Ο πρώτος δημόσιος ηλεκτροφωτισμός του Πειραιά (1900)



του Στέφανου Μίλεση

Μέχρι το 1878 ο φωτισμός του Πειραιά γινόταν στους δημόσιους χώρους με λάμπες πετρελαίου. Η χρήση τους είχε ξεκινήσει δέκα χρόνια νωρίτερα περίπου, ενώ ακόμα παλαιότερα ο δημόσιος φωτισμός στον Πειραιά γινόταν με λυχνίες λαδιού. Μέχρι τότε όσοι τολμούσαν να πεζοπορήσουν στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης μετά την δύση του ηλίου, έπρεπε πάνω κάτω να γνωρίζουν τη διαδρομή, τους δρόμους και τις διαστάσεις των πλατειών που διέσχιζαν, αν δεν ήθελαν να πέσουν και να τραυματιστούν. 

Τα φωτιστικά σώματα ήταν αδύναμα να ακτινοβολήσουν ικανοποιητικά. Ακόμα χειρότερα συνέβαινε με τις παλαιές λυχνίες λαδιού των οποίων ο φωτισμός με το ζόρι έφτανε στο ένα μέτρο. Το 1878 ήταν μια σημαντική χρονιά για τον δημόσιο φωτισμό του Πειραιά τελέστηκαν τα εγκαίνια χρήσης του φωταερίου. Διακόσιοι πενήντα φανοί φωταερίου τοποθετήθηκαν συνολικά στην πόλη στα κύρια σημεία της. Όχι με μιας φυσικά, αλλά σταδιακά, αφού έπρεπε πρώτα να περάσουν οι γραμμές διανομής του φωταερίου γύρω από το δημαρχείο (Ωρολόγιο). Πιο μακριά οι συνοικίες συνέχιζαν να βρίσκονται βυθισμένες στο μαύρο έρεβος, να φωτίζονται δηλαδή με τους λάμπες πετρελαίου ή ακόμα και με τους παλαιούς φανοστάτες λαδιού. 



Δήμαρχος Πειραιά όταν έγινε ο φωτισμός δια φωταερίου ήταν ο Τρύφωνας Μουτζόπουλος, ο δήμαρχος των μεγάλων έργων, όπως χαρακτηρίστηκε στον Πειραιά. Κάτι που πρέπει να λεχθεί είναι το γεγονός ότι ο Τρύφων Μουτζόπουλος εκτός από Δήμαρχος ήταν και μέτοχος της εταιρείας φωταερίου. Αρχικά τοποθετήθηκαν 250 φανοί αεριόφωτος, όπου καλούνταν τότε οι φανοί φωταερίου. Σε αυτούς προστέθηκαν και άλλοι, κατά μήκος της προκυμαίας του εμπορικού λιμανιού, τη συντήρηση των οποίων είχε η επιτροπεία λιμένος, που εν μέρει θα λέγαμε ανήκε κι αυτή σε δημαρχιακή διοίκηση. Μαζί λοιπόν με τους φανούς του λιμανιού ο αριθμός έφτασε στα 1550 φανάρια αεριόφωτος, που συνυπήρχαν παράλληλα με τις λάμπες πετρελαίου και τα φανάρια λαδιού που συνέχιζαν να λειτουργούν όπου δεν είχαν τοποθετηθεί ακόμα φανοί αερίου. 



