Ο Νικηταράς, οι Βαυαροί και το τέλος του μεγάλου ήρωα

Ο Νικηταράς μεταφέρει στους ώμους του τραυματία.
Έργο σε πρόπλασμα φιλοτεχνημένο από τον Δ. ΦΥΤΑΛΗ, σε σχέδιο του Ι. ΠΛΑΤΗ.

του Στέφανου Μίλεση


Ο υποστράτηγος και Γερουσιαστής Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) πέθανε στον Πειραιά στις 6 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849, σε ηλικία 68 ετών.  

Είναι από τις ελάχιστες φορές που όσοι ήρωες της επανάστασης βρίσκονταν ακόμα εν ζωή, κατέβηκαν στον Πειραιά προκειμένου να παραλάβουν το νεκρό λείψανο του ήρωα και να το συνοδεύσουν μέχρι το ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα. Εκεί τον αποχαιρετιστήριο λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, παλιός μας γνώριμος στον Πειραιά καθώς υπήρξε ο πρώτος ιδρυτής ιδιωτικού σχολείου στην πόλη μας όταν ο Πειραιάς ήταν ακόμα μια μικρή και ασήμαντος πολίχνη. 

Ακολούθησε η ομιλία του Παναγιώτη Σούτσου του αόρατου εμπνευστή και εισηγητή της εορτής της 25ης Μαρτίου την οποία εορτάζουμε ως ημέρα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας μέχρι και σήμερα. Βέβαια από την 10 σημεία που εισηγήθηκε ο Σούτσος το 1835 ο Όθωνας αποδέχθηκε μόνο το ένα το 1838. Αυτό της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου. Αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό από τη σημερινή μας ομιλία θέμα. 

Ο Όθωνας διέταξε να τηρηθεί πένθος για το θάνατο του Νικηταρά από όλους τους Αξιωματικούς ξηράς για δύο ημέρες. Και όλα φαίνονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή καλά καμωμένα εκ μέρους του Όθωνα και των Βαυαρών συμβούλων του, μέχρι που ο θάνατος του ηρωικού Νικηταρά κατέδειξε τη γύμνια του βαυαρικού συστήματος και την παράδοση άνευ όρων μιας κοινωνίας, της ελληνικής, που μαγεμένη από το νέκταρ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας που μόλις γευόταν, είχε ξεχάσει στο περιθώριο εκείνους που της την χάρισαν. Και ομιλώ για τους Έλληνες οπλαρχηγούς. 

Όλες τις θέσεις και όλα τα στρατιωτικά αξιώματα το παλάτι τα είχε παραχωρήσει σε Βαυαρούς αμφίβολης προέλευσης που ενεργούσαν στην Ελλάδα ως στρατός κατοχής ενώ οι Έλληνες ήρωες της επανάστασης πάνω στη ράχη των οποίων είχε θεμελιωθεί η λευτεριά έμειναν πένητες και καταφρονημένοι, ωθούμενοι πολλοί να βγουν ξανά στο βουνό, ως παράνομοι αυτοί τη φορά για να διεκδικήσουν αυτό που η ελληνική ανεξαρτησία δεν τους απέδωσε. 

Ο Νικηταράς που έζησε άνευ στέγης, πέθανε άνευ χιτώνος και τάφηκε άνευ μνήματος, στάθηκε αιτία κάποιοι λόγιοι της εποχής να ξεσηκωθούν κατά του Όθωνα και των Βαυαρών καταδεικνύοντας τι ακριβώς, το μικρό ελληνικό βασίλειο παρείχε στους παρείσακτους ξένους που δεν ήταν καν Φιλέλληνες αλλά ακολούθησαν τον Όθωνα στην κάθοδό του στην Ελλάδα, και τι ακριβώς είχε στερήσει από τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Σύντομα και μόνο θα αναφέρω μερικά ονόματα. 

Ο Χίτζ έφτασε στην Ελλάδα ως ποινικός εξόριστος και βρέθηκε να κατέχει τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. 
Ο Λόπκοβιτζ ήταν δεκανεύς στα μουλάρια και στην Ελλάδα βρέθηκε Λοχαγός. 
Ο Ράιχεμπαχ ήταν Χαλκοποιός και βρέθηκε Υπολοχαγός. 
Ο Βέλτζε ήταν μπυροπώλης και διορίστηκε ως Ανθυπολοχαγός. 
Ο Χές ήταν Παντοπώλης και διορίσθηκε επίσης Ανθυπολοχαγός. 
Ο Φόκτ ήταν αλευράς και έγινε αξιωματικός,
ενώ ο Χόρμελ που ήταν κουρέας διορίσθηκε ως ιατρός τάγματος. Ο Χόρς δήλωσε αλμπάνης και αμέσως έγινε ιππίατρος. 
Ο Χάϊντζε ήταν γραφεύς και έγινε αρχιτέκτονας. 
Ο Σούλτζ που αγνοείται τι έκανε στην Βαυαρία, στην Ελλάδα κατείχε το βαθμό του υπολοχαγού. 
Ο Ντέλμπρατ ήταν υποκριτής στο θέατρο και έγινε υπολοχαγός. 
Ο Κόχμάϊερ έφτασε άεργος και με έξοδα της Ελλάδας σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όταν την ίδια στιγμή Έλληνες γιοι ηρώων δεν γίνονταν δεκτοί στη σχολή για τον ίδιο λόγο. Για αυτούς η χώρα δεν κάλυπτε τα έξοδα των σπουδών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα λίγο αργότερα στάθηκε αυτό του γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (γιος που έλαβε το όνομα του ετεροθαλή δολοφονημένου αδελφού του), του Πάνου Κολοκοτρώνη, που ως Έυελπις στον Πειραιά η γηραιά μητέρα του, έστειλε επιστολή το 1857 στον Όθωνα ζητούσε να μη διώξουν τον γιο της από τη σχολή γιατί αδυνατούσε να πληρώσει.
Ο Σήλλερ ήταν δεκανεύς στην Βαυαρία, έγινε στην Ελλάδα Αξιωματικός και μετά δύο έτη έγινε διευθυντής του ανθρακωρυχείου Κύμης. 


Σε αντίθεση με αυτά τα λίγα παραδείγματα ας πάμε να ρίξουμε μια ματιά με τους αντίστοιχους Έλληνες στρατιωτικούς. 
Ο Κορωναίος εξήλθε από το Πολεμικό Σχολείο δηλαδή τη Σχολή Ευελπίδων του Πειραιά το 1831 ως ανθυπολοχαγός και μέχρι το 1849 που πέθανε ο Νικηταράς είχε προαχθεί μόνο σε Λοχαγό. 
Ο Πολυμέρης το 1829 είχε εξέλθει από τη Σ.Σ.Ε. και είκοσι χρόνια αργότερα παρέμενε στον ίδιο βαθμό. 
Η μόνιμη δικαιολογία των Βαυαρών ήταν για τους μεν οπλαρχηγούς ότι ήταν αγράμματοι ενώ για τους αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων ότι δεν ήταν στο επιθυμητό επίπεδο. 
Ας πάμε να δούμε λοιπόν τους Έλληνες που σπούδασαν σε σχολές του εξωτερικού που είχαν το επιθυμητό επίπεδο ποια τύχη είχαν. 
Ο Αντωνιάδης εξήλθε της Στρατιωτικής Σχολής Μονάχου το 1833 με το βαθμό του υπολοχαγού και το 1849 τον βρήκε, μα τι άλλο; Υπολοχαγό. 
Αλλά και οι Φλέγγας, Σκούφος, Καγγελάρης, Συνοδινός, Σαρδίλης, Παναγιωτόπουλος, Κωνσταντέλης, Στουρνάρης απόφοιτοι της Σχολής Μονάχου με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού στις αρχές της δεκαετίας του 1830, βρέθηκαν το 1849 να κατέχουν τον ίδιο βαθμό!  

Η Βαυαρική αντιβασιλεία έψαχνε κάθε τρόπο για να αποβάλλει του σώματος τους Έλληνες και να φέρει στη θέση τους βαυαρούς αξιωματικούς.
Όλα αυτά βεβαίως γίνονταν από τους Βαυαρούς έχοντας την πλήρη υποστήριξη Ελλήνων συνεργατών στους οποίους οι Βαυαροί είχαν τάξη θέσεις εξουσίας και χρήματος. 

