Οικία Στυλιανού Καλοχαιρέτα στο Νέο Φάληρο

Η οικία Στυλιανού Καλοχαιρέτα επί της οδού Δαβάκη Πίνδου 23 - Νέο Φάληρο 1930


Του Κωνσταντίνου Χ. Ρηγόπουλου

Ο Στυλιανός Καλοχαιρέτας (1880 – 1973) γεννήθηκε στις Κυδωνίες ή Αϊβαλί Μικράς Ασίας. Μετά από σπουδές στις Η.Π.Α., επέστρεψε στη Σμύρνη όπου παντρεύτηκε την Άννα Στασινοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την Έλλη Μαρκοπούλου-Καλοχαιρέτα (1913 – 2006), την Αικατερίνη Ρηγοπούλου-Καλοχαιρέτα (1918 – 2012) και τον Κωνσταντίνο Καλοχαιρέτα (1921 – 1970).

Ο Στυλιανός Καλοχαιρέτας ίδρυσε στη Σμύρνη επιχείρηση υπό την επωνυμία  "ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΛΕΒΗΤΟΠΟΙΕΙΑ Σ. Κ. ΚΑΛΟΧΑΙΡΕΤΑ" με ένα ευρύτατο φάσμα εργασιών. Παράλληλα διατηρούσε και εργοστάσιο μακαρονοποιίας με συνέταιρο Τούρκο υπήκοο.

Με τη ζοφερή καταστροφή της Σμύρνης το 1922, αναχώρησε με την οικογένειά του με προορισμό την Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά στο Νέο Φάληρο, αγοράζοντας οικόπεδο "κείμενον εν Νέω Φαλήρω του Δήμου Πειραιώς κατά την θέσιν τάφος Καραϊσκάκη".

Συνεχίζοντας και εδώ την επαγγελματική του δραστηριότητα, επανίδρυσε την Επιχείρηση που διατηρούσε στη Σμύρνη με την ίδια επωνυμία και με έδρα την οδό Θεσμοφορίου 20 στον Πειραιά. Και εδώ όπως και στη Σμύρνη ανέπτυξε μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων με κύριο αντικείμενο  μηχανουργικές εργασίες σε παροπλισμένα πλοία με σκοπό την αποκατάσταση και επαναλειτουργία των μηχανικών – μηχανολογικών εξαρτημάτων τους καθώς επίσης και σε άλλης φύσεως μεγάλα έργα όπως π.χ. την κατασκευή μεταλλικών υποστέγων στο αεροδρόμιο της Πολεμικής Αεροπορίας στο Τατόι.


Μηχανουργεία και Λεβητοποιεία Σ. Κ. Καλοχαιρέτα
επί της οδού Θεσμοφορίου 20 Πειραιά


Στην οικοπεδική έκταση του Νέου Φαλήρου επί της οδού Δαβάκη Πίνδου 23 έχτισε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 διώροφη οικία 300 τ.μ. συνολικά, όπου και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του και επακολούθησε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας η κατασκευή και μίας  δεύτερης ισόγειας κατοικίας 80 τ.μ. με πρόσωπο επί της οδού Λάμπρου Βεΐκου 6, δεδομένης της τοπογραφίας του οικοπέδου που είναι διαμπερές.




Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου  στο σπίτι εγκαταστάθηκε αρχικά Ιταλός και στη συνέχεια Γερμανός ανώτερος αξιωματικός, κάθε φορά με τη συνοδεία τους, οπότε υπήρξε μία αναγκαστική συγκατοίκηση για ένα διάστημα και κάποια στιγμή η οικογένεια Καλοχαιρέτα αναγκάστηκε; η αυτοβούλως αποχώρησε;  μένοντας κάπου στο Πασαλιμάνι μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το σπίτι διέθετε υπόγειους χώρους κατάλληλα διαμορφωμένους οι οποίοι διαχωρίζονταν με την υπερκατασκευή με πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος εξαιρετικά μεγάλου πάχους (προφανώς για το κατάλληλο δέσιμο της οικοδομής δεδομένου ότι δεν διαθέτει φέροντα οργανισμό), και έτσι αποτελούσε ένα είδος καταφυγίου όπου προσέτρεχαν οι γείτονες την ώρα των βομβαρδισμών.