Ο πρώτος φανός αεριόφωτος άναψε το 1878 με πανηγυρικό τρόπο. Ο Δήμαρχος Τρύφωνας Μουτζόπουλος κρατώντας ένα ξύλινο κοντάρι στην άκρη του οποίου είχε προσαρμοστεί ένα αναμμένο κερί, ευρισκόμενος έξω από το ναό της Αγίας Τριάδας άναψε δημόσια στήλη φωτισμού. Τη δουλειά που έκανε εκείνη την ημέρα των εγκαινίων ο Μουτζόπουλος, δηλαδή να ανάψει τον πρώτο φανό αερίου με τη χρήση ξύλινου κονταριού,  έκαναν στην ουσία καθημερινά οι φανοκόροι οι οποίοι ανήκαν στον Δήμο. Τα απογεύματα με τη δύση του ηλίου άναβαν τα φώτα του δρόμου ενώ το πρωί περνούσαν από τα ίδια σημεία και τα έσβηναν. Τους φανοστάτες και τους λυχνοστάτες τους τοποθετούσαν σε γωνίες και διασταυρώσεις οδών, για να φωτίζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι φανοκόροι συνέχιζαν να κάνουν την ίδια εργασία και ύστερα από το 1878 όταν σταδιακά άρχισε ο φωτισμός να γίνεται δια αερίου αφού και το φωταέριο απαιτούσε επίσης την ύπαρξη φανοκόρων. Το πιο απόμακρο σημείο φωτιστικού με γκάζι ήταν το Ζάννειο Νοσοκομείο.  

Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, το 1900, ο ίδιος Δήμαρχος ο Τρύφωνας Μουτζόπουλος, στη δεύτερη θητεία του, ήταν και πάλι εκείνος που εγκαινίασε το νέο τρόπο δημόσιου φωτισμού στον Πειραιά που γινόταν με το ηλεκτρικό ρεύμα! Το απόγευμα της 14ης Ιανουαρίου του 1900, ημέρα Παρασκευή, στις 18.00' ώρα που ο ήλιος είχε δύσει, το μήκος της παραλίας του εμπορικού λιμανιού, από την Πλατεία Καραϊσκάκη έως το Τελωνείο, φωτίστηκε δια στηλών ηλεκτρικού ρεύματος. Πλήθος κόσμου είχε καλύψει την πλατεία Ωρολογίου από νωρίς. Μέσα στο Δημαρχείο εκτός του Δημάρχου Τρ. Μουτζόπουλου βρισκόταν σύσσωμο όλο το δημοτικό συμβούλιο ο Λιμενάρχης Πειραιά Ηπίτης, όλες οι αρχές της πόλεις και οι καθηγητές του γυμνασίου Πειραιά που αγωνιούσαν να δουν από κοντά αυτό το τεχνολογικό θαύμα. Την ηλεκτρική εταιρεία αντιπροσώπευε ο Νικόλαος Νικολαΐδης ο οποίος ήταν μάλιστα Πειραιώτης. 

Στις 18.15’ εξήλθαν στο μπαλκόνι του Δημαρχείου ο Μουτζόπουλος και ο Νομάρχης Αττικής Α. Καρατζάς. Εκεί, στα δύο άκρα του μπαλκονιού, είχαν τοποθετηθεί ισάριθμοι διακόπτες.  Πιέζοντας την ίδια ακριβώς στιγμή, κύματα ηλεκτρικού φωτός άναψαν τους πρώτους 24 στύλους ηλεκτρικών λαμπτήρων που φώτισαν το μήκος της παραλίας που αντιστοιχούσε από το Δημαρχείο έως την Πλατεία Καραϊσκάκη. Το θέαμα ήταν μαγευτικό, ενώ την ίδια στιγμή η φιλαρμονική του Ζαννείου Ορφανοτροφείου (φιλαρμονική ορφανών όπως την αποκαλούσαν) παιάνιζε εν μέσω ενθουσιασμού του κόσμου που ήταν συγκεντρωμένος. 

Ο Πειραιάς εκείνο το απόγευμα, όπως έγραψαν και οι εφημερίδες της εποχής, εισήλθε στο χώρο της προόδου εκεί όπου ανήκαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Από εκείνη την ώρα του απογεύματος της Παρασκευής έως αργά τη νύχτα, σχεδόν μεσάνυχτα, ο κόσμος δεν απομακρυνόταν από τη φωτισμένη ακτή απολαμβάνοντας το γλυκό φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων. 

