Στα περίπτερα της δικής μας ιστορίας




του Στέφανου Μίλεση

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1913 τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα αποκατάστασης των ανθρώπων εκείνων που ενώ βρίσκονταν στη πρώιμη νιότη τους, επέστρεφαν από τα μέτωπα ακρωτηριασμένοι ή βαριά τραυματισμένοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα άσκησης κάποιου επαγγέλματος, αφού δεν είχαν προλάβει να σπουδάσουν ή να μάθουν κάποια τέχνη, λόγω της πρόωρης στρατολόγησής τους. 

Αλλά και αν είχαν προλάβει, θα ήταν αδύνατο πλέον να την ασκήσουν λόγω του σοβαρού τραυματισμού τους. Έτσι η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε χορηγήσει κάποιες άδειες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού αρχικά, με τις οποίες επιτρέπονταν στους ανθρώπους αυτούς να λειτουργήσουν περίπτερα ώστε να εξασφαλίσουν ένα καλό εισόδημα και μια αξιοπρεπής διαβίωση. 

Οι επιζήσαντες τραυματίες των πολεμικών μετώπων διαιρέθηκαν σε κατηγορίες και διαβαθμίσεις οι οποίες εκφράζονταν μέσω κάποιων βαθμών. Έτσι για παράδειγμα υπήρχαν ανάπηροι με ανικανότητα 90ου ή 95ου βαθμού κ.ο.κ. Όσο περισσότεροι οι βαθμοί, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να αποκτήσει κάποιος περίπτερο. Έτσι οι βαρύτερα ανάπηροι (όπως λέγονταν τότε), προηγούνταν των υπολοίπων στην χορήγηση αδειών περιπτέρου. Και εκείνοι που έχαναν την άδεια περιπτέρου διότι υστερούσαν στους βαθμούς της αναπηρίας, καταριόντουσαν την ώρα και την στιγμή που ο όλμος που έσκασε δίπλα τους στη μάχη των Ιωαννίνων, απέκοψε το αριστερό τους χέρι από τον καρπό και όχι από τον ώμο, ώστε να λάβουν την άδεια κατά προτεραιότητα και να εξασφαλίσουν έτσι την επιβίωσή τους που σε κάθε άλλη περίπτωση ήταν μάλλον αδύνατη. 

Τέτοιες συνθήκες επικρατούσαν όταν τα πρώτα περίπτερα υψώθηκαν σε πολύ κεντρικά σημεία της Αθήνας, όπως στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα ή στο Μοναστηράκι και παρουσίαζαν μεγάλη κίνηση και κατά συνέπεια ικανοποιητικές εισπράξεις. Όσο περνούσαν τα χρόνια ο τρόπος για να είναι ένα περίπτερο κερδοφόρο ήταν γνωστός. Έπρεπε να βρίσκεται κοντά σε σταθμούς τραίνων, λεωφορείων ή κοντά σε σχολεία ή όπου αλλού υπήρχε συγκέντρωση κόσμου. Τα κέρδη ήταν ανάλογα του κόσμου που διερχόταν μπροστά από το περίπτερο. 

Μέχρι και την δεκαετία του 1930 οι άδειες που εκδίδονταν λάμβαναν υπόψη τις αποστάσεις μεταξύ των περιπτέρων και των αριθμό σε κάθε συνοικία και ο λόγος ήταν ώστε οι ευεργετηθέντες ανάπηροι του πολέμου να απολαμβάνουν την «προστασία» του κράτους για πάντα, και όχι μόνο παροδικά, μέχρι κάποιος άλλος «ευεργετημένος» βρεθεί να πουλά τα ίδια πράγματα δίπλα τους. 

Τη δεκαετία του 1930 οι άδειες των περιπτέρων σε Αθήνα και Πειραιά δεν υπερέβαιναν συνολικά τις 250. Εκείνοι που εργάζονταν μέσα στα περίπτερα τότε, ήταν φυσικά οι ίδιοι οι τραυματίες και ακρωτηριασμένοι των Βαλκανικών πολέμων που περιγράψαμε, και η παραμονή σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο μόνο ευεργεσία και ανταμοιβή της μητέρας πατρίδας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. 

