Ιωάννης Κουγιούλης, Η Μεταλλοβιομηχανία του Νέου Φαλήρου

Αιμίλιος Προσαλέντης, Πειραιάς 1897


του Στέφανου Μίλεση

Ο Ιωάννης Κουγιούλης υπήρξε ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης βιοτεχνίας κλινών στο Νέο Φάληρο. Γεννήθηκε στην Βολισσό Χίου το 1881 και πέρασε την παιδική του ηλικία βοηθώντας τον πατέρα του Μιχάλη που ήταν αγρότης στα χωράφια. Η οικογένεια όμως δυσκολευόταν καθώς  στερείτο ακόμα και το καθημερινό της φαγητό. Αποφάσισαν να αφήσουν το νησί τους και να εγκατασταθούν στον Πειραιά όπως άλλωστε το ίδιο έκαναν κι πολλοί άλλοι Χιώτες εκείνη την εποχή. Όρισαν μάλιστα η αναχώρησή τους να γίνει στις 12 Δεκεμβρίου του 1894 ανήμερα δηλαδή του Αγίου Σπυρίδωνα πολιούχου του Πειραιά. 

Είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν 20 δραχμές για την μετεγκατάστασή τους στον Πειραιά. Στο πλοίο συνάντησαν Χιώτες του Πειραιά που τους υπέδειξαν να πάνε να εγκατασταθούν στη χιώτικη πλευρά της πόλης και ειδικώς στην Γούβα του Βάβουλα όπου τα ενοίκια ήταν χαμηλότερα. Η οικογένεια ακολουθώντας τη συμβουλή τους βρήκε δωμάτιο με 8 δραχμές τον μήνα. Όμως το πρόβλημα που έπρεπε γρήγορα να επιλυθεί ήταν να βρει εργασία ο πατέρας της οικογένειας Μιχάλης που ήταν αγρότης και ήξερε μόνο από φρούτα και καρπούς. 

Σε μια πόλη που ζούσε από το λιμάνι και τα εργοστάσια ήταν δύσκολο ένας αγρότης να βρει εργασία. Έτσι αγόρασε ένα κοφίνι το γέμισε με μήλα και έβγαινε στους δρόμους καθημερινά για να τα πουλήσει. Τα μήλα έγιναν ροδάκινα, πορτοκάλια, σύκα, σταφύλια και ό,τι άλλο τραβούσε τον κόσμο ανάλογα την εποχή. Με βροχές και κρύα ή με τον ήλιο να τον χτυπά κατακούτελα είχε γίνει γνωστός στις γειτονιές που περιόδευε και ο κόσμος ανέμενε την ώρα που θα περνούσε για να αγοράσει τα φρούτα του. 

Την εποχή του πολέμου του 1897 κατέπλεαν στον Πειραιά επιταγμένα επιβατηγά πλοία που είχαν μετατραπεί σε νοσοκομειακά δεκάδες τραυματίες τους οποίους διένειμαν σε διάφορα νοσοκομεία του Πειραιά και της Αθήνας. Μια μέρα ο Ιωάννης που περπατούσε στην Γεωργίου Α’ έπεσε πάνω σε μια νεκρώσιμη πομπή ενός αξιωματικού που είχε υποκύψει στα τραύματά του. 

Ο νεαρός Χιώτης φορώντας ακόμα τα ρούχα του νησιού καταγωγής του σταμάτησε για να την παρακολουθήσει και ειδικώς τη μουσική που προπορευόταν της πομπής, παίζοντας διάφορα εμβατήρια. Τότε ένας αστυνομικός τον έσπρωξε και του ζήτησε να απομακρυνθεί. Στον Πειραιά την εποχή εκείνη χιλιάδες νεαροί αλλά και παιδιά ζούσαν στους δρόμους και κύρια στο λιμάνι προσπαθώντας να επιβιώσουν. Πολλοί από αυτούς άρπαζαν πορτοφόλια ή εμπλέκονταν σε άλλες παρανομίες και μαζεύονταν όπου υπήρχε πολύς κόσμος. Το γεγονός ότι τον πέρασαν για τέτοιον άνθρωπο, του δρόμου, τον στενοχώρησε ιδιαίτερα. Επέστρεψε στο σπίτι του και ρώτησε τη μάνα του Σοφία αν φαινόταν για κλέφτης. Παρά τις διαβεβαιώσεις της μητέρας του ότι δεν έδινε αυτή την εντύπωση, το περιστατικό χαράχθηκε βαθιά στην ψυχή του και έκτοτε έβαλε σκοπό να ανέλθει οικονομικά για να μην βρεθεί ποτέ ξανά σε αυτή τη θέση. 