Όσοι είχαν αντικρίσει για πρώτη φορά στη ζωή τους το ηλεκτρικό φως, το απολάμβαναν μαγεμένοι, καθώς η φωτιστική ακτίνα κάθε στύλου απλωνόταν σε μεγάλη απόσταση ολόγυρα, αντίθετα με το ότι είχαν δει μέχρι τότε. Στη συνέχεια επέστρεφαν στα σπίτια τους και περιέγραφαν στους φίλους και συγγενείς τους, μη μπορώντας να βρουν καλύτερη περιγραφή, ότι οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες έμοιαζαν με μικρούς ήλιους. Εικοσιτέσσερις ηλεκτρικοί λαμπτήρες ήταν αρκετοί να δώσουν μεγάλη χαρά στους Πειραιώτες οι οποίοι πράγματι ένιωθαν ότι η πρόοδος διευκολύνει την καθημερινότητά τους. 



Έστελναν επιστολές στις τοπικές εφημερίδες περιγράφοντας τα αισθήματά τους «Ησθανθείτε και εσείς μέσα στη ψυχή σας το αιφνίδιο εκείνο φτερούγισμα που ένοιωσα κι εγώ μέσα στη ψυχή μου προχθές, όταν άστραψαν αίφνης οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες ως άλλοι τόσοι νυχτερινοί ήλιοι….. Επάνω εις το παράθυρό μου ο προ της Αγίας Τριάδος λαμπτήρ ρίπτει μιαν αργυράν δέσμην ακτίνων. Μόλις προ δύο ημερών με φωτίζει, και όμως τον αγαπάω ως αρχαίον μου φίλο» γράφει ο αρθρογράφος που υπογράφει με τα αρχικά Γ.Σ. (πιθανότατα ο Γεώργιος Στρατήγης), στην εφημερίδα «Σφαίρα» της 18ης Ιανουαρίου του 1900 με τίτλο «Πλειότερον Φως». «Μέσα στο κατάφωτο λιμάνι, το αγαπημένο μου λιμάνι, ακούω τους οξείς συριγμούς των απερχόμενων ατμόπλοιων ενώ πέρα εκεί εις τα φανάρια, διακρίνω να εισέρχονται σκάφη μεγάλα και τεράστια, φέροντα εις τον Πειραιά μας την κίνηση, τη ζωή, τον πλούτο. Τα κύματα του ηλεκτρικού φωτός παίζουν με τα κύματα της θάλασσας» συμπληρώνει γεμάτος ενθουσιασμό ο συντάκτης του άρθρου. 

Η προσοχή του κόσμου μένει πάνω στους ηλεκτρικούς λαμπτήρες για πολύ καιρό καθώς παρακολουθούν τις αντιδράσεις τους αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Κι όταν συμβαίνει να φυσάει δυνατός νοτιάς γράφουν «Κύριε Δήμαρχε όταν προχθές έπνεε σφοδρός νότιος άνεμος, οι λαμπτήρες έπαιζαν καντρίλιες» (δηλαδή το φως χόρευε, δεν ήταν σταθερό). 

Στην περίπτωση του ηλεκτρικού ρεύματος συνέβη ότι είχε συμβεί πρωτύτερα. Ενισχύθηκε ο φωτισμός των συνοικιών του Πειραιά με την τοποθέτηση φανών φωταερίου που είχαν αντικατασταθεί από στύλους ηλεκτρικού. Οι εφημερίδες κατέγραψαν τη σύμπτωση που παρουσίαζε το έργο του Τρύφωνα Μουτζόπουλου. Ήταν ο Δήμαρχος που εγκαινίασε το 1878 το φωτισμό με φωταέριο στον Πειραιά και ο ίδιος που εγκαινίασε το φωτισμό με τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, παρά τα είκοσι δύο χρόνια που χώριζαν τα δύο εγκαίνια μεταξύ τους. Το κοντάρι του Μουτζόπουλου με το κερί στην άκρη, αντικαταστάθηκε με ένα κουμπί, που πατώντας το, άναβε ταυτόχρονα 24 ηλεκτρικούς λαμπτήρες 500 κηρίων ο καθένας. Η αντικατάσταση των φανών φωταερίου, δεν έγινε γρήγορα κι έτσι γκάζι και ηλεκτρισμός παρείχαν από κοινού την υπηρεσία τους στον Πειραιά. 