Ο Αριστείδης Χριστοδούλου, όπως καταγράφουν οι εφημερίδες της εποχής, ήταν τραυματίας της μάχης της Δοϊράνης του 1917 εξαιτίας της οποίας είχε χάσει το μισό του κρανίο. Υπέφερε από κρίσεις επιληψίας οι οποίες τον έριχναν αναίσθητο για ώρες σε ημικαθιστή κατάσταση μέσα στο περίπτερο. Ο ήλιος δεν σταματούσε να καίει τα καλοκαίρια του μεσημεριού επειδή ο κυρ – Αριστείδης ήταν επιληπτικός, ούτε βεβαίως το κρύο του χειμώνα μπορούσε να κάνει έκπτωση. Η εργασία του περιπτερά ήταν εργασία σκληρή και επίπονη για ένα υγιές άτομο, πόσο μάλλον για κάποιον βαριά τραυματισμένο, σχεδόν ολοκληρωτικά ανίκανο. Διότι όπως είδαμε για να προηγηθείς των χιλιάδων άλλων τραυματιών πολέμου έπρεπε να είσαι σε χειρότερη κατάσταση από αυτούς. 

Περίπτερα νέου τύπου που αντικατέστησαν τα παλαιά ξύλινα, μπροστά από την Αγία Τριάδα Πειραιώς. Η φωτογράφιση έγινε κατ΄ εντολή του τότε Δημάρχου Πειραιώς και Προέδρου του Ολυμπιακού Μιχάλη Μανούσκου το 1939. Τα περίπτερα αυτά θεωρήθηκαν μοντέρνα και χαρακτηρίστηκαν ως πολυτελείας. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον Πειραιά και αποτέλεσαν ένα από τα πολλά έργα του Μανούσκου. 


Έτσι οι σχεδόν ανίκανοι κλήθηκαν να ασκήσουν ένα επάγγελμα σκληρό που ακόμα και ένας υγιής θα δυσκολευόταν να πράξει. Και παρότι τα περίπτερα ασκούσαν εμπόριο, οι άδειες χορηγούνταν για χρόνια από το Υπουργείο Περιθάλψεως, καθώς το κράτος θεωρούσε ότι η χορήγηση αδείας αποτελούσε μέτρο περίθαλψης των άτυχων νέων που διαμελίστηκαν στα πολεμικά πεδία. Και οι ήρωες αυτοί, ύστερα από τη δοκιμασία των μαχών κλήθηκαν να αποδείξουν δια δεύτερη φορά την αντοχή και τη σωματική τους δύναμη, στην περίοδο της ειρήνης, όταν για ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια, για δεκαετίες ολόκληρες εργάζονταν υπό αντίξοες συνθήκες και υπό πραγματικό περιορισμό. 

Το περίπτερο με τον περιπτερά εντός αυτού, αποτελούσε γνώριμη εικόνα ενός δρόμου, τόσο ώστε κάποιες φορές έφτανε να αποτελέσει τοπόσημο ή στάση λεωφορείου. Τρανό παράδειγμα στη γραμμή της Καστέλλας η χαρακτηριστική στάση που μέχρι σήμερα καλείται στάση «περίπτερο». 





Η δημώδης έκφραση «περιπτεράς» ή «ανάπηρος» κυριάρχησε στο παρελθόν λανθασμένα, περιγράφοντας στην ουσία ήρωες πολέμου, άνδρες που παρασημοφορήθηκαν στα διάφορα πολεμικά μέτωπα και που θυσίασαν μέλη του σώματός τους, αποδεικνύοντας έμπρακτα την αγάπη τους προς την πατρίδα. Ο λαός στο πρόσωπο του περιπτερά δυστυχώς δεν έβλεπε τον ήρωα της Δοϊράνης, αλλά έναν δυστυχή άνθρωπο που ήταν δέσμιος μέσα σε έναν ασφυκτικά μικρό χώρο αγωνιζόμενος να κερδίσει το μεροκάματό του, πουλώντας ψιλοπράγματα, εξ ου και ο λίγο μεταγενέστερος όρος ως «ψιλικά» και «ψιλικατζής». 