Αυτές οι συνθήκες επικρατούσαν τότε που διεμήνυαν στον Νικηταρά ότι το κράτος δεν διέθετε περισσότερα χρήματα για το στυλοβάτη της επανάστασης. Ο Νικηταράς ήταν γαμπρός του αρματωλού Ζαχαρία και ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κάποτε βρέθηκε στη Ζάκυνθο μαζί με τον Θείο του τον Κολοκοτρώνη. Πολλοί αγωνιστές της ελευθερίας κατέφευγαν τότε στα Ιόνια νησιά που βρισκόντουσαν υπό Αγγλική κατοχή. Με τον θείο του καθόντουσαν στις ακτές της Ζακύνθου κοιτάζοντας πέρα στο βάθος του ορίζοντα τα βουνά της Ελλάδας. Και καθόντουσαν ώρες σιωπηλοί και μόνοι με μάτια δακρυσμένα. Τους είχαν μάθει και οι κυβερνώντες Άγγλοι και μια μέρα ένας Άγγλος αξιωματούχος περνώντας από δίπλα τους είπε: «Τραγουδήστε άσματα της πατρίδα σας». Τότε ο Νικηταράς γύρισε και του είπε: «Μα πώς μπορώ να τραγουδήσω άσματα της πατρίδας, μακριά από την πατρίδα;»

Θα ήταν αδύνατο να περιγράψουμε όλη τη ζωή και τους αγώνες του Νικηταρά καθώς θα χρειαζόμασταν πολύ περισσότερο χρόνο. Θα σταθούμε μόνο σε κάποια σημεία της ζωής του «Νέου Αχιλλέα» καθώς έτσι αποκαλούσαν τον Νικηταρά.

Ο Νικηταράς έλαβε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος μετά τη μάχη στα Δερβενάκια. Ήταν η εποχή που έφτασε ο Δράμαλης να καταστείλει την επανάσταση. Μόλις το έμαθε ο Νικηταράς κατέβηκε γρήγορα από την Θεσσαλία όπου βρισκόταν μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Υψηλάντη προερχόμενοι από τη μάχη της Αγίας Μαρίνας. Με τους άνδρες που τον ακολουθούσαν που ήταν περίπου 400 καταλαμβάνει στα Δερβενάκια το στένωμα του Άγιου Σώστη. Ο Υψηλάντης με τον Παπαφλέσσα καταλαμβάνουν με άλλους 450 άνδρες το διπλανό ύψωμα. Απέναντί τους βλέπουν να έρχεται ο Δράμαλης με έναν στρατό που φτάνει τους 28 χιλιάδες Οθωμανούς με καμήλες, άλογα, μουλάρια και ακόμα πιο πίσω να ακολουθούν υπηρέτες, δούλοι, ιπποκόμοι, χαρέμια. Το Οθωμανικό Ασκέρι ήταν τόσο μεγάλο που χιλιόμετρα μακριά υψωνόταν σκόνη από το πέρασμά τους όμοια με τον καπνό της φωτιάς. Τότε πρώτος από όλους ο Νικηταράς μέσα στη βουβαμάρα και στη σιγή που είχε απλωθεί στα ελληνικά ταμπούρια τράβηξε το σπαθί του, αυτό για το οποίο αργότερα όλη η Ελλάδα θα μιλούσε, και φώναξε. «Πέρσες, Πέρσες, Οι Έλληνες σας φάγαμεν! Εγώ είμαι ο Νικήτας!» 

Τότε και μόνο τότε, που άκουσαν οι Έλληνες τη φωνή του Νικηταρά αναθάρρησαν γιατί ήξεραν ότι πίσω τους έχουν τον μέγα στρατηλάτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μπροστά τους τον «Νέο Αχιλλέα» τον Νικηταρά. Οι Έλληνες πέφτουν πάνω τους με τέτοια ορμή που πολλοί στην προσπάθειά τους να κατέβουν γρήγορα τον λόφο γκρεμίζονται. Βλέποντας ο Δράμαλης το ένα τρίτο του στρατού μέσα σε μια στιγμή να έχει αφανιστεί στρέφεται και αρχίζει να υποχωρεί προς την Κόρινθο. 

Και πάλι ο Νικηταράς τον καταδιώκει σκοτώνοντας ακόμα 1.500 τούρκους. Έκτοτε καλείται Τουρκοφάγος. Και αυτό το σπαθί που έγινε σύμβολο ανδρείας του αγώνα, ο φτωχός Νικηταράς πήγε να το προσφέρει προς συνδρομή του ναυτικού αγώνα. Συγκεκριμένα το 1823 όταν ο εχθρός ερχόταν δια θαλάσσης ο στόλος μας στερείτο πολεμοφοδίων. Τότε πολλοί Έλληνες πλούσιοι ή φτωχοί έδιναν ότι διέθετε ο καθένας για την αγορά μπαρουτιού και εφοδίων. Και ο Νικηταράς μη έχοντας τίποτα άλλο να δώσει προσέφερε το σπαθί του, το σπαθί των Δερβενακίων. Το έστειλε πεσκέσι στον Μιαούλη με ένα γραπτό μήνυμα που έλεγε «Πούλησέ το». Τότε ο Μιαούλης με ευλάβεια το επέστρεψε πίσω στον Νικηταρά με ένα άλλο μήνυμα που έγραφε «Φόνευε».

Ο Νικηταράς υπήρξε ο μόνος αγωνιστής της επανάστασης που έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες. Ήταν πανταχού παρών. Όταν αργότερα κατέφθασε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ενώ οι Έλληνες ήταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες, ο μόνος που στάθηκε να τον ντουφεκίσει ήταν ο Νικηταράς. Τον ντουφέκισε στην Καστανίτσα, τον ντουφέκισε στα όρη της Μεγαλόπολης και έξω από την Τρίπολη έσφαξε 3 λόχους αράβων. Ο Νικηταράς ήταν παρών και στο Μεσολόγγι και στην ηρωική έξοδο των υπερασπιστών του. 

Ο Νικηταράς πολέμησε στη Πελοπόννησο, πολέμησε στην Αττική, έδρασε στη Θεσσαλία, έδρασε στην Αιτωλία. Δεν υπάρχει λόφος και βουνό που να μην γνώρισε τα πατήματά του. Πολέμησε όλες τις Φυλές των Οθωμανών αλλά και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Πολέμησε κατά Γάλλων που συνέδραμαν ως Αξιωματικοί τον Οθωμανικό στρατό, πολέμησε κατά Τουρκαλβανών, κατά Αιγυπτίων, Τυνησίων, Αλγερινών, Μαροκινών, Βοσνίων. Πολέμησε λαούς ανατολικούς ή δυτικούς που κατά καιρούς έφταναν στην Ελλάδα απεσταλμένοι των Οθωμανών για να καταπνίξουν την επανάσταση.

Ο Νικηταράς είχε νυμφευθεί την Αγγελίνα με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Γιάννη και δύο κόρες. Κάποια στιγμή θέλοντας να δείξει την αγάπη του για εκείνη και καθώς δεν είχε ούτε λεφτά για να τις αγοράσει κάποιο δώρο αλλά ούτε και κάτι άλλο πολύτιμο της έστειλε ένα μικρό πακέτο. Όλοι νόμιζαν ότι θα είχε μέσα χρυσό ή κόσμημα. Θα ήταν εύκολο για τον Νικηταρά να αποκτήσει γιατί μετά τις μάχες ακολουθούσε συνήθως πλιάτσικο στο οποίο δυστυχώς λάμβαναν μέρος οι Έλληνες παίρνοντας ό,τι πολύτιμο ήθελε ο καθένας. Ο μόνος που δεν συμμετείχε ήταν ο Νικηταράς και διαφωνούσε μάλιστα και με αυτό. Καθώς οι άλλοι όμως οι μακρινοί δεν το γνώριζαν υπέθεσαν ότι το πακέτο προς την γυναίκα του την Αγγελίνα θα είχε μέσα κάποιο σπουδαίο δώρο. Το μόνο που βρήκε μέσα η Αγγελίνα ήταν μια ξύλινη ταμπακιέρα. Ο δύστυχος Νικηταράς δεν είχε κάτι άλλο να της στείλει. Βρήκε όμως κι ένα σημείωμα που έγραφε «Το σπαθί που είχα το χάρισα στην Διοίκηση στην Ύδρα για να χρησιμεύσει για το αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται η πατρίδα. Την ταμπακιέρα τη στέλνω σε σένα που είσαι το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο, ύστερα από την πατρίδα».