Πίσω όμως από το μαγεία των κατοίκων, για το θαύμα του ηλεκτρισμού, υπήρχε αρχικώς στο Νέο Φάληρο μια μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Η μονάδα αυτή ήταν που παρείχε ρεύμα στους 24 ηλεκτρικούς λαμπτήρες του Πειραιά. Σύντομα η μονάδα αυτή κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε με ένα πραγματικό εργοστάσιο της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας, πίσω από το οποίο υπήρχε η ηλεκτρική εταιρεία εταιρία ThomsonHouston η οποία ήταν παγκόσμιας φήμης. Το εργοστάσιο αυτό, ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που παρήγαγε ρεύμα για τις ανάγκες της Αθήνας και του Πειραιά. 

Το ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος του Νέου Φαλήρου, πολύ σύντομα θα τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα και το Σιδηρόδρομο Αθηνών Πειραιώς μετατρέποντάς τον σε ηλεκτρικό, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή. Η καινοτομία αυτή έμεινε τόσο πολύ βαθιά χαραγμένη στη συλλογική μνήμη, ώστε μέχρι σήμερα παρά το γεγονός ότι τα πάντα σχεδόν κινούνται με τη χρήση ρεύματος, εμείς συνεχίζουμε να αποκαλούμε τον σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς ως «ηλεκτρικό» επιβεβαιώνοντας το μέγεθος της εντύπωσης που είχε δημιουργήσει τότε.

Το ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Νέο Φάληρο


Στην εφημερίδα "Η φύσις" στο φ. της 15ης Οκτωβρίου του 1903, στο άρθρο "Ο Ηλεκτροσιδηρόδρομος Αθηνών - Πειραιώς" λαμβάνουμε τις πληροφορίες για το εργοστάσιου αυτό στο Νέο Φάληρο. Βρισκόταν σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από τις σιδηροδρομικές γραμμές  Αθηνών – Πειραιώς και καταλάμβανε έκταση 24 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Αποτελούταν από δύο μακρόστενες αίθουσες. Η μια ήταν λίγο μεγαλύτερη της άλλης. Η μεγάλη αίθουσα είχε μήκος 85,5 μέτρα και ύψος 13 μέτρα και στέγαζε τις μηχανές παραγωγής. Η διπλανή μικρότερη αίθουσα είχε μήκος 70 μέτρα και επίσης 13 μέτρα ύψος, και στέγαζε το λεβητοστάσιο. Όπως όλα τα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια της εποχής, διέθετε ένα πολύπλοκο σύστημα σωληνώσεων για τη μεταφορά νερού και ατμού, ψυκτήρες και δεξαμενή ύδατος. Στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν επτά ατμομηχανές με παραγωγική ικανότητα τριών χιλιάδων κιλοβάτ. Κάθε μια από αυτές τις μηχανές είχε μήκος δέκα μέτρων και ζύγισε εκατό τόνους. Πάνω από τις επτά μηχανές υπήρχε μια γέφυρα μεταφοράς βαρέων αντικειμένων κινούμενη πάνω σε σιδηροτροχιές. 

Στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν επτά ατμομηχανές με παραγωγική ικανότητα τριών χιλιάδων κιλοβάτ. 


Στη μικρότερη στεγάζονταν δώδεκα λέβητες. Η εικόνα του εργοστασίου ήταν γνώριμη τόσο στους κατοίκους όσο και στους διερχόμενους επιβάτες του σιδηροδρόμου από τις δύο καμινάδες του, που είχαν ύψος 65 μέτρων. Η βάση των καμινάδων αυτών κατεβαίνει οκτώ μέτρα μέσα στο έδαφος. Το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί στο Νέο Φάληρο, καθώς κρίθηκε ως ο καταλληλότερος τόπος. Βρισκόταν περίπου στη μέση των δύο πόλεων Αθήνας και Πειραιά, είχε εγγύτητα με τη θάλασσα. Όμως με την πάροδο των ετών αυξήθηκε τόσο ώστε η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την παραγωγή του εργοστασίου του Νέου Φαλήρου. Το 1922 ο πληθυσμός σε Πειραιά και Αθήνα αυξήθηκε λόγω και έλευσης Μικρασιατών προσφύγων. Παρά το γεγονός ότι οι μηχανές του εργοστασίου του Νέου Φαλήρου εκσυγχρονίστηκαν και παρήγαγαν ρεύμα 13 χιλιάδων κιλοβάτ και πάλι δεν αρκούσε να καλύψουν τις ανάγκες. Ο φωτισμός που κάποτε εντυπωσίαζε τους κατοίκους, κρίθηκε ανεπαρκής. 

