Ουζερί "Ο Αρτέμης" στην Δημοτική Αγορά του Πειραιά



του Στέφανου Μίλεση

Στον Πειραιά της προπολεμικής κυρίως εποχής αλλά και κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής, λίγοι διέθεταν την οικονομική ευχέρεια της ψυχαγωγίας σε μια ταβέρνα.  Για τους Πειραιώτες η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, ο μοναδικός τρόπος ψυχαγωγικής καταφυγής, ήταν η μικρή και ταπεινή μπακαλοταβέρνα της γειτονιάς. Μετά τον κάματο του εργοστασίου, της μηχανουργείου ή του λιμανιού μια γωνιά με το εκατοσταράκι έτοιμο, συνοδεία μιας ντομάτας και μερικών ελιών ήταν αρκετά για να ανεβάσουν το ηθικό των ανθρώπων. 

Εκτός από τις γειτονιές όμως, τέτοια στέκια, μικρά ουζερί και γωνιές καρτούτσου λειτουργούσαν και στα κεντρικά σημεία της πόλης, εκεί που η εργασία τις πρωινές ιδίως ώρες ήταν πυρετώδης και αδιάκοπη. Κάποιες γωνιές παρά το γεγονός ότι ήταν "σφηνωμένες" μέσα στα στενόσακα του λιμανιού ή της δημοτικής αγοράς διατηρούσαν και εξέπεμπαν κάτι που αναζητούσαν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επισκέπτες. 

Ο Αρτέμης Σκαραμαγκάς γεννημένος στην Πάρο αποφάσισε την δεκαετία του 1920, μικρό παιδί ακόμα, να αναζητήσει την επαγγελματική του τύχη στο μεγάλο λιμάνι, στον Πειραιά. Το 1926 ανοίγει ένα μικρό στέκι, ένα ουζερί, μέσα στην δημοτική αγορά της πόλης, στο οποίο πωλούσε κυρίως ούζο Αρβανίτου, κονιάκ και μερικά είδη κρασιού, μεταξύ των οποίων και το εκλεκτό νάμα για τις θρησκευτικές ανάγκες των εκκλησιών του Πειραιά καθώς προορίζεται για τη Θεία Κοινωνία. Μεταξύ των πρώτων εκκλησιών που προμηθεύθηκαν κρασί νάμα από τον Αρτέμη ήταν και ο ναός της Παναγίας Ρόδο το Αμάραντο.   

Γρήγορα το ουζερί του έγινε γνωστό από το όνομά του "Ο Αρτέμης" συγκέντρωνε όλους τους επαγγελματίες των γύρω καταστημάτων της αγοράς αλλά και πολύ κόσμο που κατέβαινε στην αγορά για να ψωνίσει. Το δυνατό σημείο του καταστήματός του ήταν φυσικά του ούζο του Ισιδώρου Αρβανίτου που έφερνε απευθείας από το Πλωμάρι της Λέσβου. Ο κόσμος κατέβαινε με νταμιτζάνες να της γεμίσει με αγνό και μυρωδάτο ούζο Αρβανίτου, ειδικά σε έκτακτες περιστάσεις, γάμους, βαπτίσεις και τις εορτάσιμες μέρες. Οι γύρω μαγαζάτορες πάντα ξέκλεβαν λίγο χρόνο από την εργασία τους για να τραβήξουν στα γρήγορα ένα ποτηράκι εκλεκτού ούζου.




Το στέκι του Αρτέμη μέσα στην αγορά του Πειραιά γρήγορα απέκτησε ένθερμους φίλους, λάτρεις του καλού ούζου. Τα λιγοστά σιδερένια τραπέζια που το μαγαζί διέθετε ήταν πάντοτε γεμάτα παρά το γεγονός ότι ο μεζές που προσέφερε αρχικά το ουζερί ήταν υποτυπώδης. Λίγο τυρί, ελιές, ντομάτα, αγγούρι... 


Ούζο Ισιδώρου Αρβανίτου από το Πλωμάρι Λέσβου


Όσο τα χρόνια περνούσαν το στέκι του Αρτέμη μεγάλωνε τη φήμη του και την πελατεία του. Ο κόσμος όταν δεν έβρισκε να καθίσει, τραβούσε στα γρήγορα όρθιος το μικρό ποτηράκι με το ούζο, στον μικρό γαλάζιο ξυλόπαγκο που υπήρχε. Ο Έλληνας τότε δεν ήθελε και πολλά. Καλό ποτό, παρέα.... και το κέφι ερχόταν έστω και στο πόδι.




Ο Αρτέμης Σκαραμαγκάς αργότερα έβαλε στη δούλεψη και τα δύο παιδιά του τον Χαράλαμπο (Μπάμπη) και τον Βασίλη. Περαστικοί της αγοράς έμπαιναν στο μικρό ουζερί για να δείξουν το καλό κρέας που αγόρασαν ή να ζητήσουν τη γνώμη του Αρτέμη για τα ψάρια, τραβώντας στο μεταξύ γρήγορα και ένα ούζο για να τους πάει καλά η μέρα. Είναι αδιανόητο σήμερα να σκεφτούμε πώς ήταν δυνατόν Δευτέρα πρωί για παράδειγμα, το ουζερί του Αρτέμη να είναι γεμάτο από περαστικό κόσμο της αγοράς.




