Νοσταλγία Πειραϊκών καλοκαιριών





Του Στέφανου Μίλεση

Για τον κάτοικο του προπολεμικού και μεταπολεμικού Πειραιά τα ταξίδια κατά την διάρκεια των καλοκαιριών για μπάνιο θεωρούταν απλά ταλαιπωρίες, στις οποίες δεν υπήρχε λόγος να μπλεχτεί. Γιατί να τρέχει σε άγνωστα και απροσπέλαστα ή αφιλόξενα μέρη, όταν η θάλασσα του Πειραιά ήταν μόλις μερικά μέτρα από το σπίτι του; Θάλασσα ο Πειραιάς ολόγυρα για να χορτάσουν, όπως έλεγαν οι παλαιοί Πειραιώτες, όλες οι φάλαινες του κόσμου. Οι πιο απομακρυσμένες διαδρομές για μπάνιο γίνονταν με το τραμ είτε προς το πευκόφυτο τότε Πέραμα είτε προς το αρχοντικό Νέο Φάληρο. 

Αν ανατρέξετε σε παλιές οικογενειακές φωτογραφίες Πειραιωτών, που σήμερα βρίσκονται αρχειοθετημένες σε παλιά κουτιά παπουτσιών, θα δείτε τους πατεράδες ή τους παππούδες σας, τις μητέρες σας ή τις γιαγιάδες σας να διαθέτουν αρκετές φωτογραφίες οι οποίες σίγουρα θα τους απεικονίζουν με φόντο κάποια θάλασσα του Πειραιά ή να βρίσκονται μέσα σε αυτήν. Φωτογραφίες με ανθρώπους σε βότσαλα της Καστέλλας, φωτογραφίες με ανθρώπους στου Καλαμπάκα, στις καμπίνες του Κράκαρη ή πάνω σε κάποιο βραχάκι της Πειραϊκής. Μέσα στη θάλασσα, αλλά συνήθως έξω από αυτήν με τα ολόσωμα μαγιό τους ποζάρουν δείχνοντας τη ζωντάνια των χρόνων τους, τη φρεσκάδα της νιότης τους αλλά κύρια να επιδεικνύουν με καμάρι τη θάλασσα του Πειραιά. 

Μπάνιο στο Σκαφάκι 1948




Ο ονειρικός Πειραιάς τελείωσε με την εμφάνιση των πολυκατοικιών που άρχισαν δειλά-δειλά στην αρχή να κάνουν την εμφάνισή τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα και μετά. Μια στη Πλατεία Κανάρη, άλλη στην Φρεαττύδα… και που μέχρι σήμερα αποτελούν για τους παλαιούς Πειραιώτες σημεία αναφοράς. Δείχνουν με το χέρι τις συγκεκριμένες πολυκατοικίες και λένε:

«Να, αυτή ήταν από τις πρώτες που έγινε στον Πειραιά»

Και κάποια στιγμή σταματούν σχεδόν βουρκωμένοι καθώς θυμούνται πώς ήταν η ζωή τους πριν από αυτές. 


Σεργιάνι στο Πασαλιμάνι. Δεκαετία '50. Πίσω στην Πλατεία Κανάρη διακρίνεται η πρώτη πολυκατοικία του Πειραιά. Η επόμενη έγινε στην Πλατεία Πορφύρα στη Φρεαττύδα