Αυτός ήταν ο Νικηταράς. Και κάποτε τελείωσε ο αγώνας και ο Νικηταράς βρέθηκε στο περιθώριο της ιστορίας. Αλλά έπρεπε να ζήσει. Και καθώς δεν γνώριζε τίποτε άλλο πέρα από την τέχνη του πολέμου επιχείρησε να καταπιαστεί με έργα της ειρήνης. Έχοντας ως συνεταίρο τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό έφτιαξαν μαζί ένα χαρτοποιείο. Όμως τα χαρτιά που έφτιαχναν έμεναν στα αζήτητα. Τότε ο Νικηταράς στράφηκε στον Κυβερνήτη Καποδίστρια και ζήτησε τη βοήθειά του. Απάντηση δεν έλαβε ποτέ.

Τα πράγματα άρχισαν να βαίνουν ακόμη χειρότερα με την άφιξη του Όθωνα και των Βαυαρών στην Ελλάδα. Ήταν γνωστό πως ο Νικηταράς ήταν Ναπιαίος ήταν δηλαδή οπαδός του Ρωσικού Κόμματος που οι Βαυαροί δεν ήθελαν. Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνωμοσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Στο καταστατικό της η Φιλορθόξη Εταιρεία είχε ως στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Οι Βαυαροί όμως που έψαχναν για ευκαιρία ώστε να τον φυλακίσουν δεν τα έβλεπαν αυτά. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε. 

Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον  φυλάκισε στην Αίγινα.  Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον  χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη  κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια. Έμεινε σχεδόν τυφλός. Οι εχθροί του ήθελαν να τον εξαφανίσουν. Τον προσήγαγαν σε δίκες καθιστό καθώς από την αδυναμία δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Μόνο ο Μακρυγιάννης τον θυμήθηκε κάποια στιγμή και μεσολάβησε για την αποφυλάκισή του. 

Επέστρεψε πίσω στο πατρικό του σπίτι στο Άργος. Για να ζήσει πήγε να καλλιεργήσει κάποια οικόπεδα στη θέση Σερεμέτι, θέση που βρίσκεται εκεί που σήμερα είναι Νέα Κίος. Όμως τα οικόπεδα αυτά ήταν πλημμυρισμένα. Απαιτούσαν αποξήρανση, πώς άραγε ο άρρωστος Νικηταράς θα μπορούσε να την κάνει; Αναγκάστηκε να δανειστεί δημιουργώντας νέες οφειλές. Και λέω νέες καθώς είχε δανειστεί και παλαιότερα για τις ανάγκες του αγώνα. Έτσι το κράτος για το οποίο ο ίδιος είχε αγωνιστεί να δημιουργήσει και χωρίς να παρανομήσει του εκπλειστηρίασε το σπίτι του και τη γη την οποία προσπάθησε να καλλιεργήσει. Του εκπλειστηρίασε την περιουσία του γιατί λόγω του πατριωτισμού του δανείσθηκε για να αγοράσει όπλα για τους άνδρες του. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πάμπτωχος και καταφρονημένος έφτασε να ζήσει στον Πειραιά ως επαίτης. Οι αρμόδιες αρχές εκτιμώντας τον αγώνα του Νικηταρά του εξέδωσαν άδεια επαίτη. Του όριζαν μάλιστα και συγκεκριμένο σημείο στο οποίο και μόνο επιτρεπόταν να επαιτεί που ήταν εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς που τότε φυσικά ακόμη δεν είχε θεμελιωθεί. 

Ο Νικηταράς από την επαιτεία ζούσε λοιπόν, μέχρι την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.  Μόνο μετά την παραχώρηση συντάγματος επήλθε για τον Νικηταρά ένας διορισμός με τον οποίο γινόταν μέλος της Γερουσίας, διορισμός με τον οποίο έλαβε μια πενιχρή σύνταξη για να σταματήσει την επαιτεία.



Θα κλείσω με μια ρήση του Νικηταρά:
 «Αδελφοί η Ελλάς πάσχει και κινδυνεύει να χαθεί όχι βέβαια από τους εχθρούς της αλλά από την ασυμφωνία των τέκνων της» (Νικηταράς προς Κουντουριωταίους 22.12.1823).




-Ομιλία χαιρετισμού εκδήλωσης στον Πειραϊκό Σύνδεσμο την 23η Μαρτίου 2017, με θέμα τον Νικηταρά, με κύριο ομιλητή τον Ομότιμο Καθηγητή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριο Ανδριόπουλο.

Στο χωρίον Πειραιεύς (1836 - 1841)



του Στέφανου Μίλεση

Το «χωρίον Πειραιάς» του 1836 αγωνιζόταν να εμφανιστεί ξανά από τη λήθη της ιστορίας. Οι μετακινήσεις τόσων διαφορετικών σε νοοτροπία ανθρώπων από διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας, μετακινήσεις που συνοδεύονταν από στερήσεις και κακουχίες, η πίκρα και η έλλειψη της απαραίτητης ιατρικής περίθαλψης δημιουργούσαν μια κατάσταση παράξενη καθώς οι έποικοι μετανάστευαν συνήθως κάτω από την απειλή του φάσματος της πείνας. 
"Οι άνδρες, οι γυναίκες, τα παιδιά κουβαλώντας μαζί τους και τα τελευταία ακόμη σκεύη, έσερναν πίσω τους τα πετεινούς και τα περιστέρια τους. Οι κάπως ευπορώτεροι έσερναν τα γαϊδούρια και τις αγελάδες τους, με τα οποία μετάφεραν πάνω τους τα στρώματά τους" (Thierseh, Memoires). 


Τα πρώτα δημόσια σημεία που ξεπρόβαλαν στον Πειραιά του 1836 είναι κάποιο παζάρι στο κέντρο που εξελίσσεται μεταγενέστερα σε αγορά και φυσικά τα καφενεία! Βρίσκονται σε αριθμό μεγαλύτερο σε ποσοστό από οποιοδήποτε άλλο «δημόσιο» οίκημα. Σε αυτά συγκεντρώνεται η δημόσια ζωή και εκεί διενεργείται η μοναδική κίνηση της πόλης. Στο καφενείο έσπευδε ο Έλληνας πρωί – πρωί ή μόλις τελείωνε την όποια εργασία του και συζητούσε με τους συμπατριώτες του. Αυτή η έννοια του «συμπατριώτη» ήταν που διαιρούσε τους θαμώνες των καφενείων και κατά συνέπεια και τα ίδια, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής. Υδραίοι, Χιώτες, Ψαριανοί, Μανιάτες, Ρουμελιώτες κ.ο.κ. 

Ακόμα και στο ίδιο καφενείο οι θαμώνες αναγνώριζαν την καταγωγή τους και κάθονταν στα ανάλογα τραπέζια (1837)



Στα καφενεία επίσης μάθαιναν τα νέα της περιοχής κι έτσι οι θαμώνες τους δεν ήταν μόνο αργόσχολοι αλλά και περίεργοι που πήγαιναν καθημερινά διψασμένοι να μάθουν ή να συζητήσουν τα νέα της ημέρας. Ακόμα και οι εκπρόσωποι της δημοτικής αρχής σύχναζαν καθημερινά στα καφενεία για να ανακοινώσουν αποφάσεις ή να τοιχοκολλήσουν διάφορες ανακοινώσεις. 

Στα περισσότερα καφενεία ο καφετζής (ιδιοκτήτης) έκανε και τον μπαρμπέρη (κουρέα). Μετά το κόψιμο των μαλλιών ή το ξύρισμα ο κουρέας σου ευχόταν το γνωστό και σήμερα «με τις υγείες». Όταν ο καιρός το επέτρεπε ο κουρέας περιποιόταν τους πελάτες τους στο ύπαιθρο. Γενικά οι διάφορες φήμες έδιναν και έπαιρναν στα καφενεία δημιουργώντας περισσότερο άγχος στους κατοίκους ειδικά όταν παράξενα πλοία και πολεμικά εισέρχονταν ξαφνικά στο λιμάνι. Από αυτά ξεπρόβαλαν ξένοι με παράξενες στολές και σημαίες με άγνωστους σκοπούς που τριγύριζαν στις προβλήτες και στο παζάρι συνήθως μεθυσμένοι. 

Δεν έλειπαν και τα συμβάντα εισόδου ξένων στρατιωτών σε σπίτια Ελλήνων. Τα σώματα των στρατιωτών που περιφέρονταν άνευ λόγου στον Πειραιά ήταν τόσα πολλά που προκαλούσαν εκνευρισμό στους Έλληνες καθώς ευρισκόμενοι μέσα στις στερήσεις και στην φτώχεια, φορτωμένοι με το άγχος της επόμενης ημέρας αναζητούσαν τρόπο να ξεσπάσουν. 

Οι συμπλοκές οι αταξίες και οι ταραχές ήταν φαινόμενο σχεδόν καθημερινό. 


