Η νοσταλγία ενός Πειραϊκού καλοκαιριού

Μπάνια στην Πειραϊκή - Ιούλιος 1937


Του Στέφανου Μίλεση

Καθώς το καλοκαίρι πλησιάζει και το σκοτάδι της νύχτας ολοένα και υποχωρεί αφήνοντας περισσότερο χρόνο στη μέρα που διαρκώς μεγαλώνει, οι περισσότεροι, ειδικά τα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση, σκέφτονταν που και πότε θα μπορούσαν να δραπετεύσουν από την πόλη για τη δροσιά κάποιας εξοχής ή για τη θάλασσα κάποιας νησιωτικής ή παράλιας περιοχής. 

Όχι πολύ παλιά όμως, όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η κατάσταση στον Πειραιά ήταν πολύ διαφορετική. Με το που άνοιγε ο καιρός, σπίτι το σπίτι, γειτονιά τη γειτονιά, η όψη του Πειραιά μεταμορφωνόταν. Από τον Απρίλιο ήδη οι περισσότερες νοικοκυρές προετοιμάζονταν για τις εορτές του Πάσχα, προετοιμασία που ταίριαζε περισσότερο με την άφιξη του θέρους. Οι δρόμοι μπροστά από όσους έμεναν ακόμη σε μονοκατοικίες πλένονταν, οι αυλές σουλουπώνονταν, κάγκελα άρχιζαν να βάφονται. Ο ασβέστης συνήθεια παλαιοτέρων χρόνων, απλωνόταν σε μάνδρες και κράσπεδα πεζοδρομίων. Οι γλάστρες με το βασιλικό ποτίζονταν και τακτοποιούνταν ακόμη και σε εκείνους που τις είχαν αραδιασμένες στη σειρά πάνω σε μπαλκόνια ή πεζούλια. Οι ξύλινες κρεβατίνες στις αυλές, που αποτελούσαν τον φυσικό τρόπο σκιάδας, επισκευάζονταν και οι κληματαριές στερεώνονταν καλύτερα πάνω τους. Λέγεται, πως υπήρχε συνήθειο σε εκείνες τις κρεβατίνες να κρεμούν ανάμεσα σκελίδες σκόρδου και γαλάζιες χάνδρες για το «κακό» το μάτι. Τα τραπεζάκια κάτω από αυτές καθαρίζονταν και βάφονταν για να υποδεχθούν τους έγκλειστους από όλο το χειμώνα ενοίκους. Η διάθεση άλλαζε και όλοι είχαν την επιθυμία να έρθουν σε επικοινωνία με το διπλανό τους, με το γείτονά τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες για κοινούς γνωστούς και φίλους. Οι πολυκατοικίες εισέβαλαν στην καθημερινότητα της πόλης από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα και μετά. Μια στη Πλατεία Κανάρη, άλλη στην Φρεαττύδα, περισσότερες στο κέντρο της πόλης. Μέχρι τα μισά της δεκαετίας του εξήντα πολλές γειτονιές είχαν αλλάξει φυσιογνωμία, άλλες κρατούσαν ακόμη τα παλαιότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.  

Πίνακας Ανδρέα Κρυστάλλη με τίτλο "Πειραϊκή"

Η θάλασσα, που οι περισσότεροι θα αποζητούσαν, όταν οι ζέστες θα έζωναν, περιέβαλε ολόγυρα τον Πειραιά με την καθαρότητά της δεδομένη, τουλάχιστον στις συνειδήσεις ακόμη των Πειραιωτών. Κανείς δεν ανησυχούσε για το που θα πάει για παραθερισμό και για θαλάσσια μπάνια, αν και ο θεσμός των εξοχικών σπιτιών είχε αποκτήσει ήδη αρκετούς οπαδούς. Πειραϊκή, Φρεαττύδα, Καστέλλα εξασφάλιζαν άμεσα την πρόσβαση προς τα νερά του Σαρωνικού, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβανόταν για πολλούς Πειραιώτες, ειδικά τους Καστελλιώτες και η παραλία του Νέου Φαλήρου. Βέβαια πολύς κόσμος προτιμούσε τα "εύκολα" σε πρόσβαση σημεία, με άμμο ή βότσαλα όπου τα Σαββατοκύριακα γινόταν πραγματικός συνωστισμός. 


