Η Αγία Τριάδα και το ζήτημα της εαρινής ανατολής.


Του Στέφανου Μίλεση

Από το 1839 που θεμελιώθηκε η πρώτη εκκλησία της Αγίας Τριάδας μέχρι σήμερα, όχι μόνο η ίδια η εκκλησία άλλαξε και δεν είναι η ίδια με την αρχική, αλλά και το τοπίο της πόλης επίσης μεταβλήθηκε δραματικά πέριξ του ναού, και ουδεμία σχέση έχει με το αρχικό.  Ένα κτήριο όταν κατασκευάζεται είναι λογικό να υποτάσσεται στις έκτακτες και προσωρινές ανάγκες του πληθυσμού ή στην πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης. Όμως μετά την πάροδο κάποιων ετών το ίδιο κτήριο συμβαίνει να εμφανίζει τελείως διαφορετική όψη καθώς ο περιβάλλων χώρος του είναι διαφορετικός. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της πρώτης εκκλησίας της Αγίας Τριάδας.


Το οικόπεδο της ανοικοδόμησης της Αγίας Τριάδας αποτελούσε ιδιοκτησία κάποτε της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα όπως συνέβη και με πολλές άλλες εκτάσεις στον Πειραιά. Έχουμε επαναλάβει ότι μεγάλο μέρος της πόλης ανοικοδομήθηκε πάνω σε απαλλοτριωμένες εκτάσεις της παλιάς μονής. Τα θεμέλια της πρώτης εκκλησίας της Αγίας Τριάδας έθεσε ο Κυριάκος Σερφιώτης (1835 – 1841), χωρίς όμως να προλάβει να ολοκληρώσει την κατασκευή της. Η έκταση που επιλέχθηκε από τον Σερφιώτη, ήταν τότε μια και ενιαία με τον Τινάνειο Κήπο, που βέβαια δεν είχε λάβει αυτό το όνομα ακόμα. 

Επρόκειτο για ένα χώρο πρασίνου, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και τελείωνε ακριβώς εκεί που οικοδομήθηκε η Αγία Τριάδα. Δηλαδή ο χώρος μεταξύ των δύο εκκλησιών ήταν πλήρης πρασίνου αλλά οι δενδροστοιχίες που υπήρχαν ήταν ατάκτως τοποθετημένες και δεν υπήρχε καμία φροντίδα ώστε να θυμίζει σε κάτι πάρκο ή δημόσιο κήπο. Άγριοι θάμνοι ξεφύτρωναν ανάμεσα σε ψηλά δένδρα και το άλσος ήταν σχεδόν αδιάβατο. Επρόκειτο μια έκταση που όπως γράφει ο Μιχαήλ Επιφάνης ήταν γεμάτη από «υψίκορμα πεύκα, από ξυλοκερατέας, αγριοκαστανέας και άλλα τεράστια δένδρα, τα οποία ασφαλώς προϋπήρχον της Επαναστάσεως».


Η κατασκευή του ναού της Αγίας Τριάδας ολοκληρώθηκε επί Δημαρχίας Πέτρου Σ. Ομηρίδου το 1844. Ήδη από το 1842 περιφράχθηκε με ξύλινο φράχτη όλη η έκταση που καταλάμβανε η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και κάποια μικρά κτίσματα ας πούμε βοηθητικοί χώροι που υποστήριζαν τη λειτουργία της. Εκεί που τελείωνε ο φράχτης και μπροστά από αυτόν δέσποζε η Πλατεία Θεμιστοκλέους με την προτομή του Θεμιστοκλή και μια μαρμάρινη κρήνη από την οποία έτρεχε νερό που προμηθευόταν ο κόσμος, καθώς οι δημόσιες κρήνες επιτελούσαν τότε αυτό τον σκοπό και δεν είχαν απλά διακοσμητικό χαρακτήρα. Μέσα στον φράχτη της Αγίας Τριάδας υπήρχε φυσικά η πρώτη εκκλησία που ως προς το σχήμα της δεν ήταν βυζαντινού ρυθμού αλλά και δεν είχε κανένα απολύτως κωδωνοστάσιο. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο πρώτος Δήμαρχος ο Σερφιώτης πιεζόμενος να ορθώσει μια πόλη εκ του μηδενός κινήθηκε με γνώμονα τα έργα να γίνονται ώστε να εξυπηρετήσουν μια ανάγκη και τίποτε περισσότερο. 