Αλλά και οι ίδιοι οι ξένοι που έρχονταν στον Πειραιά έβρισκαν τα πάντα παράξενα. Τους εντυπωσίαζε ο τύπος του Έλληνα που καθόταν αμέριμνος σταυροπόδι, που ροφούσε ηδονικά το ναργιλέ του και έπινε τον καφέ του για πολλές ώρες. Οι ξένοι έβλεπαν αγόρια 10 μόλις ετών να καμαρώνουν για όπλα που φέρουν μέσα στο σελάχι τους. Απορούσαν όταν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού οι Έλληνες έτρωγαν πολύ, έπιναν και μετά έπιαναν τα δημοτικά τραγούδια που στα αυτιά των ξένων ηχούσαν κακόηχα και παράξενα.


Το μικρεμπόριο ανθούσε μέσα και έξω από το παζάρι. Αμέσως μετά την εμφάνιση των οικημάτων των Υδραίων με τις χαρακτηριστικές καμάρες, εμφανίστηκαν κάτω από αυτές τραπέζια όπου διάφοροι «έμποροι» πωλούσαν ή διαλαλούσαν κάθε είδους πραμάτεια. Σαμαράδες, σελοποιοί, μαχαιράδες, οπλοποιοί και δίπλα ακριβώς άλλοι που πουλούν με την οκά ψάρια, λαχανικά, φρούτα, τυρί, κρασί σε ασκιά και ζωντανά κατσίκια και αρνιά. Ανάμεσα σε αυτούς επαίτες και ζητιάνοι, σακάτηδες της επανάστασης και ασθενείς που αναζητούν την όποια φιλευσπλαχνία των περαστικών. 

Στους δρόμους αναφέρεται ότι κυκλοφορούν ελεύθερα πολλά σκυλιά χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των περιοχών της Εγγύς Ανατολής. Τα σκυλιά αλήτικα τριγυρνούσαν συνήθως πέριξ των παζαριών και των σκουπιδιών. Από το σούρουπο και ύστερα καθώς στην Πειραϊκή πολίχνη επικρατούσε «άκρα του τάφου σιωπή» και σκότος βαθύ, ο παραμικρός θόρυβος τα ξεσήκωνε και τα έκανε να αλυχτούν για πολύ ώρα. Αυτά προσέθεταν κίνδυνο στους διαβάτες διότι καθώς ήταν νηστικά και εξαγριωμένα μετά τη δύση του ηλίου επιτίθοντο σε εκείνον που το σκοτάδι τον έβρισκε να περπατά εκτεθειμένο στους χωματόδρομους.

Στο "χωρίον" του Πειραιά όσοι δεν έφεραν τις ενδυμασίες των τόπων προέλευσής τους είτε έφεραν κάποια φανταχτερή ευρωπαϊκή στολή είτε τα λεγόμενα φράγκικα ρούχα που όταν οι κάτοικοι τα έβλεπαν να τα φορά Έλληνας έκαναν φιλοφρονήσεις, πλησίαζαν να τα δουν από κοντά γεμάτοι περιέργεια ενώ έχουν αναφερθεί μέχρι πυροβολισμοί και σταυροκοπήματα. 

Η Υδραίικη συνοικία του Πειραιά είχε τα πρωτεία σε αυτό καθώς την ίδια εποχή στην Ύδρα των 30.000 κατοίκων το να αποτολμήσει ξένος ντυμένος φράγκικα να περπατήσει ήταν επικίνδυνο καθώς τα παιδιά του νησιού αθέατα πίσω από ταράτσες και μάνδρες του έριχναν βροχή τις πέτρες. Αυτή η συνήθεια είχε περάσει και στην υδραίικη συνοικία του Πειραιά που ήταν και η τελευταία που αποφάσισε να φορέσει φράγκικα ρούχα. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα οι Υδραίοι του Πειραιά κυκλοφορούσαν στους δρόμους με τις νησιώτικες βράκες τους. 



Αντίθετα στη συνοικία των Χίων τα φράγκικα ρούχα ήταν αποδεκτά καθώς πολλοί Χίοι καθώς ήταν μεγαλέμποροι ή εφοπλιστές είχαν μάθει να βλέπουν στην Αγγλία και αλλαχού τη φράγκικη φορεσιά.
Γενικά η ζωή των νησιωτών στον Πειραιά διέφερε από τον τρόπο που είχαν μάθει οι ίδιοι νησιώτες στην πατρίδα τους Στον Πειραιά κυριαρχούσε η φτώχεια σε αντίθεση με τα μέρη τους όπου κυριαρχούσε η ευπορία. Εδώ υπήρχε ακαθαρσία ενώ στα νησιά τα πάντα ήταν φρεσκοβαμμένα και ασπρισμένα. Όμως στον Πειραιά υπήρχε εξασφαλισμένη η ασφάλεια ενός ανεξάρτητου κι ελεύθερου κράτους ειδικά όταν οι έποικοι προέρχονταν από μετακινήσεις λόγω σφαγών ή καταστροφών όπως από Χίο, Κάσο ή Ψαρά.

Η Ύδρα το 1837 είχε 30.000 κατοίκους.
Την ίδια εποχή ο Πειραιάς λιγότερους από 300


Τα πανδοχεία παρείχαν μόνο τα στοιχειώδη και βρίσκονταν συνήθως πάνω από τα καφενεία. Εκεί διανυκτέρευαν όσοι έφταναν με πλοία στον Πειραιά και επιθυμούσαν να ανέβουν στην Αθήνα. Καθώς η κάλυψη των οκτώ χιλιομέτρων δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτιμούσαν να περάσουν μια νύχτα σε πειραϊκό πανδοχείο, πριν την επομένη ξεκινήσουν την πεζοπορία ή την ιππασία για τη πρωτεύουσα. Στα πανδοχεία διανυκτερεύουν κάθε είδος ανθρώπου, έμποροι και πραματευτάδες, φιλέλληνες ή στρατιώτες που αλαφιασμένοι αναζητούν ένα κατάλυμα καθώς η νύχτα πέφτει γοργά. Την επομένη με την αυγή ξεκινούν για την Αθήνα κάνοντας κάποια μικρή στάση σε χάνια της κακιάς ώρας, που υπάρχουν ενδιάμεσα που εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος των επιτήδειων που συναθροίζονται για να «κόψουν κίνηση» να δουν αν μπορούν να αρπάξουν το άλογο, το μουλάρι ή την καμήλα που βρίσκονται δεμένα από έξω καθώς ο αγωγιάτης τους ξαποσταίνει πίνοντας νερό. 

Οι τιμές που ζητούσαν ορισμένοι χαντζήδες της μετέπειτα οδού Πειραιώς φτάνουν να προκαλέσουν αγανάκτηση και οργή ορισμένων φιλελλήνων που βλέπουν ότι αισχροκερδούν αρπάζοντας την ευκαιρία της ανάγκης λιγοστού νερού.


Αλλά και μέσα στην κωμόπολη του Πειραιά άρχισαν να εμφανίζονται «χάνια» πανδοχεία το ισόγειο των οποίων ήταν διαμορφωμένο αντί καφενείου, ως χώρος για άλογα. Τα δωμάτια βρίσκονταν ακριβώς από πάνω με μια σανιδοκατασκευή που συνήθως έτριζε στο περπάτημα. Η μυρωδιά των στάβλων εισερχόταν πολύ άσχημα μέσα στα δωμάτια κάνοντας την παραμονή αδύνατη. Ο φόβος όμως να μη κλαπεί η περιουσία τους, το άλογο ή το μουλάρι τους ανάγκαζε να αποδεχτούν τον ύπνο συνοδεία της έντονης μυρωδιάς. 

Ο Αμερικανός ιατρός φιλέλληνας Σάμιουελ Χάου (Howe) έγραψε για ένα τέτοιο χάνι όπου διανυκτέρευσε τα εξής: 
"Κατά τη διάρκεια του θέρους υπήρχε και ένα άλλο ιππικό. Ήταν το κύριο σώμα της ψείρας που ακολουθούμενο από το ελαφρό ιππικό των 40 χιλιάδων κοριών με καταδίωκαν όλη τη νύχτα μέχρι απελπισίας. Κι όταν κάποιες στιγμές κοιμόμουν πάντα βρισκόταν κάποιος ποντικός να πηδήσει στο πρόσωπό μου ή να μου δαγκώσει το πόδι και να με αναγκάσει να σηκωθώ έτοιμος για άμυνα….».