Ωστόσο στα δικά μου παιδικά χρόνια κυριαρχούν οι βουτιές από τους βράχους της Πειραϊκής στους μικρούς κόλπους που σχημάτιζε, όπως στου Κανελλόπουλου, στου Μπαϊκούτση, στου Αργύρη και στου Καλαμπάκα. Οι παλαιότεροι έζησαν την εποχή των μπάνιων στον γραφικό όρμο της Φρεαττύδας με τις παλιές ξύλινες καμπίνες του Κράκαρη. Ακόμη στριφογυρίζουν στο μυαλό μου οι περιγραφές τους για τα μικρά μαγαζάκια κατά μήκος των ακτών, που προσέφεραν συνήθως κάποιο ορεκτικό, για να συντροφεύει περισσότερο τη ρετσίνα. Εκεί κάθονταν συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που συνόδευαν την υπόλοιπη οικογένεια στην παραλία, φορώντας μεγάλα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα για τον ήλιο, ίδια με αυτά των ψαράδων, αλλά κι εκείνοι που αρκούνταν να βλέπουν τη θάλασσα από μακριά χωρίς να θέλουν να βραχούν στα κύματά της. Οι δεύτεροι ήταν συνήθως οι ναυτικοί, υπήρχαν πολλοί τότε στον Πειραιά, που από θάλασσα καθώς ήταν χορτασμένοι δεν μπορούσαν να τη δουν ως μέσο αναψυχής παρά μόνο βιοπορισμού, απέχοντας ηθελημένα από τις χάρες της.

Δεν είχε σημασία εάν η προσφορά του εδέσματος ήταν από καφενέ, ταβέρνα ή μπακαλοταβέρνα. Το μενού που προσέφεραν ήταν σχεδόν το ίδιο, καθώς το καθόριζε η ώρα του σερβιρίσματος και η εποχή και όχι τα «γούστα» του πελάτη. Ελιές, ντομάτα αλατισμένη, κρεμμύδι, τυρί καμιά σαρδέλα τα παλαιότερα χρόνια έγιναν καλαμάρια, χταπόδι και γαύρος. Ο καφές μόνο ελληνικός και μόνο για το πρωί ή για νωρίς το απόγευμα αμέσως μετά τον απαραίτητο μεσημεριανό ύπνο, αφού δεν υπήρχε το συνήθειο της άκρατης κατανάλωσής του σε όλη την διάρκεια της ημέρας έως αργά το βράδυ. Οι φωνές των παιδιών και οι βουτιές από τα βράχια της Πειραϊκής έδιναν κι έπαιρναν ενώ όταν ο καιρός ανέβαζε λιγάκι αέρα ή όταν ένα βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά, τεράστια κύματα κατέφθαναν ειδικά στο σκαφάκι, προκαλώντας ακόμη περισσότερο φωνές ενθουσιασμού των μικρών κολυμβητών.


Μεσημέρι επιστροφή με κυριολεκτική αναρρίχηση πάνω στους βράχους της Πειραϊκής και τα απομεινάρια των τειχών του Κόνωνος, αφού σκάλες ανόδου ή καθόδου ακόμη δεν υπήρχαν. Αλλά και μετά την άνοδο, ακολουθούσε άλλους πορεία κοπιαστική στις απότομες ανηφοριές των δρόμων, με το αρχαίο χώρα από τα βάση των τειχών, να κολλάει πάνω στα βρεγμένα πέδιλα και να τα κάνει να γλιστρούν ακόμη περισσότερο. 


Και ο ήχος της θαλασσινής ηρεμίας να κυριαρχεί στις περισσότερες γειτονιές του Πειραιά, καθώς τα αυτοκίνητα αν όχι ελάχιστα, τουλάχιστον δεν κυριαρχούσαν παντού εκτοπίζοντας τους ανθρώπους. Μόνο κάποια μπουρού από πλοίο του λιμανιού ακουγόταν που σήμαινε κάποια μανούβρα, κάποια αναχώρηση, κάποια στροφή δεξιά ή αριστερά μέσα στο λιμάνι. Απόκοσμη πνοή ήχου έφτανε στη γειτονιά από το πολύβουο λιμάνι. Πλήρη αντίθεση ανάμεσα στον εργατόκοσμο του λιμανιού που εργαζόταν στο λιοπύρι από τα ξημερώματα με τις κοντινές γειτονιές του Πειραιά, όπου ο μόχθος στα παιδικά τουλάχιστον μάτια ήταν άγνωστος, όπως άγνωστα ήταν ακόμα και τα άγχη, τα νεύρα και όλες εκείνες οι «ασθένειες» που γεννά η εξελικτική πορεία του ανθρώπου, όχι προς τα εμπρός, αλλά προς τα άνω δημιουργώντας έτσι μια ανηφοριά, όμοια με εκείνη που ανεβαίναμε παιδιά με βρεγμένα τα πόδια και τα πέδιλα να γλιστρούν. Όλες οι θύμισες, όλες οι περιγραφές ενός Πειραιά, που υπάρχει πια μόνο στις αναμνήσεις, περιγράφεται σε μια λέξη και μόνο: Νοσταλγία.     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"