Ο λογοτέχνης Νίκος Χαντζάρας και η εικόνα «Ρόδον το Αμάραντον»

Η θαυματουργή εικόνα Ρόδον το Αμάραντον
στο εκκλησάκι της οδού Αθανασίου Δρίβα. Ο λογοτέχνης Νίκος Χαντζάρας μας κληροδοτεί μια ιστορία που καταγράφει το ιστορικό της εικόνας.

 

του Στέφανου Μίλεση

Όπως είναι γνωστό υπάρχουν μέχρι σήμερα δύο εκδοχές για την ανεύρεση της ιερής εικόνας «Ρόδον το Αμάραντον» της Πειραϊκής. Η πρώτη θέλει να βρίσκεται τυχαία σε αγρό της έρημης ακόμα Πειραϊκής το 1890 σε έκταση γης ιδιοκτησίας Αναστασίου Κατσαρού. Η δεύτερη εκδοχή καταγράφει την ανεύρεσή της στα βράχια της Πειραϊκής από ψαράδες. Και στις δύο αυτές εκδοχές υπάρχει πάντα η μεσολάβηση της οικογένειας Αναστασίου Κατσαρού που ανήγειρε ναό για τη στέγασή της. Το οικόπεδο εκείνου του πρώτου μικρού ναού, βρισκόταν στην περιοχή με την ονομασία «Συνοικία του Χαραμή».


Ωστόσο υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή που όχι μόνο εξηγεί πώς έφτασε η εικόνα στον Πειραιά, αλλά και τη μεγάλη ιστορία της. Στην εκδοχή αυτή μάλιστα, οφείλουμε να δώσουμε την πρέπουσα βαρύτητα καθώς στηρίζεται στην αφήγηση ενός Πειραιώτη που δεν ήταν τυχαίος καθώς υπήρξε επώνυμος λογοτέχνης. Αναφέρομαι στον Νικόλαο Χαντζάρα (1881 – 1949) η οικογένεια του οποίου υπήρξε από τις πρώτες που κατοίκησαν κοντά στη συνοικία Χαραμή, συγκεκριμένα στη θέση «Σταυρός» που τότε βρισκόταν στο Σηματογραφείο του Πειραιά σε μια ψηλή ραχούλα πάνω από τη σημερινή πλατεία Σερφιώτη. Τότε οι αποστάσεις που μεσολαβούσαν από τη συνοικία Χαραμή μέχρι τον «Σταυρό» ήταν έρημες και ακατοίκητες και θεωρούνταν κοντινές. Επίσης φαίνεται να υπάρχει συμφωνία στις χρονολογήσεις γεγονός που καθιστά την ιστορία αυτή ως πιθανή.

Ο αρθρογράφος Αντώνης Μαρμαρινός καθώς υπήρξε στενός φίλος του λογοτέχνη Νίκου Χαντζάρα, αφιέρωσε στην πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος» ένα άρθρο στον αποβιώσαντα φίλο του. Έγραψε για τη ζωή του, το έργο του, αλλά και για το πώς έφτασε αυτός και η οικογένειά του στον Πειραιά. Στην προσπάθεια καταγραφής του βίου του αποθανόντος λογοτέχνη, ο Μαρμαρινός χρησιμοποίησε παλιά αποκόμματα εφημερίδων, όπου ο Χαντζάρας είχε αναφέρει διάφορα γεγονότα για τον γενέθλιο τόπο του, που ήταν η έρημη τότε Πειραϊκή, τη συνοικία του Χαραμή, πάνω από τον όρμο του Τηλεγράφου (σημερινό όρμο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων), αλλά και τη θέση «Σταυρός».

Ο λογοτέχνης Νίκος Χαντζάρας, ο "Πειραιώτης"


Ήρθε επίσης σε επαφή και με άλλους λογοτέχνες, σύγχρονους της εποχής του Χαντζάρα, που τον γνώριζαν και θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην έρευνα αυτή. Ανάμεσά τους και ο λογοτέχνης Χρήστος Λεβάντας. Κύρια όμως χρησιμοποίησε τα χρονογραφήματα του Χαντζάρα από την εποχή που έγραφε για λογαριασμό της εφημερίδας «Φωνή του Πειραιώς» από τον Ιανουάριο του 1945 έως το Μάιο του 1949. Στα περισσότερα από αυτά, ο Χαντζάρας καταγράφει τόσο την ιστορία της οικογένειας του πατέρας του, όσο και της μάννας του. Κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων η ιστορία συνοπτικά έχει ως εξής:

Παιδί ακόμα ο Νίκος Χαντζάρας άκουγε τους γονείς του να διηγούνται τις περιπέτειες των οικογενειών τους. Θυμάται την ιστορία της οικογένειας του πατέρα του που από την Βόρεια Ήπειρο, από την ηρωική πόλη της Χειμάρρας, κατέφυγε στην Κέρκυρα μη αντέχοντας την τουρκική σκλαβιά. Αργότερα η οικογένεια θα αναζητήσει την τύχη της ξανά σε άλλο μέρος και θα βρεθεί στο Άργος. Ο πατέρας του ο Γιάννης, θα εγκαταλείψει με τη σειρά του το Άργος και θα βρεθεί το 1874 τσοπάνης να βόσκει πρόβατα στην έρημη Πειραϊκή. Τον πήρε στη δούλεψή του ένας Τσέλιγκας ο Μπαρμπα-Τάσσος που είχε νοικιάσει όπου έβρισκε εκτάσεις  για να βοσκά τα πρόβατά του. Τις περισσότερες φορές στην Πειραϊκή, αλλά και στο Πέραμα, στον Άγιο Γιώργη, στο Δαφνί, στο Κουτσικάρι (σημερινός Κορυδαλλός) αλλά και σε διάφορα χωράφια της Αθήνας.