Αλλά και στην πρωτεύουσα Αθήνα η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Μια ερειπωμένη πόλη που οι κάτοικοί της ξήλωναν τα έρημα σπίτια της, το ένα μετά το άλλο, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την ξυλεία το χειμώνα για φωτιά. Αν ο Πειραιάς ήταν ένα έρημο λιβάδι, με τρεις επίσης έρημους λόφους η Αθήνα ήταν ένας σωρός ερειπίων και μόλις μετά βίας μπορούσες να ξεχωρίσεις είκοσι σπίτια ανεκτά, στέρεα και καλοκτισμένα.

Και η ζωή των γυναικών ήταν σκληρή καθώς είχαν αναλάβει αποκλειστικά κάποιες εργασίες όπως ήταν η προμήθεια νερού. Η μόρφωση των κοριτσιών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και όσες γνωρίζουν αρκούνται σε ολίγη γραφή και ανάγνωση. Τον Φεβρουάριο του 1836, πενήντα περίπου ημέρες μετά τη σύσταση του Δήμου, λειτουργεί το πρώτο σχολείο. Πρόκειται για το αλληλοδιδακτικό σχολείο (αντίστοιχο του σημερινού δημοτικού) με πρώτο δάσκαλο τον Δημήτριο Κυδωνιάτη. Τη χρονιά εκείνη γράφτηκαν 68 μαθητές στο σύνολο, με μόνο οκτώ από αυτούς να είναι κορίτσια.  Για το λόγο αυτό ιδρύεται ένα έτος αργότερα (τον Ιούλιο του 1837) σχολείο αποκλειστικά για κορίτσια. Λέγεται "Παρθενικό Σχολείο" και πρώτη δασκάλα σε αυτό ήταν μόλις η δεκαεξάχρονη απόφοιτη της Σχολής Χίλλ, η Μαρούκα Χατζηλαγουδάκη.


Τα κορίτσια συνήθως μόλις φτάσουν εννέα ετών, είναι ήδη φτασμένες νοικοκυρές αφού γνωρίζουν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Στις βρύσες εκτός από την προμήθεια του νερού γίνεται πολλές φορές και το πλύσιμο. Οι γριές θεωρούνται γιάτρισσες καθώς γνωρίζον μαντζούνια και άλλα γιατρικά. Θεωρούνται ακόμα οι καλύτερες ερμηνεύτριες των ονείρων και είναι πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ειδικά σε νέες κοπέλες κυρίως για χάρη του κουτσομπολιού.


Στις βρύσες εκτός από την προμήθεια του νερού γίνεται πολλές φορές και το πλύσιμο.


Η πορνεία στην πολίχνη του Πειραιά είναι ακόμα άγνωστη. Η οικογένεια αποτελεί στενό δεσμό για να αντιμετωπιστεί η κακουχία του εποικισμού. Οι άνδρες δεν νυμφεύονται εάν πρώτα δεν αποκαταστήσουν τις αδελφές τους. Τα κορίτσια αρραβωνιάζονται από μικρή ηλικία. Η κοινωνικότητα των εποίκων περιορίζεται στη γειτονιά τους, στη συνοικία τους με τους συντοπίτες τους, με τους οποίους συνήθως διατηρούν και κάποιο κοντινό ή μακρινό συγγενικό δεσμό.  

Ο Πειραιάς θα αργήσει πολύ να εμφανιστεί στο προσκήνιο των ειδήσεων και των αναφορών στον έντυπο τύπο παρά τη καταιγιστική δημιουργία του. Το 1836 έτος που ουσιαστικά ξεκινά, γράφει ο Γιάννης Χατζημανωλάκης* κάνει έναρξη το ειρηνοδικείο, υπάρχει φρούραρχος, δημοτικός αστυνόμος, αγορανόμος, δημοτικός εισπράκτορας, φαρμακοποιός. Διαμορφώνεται η οδός Πειραιώς, ενώ η Δογάνα μεταφέρεται από την Πλατεία Καραϊσκάκη στη θέση που βρίσκεται σήμερα έναντι του Αγίου Νικολάου. Στο ίδιο κτήριο του Τελωνείου λειτουργούν επίσης Λιμεναρχείο, Ναυτοδικείο, Υγειονομείο, Ταχυδρομείο. Το 1837 λειτουργεί Λοιμοκαθαρτήριο, ενώ μεταφέρεται στην πόλη και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το "Χωρίον" γρήγορα λαμβάνει τη μορφή πόλης. Η πενταετία 1836 - 1841 είναι το χρονικό διάστημα που ο Πειραιάς γεννάται εκ του μηδενός. Το 1841 τον βρίσκει με 2.275 κατοίκους και 500 περίπου σπίτια.



*: "Το Χρονικό μιας Πολιτείας. Πειραιάς 1835 - 2005"   
- "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού" του Απόστολου Βακαλόπουλου.

Ο πρώτος εορτασμός της 25ης Μαρτίου στον Πειραιά.


Του Στέφανου Μίλεση

Οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας προσδιορίστηκε να τελούνται το έτος 1838, δεκαεπτά δηλαδή χρόνια μετά την ημερομηνία που θεωρείται ότι σηματοδότησε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης που είναι φυσικά αυτή του 1821. 

Στα δεκαεπτά χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον προσδιορισμό συγκεκριμένης ημερομηνίας, για την τέλεση σε ολόκληρη την Ελλάδα, κοινών εορταστικών εκδηλώσεων, οι Έλληνες γιόρταζαν τους δικούς τους αγώνες, σε ημέρες διαφορετικές, ανάλογα με τη συμμετοχή κάθε περιοχής στον επαναστατικό αγώνα και την καταστροφή που υπέστη. 


Η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου υπεβλήθη ως πρόταση στον Όθωνα, από την Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας, που αντιστοιχεί στο σημερινό υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στην ουσία όμως συντάκτης και πρώτος εισηγητής του υπομνήματος είχε υπάρξει τρία χρόνια νωρίτερα, ο Παναγιώτης Σούτσος,  ο οποίος το 1835 ήταν υπουργικός σύμβουλος της Γραμματείας. 

Το σχέδιο του Σούτσου υποβλήθηκε λοιπόν για πρώτη φορά το 1835 αλλά άγνωστο για ποιο λόγο δεν εφαρμόσθηκε και όταν αυτό έφτασε να εφαρμοστεί, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του υλοποιήθηκε. Το ίδιο ακριβώς σχέδιο του Σούτσου, υποβλήθηκε εκ νέου τρία χρόνια αργότερα από τον Γλαράκη. 

Ο Πειραιάς όπως φαινόταν από την Αθήνα το 1836


Το σχέδιο εορτασμού του Σούτσου, εκπονήθηκε την ίδια εποχή που ο ίδιος διαίρεσε το Κράτος σε Δήμους προτείνοντας την αρχαία ονοματοθεσία τους ενώ πρότεινε να φέρουν στις σφραγίδες τους εμβλήματα της αρχαιότητας που κατά περιοχή διασώζονταν μέσω των αρχαίων τοπικών νομισμάτων τους. 

Την οροφή όλου αυτού του οικοδομήματος ήθελε να την ενώνει μια επέτειος αναστάσεως του Ελληνικού Κράτους, και αυτή ήταν η 25η Μαρτίου.

Το σχέδιο του Σούτσου προέβλεπε τα εξής:

Η 25η Μαρτίου να εορτάζεται σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, αλλά η μεγάλη η επίσημη εορτή να τελείται με την εξής ιδιομορφία. 

Την πρώτη χρονιά στην Αθήνα για τη μεγάλη εκστρατεία του Καραϊσκάκη.
Τη δεύτερη χρονιά στο Μεσολόγγι για τις ανήκουστες στα παγκόσμια χρονικά τρεις πολιορκίες του. 
Την Τρίτη χρονιά στην Τριπολιτσά διότι η άλωσή της θυμίζει στους Έλληνες τα Ομηρικά έπη και διότι συνετέλεσε στην απελευθέρωση της Πελοποννήσου.
Την τέταρτη χρονιά στην Ύδρα διότι ο βράχος αυτός έγινε το κέντρο των ναυτικών επιχειρήσεων και γέννησε τον Μιαούλη, τον Σαχτούρη, τον Τσαμαδό, τον Κριεζή, τον Τομπάζη, τον Ραφαήλ, τον Παναγιώτα και τον μεγαλόψυχο Λάζαρο Κουντουριώτη.  

Κάθε χρόνο η εορτή θα επικεντρώνεται λοιπόν σε ένα από τα ανωτέρω μέρη ανάλογα με τη σειρά του και θα ονομάζεται «Νέα Πανελληνιάς»

Εκεί θα μεταβαίνουν αντιπρόσωποι από όλους τους Δήμους της χώρας. Η διάρκεια της εορτής προβλεπόταν να είναι 15 ημέρες, με τα εισαγόμενα είδη να είναι ελεύθερα τελωνείου, και να διενεργείται μεγάλο εμπορικό πανηγύρι. 

