Να τα πούμε Καπετάνιε;




Αφιερωμένο στον πατέρα μου τον Πρώτο 
που μπάρκαρε νωρίς.


Του Χρήστου Λεβάντα

Νάνε Χριστούγεννα και να βρίσκεσαι στο πέλαγος είναι κάτι που δεν το βαστά η ψυχή σου. Γίνεσαι τότε άλλος άνθρωπος. Θολώνει το μάτι σου και βλέπει τα γύρω τυλιγμένα στο πούσι. Τη πλώρη, το κύμα, το γιατάκι σου και μονάχα το σπίτι σου, -αχ το σπίτι σου που το συλλογίζεσαι - κάτασπρο, λουσμένο στο φως.

Πιάνεται η ανάσα σου. Θέλεις να πετάξεις, να βγάλεις φτερά -ω τι ελεύθεροι που είναι οι γλάροι και πώς πετάνε πάνω από τα πελάγη- να φτάσεις στο σπίτι σου, να χτυπήσεις την πόρτα του και να μπεις μέσα να χαρείς την ομορφάδα και τη ζεστασιά του. Νιώθεις όμως πως είναι τούτο αδύνατο και μένεις αμίλητος, ακουμπισμένος στην κουπαστή ίσαμε την ώρα που θα σημάνει η βάρδιά σου, που θα κατέβεις την ατσάλινη την κατακόρυφη σκάλα και θα χαθείς στο πυρωμένο στόκολο. Στη φωτιά και στο κάρβουνο. Στα καζάνια που θέλουν τροφή και πετσώνουν τις παλάμες.

- Και του χρόνου Δημήτρη....

Ο "ντουκουμάνης" πούχε να γελάσει μέρες το χείλι του, πούτανε όλον τον καιρό βαρύς και ράθυμος -άνοιγε μονάχα τη γλώσσα του όταν έπεφτε η στύμη- φαίνεται αλλοιώτικος. Σου λέει τον καλό του λόγο και σου απλώνει ανοιχτόχερα τη χερούκλα του. Το ίδιο και η μηχανικοί, οι άλλοι θερμαστές, οι καρβουναρέοι. Ανοίγεις τα μάτια σου και κοιτάς και στέκεσαι με απορία. 



Είναι τούτο το στόκολο όπως το ξέρεις και το ζούσες ως την ώρα ου κοιμόσουν ξένοιαστος στο γιατάκι σου ή κάποιο χέρι το έβαψε και του έδωσε άλλο χρώμα; Φουντώνει η φωτιά και χύνει για γλυκάδα στα πρόσωπα που δεν την είχες ανταμώσει άλλοτε όταν ώρες ολόκληρες κρατούσες το φτυάρι στα χέρια σου και τις πασσάριζες στο εγγλέζικο...

Νάνε Χριστούγεννα και να βρίσκεσαι στο πέλαγος είναι κάτι που δεν το βαστά η ψυχή σου

Τελειώνει η βάρδιά σου, σκαρφαλώνεις γρήγορα, τρέχεις στην πλώρη, να αλλάξεις γιατί είσαι μούσκεμα, πλέεις στον ιδρώτα και βρίσκεις εκεί μέσα ανάσταση. Όσοι τύγχανε στη "σκάντζα" είναι ολόρθοι και σε περιμένουν. Ο Γιαρέλος ο ναύτης που όλο λέει και έχει να κάνει μέρα και νύχτα με το Ληξούρι, βαστάει μια μεγάλη καραβάνα δανεισμένη από τον μάγερα και την κοπανάει -όρεξη που την έχει- σιγοτραγουδώντας με τη συρτή την "μπαρντουνάλλε" Κεφαλλονίτικη φωνή του.   

"Χριστός γεννάται σήμερα
εν Βηθλεέμ τη πόλη..."

Τρως ξαφνικά στην πλάτη μια βαριά γεροντική γροθιά. Γυρίζεις, κοιτάς. 

- Άντε κουνήσου. Σπατσάρισε ντε... να πάμε να τα πούμε.

