου Αθανασίου)

Δυστυχώς όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα στον Πειραιά, η "Βιβλιοθήκη του Μαυροκορδάτου" ουδέποτε λειτούργησε εντός του Ρολογιού, ακόμη κι όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του το 1873. Αντί αυτού στεγάστηκε εντός του κτηρίου του Γυμνασίου Πειραιώς, που βρισκόταν, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο Πειραιά. Αλλά και εντός του Γυμνασίου ουδέποτε μνημονεύτηκε "Βιβλιοθήκη του Μαυροκορδάτου" παρά την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και την αποδοχή της δωρεάς με την οποία ο Δήμος έλαβε 3.500 βιβλία συλλεκτικά σημερινής ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας.


Πειραιάς 1875 - Συλλογή Κωνσταντίνου Αθανασίου
Το Χρηματιστήριο του Πειραιά

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι παλαιοί θυμούνταν τα ερείπια από την παλιά οικία του Μαυροκορδάτου!  Ήταν ορατά εντός του οικοπέδου του, που βρισκόταν μεταξύ της Λεωφόρου Χατζηκυριακού και της παραλίας, σε ένα μικρό τμήμα της οδού Μαυροκορδάτου που υπάρχει εκεί. Εντύπωση προκαλούσε η αρχοντική μεγλοπρεπή αυλόπορτα με τα περίτεχνα σχέδιά της, που στεκόταν όρθια για χρόνια.

 Δυστυχώς το μόνο που έμεινε σήμερα να μας θυμίζει την παρουσία του επιφανούς αυτού άνδρα στον Πειραιά, είναι η οδός (Οδός Μαυροκορδάτου), που φέρει το όνομά του στην Υδραϊκή Συνοικία της πόλης.

Η βρύση του αίματος στην οδό Μπότσαρη (1904)

Μια ιστορία ενός παλιού Καπετάνιου που έφτασε να καταγραφεί
ως το θαύμα της Αγίας Βαρβάρας



Του Στέφανου Μίλεση

Ποιος είναι αυτός που δεν γνωρίζει πως ο αριθμός "13" θεωρείται στην τοπική μας παράδοση ένας αριθμός, αν όχι γρουσούζικος, οπωσδήποτε καθόλου τυχερός! 

Οι κατοικούντες στην Υδραϊκή Συνοικία του Πειραιά έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα πράγματα, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού Πάνου όμως, που ήταν άνθρωπος της προόδου, μελετητής των μηχανών και της εξέλιξης της ανθρώπινης διάνοιας, διόλου δεν έδινε σημασία σε τέτοια. Ζούσε μαζί με την γυναίκα του την Σταματίνα Πάνου και τον ανηψιό του τον Μιχάλη Γερασίμου στην οδό Βότσαρη σε ένα σπιτάκι που τον αριθμό του κανείς γείτονας δεν επιθυμούσε να έχει! Στο αριθμό "13"! Μα ο αριθμός αυτός δεν του είχε σταθεί γρουσούζικος. Αντιθέτως ήταν από τα ελάχιστα σπίτι που είχαν τότε βρύση ιδιωτική!




Ο μικρός Μιχάλης ξύπναγε νωρίτερα το πρωί για να βρίσκεται πρώτος και μόνος στην μοναδική βρύση του σπιτιού. Δεν είχε σημασία αν ήταν καθημερινή, αργία ή σχόλη! Πάντα εκείνος πρώτος πήγαινε. Ξημέρωνε Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου του σωτήριου έτους 1904, όταν και εκείνο το πρωί ο μικρός Μιχάλης άνοιξε την βρύση του σπιτιού. Μα τι να δει όμως!

Το υγρό που έτρεχε απο την βρύση δεν ήταν νερό, αλλά.... αίμα!

Τρέχει αμέσως να ξυπνήσει την θεία του πρώτα, καθώς γνώριζε πως πήγαινε στην εκκλησία τακτικά, πως τηρούσε τις προσευχές, τις νηστείες, τα  έθιμα και τις παραδόσεις. Λιβάνιζε το σπίτι, κρατούσε το καντήλι αναμμένο όταν έπρεπε, έφτιαχνε πρόσφορα και ήταν τακτική σε όλα της. Κάτι περισσότερο θα ήξερε εκείνη. 