Τις πρώτες οκτώ ημέρες να τελούνται αγώνες αθλητικοί, πεζοδρομίας, ιπποδρομίας, με εξαίρεση όταν αυτές θα γίνονται στην Ύδρα όπου εκεί θα διενεργούνται ναυτικοί αγώνες. 

Τις υπόλοιπες οκτώ ημέρες να εορτάζεται το πνεύμα, δηλαδή να τελούνται ποιητές, ρήτορες, συγγραφείς, φιλόσοφοι με παράλληλη έκθεση ζωγραφικής, γλυπτικής, νέων μηχανών της γεωργίας. 

Η επιλογή της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου, δεν στηρίχθηκε ουσιαστικά σε κάποιο γεγονός της επανάστασης που έπρεπε να μείνει αξιομνημόνευτο ανά τους αιώνες, αλλά στην λαμπρότητα που ακτινοβολούσε από μόνη της η ημέρα του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου

Ο Σούτσος με αυτή την εισήγηση ξεπερνούσε τον σκόπελο προσδιορισμού μιας ημερομηνίας, που θα αντιστοιχούσε στην εξέγερση ενός τόπου, όταν στον αμέσως διπλανό γεωγραφικό χώρο η ημερομηνία θα ήταν διαφορετική. Ο Έλληνας δεν θα αποδεχόταν με τίποτα να εορτάσει μια ημερομηνία που δεν αντιστοιχούσε στη δική του εξέγερση. 

Ο Σούτσος έλαβε επίσης υπόψη του τις εμφύλιες διαμάχες τοπικού και τοπικιστικού χαρακτήρα που ταλάνιζαν την Ελλάδα και τελικά έκρινε ότι μόνο μια θρησκευτική εορτή θα μπορούσε να μονιάσει επιτέλους τους διχασμένους Έλληνες. 
Ωστόσο ανεξήγητο παραμένει το γεγονός γιατί ο Όθωνας ενέκρινε το σχέδιο του Σούτσου τρία χρόνια αργότερα και μάλιστα μόνο ένα μικρό μέρος. Ακόμα και το Διάταγμα του εορτασμού εκδόθηκε δέκα μόλις ημέρες πριν (στις 15 Μαρτίου 1838), ορίζοντας μόνο τα εξής:



 Η έκδοση του συγκεκριμένου Διατάγματος κινητοποίησε αμέσως τις Δημοτικές αρχές του Πειραιά και το Δήμαρχο της πόλης Υδραίο Κυριάκο Σερφιώτη, ο οποίος είχε κάθε λόγο να επιθυμεί σφόδρα την ύπαρξη μιας τέτοιας ημερομηνίας κοινού εορτασμού, καθώς η πολίχνη του Πειραιά που μόλις είχε γεννηθεί από τις στάχτες της Επανάστασης αποτελείτο κυρίως από Υδραίους και Χίους που μέχρι τότε όχι μόνο τελούσαν ξεχωριστές εορτές, αλλά είχαν επιδείξει και διάθεση αυτονόμησης σε «Δήμο Χίων» και «Δήμο Υδραίων» βάζοντας σε κίνδυνο το νεοσύστατο Δήμο Πειραιώς που μετρούσε μόλις τρία έτη ζωής.  

Στις 22 Μαρτίου, τρεις μόλις ημέρες πριν την καθορισμένη εορτή, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθούν κάποιες εκδηλώσεις η οποίες από ότι φαίνεται τηρήθηκαν επακριβώς. Έκτοτε το πρόγραμμα εορτασμού θα εκδίδεται πάντα στις 22 Μαρτίου.

«Γινόμεθα οι διερμηνείς της κοινής χαράς την οποία οι συμπολίται ημών αισθάνονται δια την προπαρασκευαζομένη εορτή της 25ης Μαρτίου. Κρίνομεν αναγκαίον να παρατηρήσωμεν ότι προς δόξαν της εθνικής ταύτης ημέρας απαιτείται όλοι οι στρατιωτικοί και όλοι οι πολίται να φέρωσιν επί του στήθους κλάδον δάφνης δι’  όλης της ημέρας της 25ης Μαρτίου.»

Το απόγευμα της παραμονής της  25ης Μαρτίου ερρίφθησαν 21 κανονιές για να αναγγελθεί το επίσημο της ημέρας που θα ακολουθούσε. 

Με την ανατολή του ηλίου της 25ης Μαρτίου ερρίφθησαν άλλες 21 κανονιές. 

Πειραιάς 1836


Μέσα στην πειραϊκή πολίχνη δεν θα μπορούσαν για γίνουν πολλά, καθώς οι επίσημες εκδηλώσεις της Αθήνας θα επισκίαζαν τις όποιες εκδηλώσεις του λιμανιού. Ένα πλεονέκτημα ήταν ότι ο εορτασμός της Πρωτεύουσας ξεκινούσε στις 08.00’  το πρωί, ώρα που παρατάχθηκαν στους δρόμους Ένοπλα Αγήματα, ενώ ο Βασιλιάς Όθωνας κατευθύνθηκε μόλις στις 09.00’ στον Ι.Ν. της Αγίας Ειρήνης όπου θα τελείτο η επίσημη δοξολογία. 

Συνεπώς το πρωινό ωράριο των εκδηλώσεων, στάθηκε αποτρεπτικό για τους λιγοστούς κατοίκους του Πειραιά, που επιθυμούσαν να ικανοποιήσουν έτσι την έντονη περιέργειά τους, που είχε γεννηθεί από το γεγονός της πρωτιάς, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο θα εκδηλωνόταν αυτό που περιγραφόταν σε λίγες μόνο γραμμές ενός Βασιλικού Διατάγματος. 



Έτσι οι «περίεργοι» Πειραιώτες που αδυνατούσαν να μεταβούν, συγκεντρώθηκαν στον κατεστραμμένο ναό του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα φορώντας τα κοντοβράκια τους και τα επίσημα ρούχα του τόπου καταγωγής τους. Στο ίδιο σημείο βρισκόταν και ο Κυριάκος Σερφιώτης μαζί με μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου φορώντας τις μαύρες ρεντιγκότες τους και τα ψηλά καπέλα τους, παρουσιάζοντας έτσι ένα θέαμα που σήμερα θα φαινόταν αστείο. Δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας αν τελικά πολίτες και στρατιώτες έφεραν στο στήθος τους «κλάδο Δάφνης» σύμφωνα με την οδηγία του Δημάρχου. 

Την ώρα που έδυε ο ήλιος ρίχθηκαν άλλοι 21 κανονιοβολισμοί.

Έτσι συνολικά 63 κανονιοβολισμοί ήταν που σηματοδότησαν τον εορτασμό.

Η δύση της 25ης Μαρτίου βρήκε τη μικρή κωμόπολη να είναι φωταγωγημένη, όσο μπορούσε να είναι αυτό δυνατόν, με φως από φανάρια λαδιού και πετρελαίου, ενώ στον άδειο λόφο της Μουνιχίας (Καστέλλας) με φωτιές σχηματιζόταν ένας μεγάλος Σταυρός. 

Όσο για το πατριωτικό σχέδιο του Σούτσου να αναφερθεί πως το 1843 απομακρύνθηκε από κάθε διοικητική θέση που είχε αναλάβει καθώς ψηφίστηκε νόμος περί ετεροχθόνων, δηλαδή Ελλήνων που είχαν γεννηθεί σε υπόδουλες περιοχές και δεν είχαν το δικαίωμα να διορίζονται στο δημόσιο. Και ο Σούτσος ήταν γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη.


Διαβάστε επίσης: 

Το θρυλικό "ΑΡΗΣ" του Τσαμαδού όπως τιμήθηκε στον Πειραιά την 25η Μαρτίου του 1884




Ο Γιάννης Χατζημανωλάκης γράφει για τις "Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"



Του Γιάννη Χατζημανωλάκη

Έχω μπροστά μου φρεσκοτυπωμένο, το νέο βιβλίο του Στέφανου Μίλεση «Πειραϊκές Ιστορίες του Μεσοπολέμου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη σειρά των εκδόσεων Κυριακίδη.