Το 1981 συνέβη ο μεγάλος σεισμός που έπληξε και όλο το λεκανοπέδιο. Το σπίτι δεν είχε μεν όπως προαναφέρθηκε κολώνες  και  δοκούς από οπλισμένο σκυρόδεμα, αλλά διαθέτοντας εξαιρετικής ποιότητας και κατασκευής πέτρινη τοιχοποιία, πάχους 50 εκατοστών σε όλη του την ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την ειδικά ενισχυμένη πλάκα μπετόν του ισογείου, δεν παρουσίασε κανενός είδους αβαρία. 

Το 1983 οι οικογένειες της Αικατερίνης Ρηγοπούλου και της Έλλης Μαρκοπούλου που κατοικούσαν σε αυτό αποφάσισαν για δικούς τους προσωπικούς λόγους να μετοικίσουν από το σπίτι και εγκαταστάθηκαν οριστικά στον Πειραιά στο Πασαλιμάνι. Το σπίτι κλείστηκε και υπήρχαν συχνές επισκέψεις εκ μέρους τους προκειμένου να ελέγχεται η ασφάλειά του. 




Δυστυχώς σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από την αναχώρησή τους εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα διαρρήξεων  τα οποία προϊόντος του χρόνου, παρά την αποκατάσταση που έκαναν οι ιδιοκτήτες στις φθορές και καταστροφές, αυτά γίνονταν όλο και συχνότερα και πλέον εκτεταμένα. Από ένα σημείο και μετά ήταν πλέον φύσει αδύνατον να αντιμετωπισθούν.

Αφενός με το πέρασμα του χρόνου αφετέρου σαν αποτέλεσμα των διαρρήξεων που προαναφέρθηκαν, καταστράφηκαν και αντίστοιχα απομακρύνθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους όλα εκείνα τα στοιχεία που αντιπροσώπευαν την ταυτότητα του ακινήτου (εσωτερικά και εξωτερικά κουφώματα στο σύνολο σχεδόν των 35 ανοιγμάτων που φέρει η οικοδομή, κάγκελα μπαλκονιών και εξωστών, αρχιτεκτονικές παραστάσεις κεφαλών λεόντων στην πρόσοψη και την κύρια είσοδο, αφαίρεση ακόμα και της κεντρικής σιδερένιας με περίτεχνες παραστάσεις πόρτας της κεντρικής εισόδου). 




Σαν επιστέγασμα όλων αυτών ήλθε και το ΦΕΚ 420 Δ / 15.05.1987, βάσει του οποίου κρίθηκαν ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ, 359 κτίρια στον Πειραιά, συμπεριλαμβανομένου και του παρόντος διώροφου κτίσματος επί της οδού Δαβάκη Πίνδου 23 .

Έχοντας συμβεί όσα προαναφέρθηκαν στην παρούσα παράγραφο, οι ιδιοκτήτες προχώρησαν σε υποβολή ενστάσεων προκειμένου να αποχαρακτηρισθεί, εφόσον δεν είχε απομείνει πλέον κανένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό αυτό. Οι ενστάσεις απερρίφθησαν και παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες αποχαρακτηρισμού, το κτίριο παραμένει μέχρι και σήμερα ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ.

Μοναδική πλέον λύση, συναινούσης και της οικονομικής κρίσης, είναι η πώλησή του , διαδικασία την οποία έχουν αποφασίσει  οι σημερινοί κληρονόμοι , όπως ακριβώς έχει συμβεί και με τόσα άλλα παρόμοια κτίσματα που με τον τρόπο αυτό βρέθηκε κάποιο φυσικό πρόσωπο η ακόμα και κάποια εταιρία που το αγόρασε και με την αναστύλωσή του  κατόρθωσε να διασωθεί  και να θυμίζει έστω και υπό μορφή όασης, ανάμεσα από τσιμέντινους όγκους,  κάτι από την παλιά αίγλη του Νέου Φαλήρου………


Κωνσταντίνος Χ. Ρηγόπουλος 
τοπογράφος μηχανικός Ε.Μ.Π.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"