Πρόσεξε μην καταλήξεις στον Τινάνειο…

Ο Θεμιστόκλειος κήπος (πρώην Τινάνειος) επί εποχής Σκυλίτση όταν τη θέση του Δημαρχείου κατέλαβε ένα συντριβάνι.


του Στέφανου Μίλεση

Σήμερα η έκφραση "πρόσεξε μην καταλήξεις στον Τινάνειο" ακούγεται μάλλον απειλητική. Ωστόσο δεν είναι και αναφέρεται σε μια πραγματικότητα που επικρατούσε κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Οι συγγραφείς, ποιητές αλλά και ζωγράφοι της πόλης μας στερούμενοι ακόμα και των βασικών μέσων επιβίωσης πήγαιναν στον Τινάνειο κήπο όπου πωλούσαν αντί ευτελούς τιμής τα βιβλία ή τους πίνακές τους. Αυτοί οι λογοτέχνες, όπως και οι ζωγράφοι, δεν ήταν ασήμαντοι, αλλά σπουδαία ονόματα όπως ο θαλασσογράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης, αλλά και λογοτέχνες όπως ο Δημοσθένης Βουτυράς ή ο Λάμπρος Πορφύρας και φυσικά πολλοί άλλοι. 

Ανάμεσά τους φιγουράρει και το όνομα του Αιμίλιου Βεάκη που πριν αποφασίσει να γίνει ηθοποιός ήθελε να γίνει ζωγράφος. Για αρκετά χρόνια ο Αιμίλιος Βεάκης πρόλαβε τον Βολανάκη να διδάσκει στο Καλλιτεχνικό κέντρο επί της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Α' (Αθηνάς τότε) στον Πειραιά. Τον θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Τον είχε πρότυπο και τον ανέφερε διαρκώς ως καλλιτέχνη που θαύμαζε, στο θείο του Παναγιώτη Δάρμα τον ξυλέμπορο όπου εργαζόταν. Και εκείνος του απαντούσε τότε νευριασμένος «θα καταλήξεις στον Τινάνειο κήπο σαν αυτόν που θαυμάζεις!» 

Εάν την ακούσει κάποιος σήμερα, θα πιστεύει ότι πρόκειται για μια απειλητική έκφραση ανθρώπων του λιμανιού. Ωστόσο κυκλοφορούσε ανάμεσα στους καλλιτέχνες όχι μόνο του Πειραιά αλλά και πανελλήνια που έλεγαν μεταξύ τους «μην πας στον Πειραιά διότι θα καταλήξεις να πουλάς τα έργα σου στον Τινάνειο για να ζήσεις»

Και αυτό δυστυχώς ήταν μια πικρή αλήθεια. Όσοι επιχείρησαν τότε να ζήσουν με μοναδική πηγή εισοδήματος την τέχνη τους, ατύχησαν οικτρώς. Μόνο ο Γεώργιος Σουρής ξέφυγε από τη μοίρα των υπολοίπων καθώς η εφημερίδα του «Ο Ρωμηός» του εξασφάλιζε μια μόνιμη και σταθερή πηγή εισοδήματος. Ακόμα όμως κι αυτός για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του τα πρώιμα χρόνια της έκδοσης της και καθώς ήθελε να δώσει τις πτυχιακές του εξετάσεις για να εξασφαλίσει πόρους, διορίστηκε υπάλληλος στην Στατιστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών. 

Ο Σουρής στον Τινάνειο κήπο


Επρόκειτο φυσικά για διορισμό αργομισθίας καθώς ο Σουρής δεν πήγαινε στην εργασία του αλλά μελετούσε στο σπίτι του για τις εξετάσεις που θα έδινε. Τέτοιοι διορισμοί αργόμισθων δεν αποτελούσαν σπάνιες περιπτώσεις τότε. Στη θέση αυτή έμεινε εννιά μήνες μέχρι να απολυθεί από την κυβέρνηση Δεληγιάννη και να παραπεμφθεί, μαζί με άλλους αργόμισθους, σε επιτροπή εξέτασης. Η Επιτροπή του καταλόγισε το ποσό των μισθών που έλαβε, χωρίς να εργαστεί, ποσό που φυσικά όφειλε να επιστρέψει. Έτσι ο Σουρής έμελλε να πληρώσει ακριβά τη μοναδική θέση δημοσίου που κατέλαβε στη ζωή του. Ακολούθησε η απόρριψή του στις πτυχιακές εξετάσεις που έμεινε ιστορική. 