Οι άνθρωποι αυτοί, οι «περιπτεράδες», ζούσαν θέτοντας στο προσκήνιο όλα εκείνα που ήταν στο παρασκήνιο για τους υπολοίπους. Τσιγάρα, εφημερίδες, σπίρτα αρχικά άντε και κανένα σπαρματσέτο ή καμία τσατσάρα. Το εμπόρευμα αργότερα εμπλουτίσθηκε και με πίπες, κτενάκια, κουμπιά, καραμέλες, παστέλια και άλλα, ανάλογα με την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Επειδή στην Ελλάδα οι πόλεμοι, οι συμφορές και οι εμφύλιοι αποτελούν είδη που ευδοκιμούν, δίπλα στους αναπήρους των βαλκανικών πολέμων προστέθηκαν κι άλλοι βαρύτατα τραυματισμένοι από πολέμους και εκστρατείες. Τα περίπτερα αυξάνονταν προοδευτικά όσο και οι πόλεμοι. 

Φύλαξη περιπτέρου απεργοσπάστη από αστυνομικούς το 1932


Το σχήμα τους και η εξωτερική τους εμφάνιση ρυθμιζόταν με κανονιστική πράξη του υπουργείου συγκοινωνιών μεταπολεμικά. Το περίπτερο έφτασε να μοιάζει με ένα φορτωμένο δένδρο πάνω και γύρω από το οποίο έβρισκε κάποιος ό,τι θα μπορούσε να βρει σε ένα μίνι μάρκετ. Άλλα περίπτερα προσάρμοζαν την πραμάτεια τους ανάλογα με το σημείο που έδρευαν ή την εποχή. Ψάθες μπάνιου, σαγιονάρες και ρακέτες αν το περίπτερο ήταν σε «εξοχικό» ή «παραθαλάσσιο» σημείο, μαγνητάκια ψυγείου με την Ακρόπολη, τσολιαδάκια και άλλα ελληνικά «σουβενίρ» αν το περίπτερο έδρευε σε σημείο άφιξης – αναχώρησης αλλοδαπών περιηγητών. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και τα περισσότερα περίπτερα της Ακτής Μιαούλη εδώ στον Πειραιά. 

Σκηνή από την ταινία "Ο Τεντέν και το μυστήριο του χρυσόμαλλου δέρατος" που γυρίστηκε και στον Πειραιά το 1961 με σκηνές από το λιμάνι. Το χαρακτηριστικό κίτρινο περίπτερο στην Πλατεία Καραϊσκάκη, ενώ στο βάθος χαρακτηριστική είναι η φιγούρα του πλανόδιου σφουγγαρά. 


Στην εποχή του ψυχρού πολέμου όταν ο Σοβιετικός στόλος «έπιανε» στον Πειραιά, τα πληρώματα που δεν είχαν χρόνο στη διάθεσή τους, έτρεχαν κατευθείαν στα πλησιέστερα περίπτερα, τα οποία τα έβλεπαν ως επίγειους παραδείσους. Τα «Μαμ», τα γνωστά αρώματα σε σπρέι, οι λακ, τα αμερικάνικα τσιγάρα και οι αμερικάνικες τσίχλες ήταν η καλύτερη απόδειξη για τους «συντρόφους» πίσω στην πατρίδα, ότι είχαν καταφέρει να πατήσουν το πόδι τους στο έδαφος του καταραμένου δυτικού κόσμου. 

Πληρώματα Σοβιετικών πολεμικών φωτογραφίζονται σε περίπτερο της Ακτής Ξαβερίου το 1983


Τα περίπτερα όμως εκτός από μικρά εμπορικά του δρόμου, κάλυπταν και τις άμεσες κοινωνικές ανάγκες της γειτονιάς όπου έδρευαν. Πινακίδες που ανέγραφαν «Τηλέφωνον δια το κοινόν» ή «να είστε σύντομοι», μαρτυρούσαν την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας που το τηλέφωνο του περιπτέρου κάλυπτε, σε μια εποχή που το τηλέφωνο ήταν δυσεύρετο. Το μαύρο τηλέφωνο τύπου siemens από βακελίτη, που εξείχε στα πλαϊνά του περιπτέρου –για να μην εμποδίζει την πελατεία αλλά και να παρέχει μια κάποια διακριτικότητα στον ομιλούντα- αποτελούσε χαρακτηριστική εικόνα ενός περιπτέρου του παρελθόντος. Και δίπλα από το ανοιχτό τζαμάκι είσπραξης του αντιτίμου ο περιπτεράς άκουγε θέλοντας και μη όλες τις ιστορίες της γειτονιάς. Κάθε πελάτης και από μια ιστορία. Το περίπτερο δια αυτής της μεθόδου αποτελούσε μια πηγή πληροφοριών είτε προσωπικών είτε όχι. Ο περιπτεράς γνώριζε τις οικογένειες, τις αγοραστικές τους συνήθειες, τα παιδιά τους, τι αγαπούσαν να αγοράζουν και τι όχι. Χαρακτηριστικό της γνώσης ήταν ότι όταν ο αγοραστής ζητούσε να αγοράσει"τσιγάρα", η επιθυμητή μάρκα της αρεσκείας του εμφανιζόταν στο πιατάκι του παραθύρου επικοινωνίας του περιπτερά. Η γνώση αυτή του περιπτερά για όλα, έκανε τους έφηβους της εποχής να αναζητούν τα τολμηρότερα περιοδικά άλλης γειτονιάς για να μην εκτίθενται...  