Η κυρία Πάνου στην αρχή δεν πίστεψε τον ανηψιό της, αλλά μετά τους όρκους που ο μικρός έδινε, πείσθηκε κι αυτή να δει. Η βρύση που ο μικρός Μιχάλης είχε αφήσει ανοικτή επίτηδες, συνέχιζε να τρέχει αίμα!

- "Θεέ μου μας καταράστηκαν!" αναφώνησε η θεία του Μιχάλη, με αυτό που έβλεπε. Παρά το ξημέρωμα, προσέτρεξε στο σπίτι της γειτόνισσας. Το πράγμα ήταν πρωτοφανές! Δεν άργησε όλη η γειτονιά να βρεθεί στο πόδι. Κάθε σπίτι που το μάθαινε, έτρεχε να δει από κοντά την βρύση του αίματος! Οι γυναίκες της συνοικίας έλεγαν
- "Μα τόσα και τόσα θαύματα ακούμε πως συνέβαιναν στο παρελθόν, γιατί όχι και τώρα;" έλεγε η μια στην άλλη περισσότερο για να το ακούσει η ίδια που το έλεγε παρά η διπλανή της.

Η φαντασία των γυναικών που είχε φτάσει στα ύψη ζητούσε την εξήγηση σε δυνάμεις υπερφυσικές, πολύ πιο μακριά από την μικρή Υδραϊκή κοινωνία της Βότσαρη και της περιοχής πίσω από τον ατμόμυλο του Μανίνα.

Έτσι το πράγμα δεν άργησε να διαδοθεί και να λάβει διαστάσεις μεγαλύτερες της γειτονιάς, της συνοικίας, αλλά και της ίδιας της πόλης του Πειραιά. Μέσα σε λίγες ώρες καθένας που μάθαινε το γεγονός κινούσε να δει από κοντά το θαύμα, να το πει στον διπλανό του, στο καφενείο, στην πλατεία. 




Όλη την ημέρα η Υδραϊκή κοινωνία ήταν ανάστατη ενώ η οικία του μηχανικού Πάνου ήταν κατάμεστη από περίεργους που ήθελαν να δουν την βρύση του αίματος. Και εκείνη αν και ήταν ανοικτή από τις 06.00΄ το πρωί και η ώρα ήταν 13.00 το μεσημέρι συνέχιζε να βγάζει αίμα.

Κάποιοι οι λιγότερο θεοσεβούμενοι δεν έβλεπαν θαύμα, αλλά απόπειρα εγκλήματος. 
- "Κάποιοι έριξαν στην δεξαμενή της Καστέλλας κάτι, δηλητήριο ίσως, γιατί έχουν σχεδιάσει να καταστρέψουν όλη την Υδραϊκή συνοικία" έλεγαν με βεβαιότητα "μην ξεχνάτε τους Βουλγάρους και τα φρικώδη όργια που κάνουν στην Μακεδονία" (την εποχή εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη ο Μακεδονικός Αγώνας και ένα μήνα αργότερα είναι που θα πέσει νεκρός ο ηρωϊκός Παύλος Μελάς)




Για τους πρώτους όμως, τους θεοσεβούμενους αυτή δεν εξήγηση ικανοποιητική. Κάτι άλλο πιο υπερκόσμιο θα συνέβαινε! Όλα γίνονται στον κόσμο ακόμη και τα θαύματα. Το έλεγε άλλωστε και ο Παππάς κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία. Το νερό που έγινε αίμα ήταν μια από τις πληγές του Φαραώ. Είναι πασιφανές πως άλλες έξη πληγές θα ακολουθήσουν! Έπειτα υπάρχει και η συνεργία των πονηρών πνευμάτων που παρουσιάζουν παράξενα φαινόμενα στους Χριστιανούς για να τους δοκιμάσουν. Και πάνω που ήταν έτοιμοι να φωνάξουν τον πατέρα του Αγίου Νικολάου για εξορκισμό, να που εμφανίστηκαν ο αστυνόμος, ο γιατρός και οι άλλοι ειδικοί. 

Ο λαός ανέμενε με αγωνία την ετυμηγορία τους καθώς ήταν σίγουροι πως τέτοια δεν θα υπήρχε και πως οι άπιστοι θα έβλεπαν επί τέλους το θαύμα της βρύσης.