Η Αγία Τριάδα μετά την παρέμβαση του 1873 που διαμόρφωσε την πρόσοψη


Στο πνεύμα αυτό, όταν ανετέθη στον Ανθυπολοχαγό Νικόλαο Μισουδάκη το έργο κατασκευής μιας εκκλησίας, της Αγίας Τριάδας, για κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών της πολίχνης του Πειραιά, εκείνος δεν προέβλεψε τη μεταγενέστερη ανάπτυξη, αλλά κοίταξε να εξυπηρετήσει μια επείγουσα κατάσταση. Η πρώτη εκκλησία είχε τρεις θύρες συνολικά. Μια που κοιτούσε προς το λιμάνι (το Ρολόι δεν υπήρχε ακόμα) μια βόρεια προς το άλσος, προς τη πλευρά δηλαδή του μεταγενέστερου Τινάνειου και τέλος μια προς την ακριβώς αντίθετη που κοιτούσε τη διασταύρωση της Μιαούλη (σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως) με την Ομήρου (σημερινή Μακράς Στοάς και πρώην Δροσοπούλου).  

Αργότερα άρχισε να φτιάχνεται μια λιθόκτιστη βάση ύψους 2,5 μέτρων πάνω στην οποία θα τοποθετούσαν ένα ξύλινο κωδωνοστάσιο καθώς η εκκλησία της Αγίας Τριάδας όπως είπαμε στην αρχική της μορφή ότι δεν διέθετε κανένα κωδωνοστάσιο. Η κατασκευή του κωδωνοστασίου όμως ενώ ξεκίνησε δυναμικά και φιλόδοξα αμέσως μετά σχεδόν σταμάτησε.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά και το ίδιο το Συμβούλιο του ναού που επιμελείτο την ανέγερση του Κωδωνοστασίου, εμφανίστηκε να υποβάλλει αιτήματα πραγματικά πρωτόγνωρα! 

Συγκεκριμένα το εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Αγίας Τριάδας που το αποτελούσαν οι Τρύφων Μουτζόπουλος, Π. Πετρίδης, Γ. Ρετσίνας και Ν. Χρυσοβέργης έστειλε στις 14 Ιουλίου του 1855 ένα έγγραφο προς τον Δήμο Πειραιά με το οποίο διαμήνυε ότι δεν ήταν ανάγκη να αποπερατωθεί το κωδωνοστάσιο γιατί το Συμβούλιο είχε τη γνώμη πως και ολόκληρος ο ναός της Αγίας Τριάδας έπρεπε πλέον να κατεδαφιστεί και να ανεγερθεί άλλος, εναρμονισμένος με την πολεοδομική μορφή που είχε λάβει πλέον η πόλη. Στο έγγραφο αυτό τονιζόταν ότι «αφού ο Δήμος θα αναγκαστεί να υποστεί μια μέρα την κατεδάφιση της Αγίας Τριάδας», διερωτήθηκε «γιατί να μη γίνει αυτό την συγκεκριμένη στιγμή, και να οικοδομηθεί ένας νέος εκ νέου ναός κατά τρόπο κανονικότερο και σύμφωνα με το σχήμα της πόλης;». Τι ήταν άραγε εκείνο που άλλαξε τη γνώμη σε ολόκληρο το εκκλησιαστικό Συμβούλιο το οποίο αιτείτο πλέον την ανάγκη νέου προσανατολισμού του ναού;



Η απάντηση βρισκόταν στα οικοδομικά τετράγωνα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί. Τα σημερινά οικοδομικά τετράγωνα έγιναν ορατά ουσιαστικά όταν επεκτάθηκε η Λεωφόρος Αθηνάς δηλαδή η σημερινή Γεωργίου Α’. Όταν η Λεωφόρος Αθηνάς το 1855 επεκτάθηκε μέχρι το λιμάνι, χώρισε σε δύο οικοδομικά τετράγωνα την περιοχή. Στο οικοδομικό τετράγωνο της Αγίας Τριάδας και βόρεια στο οικοδομικό τετράγωνο του Τινάνειου κήπου. Έτσι βρέθηκε το τετράγωνο της Αγίας Τριάδας να είναι αυτό που διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα. Εντός αυτού του τετραγώνου όμως ο πρώτος ναός βρέθηκε να είναι στραμμένος λοξά! 