Να τα πούμε; Βέβαια να τα πούμε. Τι σημαίνει που ναι ωκεανός ή που η "Ελέγκω" στα απάνω του Μπουενοζαϋρού γεμάτη σιτάρια και θέλει δεκαπέντε μέρες το λιγότερο με τα οχτώ της μίλια που πάει, γέρικο, σαραντοχρονίτικο καράβι που είναι να φτάσει στο Χούλ.

Ξεπλένεται στο λεπτό και ντύνεται. Ανοίγει το σάκο, βγάζει τα αφόρετα καλοσιδερωμένα ζακετόνια του, τη σκούρα φόρμα της δουλειάς και θυμάται το σπίτι του. Μοσχοβολάνε πάστρα. Χώνει το αριστερό του χέρι στην τσέπη και βγάζει ένα κλαράκι. Το παίζει στα χέρια του, χαϊδεύει τα κατάξερα φύλλα του, είναι ένα κομμάτι τριανταφυλλιάς, που σπάνε και πέφτουν τρίμματα και συλλογιέται την Μαρούλα. 



Αχ.. ατό το διαβολοκόριτσο τι σου είναι; Είδες δεν άφησε ρούχο που δεν γέμισε τις τσέπες του με κλαράκια. Να τα μυρίζει και να θυμάται το χρώμα του νησιού του που είναι καταμεσής του Αιγαίου και το γδέρνει ο βοριάς. Νατό βαστάει στις παλάμες του και να αντικρύζει το μικρό της σπίτι. Αυτό το κάτασπρο σπίτι που είναι είκοσι μέτρα ψηλά, δίπλα δίπλα στον αριστερό κάβο του μικρού πόρτου.

- Ακόμα μωρέ Δημήτρη; Άντε και βραδιαστήκαμε. 

Βραδιαστήκαμε; Είναι και δεν είναι μεσημέρι. Δεν βλέπεις τον ήλιο του ισημερινού που ζεματάει;

Πάει κοντά τους, οι άλλοι αρχίζουν τα χωρατά τους και ξεκινάνε. Μπροστά είναι ο Γιαρέλος με την κατσαρόλα και την χονδρή κουτάλα του Μάγειρα. Πίσω ο Δαρτόλος, ο Καρούτας, οι θερμαστές και πλάι δυο ναύτες κι ένας σκαντζαρισμένος ανθρακέας...

Ό,τι μαζώξουνε, τίμια πράγματα, ούτε δικά σου, ούτε δικά μου. Θα κάνουν υπομονή να τα γλεντήσουνε στο Πόρτο. Μόλις δέσουν πριμάτσες, μόλις διπλαρώσουν στο ντόκο -αχ πούνε αυτή η καταχαρούμενη ώρα- θα σπατσάρουν τη δουλειά του, θα πηδήξουν κατά το βραδάκι όξω, και θα χωθούν στην πρώτη μπυραρία, την πιο κοντινή, σε αυτή που είναι γεμάτη από ξανθιές, οι νοστιμούλικες Ιρλανδέζες. Η μια μάλιστα, η ψηλότερη, η Τζένη, με τα γαλανά μάτια -ένα κομμάτι θάλασσας- ήξερε να συλλαβίζει τα ρωμέικα. Της τάχανε μάθει άλλοι γεροντότεροι, που είχαν περάσει από το μαγαζί κι είχαν δείξει την καπατσοσύνη τους. 

Δίπλα του ο Μάγερας και ο Καρούτος ο Θερμαστής


Μωρέ, πέστο χριστιανή μου καθαρότερα. Πες "παιδιά" μα τίποτα αυτή. Μπερδευόταν η γλώσσα της και κατσούφιαζε με τα γέλια που έκαναν οι άλλοι. Μιλιά όμως δεν έβγαζε. Κουβάλαγε το βερμούτ, από ένα παλιόκρασο, που σου έκαιγε τα πνευμόνια κι έδειχνε τη γλώσσα της σε όσους την πειράζανε και της λέγανε στα ρωμαίικα κάτι χωρατά, που αν τα άκουγες θα έπαιρνες μαύρο δρόμο. 