Και οι νεοφερμένοι άρχισαν να ρίχνουν διάφορες γνώμες. 
- "Από το βαφείο τα βρώμικα νερά θα πέρασαν στον υδροσωλήνα" έλεγαν ο αστυνόμος Παπαγεωργίου στον αστίατρο Ιωαννίδη. 
- "Μα αυτό είναι αίμα όχι μπογιά. Κι έπειτα για επτά ώρες! Πως γίνεται αυτό;" αντέκρουε την υπόθεση του πρώτου ο αστίατρος.
- "Το παράδοξο είναι πως η διπλανή βρύση βγάζει νερό καθαρό!" σημείωνε κάποιος τρίτος

Ένας από τους γερο-Υδραίους  παλαιός καπετάνιος από την εποχή της επανάστασης έλαβε τον λόγο δυνατά και αφηγούνταν ανεβασμένος πάνω σε μια μάντρα

- "Παιδιά μου, είναι θαύμα, γιατί σε αυτό ακριβώς το σημείο, σε αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε οδό Μπότσαρη 13, ήταν επί τουρκοκρατίας ένα μικρό εκκλησάκι. Ο ναΐσκος της Αγίας Βαρβάρας. Μέσα σε αυτόν σφαγιάσθηκαν αρκετά γυναικόπαιδα που είχαν έλθει εδώ από την Αθήνα για να φύγουν για τα νησιά. Επειδή όμως αυτοί δεν βρήκαν βάρκα για να φύγουν και ξέροντας ότι οι Τούρκοι είναι στο κατόπι τους, μπήκαν μέσα στο ναό της Αγίας Βαρβάρας για να σωθούν! Οι Τούρκοι όμως τους σφάγιασαν όλους και αυτών το αίμα ρέει σήμερα εδώ, σ΄ αυτήν την βρύση! Τραβάτε να φωνάξετε Παππά γρήγορα!" και καθώς έλεγε αυτά ο γερο - Καπεταναίος όλοι οι υπόλοιποι κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά, σα να συμφωνούσαν με τα λεγόμενά του.



Η ιστορία του Γερο-καπετάνιου πέρασε και καταγράφηκε στον ημερήσιο τύπο ως το
"ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ"

Στο μεταξύ η νύχτα έπεσε και εξήγηση δεν είχε δοθεί σε αυτό το θαύμα. Ο Πάνου με την γυναίκα του και τον ανηψιό του είχαν κουραστεί πια από τον κόσμο και θέλοντας να δώσουν ένα τέλος σ΄ αυτό, τους έβγαλαν όλους έξω και κλείδωσαν την πόρτα. Όμως και τότε κτυπήματα επαναλαμβανόμενα δονούσαν την πόρτα

- "Ποιος είναι δεν δεχόμαστε κανέναν πιά!" φώναζαν από μέσα με αγανάκτηση και κούραση συνάμα
- "Είμαι ο χημικός και έρχομαι κατ΄ εντολή του αστυνόμου, ανοίξτε σας παρακαλώ μια στιγμή" απάντησε μια σοβαρή φωνή έξω από την κλειστή πόρτα
- "Τότε ορίστε" η πόρτα ανοίγει ξανά και ο χημικός μαζί με κάποιους άλλους μπαίνου και φτάνουν στην μαγική βρύση.
- "Τρέχει ακόμη αίμα;" ρωτά ο Χημικός
- "Όχι σταμάτησε μετά τις μία το μεσημέρι" απάντησε η γυναίκα του μηχανικού
- "Μήπως κρατήσατε από το αίμα εκείνο;" ξαναρώτησε ο χημικός
Τότε του φέρνουν ένα ποτήρι γεμάτο αίμα με όλη την δυσοσμία που έχει όταν βρίσκεται σε σήψη. Ο χημικός παίρνει μαζί του το ποτήρι με το αίμα και φεύγει.

Ξημερώνει 27η Σεπτεμβρίου 1904 ημέρα Δευτέρα όταν καταφτάνει στου Βρυώνη στην συμβολή της Σωκράτους με την Χατζηκυριακού μια ομάδα εργατών με επικεφαλής τον ίδιο τον Δήμαρχο Πειραιώς τον Παύλο Δαμαλά. Μόλις αναγγέλθηκε στον Δήμαρχο το παράδοξο αυτό συμβάν, εκείνος διέταξε να ανοίξει μια τάφρος από το ύψος του Βρυώνη μέχρι την συμβολή της Χατζηκυριακού με την οδό Μπουμπουλίνας φρονώντας πως κάποιος σωλήνας είχε σπάσει και συγκοινωνούσε με κάποιο φρεάτιο σφαγείου από τα τόσα που λειτουργούσαν στον Πειραιά χωρίς άδεια αρχής. 