Γράφτηκε στο Α’ Σχολαρχείο Πειραιώς στην Πλατεία Κοραή. Χρήματα όμως για αγορά βιβλίων και τετραδίων δεν υπήρχαν. Σκέφτηκε να παρατήσει το σχολαρχείο για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στην οικογένεια. Την τελευταία στιγμή παρενέβη ο δάσκαλος Αναστάσιος Παρασκευόπουλος και με τη βοήθειά του τα όποια προβλήματα ξεπεράστηκαν. Ωστόσο δεν κατάφερε να τελειώσει το Γυμνάσιο Πειραιώς καθώς ο πατέρας του ανακοίνωσε ότι το μικρεμπόριο με τα φρούτα δεν πήγαινε καλά και ότι θα έπρεπε να πιάσει δουλειά. Με πόνο ψυχής ο Ιωάννης Κουγιούλης εγκατέλειψε το γυμνάσιο το 1902 και έπιασε εργασία σε μια αποθήκη ακατέργαστων μετάλλων, του Αλεξανδρόπουλου. Εργάστηκε τέσσερα χρόνια στην αποθήκη και όταν το 1906 αποχώρησε είχε συγκεντρώσει το ποσό των 10 χιλιάδων δραχμών. Το μεγαλύτερο κέρδος του όμως ήταν ότι είχε μάθει πολλά για τα μέταλλα. 


Ο Ιωάννης Κουγιούλης

Συναντήθηκε με έναν φίλο του τον Δημοσθένη Δημακίδη ο οποίος προσέφερε και αυτός τις οικονομίες του που ήταν δύο χιλιάδες δραχμές και τον Ιούνιο του 1906 συνέστησαν από κοινού στον Πειραιά μια βιοτεχνία κατασκευής κλινών. Εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό οίκημα στο κτήμα Κακαβούλη, πίσω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Πελοποννήσου, κοντά στις φυλακές υποδίκων της οδού Κάστορος. Τα πράγματα με τη συνεργασία δεν πήγαν καλά όμως και διαρκείς διαφωνίες προκαλούσαν προβλήματα. Ο Κουγιούλης αναγκάστηκε να καταβάλλει στον Δημακίδη τις δύο χιλιάδες δραχμές που είχε βάλει ως κεφάλαιο συμμετοχής και έτσι έμεινε μόνος στην επιχείρηση. Για να πετύχει έπρεπε τώρα να προσπαθήσει διπλά. Το 1910 μετεγκατασταθεί σε κεντρικότερο σημείο στην οδό Ντενί Κοσσέν (σημ. 34ου Συντάγματος Πεζικού) το οποίο αργότερα αγόρασε.


Εργαζόμενοι στην Βιοτεχνία Κλινών Ιωάννη Κουγιούλη


Στον δικό του πλέον χώρο αγόρασε σύγχρονα μηχανήματα κατασκευής κλινών. Τα δύσκολα χρόνια της αρχής είχαν περάσει και η επιχείρηση αποκτούσε φήμη και παραγγελίες μαζί. Τα κρεβάτια Κουγιούλη έγιναν ανάρπαστα όχι μόνο στα σπίτια αλλά και στα ξενοδοχεία, στις κλινικές και στα νοσοκομεία. Το 1914 έχοντας στεριώσει για τα καλά την επιχείρησή του ο Κουγιούλης πήγε στην Αγγλία για να δει τους τρόπους κατασκευής κλινών και να παραγγείλει νέα μηχανήματα. 

Το 1926 μετέφερε το εργοστάσιο στο Νέο Φάληρο σε νεοαναγειρόμενο κτήριο δίπλα ακριβώς από τον Σταθμό του «Ηλεκτρικού» Φαλήρου. Δεν ήταν πλέον μια απλή βιοτεχνία κατασκευής κλινών αλλά εργοστάσιο Μεταλλοβιομηχανίας. Δεν παρήγαγε μόνο κλίνες αλλά κάθε είδους μεταλλική κατασκευή. Η Μεταλλοβιομηχανία Κουγιούλη εξήγαγε μεταλλικά έπιπλα στην Συρία, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, στην Αλβανία, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο κ.α.


Ο Ιωάννης Κουγιούλης το 1927

  
Ο οίκος Κουγιούλη ιδρύθηκε το 1906 όπως αναγράφει και η σχετική διαφήμιση, όμως εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Νέου Φαλήρου το 1926.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"