Μέχρι τα μισά της δεκαετίας του εξήντα πολλές γειτονιές είχαν αλλάξει φυσιογνωμία, και λίγες ήταν ακόμα εκείνες που κρατούσαν τα παλαιότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους. Στην εποχή των αυλών και των νεοκλασικών σπιτιών, στη ζωή του Πειραιώτη κυριαρχούσε το ανθρώπινο μέτρο, η σύνεση στη συμπεριφορά, το ενδιαφέρον για τον γείτονα, η μέριμνα για τον ευπρεπισμό και την κοσμιότητα. Το ασβέστωμα του πεζοδρομίου έξω από το σπίτι, αποτελούσε μια έμπρακτη απόδειξη. Η θάλασσα, που οι περισσότεροι αποζητούσαν, όταν οι ζέστες θα έζωναν, περιέβαλε ολόγυρα τον Πειραιά με την καθαρότητά της δεδομένη, τουλάχιστον στις συνειδήσεις ακόμη των Πειραιωτών. Κανείς δεν ανησυχούσε για το που θα πάει για παραθερισμό και για θαλάσσια μπάνια. Πειραϊκή, Φρεαττύδα, Καστέλλα εξασφάλιζαν άμεσα την πρόσβαση προς τα νερά του Σαρωνικού, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβανόταν για πολλούς Πειραιώτες, ειδικά τους Καστελλιώτες και η παραλία του Νέου Φαλήρου. Βέβαια πολύς κόσμος προτιμούσε τα «εύκολα» σε πρόσβαση σημεία, με άμμο ή βότσαλα όπου τα Σαββατοκύριακα γινόταν πραγματικός συνωστισμός. 

Παραλία Φρεαττύδας τέλη τέλη δεκαετίας '60. 


Ωστόσο στα δικά μου παιδικά χρόνια κυριαρχούν οι βουτιές από τους βράχους της Πειραϊκής όπως στου Μπαϊκούτση, στου Αργύρη, στο Σκαφάκι και στου Καλαμπάκα. Οι παλαιότεροι μου έχουν διηγηθεί, ώρες ολόκληρες, τις στιγμές που έζησαν την εποχή των μπάνιων στον γραφικό όρμο της Φρεαττύδας με τις παλιές ξύλινες καμπίνες του Κράκαρη. Ακόμη στριφογυρίζουν στο μυαλό μου οι περιγραφές τους για τα μικρά μαγαζάκια κατά μήκος των ακτών, που προσέφεραν συνήθως κάποιο ορεκτικό, για να συντροφεύει περισσότερο τη ρετσίνα. Εκεί κάθονταν συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που συνόδευαν την υπόλοιπη οικογένεια στην παραλία, φορώντας μεγάλα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα για τον ήλιο, ίδια με αυτά των ψαράδων, αλλά κι εκείνοι που αρκούνταν να βλέπουν τη θάλασσα από μακριά χωρίς να θέλουν να βραχούν στα κύματά της. Ήταν οι ναυτικοί, που υπήρχαν πολλοί τότε στον Πειραιά, που καθώς ήταν χορτασμένοι από θάλασσα, δεν μπορούσαν να τη δουν ως μέσο αναψυχής, παρά μόνο βιοπορισμού, απέχοντας ηθελημένα από τις χάρες της. 

Πειραϊκή αρχές δεκαετίας '60


Δεν είχε σημασία εάν η προσφορά του εδέσματος ήταν από καφενέ, ταβέρνα ή μπακαλοταβέρνα. Αρκεί να υπήρχε ένα τραπεζάκι σε μια πρόχειρη σκιά. Το μενού που προσέφεραν ήταν σχεδόν το ίδιο, καθώς το καθόριζε η ώρα του σερβιρίσματος και όχι τα «γούστα» του πελάτη. Ελιές, ντομάτα αλατισμένη, κρεμμύδι, τυρί καμιά σαρδέλα τα παλαιότερα χρόνια που σταδιακά μετασχηματίστηκαν σε καλαμάρια, χταπόδι και γαύρο. Ο καφές μόνο ελληνικός και μόνο για το πρωί ή για νωρίς το απόγευμα, αμέσως μετά τον απαραίτητο μεσημεριανό ύπνο, αφού δεν υπήρχε το συνήθειο της άκρατης κατανάλωση σε όλη την διάρκεια της ημέρας έως αργά το βράδυ. 