Στο μεταξύ ο χημικός Κορνάρος διέγνωσε πως το κόκκινο εκείνο υγρό ήταν πραγματικά αίμα μη μπορώντας όμως να διαπιστώσει αν ήταν ζώου ή ανθρώπου. Έτσι ο Παύλος Δαμαλάς διέταξε να κλείσει η δικλείδα του κεντρικού σωλήνα και να σταματήσει η παροχή νερού στην Υδραϊκή Συνοικία, μέχρι να επιλυθεί το άγνωστο πρόβλημα.

Όταν όμως τα συνεργεία του Δήμου συνοδεία της αστυνομίας έφτασαν έξω από το σπίτι του υπολοχαγού Σιμόπουλου στην λεωφόρο Χατζηκυριακού, είδαν πως στον ισόγειο της οικίας αυτής υπήρχε ένας χώρος που ήταν νοικιασμένος από τον Κρεοπώλη Τζώρτζη. Αυτός την προηγούμενη ημέρα του συμβάντος με την βρύση, είχε προβεί μέσα στο κλειστό εκείνο δωμάτιο σε σφαγή πλήθους προβάτων, το αίμα των οποίων έβγαινε και κυλούσε στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Τότε η Χατζηκυριακού ήταν χωμάτινη οδός. Το χώμα απορροφούσε το αίμα που με την σειρά του εισέρχονταν από άνοιγμα του σωλήνα εντός αυτού και αυτό το αίμα στην συνέχεια έβγαινε από την βρύση!

Η απογοήτευση από την πραγματικότητα:

"Είδαμε μια βρύση να τρέχει στον Πειραιά και αμέσως πλάστηκαν τόσες όμορφες ιστορίες!" έγραφε η εφημερίδα Εμπρός στο φύλλο της 28ης Σεπτεμβρίου. "Κάποιος διαβεβαίωσε με μια ιστορία πως η βρύση ήταν μαγεμένη. Κάποια τσιγγάνα έλεγαν πέρασε από εκεί και επειδή ζήτησε να πιει λίγο νερό και δεν την άφησε, καταράστηκε την βρύση!

Άλλοι πως κάτω από την βρύση ήταν θαμμένο ζεύγος εραστών και από τη θλίψη τους έκαναν το νερό, αίμα!

Μέχρι που ήρθε ο Δήμαρχος και μας διέλυσε το όνειρο, μας έφερε στην πραγματικότητα, καθώς έδειξε πως επρόκειτο για κακή συγκοινωνία των υδατοσωλήνων και για εισροή αίματος σφαγείων εντός αυτών! 

Ήταν ανάγκη δηλαδή ο Δήμαρχος να μας ρίξει πάλι πίσω στη πεζότητα; Ήταν ανάγκη να πνίξει τον μύθο στην πλοκή του; Κορεστήκαμε πια από αλήθειες, κουραστήκαμε από εξηγήσεις και πεζότητα. Έχουμε ανάγκη από μυθοπλασία. Ας μας έλεγε ο Δήμαρχος πως η βρύση αυτοκτόνησε γιατί δεν είχε αρκετό νερό. Πως έπασχε από υπεραιμία βρε αδελφέ! Ή τέλος ας μας έλεγε ότι η Δεξαμενή του Πειραιά,θέλοντας να υπερβεί σε πίεση νερού αυτή της Αθήνας έπαθε συμφόρηση!"




Διαβάστε επίσης:


Συνοικία Μανίνα

Το ιστορικό ανακαλύψεως ενός αρχείου



Του Μιχάλη Βλάμου*

Το ποτό κατέστρεψε τον φίλο μου τον Κώστα... Θεός χωρέστον.

Από τις 10 το πρωί άρχιζε να πίνει και στις 11 ήταν ανίκανος να εργασθεί. Δεν ήταν ούτε 58 ετών και το εγκεφαλικό τον χτύπησε δυσκολεύοντας τις κινήσεις του. Το μεγάλο κατάστημα στην αγορά του Πειραιώς δεν πήγαινε καλά. Συναλλαγματικές και επιταγές έμεναν απλήρωτες. Ο επιχειρηματίας που διοργάνωνε δωρεάν κρουαζιέρες για πελάτες και φίλους δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε τον δικηγόρο του.