Πρόκειται για μια ακόμη συγγραφική κατάθεση του ευσυνείδητου αυτού μελετητή της πειραϊκής ιστορίας, που όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει, συνεχίζει με πίστη και με συνέπεια την ωραία παράδοση, που εμείς οι παλαιότεροι θεμελιώσαμε. Και οφείλω απερίφραστα να ομολογήσω πως το βιβλίο αυτό, που αναφέρεται με πολλές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, στην κρίσιμη για την πόλη μας, αλλά και γενικότερα αντιφατική για τη χώρα, εποχή του Μεσοπολέμου, με θαυμαστή πληρότητα, είναι ίσως το καλύτερο από τα αφηγηματικά κείμενα του σύγχρονου ελληνικού πεζού λόγου που διάβασα τελευταία.

Ποια από τα στοιχεία εκείνα που διασφαλίζουν την πληρότητα του νέου βιβλίου του Στέφανου Μίλεση;

Η γλώσσα πρώτα, απλή και ζωντανή. Το λιτό και ανεπιτήδευτο ύφος του. Η στέρεη δομή του. Η ρέουσα και μοναδική σε γλαφυρότητα αφήγηση, που σε ορισμένα σημεία γίνεται συναρπαστική.  Και – πρώτιστα – ο απόλυτος σεβασμός προς την ιστορική αλήθεια, που είναι και το κυριότερο προσόν του. 


(Η διαβεβαίωση αυτή ενέχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί προέρχεται από άνθρωπο – τον γράφοντα – που έστω και στα πρώτα χρόνια της ζωής του, έζησε από πολύ κοντά τα φοβερά γεγονότα του πολέμου και της Κατοχής, τα οποία έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη του).

Χαρακτήρισα την εποχή του Μεσοπολέμου, γενικά αντιφατική για τη χώρα μας. Και είναι πράγματι.  Γιατί ξεκίνησε με μια εθνική καταστροφή που αλλοίωσε αισθητά τη φυσιογνωμία της πόλης του Πειραιά, πέρασε από δύο δικτατορίες, του Πάγκαλου και του Μεταξά και αλλεπάλληλα κινήματα, ώστε η πρώτη Ελληνική Δημοκρατία του Μεσοπολέμου να χαρακτηρίζεται ως δημοκρατία των κινημάτων και έκλεισε με το μοναδικό και ανεπανάληπτο έπος του 40 – 41.

Στην αφιέρωσή του, ο φίλτατος συγγραφέας με αποκαλεί «εξαιρετικό δάσκαλο». Αν και δεν επεδίωξα ποτέ το ρόλο του δασκάλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είμαι υποχρεωμένος να τον δεχθώ.  

Διότι ο Στέφανος Μίλεσης, όχι μόνον αποδεικνύεται «καλός μαθητής», αλλά και έχει όλα τα εχέγγυα να ξεπεράσει σύντομα το δάσκαλό του, πράγμα που εύχομαι ολόψυχα.

Φίλε Στέφανε είμαι περήφανος για το έργο σου και την ευρύτερη προσφορά, σου από τη θέση του Προέδρου της Φιλολογικής Στέγης, στην οποία και εγώ με υποδειγματική συνέπεια, επί μισόν και πλέον αιώνα, εθήτευσα.  

Θεωρώ περισσότερο από πιθανό, ότι τι νέο βιβλίο σου, θα είναι καλοτάξιδο.  Και θα συμπληρώσει την πειραϊκή βιβλιογραφία, με κάποιες άγνωστες στους πολλούς, ιστορικές λεπτομέρειες, για την τόσο κρίσιμη για την πόλη μας και για την Ελλάδα, περίοδο του Μεσοπολέμου.  

Δεν το εύχομαι απλώς και το ελπίζω, αλλά κάτι περισσότερο:  Είμαι Βέβαιος.

Γιάννης Χατζημανωλάκης





Το Χρηματιστήριο του Πειραιά


Του Στέφανου Μίλεση

Στον Πειραιά, η ίδρυση του πρώτου Χρηματιστηρίου στην Ελλάδα, που συστάθηκε κατόπιν απόφασης επίσημης αρχής, είχε παράδοξη πορεία σε όλους τους τομείς δράσης του. Η σύστασή του, ο τρόπος λειτουργίας του, το κτήριο στο οποίο στεγάστηκε αλλά και η ιστορική κατάληξή του αποτελούν μια ιστορία παράξενη που αξίζει να μελετηθεί.

Στην Αθήνα καταγράφεται «εκ παραδόσεως» και μόνο, ότι από το 1870 λειτουργούσε ανεπίσημα πάνω από το ιστορικό καφενείο «Ωραία Ελλάς» (Ερμού και Αιόλου) η Λέσχη Εμπόρων των Αθηνών, εντός της οποίας γίνονταν κάποιου είδους πράξεις. Ωστόσο η επιτελούμενη λειτουργία δεν προοριζόταν αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, καθώς  αποτελούσε ένα επαγγελματικό τόπο συνάντησης των επαγγελματιών του είδους. 

Λέγεται ότι σταδιακά η «Λέσχη Αθηνών» αποτέλεσε ένα είδος χρηματιστηρίου. Όμως η ενέργεια πράξεων που προέκυψαν από τις ανάγκες του εμπορίου και όχι εκ προμελετημένου σχεδίου σε καμία περίπτωση δε συνιστά την επίσημη έναρξη χρηματιστηριακής δραστηριότητας, όπως συνέβη στον Πειραιά. Στην Αθήνα το Μάιο του 1873 μετονομάσθηκε η «Λέσχη» σε «Χρηματιστήριο», όταν στον Πειραιά ήδη από το 1869 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης κατέγραφε στα πρακτικά του την απόφαση περί ίδρυσής του.  

Για να καταγράψουμε όμως την ιστορία του Χρηματιστηρίου Πειραιώς, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις 18 Ιανουαρίου του 1869 όταν το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιώς με  ψήφισμά του, εγκρίνει να αναγερθεί κτήριο στην Πλατεία Θεμιστοκλέους με σκοπό την ίδρυση και στέγαση σε αυτό του Χρηματιστηρίου, το οποίο επρόκειτο να ιδρυθεί! Δηλαδή έχουμε το παράδοξο να αποφασίζεται πρώτα η οικοδόμηση ενός κτηρίου για τη στέγαση μιας υπηρεσίας που ακόμα δεν έχει ιδρυθεί!

Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, έστω και με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο, δηλαδή να φτιάξει πρώτα το κτήριο κι ύστερα την υπηρεσία που θα στεγαστεί σε αυτό.

Στο βάθος το Χρηματιστήριο Πειραιώς το 1875, το έτος δηλαδή που ξεκίνησε τη λειτουργία του.


Η σκέψη που διατυπώνεται στο σκεπτικό του ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς του 1869, της ίδρυσης δηλαδή ενός Χρηματιστηρίου σε μια πόλη που αριθμούσε 11.047 περίπου κατοίκους και πληθυσμιακά βρισκόταν στην ένατη θέση των ελληνικών πόλεων, είναι πράξη επαναστατική!

Πάνω από τον Πειραιά σε πληθυσμό συναντούμε την εποχή εκείνη, πόλεις όπως τη Χαλκίδα, την Τρίπολη, τη Ζάκυνθο, την Ερμούπολη, την Κέρκυρα, την Πάτρα και φυσικά την Αθήνα με 48.107 κατοίκους.  

Σε αυτή την πόλη των 11.000 κατοίκων, στον Πειραιά, οι 6.370 είχαν καταγραφεί ως αγράμματοι! Κι αυτό ήταν φυσικό καθώς ο Πειραιάς με το λιμάνι του, αποτελούσε εμπορικό, ναυτικό, διαμετακομιστικό και βιοτεχνικό κέντρο. Κατά συνέπεια στον Πειραιά οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι της εργασίας, άνθρωποι του μόχθου. Με μια σπουδαία διαφορά όμως! Ότι ανάμεσά τους συναντούμε να υπάρχουν 1.773 καταγεγραμμένοι βιομήχανοι και 334 έμποροι, χώρια οι πλοιοκτήτες και οι ασχολούμενοι με τις εργασίες του λιμανιού και της τροφοδοσίας.

Ο ένατος σε πληθυσμό Πειραιάς τότε φαίνεται πως διαθέτει σε στατιστική κλίμακα τη μεγαλύτερη παραγωγική τάξη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν του εμπορίου, της «πιάτσας» όπως λέμε σήμερα, ήταν άνθρωποι πρακτικοί που λάμβαναν πρακτικές αποφάσεις, και όχι θεωρητικοί όπως οι άνθρωποι των γραμμάτων που πρώτα φτιάχνουν τη θεωρία και εν συνεχεία την υλοποιούν. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να μας ξενίζει η διατύπωση της ληφθείσας απόφασης και του τρόπου που ειπώθηκε. Το σκεπτικό σε γενικές γραμμές ήταν φτιάξτε το κτήριο για να έχουμε χρηματιστήριο.