Οι φωνές των παιδιών και οι βουτιές από τα βράχια της Πειραϊκής έδιναν κι έπαιρναν ενώ όταν ο καιρός ανέβαζε λιγάκι αέρα ή όταν ένα βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά, τεράστια κύματα κατέφθαναν ειδικά στο Σκαφάκι, προκαλώντας ακόμη περισσότερο φωνές ενθουσιασμού των μικρών κολυμβητών. Οι πιο παράτολμοι πάντα έβρισκαν ένα σημείο ψηλότερο από όλα τα υπόλοιπα για να πηδήξουν στη θάλασσα. Είτε στην Πειραϊκή, είτε στα Βοτσαλάκια στην Καστέλλα, τέτοια σημεία επίδειξης γενναιότητας αφθονούσαν. Και σχεδόν ταυτόχρονα με το σάλτο μια φωνή ακουγόταν δυνατά να λέει «να δεις ξύλο που θα φας παλιόπαιδο. Θα στις βρέξω μόλις σε πιάσω στα χέρια μου!» απειλή που όμως κι αν ακόμα συνέβαινε, ελάχιστα σήμαινε για τον τολμηρό βουτηχτή αφού η εντύπωση που προκαλούσε στα κορίτσια απέναντι, ήταν πολλαπλάσια του ξύλου που ενδεχομένως να έτρωγε. 



Και οι άνδρες οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, χαίρονταν με τα γέλια των εγγονών τους και τις φωνές των παιδιών τους και ένιωθαν ευτυχισμένοι που κι αυτά χαίρονταν τη θάλασσα του Πειραιά, όπως στο παρελθόν την είχαν χαρεί ως παιδιά και οι ίδιοι.  Τα Καλοκαίρια για άλλους Πειραιώτες ταυτίστηκαν με τις καμπίνες του Κράκαρη στον όρμο της Φρεαττύδας ή με τα λουτρά του Αδαμόπουλου στην Καστέλλα, όπου γινόταν πραγματικός συνωστισμός. Τα λιγοστά τραπέζια που απλώνονταν κατά μήκος της μικρής ακόμα παραλίας γίνονταν ανάρπαστα. Οι Πειραιώτες όμως γενικώς δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να βουτήξουν όπου επιθυμούσαν, ακόμα και μέσα στο Τουρκολίμανο, όπου κολυμπώντας περνούσαν έξω από τον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος και τραβούσαν να συναντήσουν τους κολυμβητές του Αδαμόπουλου. Η μοναδική λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μια τυπική καλοκαιρινή εικόνα των ακτών του Πειραιά είναι η κοσμοσυρροή!


Φρεαττύδα με τις "μπανιέρες του Κράκαρη"


Παραλία Νέου Φαλήρου

Παραλία Καστέλλας 1954
Κοσμοσυρροή στην παραλία Νέου Φαλήρου
Ακόμα και στην αθέατη πλευρά της μικρής αρχαίας νησίδας Σταλίδας (Παρασκευά ή Κουμουνδούρου) συναντούσες κόσμο, καθώς εκεί βλέπονταν οι ερωτευμένοι που κολυμπώντας από διαφορετικές κατευθύνσεις, έβλεπαν ο ένας τον άλλο, για μερικά έστω λεπτά, αθέατοι από τους πολλούς, και να προετοιμάσουν την επόμενη «τυχαία» συνάντησή τους, που θα γινόταν το απόγευμα της ίδιας μέρας, κατά την διάρκεια του απογευματινού σεργιανίσματος στο Πασαλιμάνι.


Δεκαετία 1950. Κοντινό πλάνο της παραλίας Αδαμόπουλου, ονομασία που έλαβε από την ομώνυμη ταβέρνα που τα καλοκαίρια "άπλωνε" τραπεζάκια κατά μήκος της. 