Στο Πρωτοδικείο Πειραιώς μετά μια παράσταση που του έκανα σχεδόν τσάμπα, ξέροντας ότι ενδιαφέρομαι για τις αντίκες, μου είπε:
-Μιχάλη μια μέρα να ανέβουμε στο πατάρι του μαγαζιού μου όπου υπάρχουν διάφορα κατάλοιπα μιας παλιάς ποτοποιΐας που στεγάζονταν εκεί.

Σε νεώτερη συνάντησή μας μετά μερικές μέρες μου είπε ότι στο πατάρι υπήρχαν κάτι μπρούτζινες πλάκες του 1860 πολύ βαριές κι ότι τις είχε κρύψει σκοπεύοντας να τις πουλήσει για να αγοράσει το ποτό της ημέρας!

Έτσι ένα μεσημέρι μπήκα στο μαγαζί. Από δύο συνεχόμενες απότομες σκάλες ανεβήκαμε στο πατάρι. Βιαστικά μόλις συνήθισα στο σκοτάδι μάζεψα μερικές ετικέτες φιαλών ποτών και μια έγχρωμη περίτεχνη διαφημιστική πινακίδα επάνω σε τενεκέ.

 Επίσης και τέσσερις χάλκινες πλάκες εκτυπώσεως. Κάθε μια έγραφε από ένα ποτό: ΟΥΖΟ, ΜΑΣΤΙΧΑ, ΒΕΡΜΟΥΤ, ΡΕΑ. Ο Κώστας όμως βιαζόταν να φύγουμε και οι μεγάλες πλάκες δεν βρέθηκαν. Έμαθα όμως έτσι ότι στην οδό Τσαμαδού 5 στεγαζόταν παλαιά το κεντρικό κατάστημα της ποτοποιΐας ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΟΥΡΗΣ. 

Πέρασε ένας χρόνος σχεδόν χωρίς να καταφέρω να ξαναμπώ στο πατάρι. Μια μέρα υπεράσπιζα στο Δικαστήριο και τους δύο συνεταίρους. Μετά ην δίκη και την απαλλαγή τους, ρώτησα αν μπορούσα ν΄ ανέβω στο πατάρι για να ψάξω για παλιά χαρτιά κ.λ.π. Ο συνέταιρος ήταν πρόθυμος.

- Όποτε θέλεις Μιχάλη έλα και ψάξε.

Ώσπου στις 12 Μαρτίου του 1988 περνώντας έξω από το μαγαζί το αποφάσισα. Μπήκα και ζήτησα ν΄ ανέβω στο πατάρι. Προχώρησα στο βάθος του μαγαζιού, στο πίσω μέρος, ανέβηκα τα απότομα ξύλινα σκαλοπάτια και μπήκα στο πατάρι. Είχα χρόνο και ερεύνησα καλύτερα. Δεξιά στον τοίχο υπήρχαν δύο παλαιές ξύλινες αρχειοθήκες που στα ράφια τους ήταν μπουκάλια με διάφορα ποτά, όπως νόμισα. Πιο μέσα ο χώρος σταμάταγε σε ένα ξύλινο κιγκλίδωμα με περίτεχνα νεοκλασικού τύπου κάγκελα τα οποία προεκτεινόμενα δημιουργούσαν ένα διάδρομο που έφθανε μέχρι την πρόσοψη του καταστήματος.

Άνοιξα ένα μεγάλο σιδερένιο μπαούλο και μέσα βρήκα χιλιάδες έγχρωμες ετικέττες φιαλών ποτών. Ούζο, Κονιάκ, Μαστίχα, Ρούμι, Απόσταγμα οίνου κ.λ.π.  Όσο σκάλιζα το μπαούλο, τόσο έβγαιναν καινούργιου τύπου ετικέτες σε δεσμίδες. Πήρα σακούλες νάϋλον κι άρχιζα να γεμίζω. Ανέβηκα στην κορφή των αρχειοθηκών και βρήκα δύο ακόμη τενεκεδένιες διαφημίσεις μαζί με πολλά μεγάλα διαφορετικά θερμόμετρα μετρήσεως ποτών (γράδα).

