Το φάντασμα του τενεκέ, τα μαυρίσματα και οι δαγκωτές επιλογές…

Αναμονή για ψηφοφορία στη συνοικία του Βρυώνη. Στον τοίχο πίσω από την ουρά διακρίνεται το σύνθημα "Ψηφήσατε τον Στρατήγη"


Του Στέφανου Μίλεση


Είναι γεγονός πως πολλά έθιμα που κάποτε βρισκόντουσαν το επίκεντρο της καθημερινότητας, σήμερα δεν υφίστανται πια. Και δεν μιλάμε για έθιμα της αρχαιότητας ή της τουρκοκρατίας αλλά για σχετικά σύγχρονα, της νέας δηλαδή εποχής. Πολλά από αυτά τα «σύγχρονα έθιμα» αφορούσαν στις εκλογές. Και ένα από αυτά είχε βρει τη θέση του στον Πειραιά και είχε προβληματίσει πολλούς επώνυμους άνδρες στην εποχή τους. Αναφέρομαι στο «έθιμο του τενεκέ»! 

Και αυτό διότι ο τενεκές ήταν τελικώς εκείνος που επισφράγιζε την επιτυχία ή την αποτυχία μιας εκλογικής αναμέτρησης. Και οι υποψήφιοι είχαν φτάσει στο σημείο, να μην συλλογίζονται τόσο την εκλογική τους ήττα, όσο το έθιμο του τενεκέ! 

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το «βάρβαρο» έθιμο για τους πολιτικούς υποψηφίους, στους ηττημένους των εκλογών κρέμαγαν έξω από τα σπίτια τους τενεκέδες! Μη ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη οι εκλογές διεξάγονταν με κάλπες κατασκευασμένες από λευκοσίδηρο δηλαδή τσίγκο. Κάθε υποψήφιος είχε την δική του κάλπη που ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη. Αριστερά η κάλπη ήταν μαύρη και έγραφε ΟΧΙ ενώ δεξιά ήταν λευκή και έγραφε ΝΑΙ. Στην κορυφή της κάλπης υπήρχε ένας σωλήνας εντός του οποίου ο ψηφοφόρος έβαζε το χέρι του, το οποίο χωρίς να είναι πλέον ορατό, είχε την δυνατότητα ρίψης του μεταλλικού σφαιριδίου είτε στα αριστερά, είτε στα δεξιά. Από εκεί βγήκε και η έκφραση «καλό βόλι» που ήταν μια ευχή την εποχή της επανάστασης από έναν οπλαρχηγό προς έναν άλλο, αλλά που την εποχή της Ελλάδας των εκλογών αποτελούσε μια παρότρυνση καλής εκλογικής επιλογής. «Καλό βόλι» σήμαινε λοιπόν σημάδεψε σωστά διότι αν ο ψηφοφόρος έριχνε το σφαιρίδιο προς τα αριστερά, προς την μαύρη δηλαδή περιοχή της κάλπης, τότε σήμαινε ΟΧΙ. Από εκεί βγήκε και η έκφραση «τον μαύρισαν».

Εκλογικό κέντρο Αθανασίου Μιαούλη 1932


 Κάποιοι υποψήφιοι για να είναι σίγουροι για τους ψηφοφόρους την παραμονή της ημέρας των εκλογών τους όρκιζαν και μάλιστα με παπά! Τότε οι αντίπαλοι συγκεντρώνονταν έξω από τα σπίτια των πρώτων και φώναζαν «έξω τον παπά», «έξω τον παπά» που σήμαινε να σταματήσει η διαδικασία ορκωμοσίας των ψηφοφόρων. Οι ψηφοφόροι από την πλευρά τους για να δείξουν την πίστη τους σε κάποιον υποψήφιο, δάγκωναν το σφαιρίδιο και άφηναν τα ίχνη των δοντιών τους πάνω του. Ύστερα πήγαιναν στον υποψήφιο που στήριζαν, και ως απόδειξη της πιστότητάς τους υπεδείκνυαν σε αυτόν την κάλπη του εκλογικού τμήματος που είχαν ψηφίσει, όπου θα εύρισκε το δικό τους σφαιρίδιο που ήταν μαρκαρισμένο από τα δόντια τους. Από εκεί βγήκε η έκφραση «το έριξα δαγκωτό».