Αρχίσανε από τον Καπετάνιο. Ο Καπετάν Παναγής ο Ρουμπάτος, ξεπετάχτηκε γελαστός από το τσαρτρουμ, το δωμάτιο με τους χάρτες, όταν άκουσε το νταπ και ντουπ της κατσαρόλας, άναψε την αργεντίνικη τσιμπούκα του κι έχωσε στις τσέπες τα χέρια του και στάθηκε όλος αυτιά να ακούσει τα κάλαντα. 
Πρώτος άρχισε ο Γιαρέλος και ακολούθησαν κι άλλοι. 

"Χριστός Γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλη...."   

Χονδρές, αλλά βραχνές φωνές κι άλλες κατσαρές όπως λένε εκείνες που τρεμοβγαίνουν, ενώθηκαν όλες μαζί και έκαναν έναν σαματά με το νταπ και το ντουπ της κατσαρόλας του Μάγερα που στέναζε η Γέφυρα και αντιλαλούσε ο ωκεανός. 

"οι ουρανοί αγάλλονται 
χαίρει η κτήσις όλη"


- Μπράβο παιδιά, μωρές εσείς το λέτε καλύτερα κι από τα κόρα που τριγυρίζουν τέτοιες μέρες στον τόπο μας και το τραγουδάνε. Άντε αρπάχτε τες και να μου ζήσετε. 
-Ευχαριστούμε Καπετάνιε.

Ο Γιαρέλος βούτηξε ένα χαρτί των πέντε στερλινών και το πάσσαρε στον Καρούτα που ήταν ο Ταμίας. Μαζώξαν μια λίρα από τον Δεύτερο, κατέβηκαν έπειτα στο Καρρέ, που ήτανε ο Ραγκάκης ο Ανθυποπλοίαρχος κι ο Πρώτος κι ο Δεύτερος Μηχανικός. 

- Και του χρόνου παιδιά!

Γέμισε η τσέπη του Καρούτα, λίρα ζωντανή, λίρα με φούντες. Πήγανε ύστερα στην καμαρούλα του Ασυρματιστή, στο μαγειρείο, κατέβηκαν στη μηχανή, στο στόκολο κι όταν τα απομάζωξαν και γύρισαν στην πλώρη, τα μέτρησαν και είδαν πως ήταν εννέα λίρες και δεκαοχτώ σελίνια. Μια βραδιά γλεντιού για όλο το πλήρωμα!

- Καλά πήγε η μέρα.

Καλά λέει; Έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. Ήπιαν και την μπύρα που τους έστειλε ο Καπετάνιος, κι έπειτα κάθισαν κι ονειρεύτηκαν το πόρτο. Θα τα έκαιγαν και θα πήγαινε καπνός. Θα τα έπιναν μέχρι που θα γινόντουσαν "γκολ" στο μεθύσι και θα τα έβλεπαν όλα να στριφογυρίζουν μπροστά τους. Τις γκαρσόνες, τα μουράγια που τα γλείφει το νερό, η βαριά υγρασία και τις πλώρες των βαποριών.

Ύστερα πέρασε το απόγευμα. Βράδιασε. Κουράστηκαν να τα ταιριάξουν με το μυαλό τους. Άλλοι αποκοιμηθήκανε για να ξυπνήσουνε μεσάνυχτα να πάνε στη βάρδιά τους κι άλλοι έμειναν εκεί κι άκουγαν τον Περούλη τον θερμαστή, που είχε βγάλει άσπρες τρίχες στο κεφάλι του και που είχε όρεξη να ιστορήσει όλες τις παλιοπερπαντισιές του στα πόρτα και στα ταξίδια του στα απέραντα πελάγη του καλού παλιού καιρού.

Πειραιάς Δεκέμβριος 1937
Χρήστος Λεβάντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"