Άρχισα πάλι να σκαλίζω το μεγάλο μπαούλο. Στο βάθος του στον πάτο έπιασα κάτι μεταλλικό. Ήταν βαρύ αλλά το τράβηξα κι έβγαλα στην επιφάνει μια μεγάλη θαυμάσια χάλινη πλάκα εκτυπώσεως. Στη μέση έφερε το βασιλικό θυρεό με τους Ηρακλείς και το στέμμα. Αριστερά οκτώ μετάλλια και δεξιά σταφύλια και κλίματα. Έγραφε Κονιάκ στην κορυφή, από κάτω Δημοσθένης Πουρής.

Με πυρετό ανυπομονησίας άρχισα ανάμεσα σε χαρτιά και τις ετικέτες να ψάχνω μέχρι τον πάτο του μπαούλου.

Ήταν όμως ήδη ώρα που έπρεπε να φύγω για το Δικαστήριο. Το μεσημέρι με το αυτοκίνητο μετέφερα τον μικρό θησαυρό μου! Ο κουμπάρος μου απορούσε

- "Μιχάλη απορώ με την υπομονή σου να κουβαλάς παλιοπράγματα" μου είπε "εγώ ότι παλιώνω το πετάω"

Αργότερα σε άλλες μου επισκέψεις μάζεψα όλες σχεδόν τις ετικέττες. Πήρα ορισμένα παλιά τιμολόγια, βιβλία εμπορικά και τέλος ένα μεσημέρι στο ράφι μιας αρχειοθήκης βρήκα ένα δέμα τυλιγμένο με εφημερίδες που περιείχε διάφορα κλισέ της επιχειρήσεως. Ήταν κλισέ ετικεττών, διαφημίσεων, με ωραίες συνθέσεις των αρχών του 20ου αιώνα και του μεσοπολέμου. Μαζί τους μια σιδερένια τετράγωνη σφραγίδα κλισέ με το σταυροειδής σύμπλεγμα του ονόματος του Μιλτιάδου Πουρή. Έτσι βρέθηκε στην κατοχή μου ό,τι αρχειακό υλικό είχε απομείνει από το κεντρικό κατάστημα της ποτοποΐας του Δημοσθένη Πουρή.


*:Ο Μιχάλης Βλάμος γεννήθηκε και κατοικεί στον Πειραιά, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι Δικηγόρος Πειραιώς από το 1963. Είναι επίσης απόφοιτος του τμήματος Ιστορικού Αρχαιολογικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μελετητής της ιστορίας και ερευνητής ιστορικών θεμάτων του Πειραιώς. Μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Συλλόγου Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιώς και του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.  

Διαβάστε επίσης:

Δημοσθένης Πουρής - Πειραϊκή Ποτοποιία


Μαντάμ Ντουντού: Η δράκαινα των Βούρλων και η θρυλική Λουμπίνα

Η δράκαινα των Βούρλων, η τσατσά Ντουντού


Του Στέφανου Μίλεση

Βούρλα Δραπετσώνας δεκαετία '20. Μια περιοχή που οι ενδιαφέρομενοι εισέρχονταν από μια και μόνη πόρτα. Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα, με διαστάσεις τρία μέτρα ύψος και πλάτος δύο. Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση δεν ήταν τόσο πλατιά όσο την περιγράφουν οι "γραφές". Συνήθως με κιμωλία ήταν γραμμένη πάνω της "Βλέπε και Φεύγα!..."

Ακριβώς από την έξω πλευρά στεκόταν ένας Χωροφύλακας. Ο φρουρός του Άδη; Ίσως αν λάβει κάποιος υπόψη του πως πολλοί αποκαλούσαν το συγκεκριμένο σημείο, είσοδος στον Άδη! Ο ένστολος επέβλεπε εκ του προχείρου, μην τυχόν και εισέλθει στο Βασίλειο, κάποιος ανήλικος, κάποιος που δεν έπρεπε να μπει.

Από την είσοδο αυτή έμπαινες στην πόλη της αμαρτίας. Μια σχεδόν πόλη περιτοιχισμένη, που μέσα της ζούσαν εκατόν πενήντα και βάλε ανώνυμα σώματα. Δεν είχαν σημασία επίθετα και ονόματα, ήταν ιερόδουλοι.  Ο ασβεστωμένος φράχτης χώριζε την κοινωνία των ζωντανών από τα θανατηφόρα αφροδίσια νοσήματα και την ανηθικότητα.  

Όταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα την δεκαετία του '20 και σχεδόν του '30 έμπαινε στο Βασίλειο της τσατσάς Ντουντού

Η αποκαλούμενη "Δράκαινα των Βούρλων". Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη, σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν. Κρατούσε στα δυο της χέρια τα στοιχεία εκείνα που όποιος τα κατείχε, αφέντευε όλη την περιοχή. Τις μάρκες κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών! 

Με αυτό τον υπέροχο τρόπο μας περιγράφει το σύστημα της λειτουργίας των Βούρλων σε ένα μοναδικό του άρθρο ο Μανώλης Κανελλής το 1929 στον ημερήσιο τύπο (Ελληνική, Ανεξάρτητος) που φέρει τίτλο "Βούρλα το κάτεργο των ιερόδουλων. Μια ματιά στον Άδη της ηδονής και του θανάτου. Πως ζουν οι σάπιες εταίρες". Ο Κανελλής είχε εμφανιστεί με την συλλογή "Κατακάθια" και αρθρογραφούσε έχοντας πάντα ως βάση ιστορίες των περιθωριακών ατόμων. Αρθρογραφούσε και στην βραδυνή, Καθημερινή, Ελληνικό Μέλλον, Ασύρματος, Ελληνικό Αίμα κ.α. πολλές φορές με το ψευδώνυμο Σίσυφος. 

Ο Κανελλής σύγχρονος των Βούρλων για όσα μας διηγείται αναφέρει πως ο ενδιαφερόμενος που έμπαινε, πρώτα πήγαινε στην Ντουντού. Τα χρήματα που έδινε, μετατρέπονταν σε μάρκες. Βλέπετε τα χρήματα δεν έπρεπε ποτέ να καταλήγουν απευθείας σε χέρια ιερόδουλης. Αυτό ήταν δική της εργασία. 

Ο αριθμός των μαρκών καθόριζε και το είδος της πτέρυγας, της πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατά συνέπεια και της γυναίκας, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Η τσατσά Ντουντού δεν ήταν μόνη της στο έργο. Είχε δύο κατηγορίες βοηθών: Τις "πορτιέρισσες" και τις "κουβαδίστρες"

Οι πρώτες οι "πορτιέρισσες" οδηγούσαν τον πελάτη στο κελί εκείνο που ανταποκρινόταν στο ποσό που είχε πληρώσει με αντίτιμο μια δραχμή η διαδρομή.

Οι δεύτερες οι "κουβαδίστρες" κουβαλούσαν τους κάδους του νερού στις ιερόδουλες. Πέντε δραχμές για κάθε κουβά.

Οι διάλογοι λίγοι που σήμερα όμως θα αντηχούσαν παράδοξα στα αυτιά μας!
- Ρε βλάμη είμαι χαρμάνισσα...λίγο τσιγαριλίκι.

Αριστερά της εισόδου, της πόρτας δηλαδή το "Καφενείο". Ένα απλό ισόγειο παράπηγμα που εκτός από καφέ, πωλούσε δύο ακόμη πράγματα, Ούζο και κονιάκ. 

Ιερόδουλες στα Βούρλα, δεκαετία '30


Στην γωνιά του Καφενείου ένας φωνόγραφος γκρίνιαζε σερέτικα. ενώ οι συγκεκριμένοι θαμώνες αυτού του μαγαζιού παρατηρούσαν. Όποιος έμπαινε ντυμένος διαφορετικά ήταν ύποπτος. Και ύποπτοι στα Βούρλα ήταν τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, οι "τσίλληδες", οι αστυνόμοι και οι δημοσιογράφοι. Αν κάποιος ανήκε σε μια από τις κατηγορίες αυτές και οι θαμώνες το ανακάλυπταν, θα περνούσε ένα πολύ δύσκολο τέταρτο της ώρας! Συνήθως η εισαγωγή στο μιλητό γινόταν με τον γνωστό τρόπο

- Ρε κύριος με το ρεπουπλίκι! Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν είσαι για τα μας! Είσαι για το θέατρο, είσαι τον κινηματόγραφο, πάντως για τα μας δεν είσαι.

Κι αν κάποιος ακόμη ξεπερνούσε τον σκόπελο του φρουρού, του Καφενείου και της τσατσάς Ντουντού και παρόλα αυτά εισέρχονταν στα ενδότερα για να μιλήσει με τα κορίτσια, έπεφτε πάνω σε ένα τείχος σιωπής! 