Ψηφοφόροι του Στρατήγη επιδεικνύουν στο φωτογραφικό φακό την επιλογή τους


Γενικώς όμως εκείνο που χαρακτήριζε την εκλογική διαδικασία του 19ου αιώνα και της πρώτης δεκαετίας του 20ου ήταν οι κάλπες από τσίγκο που έμοιαζαν με τενεκέδες. Όταν λοιπόν ο υποψήφιος έχανε στις εκλογές, οι αντίπαλοι ήθελαν να του θυμίσουν για καιρό μετά τις εκλογές το αποτέλεσμα της κάλπης. Και αφού η κάλπη έμοιαζε με τενεκέ, του κρεμούσαν έξω από το σπίτι του τενεκέδες! Και η δύναμη των κρεμασμένων τενεκέδων δεν ήταν μόνο οπτική αλλά και ακουστική. Παρέες αντιπάλων περνούσαν κάθε τόσο έξω από το σπίτι του ηττημένου υποψηφίου και χτυπούσαν δυνατά τενεκέδες. 

Αυτή η «κακή» συνήθεια είχε βρει πρόσφορο έδαφος σε όλα τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, αλλά ειδικά στον Πειραιά αποτελούσε μια πραγματικότητα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, που έφτασε να απασχολεί και να προβληματίζει όλους τους υποψηφίους Δημοτικών ή Εθνικών εκλογών. Και όσο διασκέδαζε τους νικητές των εκλογικών αναμετρήσεων, τόσο προκαλούσε δυστυχία στους ηττημένους, καθώς ο τενεκές είχε ταυτιστεί με τον χλευασμό της ήττας, την κοροϊδία, την περιφρόνηση. 

Το «φάντασμα του τενεκέ» πλανιόταν πάνω από τους υποψηφίους των εκλογών τόσο απειλητικά, που ακόμη και μεγάλα ονόματα όπως ο βιομήχανος Θεόδωρος Ρετσίνας ή ο Τρύφων Μουτζόπουλος έλεγαν κατά καιρούς «σιγά μην τους αφήσω να μου κρεμάσουν τενεκέδες» εννοώντας πως θα κερδίσουν στις εκλογές. 

Το έθιμο του τενεκέ μπορεί κανείς να το παρατηρήσει, εάν μελετήσει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1930 με μια μικρή κάμψη του εθίμου την περίοδο από το 1916 έως την καταστροφή του '22, καθώς λόγων των έντονων πολιτικών παθών η Ελλάδα είχε οδηγηθεί στον διχασμό (Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί) και κάθε προσβολή ακόμη και εκείνη του τενεκέ, ξεπληρωνόταν με αίμα. Φυσικά από το τις δημοτικές εκλογές του 1914 η ψηφοφορία δια «τενεκέδων» δια σφαιριδίων είχε σταματήσει και ασκείτο όπως και σήμερα με έντυπο ψηφοδέλτιο και σταυρό προτίμησης. 

Η «σταύρωση» του υποψηφίου δεν αποτελεί ένα φρικτό μαρτύριο, αλλά μια επιλογή. Συχνά οι ίδιοι οι υποψήφιοι παροτρύνουν για αυτό «Σταυρώστε με» λένε! Το έθιμο των «τενεκέδων» δεν διέφυγε της προσοχής και του Παύλου Νιρβάνα ο οποίος αρθρογράφησε σχετικώς στην εφημερίδα "Ακρόπολις" της 5ης Ιουλίου 1933 με τίτλο «Η μοίρα ενός Συμβούλου». Δεν προλάβαινε να τελειώσει λοιπόν κάποια εκλογική αναμέτρηση και με τα πρώτα αποτελέσματα, οι θερμόαιμοι έτρεχαν να κρεμάσουν τενεκέδες στα σπίτια ή στα εκλογικά τμήματα των υποψηφίων που φαίνονταν ότι θα έχαναν τις εκλογές. Και αυτούς τους τενεκέδες δεν τους κρεμούσαν απλώς, αλλά τους χτυπούσαν μετά μανίας για νύχτες ολόκληρες. Αλίμονο στους γείτονες που είχαν την ατυχία να μένουν δίπλα ή στον ίδιο δρόμο με κάποιο ηττημένο των εκλογών. Ο Νιρβάνας μας πληροφορεί, πως στον Πειραιά οι φίλοι ενός υποψήφιου δημάρχου, βέβαιοι για τη νίκη τους είχαν γεμίσει μια μάντρα ολόκληρη από γκαζοτενεκέδες. Ότι τενεκέ έβρισκαν μπροστά τους, σκουπιδιών φαράσια, τρύπια ποτιστήρια τα είχαν συγκεντρώσει μέσα σε εκείνη τη μάντρα. Στις εκλογές όμως που ακολούθησαν έχασαν! Και τότε οι αντίπαλοι που έμαθαν τι τους ετοίμαζαν, έσπασαν την πόρτα της μάνδρας, άρπαξαν τους τενεκέδες και τους κρέμασαν στις πόρτες εκείνων που τους ετοίμαζαν το ίδιο. Και επειδή οι τενεκέδες που είχαν βρεθεί ήταν πολλοί, κρέμασαν όχι μόνο στα σπίτια τους αλλά και στα γραφεία τους και στα μαγαζιά τους. 