Στη μικρότερη αίθουσα στεγάζονταν δώδεκα λέβητες.


Τον Οκτώβριο του 1925 αποφασίστηκε η ίδρυση της «Ηλεκτρικής Εταιρείας Παραγωγής» και της «Ηλεκτρικής Εταιρείας Διανομής» οι οποίες αργότερα συγχωνεύτηκαν και έγιναν «Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς». Η νέα αυτή εταιρεία αποφάσισε την ανέγερση ενός σύγχρονου εργοστάσιου στον όρμο του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι ισχύος 45 χιλιάδων κιλοβάτ, δημιούργημα της εταιρείας Πάουερ. Παράλληλα ενίσχυσε το υπάρχον εργοστάσιο του Νέου Φαλήρου με την προσθήκη δύο στροβίλων έξι χιλιάδων κιλοβάτ. Τρία χρόνια χρειάστηκαν για την ανέγερση του νέου εργοστασίου στο Κερατσίνι που ολοκληρώθηκε το 1929. 

Το σήμα της Ελληνικής Εταιρείας Ηλεκτρισμού το 1925


1910 - Ο ηλεκτρισμός που κινεί το σιδηρόδρομο είναι πλέον γεγονός. Η καινοτομία αυτή έμεινε τόσο πολύ βαθιά χαραγμένη στη συλλογική μνήμη, ώστε μέχρι σήμερα παρά το γεγονός ότι τα πάντα σχεδόν κινούνται με τη χρήση ρεύματος, εμείς συνεχίζουμε να αποκαλούμε τον σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς ως «ηλεκτρικό» επιβεβαιώνοντας το μέγεθος της εντύπωσης που είχε δημιουργήσει τότε.


Τα 45 χιλιάδες κιλοβάτ του εργοστασίου του Κερατσινίου φάνταζαν υπερβολικά όταν σε Αθήνα και Πειραιά οι απαιτήσεις έφταναν στα 18 χιλιάδες κιλοβάτ. Αμέσως το εργοστάσιο του Νέου Φαλήρου τέθηκε σε εφεδρεία. Παράλληλα το ρεύμα μετατράπηκε από συνεχές 110 βολτ σε εναλλασσόμενο 220. Με την μετατροπή αυτή έγινε οικονομικότερη η διανομή του ρεύματος. Με συνεχής βελτιώσεις το εργοστάσιο του Κερατσινίου αύξανε την παραγωγή του. Το 1930 παρήγαγε ρεύμα 83 χιλιάδων κιλοβάτ και το 1936 156 χιλιάδες κιλοβάτ. Τη χρονιά εκείνη αποφασίστηκε και τέθηκε και πάλι σε ενέργεια το εργοστάσιο του Νέου Φαλήρου το οποίο είχε τεθεί από το 1929 σε εφεδρεία. Από τις δύο αίθουσες του εργοστασίου αφαιρέθηκαν οι παλιές ατμομηχανές και οι λέβητες και τοποθετήθηκαν νέες.


Ό,τι απέμεινε σήμερα από το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος Νέου Φαλήρου
(Οι δύο παραπάνω φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του Τάκη Αβραμίδη)


Η ιστορία του ηλεκτρισμού είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Πειραιά αφού τα δύο σημαντικότερα εργοστάσια παραγωγής του (Νέου Φαλήρου και Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου) βρίσκονταν στην περιφέρειά του. Οι μάχες που έγιναν για τη διάσωση του εργοστασίου του Κερατσινίου κατά την αποχώρηση των Γερμανών, είναι γνωστές στους περισσότερους και έχουν χαραχθεί στη συλλογική συνείδηση.       







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"