Τέλη δεκαετίας '20 αρχές '30, το πρώτο κορίτσι της μάντρας, στοίχιζε σαράντα δραχμές! Σαράντα ήταν πολλά λεφτά. Οι άλλες οι καλές είχαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι πεθαμένες δεκαπέντε. Αυτή με τις σαράντα ήταν ας πούμε το πρώτο όνομα! Και η κόλαση φαίνεται πως έχει ιεραρχία. Κική Λουμπίνα. Το ψεύτικο όνομά της έγινε τόσο γνωστό, όχι μόνο στα Βούρλα, που ανταγωνίζονταν ελεύθερες και σπιτωμένες της Τρούμπας. Για πολλά χρόνια, μέχρι σήμερα το επίθετό της κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί "Σώπα μωρή Λουμπίνα!..". Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου "Λουμπίνα" παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.  

Δεξιά της πόρτας, απέναντι δηλαδή από το καφενείο ήταν το οίκημα της Χωροφυλακής, που χάρη συντομίας αποκαλούσαν "Σταθμό". Μέσα σ΄ αυτόν εκτός του εξωτερικού φρουρού κάθονταν επιπρόσθετα και δύο τρεις ακόμη. Η πελατεία ήταν ζόρικη. Αγαπητικοί, αβανταδόροι, σερέτηδες, ζόρικοι, μάγκες και νταβατζήδες. Οι τελευταίοι λαμβάνουν από τα κορίτσια τους την "μίτζα" που συνήθως την εξαργυρώνουν σε χασίσι. Συνήθως φέρουν γύρω από την μέση τους μαντήλι ζώνη μαύρη αλλά και κόκκινη παλαιότερα. Μέσα σε αυτήν κρύβονταν η κάμα. 

Οι λογαριασμοί ξεκαθάριζαν με αγκαλιάσματα. Μεταξύ μιας δήθεν φιλικής αγκαλιάς αντρών ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι! Όταν τα ρεμπέτικα μιλούν για θάνατο σε αγκαλιά, αυτή την αγκαλιά εννοούν!

Οι τρεις ζώνες των Βούρλων όπου κατανέμονται οι ιερόδουλες ανάλογα με την αξία τους αποτελούνται από μικρά κελιά που στην γλώσσα τους καλούνται "Μπούκες". Σε κάθε μπούκα από μια ιερόδουλη. Μια κλίνη, μια καρέκλα και ένας νιπτήρας από τενεκέ η επίπλωση. Έξω από κάθε μπούκα, πάνω στην πόρτα ένας αριθμός. Το νούμερο κάθε ιερόδουλης κι από κάτω μια μικρή λευκή ταμπελίτσα με κάποια στοιχεία, ψεύτικα φυσικά.
Μαίρη Φρουφρού
Νίτσα Σερσέμα
Φρόσω Αλλίμονο

Είσοδοι στις Μπούκες 1929


Πριν όμως εισέλθεις (δηλαδή μπουκάρεις) στις μπούκες υπήρχε και ένας ξεχωριστός χώρος. Το λεγόμενο "μπανιστήρι"! Ήταν η σάλα της αποκάλυψης!

Εκεί ανέμενε κόσμος ετερόκλητος δύσκολα συννενοήσιμος. Θερμαστές, ναυτικοί, απάχηδες, ξένοι, πρόσφυγες, κακοποιοί, δραπέτες και ισοβίτες. Μιλούσαν παράξενα και ακατάλυπτα
- Αδερφάκι, καρούμπα, άρπαξα την μαστούρα.
- Βιεν πουπούλ!
- Μπιρ Αλλάχ!
Όλοι τους περίμεναν. Τι περίμεναν; Την παρέλαση των ιερόδουλων. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα μέρος ψηλότερο από το υπόλοιπο δάπεδο της σάλας οι ιερόδουλες εκτίθονταν σε κοινή θέα γυμνές.

Αυτή ήταν μια μικρή μόνο γεύση από τα Βούρλα που ήταν μια κοινωνική μάστιγα με κρατική οντότητα και τίποτε περισσότερο.


Διαβάστε επίσης:

Βούρλα Πειραιά- ιερόδουλες και "κατάσκοποι"








"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"