Γεγονός αναμφισβήτητο ότι το 1869 πάρθηκε από επίσημη αρχή και καταγράφηκε σε πρακτικά η απόφαση (και όχι εκ παραδόσεως) να λειτουργήσει Χρηματιστήριο στον Πειραιά και αυτή η απόφαση είναι η πρώτη στην Ελλάδα. Άλλωστε και στην αρχαιότητα ο Πειραιάς πάλι κατείχε την ίδια πρωτιά με το περίφημο «Δείγμα» τον πρόδρομο του σημερινού χρηματιστηρίου. Εκεί οι αρχαίοι έμποροι παρουσίαζαν τα δείγματα από τα εμπορεύματά τους για αυτό και από εκεί έλαβε και το όνομα «Δείγμα».

Στις 24 Αυγούστου 1869 τίθεται ο θεμέλιος λίθος του κτηρίου, που προορίζεται για τη στέγαση του Χρηματιστηρίου στην Πλατεία Θεμιστοκλέους. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε επί Δημαρχίας Δημητρίου Μουτζόπουλου. Και καθώς το κτήριο χρειάστηκε χρόνια για την κατασκευή του, έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές του 1875 για να ολοκληρωθεί η παράδοσή του παρότι ως κτήριο είχε τελειώσει από το 1873. 

Στις 9 Φεβρουαρίου 1875 τελούνται τα εγκαίνια λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, με λαμπρή τελετή αφού προηγήθηκε λειτουργία από τον Επίσκοπο Νάξου παρουσία του Δημάρχου της πόλης και του Προέδρου της Βουλής. Ο Δήμαρχος Πειραιώς Τρύφωνας Μουτζόπουλος, κάλεσε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό ο Αριστείδης Οικονόμου, μια οικονομική προσωπικότητα της εποχής (υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), ο οποίος ουδεμία σχέση με τον Πειραιά είχε, κατά συνέπεια τα λόγια του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Αριστείδης Οικονόμου με ιδιαίτερη έμφαση είπε εντός του ισογείου του Χρηματιστηρίου Πειραιώς: «Αν οι χρηματιστικοί αγώνες που είδα πριν από δύο χρόνια να διενεργούνται στην Αθήνα (δηλαδή το 1873), ετελούντο στον Πειραιά δεν έχω αμφιβολία ότι θα οι συμφορές στην οικονομία μας, θα ήταν μικρότερες. Στην Αθήνα νομίζετε ότι είδα εμπόρους; Όχι Κύριοι. Είδα νεανίσκους, κτηματίες, υπαλληλίσκους, φυγάδες από μικροπρατικά καταστήματα, οι οποίοι άδειαζαν τα βαλάντιά τους μετά αφροσύνης προς το οικονομικό μέλλον, προκαλώντας αληθινό οίκτο!» και συνέχισε «Στην Αθήνα ουδέποτε θα υιοθετηθεί το αληθινό σπουδαίο πνεύμα του εμπορίου. Διότι εκεί θα επικρατεί πάντα το πνεύμα της πολιτικής, της επιδείξεως, της κατανάλωσης και του πλουτισμού.».  

Η έναρξη λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Πειραιώς το 1875 προκάλεσε πραγματικό ενθουσιασμό καθώς ήδη από το 1869 είχε ξεκινήσει η λειτουργία του ο σιδηρόδρομος Αθηνών Πειραιώς. Γράφουν οι εφημερίδες της εποχής ότι η μεγαλούπολη του Λονδίνου απέχει απόσταση δεκαπλάσια από άλλες αγγλικές πόλεις, αλλά χάρη στο σιδηρόδρομο μεταφέρονται από όλη την Αγγλία εκεί οι Χρηματιστές. Έτσι και στον Πειραιά έγραφαν ότι όταν δοθεί στον σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς η μέγιστη ταχύτητα, η ευκολία των δύο γραμμών και η συνεχής συγκοινωνία, τότε την ίδια ανάπτυξη θα έχει και ο Πειραιάς και το Χρηματιστήριό του. Κλειδί όλων, η ταχεία σύνδεση με την Αθήνα. (Ακόμα και σήμερα δυστυχώς η απευθείας και η ταχεία σύνδεση με την Αθήνα αποτελεί μέγα ζητούμενο για τον Πειραιά!)

Έτσι το κτήριο του Χρηματιστηρίου θεμελιώθηκε το 1869 από τον Δημήτριο Μουτζόπουλο και εγκαινιάσθηκε κτήριο και Χρηματιστήριο το 1875 από τον αδελφό του τον Τρύφωνα Μουτζόπουλο, ο οποίος στο τέλος της εκδήλωσης των εγκαινίων αναφώνησε ενθουσιασμένος «Ζήτω το Έθνος, Ζήτω ο Βασιλεύς, Ζήτω ο Πειραιεύς».

Το Χρηματιστήριο σε Καφενείο:

Το Χρηματιστήριο Πειραιώς σε σύντομο χρονικό διάστημα απαξιώθηκε και οι έμποροι διενεργούσαν τις συναλλαγές τους σε καφενείο που έφερε τον τίτλο "Χρηματιστήριο" στην Γούναρη (τότε Μακράς Στοάς). Επρόκειτο για καφενείο που αρχικά ήταν γνωστό με την επωνυμία του ιδιοκτήτη του "Σαγγανά" (ή και Σαγκανά) και που σύντομα απέκτησε επωνυμία από την αποστολή που εκπλήρωνε η αίθουσά του. Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση παγκοσμίως, που οι συναλλαγές χρηματιστηρίου φεύγουν από την ειδική αίθουσα ενός χρηματιστηρίου και μετατοπίζονται σε ένα Καφενείο! 



Άρθρο του Χρ. Λεβάντα στην Εφημερίδα "Ακρόπολις" μας δίνει μια περιγραφή για τις πράξεις που γίνονταν εντός του καφενείου. Κραυγές, φωνές, τρεχάματα, φασαρία, σωστό πανηγύρι γινόταν κάθε μέρα στου Σαγκανά.
- Ζάχαρη Ιάβας
- Κλείνω
- Στα πόσα;
- Στα τόσα...
- Παράδοση το Μάρτιο
- Όσπρια Ρουμανίας
.....

Στις 4 Δεκεμβρίου του 1924 τελούνται εκ νέου τα εγκαίνια αυτή τη φορά ως "Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων".  Οι εργασίες φεύγουν εκ νέου από το καφενείο και εισέρχονται εκ νέου στο ίδιο κτήριο από το οποίο είχαν αναχωρήσει, το οποίο όμως στο μεταξύ έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των Πειραιωτών ως Δημαρχείο της πόλης, το Ρολόι. 

Παρότι την ίδρυση χαιρέτησε ο εμπορικός κόσμος του Πειραιά, οι εφημερίδες γρήγορα επισήμαναν την ύπαρξη κερδοσκόπων, ανθρώπων που αδιαφορούσαν για τη τύχη του εμπορίου παρά μόνο για τη δική τους τύχη. Πρώτος Πρόεδρος αυτού του τύπου Χρηματιστηρίου έγινε ο Ι. Τερζάκης, ύστερα ο Β. Σταυριανός και άλλοι. Το 1929 καταχωρήθηκαν 4.585 συμφωνητικά για ποσότητα 81.221 τόνων αξίας κοντά στα έξι εκατομμύρια δραχμές. Ακολούθησε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 στα μέσα της οποίας το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων υπολειτουργούσε. 



Όσο για το κτήριο το γνωστό ως "Ρολόι" εγκαταστάθηκε σε αυτό το 1885 η Δημοτική Αρχή και έκτοτε ταυτίστηκε ιστορικά με το Δημαρχείο Πειραιώς. 


Το Καφενείο "Χρηματιστήριο" έργο του Μιχάλη Γεωργά. Επρόκειτο για καφενείο που αρχικά ήταν γνωστό με την επωνυμία του ιδιοκτήτη του "Σαγγανά" (ή και Σαγκανά) και που σύντομα απέκτησε επωνυμία από την αποστολή που εκπλήρωνε η αίθουσά του. Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση παγκοσμίως, που οι συναλλαγές χρηματιστηρίου φεύγουν από την ειδική αίθουσα ενός χρηματιστηρίου και μετατοπίζονται σε ένα Καφενείο!  


Διαβάστε επίσης:

Το ρολόι του Πειραιά (ιστορικό της κατεδάφισης)





   

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"