Η εκκλησία είχε κατασκευαστεί με προσανατολισμό την εαρινή ανατολή κατά την ορθόδοξη παράδοση, μη λαμβάνοντος υπόψη τον προσανατολισμό του σχεδίου πόλεως. Αυτή η μικρή παρασπονδία του προσανατολισμού σε σχέση με τους οριζόντιους και κάθετους οδούς του σχεδίου πόλεως, περνούσε απαρατήρητη και ο προσανατολισμός της δεν ενοχλούσε κανέναν, καθώς όπως είδαμε η εκκλησία περιβαλλόταν από πυκνή δενδροφύτευση και ήταν εντός μιας ενιαίας έκτασης που απλωνόταν μέχρι τον Άγιο Σπυρίδωνα. Όταν όμως η Λεωφόρος Γεωργίου «έπιασε» λιμάνι και έγινε ο τετραγωνισμός των εκτάσεων, η Αγία Τριάδα εμφανίστηκε να «κοιτά» τη γωνία του τετραγώνου. Βεβαίως μεταξύ των αιτημάτων ανέγερσης νέας εκκλησίας ήταν επίσης ο ρυθμός της που έπρεπε να γίνει πιο βυζαντινός, αλλά και το μέγεθός της που έπρεπε να μεγαλώσει. Όμως ο προσανατολισμός ήταν το κύριο αίτημα καθώς η εκκλησία βρισκόταν στη βιτρίνα το λιμανιού του Πειραιά. 

Γράφει λοιπόν το Συμβούλιο ότι «εάν η νέα εκκλησία στραφεί λίγο προς Νότο δεν απομακρύνεται της Ανατολής και κατά συνέπεια τηρεί δεν θα παραβαίνει τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Επίσης θα πρέπει η νέα εκκλησία να παριστά εκκλησία ανατολική δηλαδή ορθόδοξη».   Η εκκλησία είπαμε κοιτούσε προς την εαρινή ανατολή. Η νέα εκκλησία που πρότεινε το Συμβούλιο, θα συγχρονιζόταν με την ρυμοτομία της πόλης εάν στρεφόταν το ιερό προς τη χειμερινή ανατολή του ηλίου. 

Είναι γνωστό ότι λέγοντας ανατολή εννοούμε το σημείο από το οποίο ανατέλλει καθημερινά ο ήλιος. Όμως λόγω της κλίσης του άξονα της γης, παρατηρείται το φαινόμενο ο ήλιος το καλοκαίρι να ανατέλλει από ένα σημείο, ενώ το χειμώνα ανατέλλει από άλλο. Δεδομένου λοιπόν ότι οι κανόνες της εκκλησίας δεν όριζαν προς ποια ανατολή θα ήταν ο προσανατολισμός των ναών, το Συμβούλιο πρότεινε τον προσανατολισμό της εκκλησίας προς τη χειμερινή ανατολή. Έτσι και η εκκλησία θα εναρμονιζόταν με τη ρυμοτομία αλλά και βυζαντινό ρυθμό θα αποκτούσε με το νέο της κτήριο. 

Το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιώς απέρριψε αυτές τις αιτιάσεις λόγω έλλειψης χρημάτων. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να διορθωθεί το ένα εκ των ζητημάτων που ήταν η απουσία βυζαντινού ρυθμού. Στις 12 Οκτωβρίου του 1873 όταν έγινε εκ βάθρων ανακαίνιση, η εκκλησία απέκτησε πρόσοψη βυζαντινού ρυθμού με ένα κωδωνοστάσιο στην κορυφή της. Ο ρυθμός αυτός κόστισε 60 χιλιάδες δραχμές, χρήματα που εκταμιεύτηκαν από τον ίδιο το ναό. Τα υπόλοιπα δυστυχώς δεν επιλύθηκαν, αλλά έπαψαν να απασχολούν πλέον τους πιστούς, όταν την αποφράδα 11η Ιανουαρίου του 1944 η εκκλησία βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Και κατά ένα παράξενο τρόπο το μόνο που διεσώθη της καταστροφής ήταν η ανακαινισμένη πρόσοψη του 1873 η οποία είχε τροποποιηθεί ξανά το 1936 όταν είχε προστεθεί ένα ακόμη κωδωνοστάσιο.   



Τα περίπτερα της Αγίας Τριάδας. Φωτογράφιση κατ΄ εντολή του Δημάρχου Μ. Μανούσκου το 1939. Θεωρήθηκαν περίπτερα πολυτελείας  και πρωτοποριακά μοντέρνα σε Αθήνα και Πειραιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"