 Το ουζερί "Ο Αρτέμης" εκτός από στέκι της αγοράς υπήρξε και τόπος συνάντησης των Παριανών καθώς τους εξυπηρετούσε η εγγύτητά του με το λιμάνι του Πειραιά. Οι Παριανοί έφταναν στον Πειραιά για να αγοράσουν πράγματα που τότε το νησί δεν διέθετε ή που διέθετε αλλά τα έβρισκαν φθηνότερα στο κέντρο. Φορτωμένοι λοιπόν με διάφορα προϊόντα τα οποία προόριζαν για το νησί τους, για να μην τα κουβαλάνε στα χέρια για ώρες, μετά την αγορά τους τα άφηναν απευθείας στο ουζερί του Αρτέμη. Στο πίσω μέρος του ένα μικρό δωμάτιο-αποθήκη μπόγοι, βαλίτσες, καλάθια, κούτες και ντενεκέδες αποθηκεύονταν μέχρι να φτάσει η ώρα της αναχώρησης και να αναζητηθούν από τους ιδιοκτήτες τους. 





Οι Παριανοί γνώριζαν ότι στον Πειραιά μέσα ακριβώς στο λιμάνι, είχαν έναν δικό τους άνθρωπο να τους βοηθήσει. Τα χρόνια εκείνα κάθε νησί του Αιγαίου διέθετε και έναν που εκτελούσε χρέη "ταχυδρόμου". Δεν αναφερόμαστε στους γνωστούς ταχυδρόμους υπαλλήλους που διένειμαν την αλληλογραφία, αλλά σε έναν άνθρωπο ειδικά ορισμένο που αναλάμβανε να φέρει σε πέρας διάφορες εργασίες των νησιωτών στον Πειραιά. Κάθε νησί, ακόμα και τα κοντινά όπως ο Πόρος για παράδειγμα, διέθεταν έναν τέτοιο "ταχυδρόμο" μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Ο "ταχυδρόμος" αυτός όταν τελείωνε τις εργασίες που του είχαν αναθέσει για τον Πειραιά, εκτελούσε και την αντίστροφη εργασία. Σύχναζε δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο σημείο για να τον βρίσκουν οι νησιώτες του Πειραιά και να του αναθέτουν διάφορες παραγγελίες που έπρεπε να εκτελεστούν στο νησί. Στον Πειραιά λοιπόν ο αντίστοιχος "ταχυδρόμος" της Πάρου ανέμενε την ανάληψη των διαφόρων εργασιών στο ουζερί "Ο Αρτέμης" που λίγο-πολύ είχε μετατραπεί σε "πρακτορείο" Παριανών.  





Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Αρτέμης θα πεθάνει και το μαγαζί θα περάσει στη δούλεψη των δύο παιδιών, του Μπάμπη και του Βασίλη. Στην εξωτερική πλευρά του μαγαζιού θα προστεθεί ένας μικρός χώρος ψησταριάς που θα παρασκευάζονται πλοκάμια χταποδιού αλλά και σουβλάκια αργότερα. Οι εποχές αλλάζουν και οι άνθρωποι αρχίζουν να αναζητούν ολοένα και περισσότερα. Το ουζερί "Ο Αρτέμης" προσαρμόζεται στις νέες απαιτήσεις της εποχής. Το μαγαζί ανοίγει στις έξι το πρωί, όταν ήδη έξω από αυτό ήταν συγκεντρωμένοι πελάτες! Η εργασία διαρκούσε όλη μέρα και έκλεινε με την αποχώρηση των τελευταίων πελατών στις εννιά ή και στις δέκα η ώρα το βράδυ. Τα Σαββατοκύριακα λειτουργούσε μέχρι τα μεσημέρια. Οι πότες της αγοράς δεν πήγαιναν αλλού εύκολα... 





Το ουζερί "Ο Αρτέμης" έγινε το σύμβολο της ψυχαγωγικής καταφυγής μέσα στην αγορά του Πειραιά. Δημιούργησε φήμη πέρα των ορίων της πόλης. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικοί κόσμοι συγκεντρώνονταν σε αυτό το μαγαζί - νησίδα στο κέντρο του λιμανιού. Επιχειρηματίες, έμποροι, ναυτικοί, πλανόδιοι, λαχειοπώλες και πελάτες της αγοράς ή του οινοπνεύματος.
Δεν υπάρχει σήμερα παλαιός Πειραιώτης που να μη γνωρίζει το στέκι του Αρτέμη έστω κι αν δεν το έχει επισκεφθεί. 



Τα χρόνια αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι συνήθειες μεταβάλλονται. Σήμερα η ίδια η μορφή της αγοράς έχει μεταβληθεί. Το "Στέκι του Αρτέμη" με διαφορετική φυσικά διεύθυνση, συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και τις μέρες μας διατηρώντας μια παράδοση από το 1926. Ωστόσο οι άνθρωποι έχουν διαμορφώσει λάθος αντιλήψεις για το παρελθόν. Διαμορφώνουν στη φαντασία τους μια εποχή που μπορεί να καλύψει τις δικές τους σύγχρονες ανάγκες. Ζωντανή μουσική με μπουζούκια και μουσικές κομπανίες, ατέλειωτα μενού φαγητών, τραπεζομάντηλα και γρήγορο σέρβις, αγωνία για τη στάθμευση του αυτοκινήτου, αποτελούν αντικείμενα προσέλκυσης της σύγχρονης πελατείας. Καταστήματα που υπόσχονται την αναπαράσταση ενός κόσμου, μιας εποχής, φροντίζοντας όμως για την κάλυψη σύγχρονων απαιτήσεων.     






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"