Περιοδικό Χτυποκάρδι. Κυκλοφόρησε το 1954 και θεωρήθηκε άκρως τολμηρό. Η αγορά του έπρεπε να γίνει σε περίπτερο άλλη γειτονιάς, εκεί που δεν γνωρίζανε εσένα και την οικογένειά σου.
(Από το βιβλίο "Φτου, ξελευτερία..." του Όθωνα Τσουνάκου)


Το «συγνώμη μήπως ξέρετε που είναι η οδός τάδε ή η δείνα πλατεία» επαναλαμβάνεται ακόμα στα αυτιά μας. Μήπως και εμείς οι ίδιοι αρκετές φορές δεν ήταν που παροτρύναμε κάποιον με την φράση «τράβα να ρωτήσεις σε κανένα περίπτερο». Τα εμπορεύματα των περιπτέρων χρονογραφούν την ημέρα, την εποχή, το χρόνο και τον αποτυπώνουν στην ιστορία. Διότι κάθε φορά πωλούν εκείνο που απαιτεί η περίσταση να πωληθεί. 

Την περίοδο του πολέμου 1940 – 41 τα περίπτερα είχαν επιδοθεί στο λεγόμενο εμπόριο του «σκοταδιού». Πωλούσαν φαναράκια της τσέπης, κόλλες μαύρου και μπλε χαρτιού συσκότισης και ειδικά καρφάκια για την τοποθέτησή τους. Εκδόθηκε μάλιστα και σχετική αγορανομική διάταξη με την οποία όλα περίπτερα που πωλούσαν ηλεκτρικούς ή άλλους φανούς, είχαν την υποχρέωση να αναρτούν σε εμφανής μέρος πινακίδα «ΕΝΤΑΥΘΑ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ ΦΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΤΗΛΑΙ».


Φακοί εμφανίζονται πρωτοκαθεδρία στα περίπτερα όταν κάποιος σεισμός διακόψει απότομα τη νυχτερινή μας ησυχία. Εμφιαλωμένα νερά καταλαμβάνουν την πρώτη θέση όταν ο καύσωνας χτυπά, παγωτά όταν το καλοκαίρι έρχεται, σημαίες όταν ακολουθεί μια εθνική επέτειος, κόκκινα κασκόλ (στον Πειραιά) όταν ο Ολυμπιακός πετύχει νίκη ή κατάκτηση, μάσκες όταν οι Απόκριες πλησιάσουν. Στα περίπτερα ο κόσμος μάθαινε από τα περιοδικά και τις εφημερίδες για τους αγαπημένους ηθοποιούς ή ποδοσφαιριστές για τα αποτελέσματα της ομάδας, για τις καινούργιες ταινίες που παίζονταν στους κινηματογράφους. Τα περίπτερα ήταν τα κέντρα της πληροφόρησης. 

Ηλίας Υφαντής. Από μικρός στο λιμάνι γρήγορα έγινε ίνδαλμα των Πειραιωτών. Ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που πέτυχε γκολ στον  διεθνή αγώνα Ολυμπιακός - Μιλάν (2-2), το 1959.(Από το βιβλίο "Φτου, ξελευτερία..." του Όθωνα Τσουνάκου) 
  
Η τεχνολογία και η κρίση σκότωσε πολλά από τα περίπτερα. Ο γερανός απομακρύνει τα έρημα περίπτερα. Σε λίγα χρόνια τα περίπτερα θα χαθούν ολότελα από τις γειτονιές και από τις αναμνήσεις μας.


"Ξήλωμα" περιπτέρου στον Πειραιά (φωτογραφία από makeleio.gr)



Διαβάστε επίσης:


Οι περιπέτειες του Τεντέν στον Πειραιά (1961)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"