Οι περισσότεροι λογοτέχνες γνώριζαν την κατάσταση και δεν περίμεναν να ζήσουν από τη συγγραφή, αλλά ασκούσαν κάποιο άλλο επάγγελμα που τους εξασφάλιζε τα απαραίτητα. Ακόμα πιο τυχεροί ήταν οι Παύλος Νιρβάνας και Άγγελος Τανάγρας που ήταν ιατροί του πολεμικού ναυτικού. Τραγική αντίθεση στο ξεπούλημα του Τινάνειου κήπου αποτελούσε η βασιλική αποβάθρα που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω. 

Μεταπολεμική όψη του λιμανιού φωτογραφημένη από την οδό Φίλωνος πάνω από τον Τινάνειο


Η Βασιλική αποβάθρα βρισκόταν περίπου μπροστά από το Δημαρχείο Πειραιά (Ωρολόγιο) ενώ ο Τινάνειος κήπος πίσω από αυτό. Στην βασιλική αποβάθρα γίνονται κάθε τόσο οι επίσημες υποδοχές ξένων ή ντόπιων βασιλέων, προέδρων και πρωθυπουργών και άλλων επισήμων. Φτωχοί, απελπισμένοι καλλιτέχνες αγωνίζονταν να ζήσουν με τα λίγα κέρματα που εισέπρατταν από την πώληση των έργων τους, ενώ λίγα μέτρα παρακάτω στην βασιλική αποβάθρα μπροστά από τον Άγιο Σπυρίδωνα συνωστίζονταν πλούσιοι και άρχοντες για να υποδεχθούν βασιλείς και άλλους επισήμους που κατέφταναν με πλοία. Από τη μια στρώνονταν κόκκινα χαλιά, παιάνιζαν οι φιλαρμονικές και κορίτσια με άνθη έραναν τους πρίγκιπες και λίγα μέτρα πιο πάνω, μέσα στον κήπο απλωμένα κατά γης οι πίνακες ζωγραφικής και τα βιβλία πάνω στα καρότσια πωλούνταν τα τρία ένα τάλιρο. Φανταστείτε πίνακες του κορυφαίου Έλληνα θαλασσογράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη να πωλούνται «αντί πινακίου φακής»! 

Έτσι είχε η κατάσταση και μάλλον από τότε ελάχιστα έχουν αλλάξει. Πρέπει κάποιος να «αποδημήσει εις Κύριον» για να πάρουν τα έργα του κάποια αξία ή να διαβαστούν τα βιβλία του. Καλό λόγο όσο ζει ο λογοτέχνης ή ο καλλιτέχνης στην Ελλάδα και ειδικά στον Πειραιά, δύσκολα θα ακούσει…

Θεμιστόκλειος (Τινάνειος) σήμερα


Αυτό το ξεπούλημα έργων στον Τινάνειο δεν ενοχλούσε μόνο όσους λογοτέχνες το έπρατταν αλλά και τους υπόλοιπους. Εκείνη την εποχή οι λογοτέχνες γνωρίζονταν μεταξύ τους, πολύ περισσότερο όταν κινούνταν στην ίδια πόλη. Μόλις εξέδιδαν κάποιο νέο βιβλίο το έστελναν στους συναδέλφους τους γράφοντας πάνω του «τιμής ένεκεν». Πολλοί όμως από αυτούς λόγω της φτώχειας, όπως είπαμε, πήγαιναν και πωλούσαν στον Τινάνειο τα βιβλία δίνοντας προτεραιότητα σε όσα είχαν αποκτήσει «τιμής ένεκεν». Όταν το έμαθε αυτό ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης είπε το εξής:
- «Τους στέλνουμε τα βιβλία μας τιμής ένεκεν και τα πωλούν… μισοτιμής ένεκεν!».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"