Μεσημέρι επιστροφή με κυριολεκτική αναρρίχηση πάνω στους βράχους της Πειραϊκής και τα απομεινάρια των τειχών του Κόνωνος, αφού ξυλόσκαλες ανόδου ή καθόδου δεν υπήρχαν ακόμη. Αλλά και μετά τους βράχους ακολουθούσε άλλου είδους ανάβαση, στις απότομες ανηφόρες των δρόμων, με το αρχαίο χώμα από τη βάση των τειχών, να κολλάει πάνω στα βρεγμένα πέδιλα και να τα κάνει να γλιστρούν ακόμη περισσότερο. Τα πειραϊκά καλοκαίρια εκτός από την αίσθηση της θάλασσας διέθεταν χρώματα και ήχους. Μοναδικά τα θεσπέσια ηλιοβασιλέματα που συνόδευαν τα σεργιάνια της ακτής. Οι απογευματινές βόλτες οι πλημμυρισμένες από ουράνια χρώματα! Κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πορτοκαλί, τα χρώματα του ουρανού που τροφοδοτεί ο ηλιακός δίσκος τους ανθρώπους όταν βουτάει πίσω από τη Σαλαμίνα. Αλλά και ήχοι! Της θαλασσινής ηρεμίας να κυριαρχεί στις περισσότερες γειτονιές του Πειραιά, καθώς τα αυτοκίνητα ελάχιστα ακόμα, δεν κυριαρχούσαν παντού εκτοπίζοντας τους ανθρώπους. Μόνο κάποια μπουρού από πλοίο του λιμανιού ακουγόταν που σήμαινε κάποια μανούβρα, κάποια αναχώρηση, κάποια στροφή δεξιά ή αριστερά μέσα στο λιμάνι. Απόκοσμη πνοή ήχου έφτανε στη γειτονιά από το πολύβουο λιμάνι. Τέλεια αντίθεση ανάμεσα στον εργατόκοσμο του λιμανιού που εργαζόταν στο λιοπύρι από τα ξημερώματα με τις κοντινές γειτονιές του Πειραιά, όπου ο μόχθος στα παιδικά τουλάχιστον μάτια ήταν άγνωστος, όπως άγνωστα ήταν ακόμα και τα άγχη, τα νεύρα και όλες εκείνες οι «ασθένειες» που γεννά η εξελικτική πορεία του ανθρώπου, όχι προς τα εμπρός, αλλά προς τα άνω δημιουργώντας έτσι μια ανηφοριά, όμοια με εκείνη που ανεβαίναμε παιδιά με βρεγμένα τα πόδια και τα πέδιλα να γλιστρούν.
   
Κανένας, μα κανένας Πειραιώτης, δεν θα άλλαζε τότε τον Πειραιά μας με καμία «αριστοκρατική» συνοικία έξω από αυτόν και με κανένα προάστιο από το οποίο αντικρίζεις τη θάλασσα με το κανοκιάλι! Δυστυχώς ελάχιστα απέμειναν από τον Πειραιά των χρόνων εκείνων. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης οι αναμνήσεις θάφτηκαν. Η νέα εποχή που ανέτειλε δεν άφησε χώρο για απογευματινά σεργιάνια και για ανέμελες βουτιές στην Πειραϊκή. Για αυτό και όλες οι θύμισες, όλες οι περιγραφές ενός Πειραιά, που υπάρχει πια μόνο στις αναμνήσεις, περιγράφεται σε μια λέξη και μόνο: Νοσταλγία.     


2 σχόλια:

Αχιλλέας είπε...

Υπέροχες αναμνήσεις: σκαφάκι,τερψιχόρη,παρασκευά & άλλες μικρές πλαζ στις οποίες δίναμε το παρόν.

ανώνυμος είπε...

Η παραλία Βοτσαλακια, στην Καστέλλα ,έχει παρει το όνομά της απο το καφενεδάκι που βρισκοταν στην άκρη απέναντι απο το νησάκι.Εκεί η πρόσβαση ηταν περιπετειώδης για τους θαμώνες και τους λουόμενους,από μισογκρεμισμενο μονοπάτι. Αντιθετα η πρόσβαση στου Αδαμόπουλου,από το όνομα του επιχειρηματία του καφενείου και διαχειριστή της πλαζ, ηταν πιο εύκολη και είχε εισιτήριο 2δραχμών (τα πληρωρικά), διοτι διέθετε ομπρέλες ,αποδυτήρια και ντους.Του Παρασκευα ηταν κοσμικό κέντρο,όπου τραγουδούσαν ο Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, ήταν εφαπτομενο με τον τοίχο,κάτω από το επίπεδο της παραλιακής οδού,περίπου εκεί που ειναι σήμερα τα σκαλάκια προς την παραλία. Το κέντρο ονομαζόταν Η ΣΠΗΛΙΑ, λογω της υποκειμενης σπηλιάς της Αρετουσας ή Σηραγγειο

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"