Ο Παύλος Νιρβάνας

Το έθιμο αυτό είχε φτάσει να πάρει τέτοιες διαστάσεις που ακόμη και πριν τις εκλογές έστελναν οι πολιτικοί αντίπαλοι με το ταχυδρομείο ένα κομμάτι τενεκέ κομμένο σε σχήμα παράσημου, ήταν το λεγόμενο «παράσημο του τενεκέ». Αυτού του εθίμου δεν διέφευγε κανείς, όσο σημαντικός κι αν ήταν, όσο σεβασμό κι αν εξέτρεφε η πόλη στο πρόσωπό του. Δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε κι ο ιατρός φιλόσοφος του Πειραιά, ο Θεόδωρος Αφεντούλης, που ήταν μεταξύ άλλων και σπουδαίος ρήτορας. Για αυτή τη ρητορική του, είχε αναμιχθεί σε πολιτικούς αγώνες, υποστηρίζοντας τον έναν ή τον άλλον υποψήφιο. Μια ομιλία και μόνο του Αφεντούλη ήταν ικανή να αλλάξει το εκλογικό αποτέλεσμα την παραμονή της αναμέτρησης. Κάποτε όμως ο υποψήφιος που υποστήριζε ο Αφεντούλης έχασε και οι αντίπαλοι δεν χαρίστηκαν στον ιατρό. Μόλις τα αποτελέσματα έγιναν γνωστά ο Αφεντούλης αναγκάστηκε να βγει από το σπίτι του στην Φρεαττύδα από το παράθυρο, καθώς του είχαν κρεμάσει δεκάδες γκαζοτενεκέδες στην πόρτα.

Ο Αφεντούλης ενοχλήθηκε πολύ, καθώς πίστευε πως οι Πειραιώτες τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν και πως δεν θα του "κρεμούσαν τενεκέδες". Έτσι έφυγε για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Πήλιο, από όπου έγραψε μια επιστολή προς τις εφημερίδες δείχνοντας την υπέρμετρη ενόχλησή του. Σε εκείνη την επιστολή παρομοίαζε την περίπτωσή του ως μια επανάληψη της ιστορικής καταδίκης του αρχαίου Μιλτιάδη! Τόσο είχε ενοχληθεί. Γεγονός ήταν πως άργησε πολύ να επιστρέψει στον Πειραιά.


Άλλα χρόνια άλλες εποχές άλλες συνήθειες. Το έθιμο του τενεκέ μπορεί να έφυγε προς ανακούφιση των πολιτικών υποψηφίων αλλά η έκφραση "άντε ρε τενεκέ" ή "είσαι τενεκές αγάνωτος (ξεγάνωτος λέμε σήμερα)" ίσως να έχουν τη ρίζα τους στην λαμπρή εποχή των εκλογικών τενεκέδων. Σήμερα με την υπέρμετρη εξάπλωση της χρήσης του πλαστικού, η αλήθεια είναι πως το έθιμο αυτό δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να επιβιώσει. Οι τενεκέδες γίνανε τόσο πολύτιμοι που είναι δυσεύρετοι. Το σιδερένιο φαράσι είναι πολύ ακριβό για να το κρεμάσει κάποιος σε ξένη πόρτα, ενώ ακόμη και ο τενεκές του λαδιού πωλείται χώρια από το λάδι και όποιος τον αγοράζει τον κρατά για να βάλει μέσα το λάδι της επόμενης χρονιάς. 
Είπαμε άλλες εποχές...   

Διαβάστε επίσης:


Θεόδωρος Αφεντούλης. Ο Φιλόσοφος του Πειραιά


   


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"