Αργότερα μια εύπορη Υδραίικη οικογένεια  πήρε τον νεαρό Βορειοηπειρώτη στη δούλεψή της και τον έβαλε να καθαρίζει τα άλογα που είχε. Αυτή η οικογένεια έμενε στις παρυφές της Υδραίικης κοινότητας, στη συνοικία του Χαραμή. Επρόκειτο για την υδραίικη οικογένεια του Νικολάου Τζουρντού που ήταν περισσότερο γνωστός στον Πειραιά με το παρατσούκλι Μπογιατζής. Εκεί  ο Γιάννης γνώρισε μια κοπέλα, την Μπήλιω Ξένου, που μόλις είχε φτάσει από την Ύδρα και έμενε στο σπίτι του αφεντικού του, προσκεκλημένη της γυναίκας του Ζωή Κατσιπούλη (γνωστή περισσότερο ως Ζωΐτσα) που την είχε πάρει στην προστασία της καθώς ήταν συγγενείς. Φιλοξενούμενοι και οι δύο τους, γνωρίστηκαν κι αποφάσισαν να ενώσουν τις τύχες τους.

Εκεί σε ένα μικρό σπιτάκι που οικοδόμησαν είδε για πρώτο φορά το φως του κόσμου ο Νίκος Χαντζάρας το 1881, στη θέση «Σταυρός» που βρισκόταν στην κορυφή μιας ραχούλας δίπλα από τη σημερινή Πλατεία Σερφιώτου. Ο πατέρας του από τσοπάνης γρήγορα έγινε αραμπατζής (αμαξάς) αφού είχε μάθει την εργασία με τα άλογα. Διέθετε ένα τετράτροχο κάρο με δύο άλογα που συχνά κατέβαζε τα καλοκαίρια για να πλύνει στη μικρή παραλία που σήμερα αποκαλούμε «Καλαμπάκα».

Στην έρημη Πειραϊκή ακτή αρχές του 20ου αιώνα διακρίνεται μόνο ο όρμος του Τηλεγράφου (Κανελλόπουλου) πάνω αριστερά


Η ιστορία όμως που του προξενούσε μεγαλύτερο δέος στον Νίκο ήταν αυτή της μάννας του καθώς ήταν παλιά και έκρυβε κι ένα μυστικό! Δεν ήταν λίγες οι οικογένειες την εποχή εκείνη του ξεριζωμού, της σκλαβιάς και του πολέμου που κουβαλούσαν παραδόσεις και θρύλους. Και η οικογένεια της μητέρας του, η οικογένεια Ξένου από την Ύδρα, διατηρούσε ένα μυστικό που προκαλούσε στα μέλη της μυστικότητα και δέος.

Ο πατέρας της ο Γιώργης Ξένος, δηλαδή ο παππούς του Νίκου ήταν γνωστός Υδραίος καραβοκύρης. Το αληθινό επίθετο της οικογένειας όμως ήταν Χρυσομάλλη. Πώς όμως από οικογένεια Χρυσομάλλη, έγιναν οικογένεια Ξένου; Η ιστορία που του διηγήθηκε η μάνα του έλεγε πως ο προπάππους του ζούσε με την οικογένειά του στην Καλλίπολη των Δαρδανελίων φυλάσσοντας τα έθιμα και τις παραδόσεις των προγόνων τους παρά τις διώξεις των Τούρκων και τα πικρά χρόνια της σκλαβιάς. Η οικογένεια Χρυσομάλλη ωστόσο είχε έναν επιπλέον λόγο να φοβάται. Ο προπάππους του ήταν Σεΐζης, δηλαδή ιπποκόμος στο τοπικό Σαράι. Με την βοήθεια του αδελφού του και του πατέρα του είχαν αφαιρέσει από αυτό μια βυζαντινή εικόνα, που οι Τούρκοι με τη σειρά τους είχαν αρπάξει από την Πόλη. Οι Τούρκοι όμως σύντομα έμαθαν ποιος την πήρε κι άρχισαν να τους αναζητούν μανιασμένοι. 

Έβγαλαν φιρμάνι πως όταν τον βρουν οποιονδήποτε από την οικογένεια Χρυσομάλλη θα τον απαγχονίσουν. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βρεθούν στα ίχνη του προπάππου του, καθώς όλοι στην Καλλίπολη Θράκης γνώριζαν ότι η εικόνα βρισκόταν στα χέρια της οικογένειας Χρυσομάλλη. Έτσι άρον-άρον μόλις έμαθε ότι τον ψάχνουν επιβίβασε όλη του τη φαμίλια σε μια μικρή βάρκα μαζί τον αδελφό και τον πατέρα του και τράβηξαν για την ελεύθερη από τους Τούρκους Ύδρα. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν περίπου στις αρχές του 1800. 

Ταξιδεύανε με τη μικρή τους βάρκα δέκα μερόνυχτα κυριολεκτικά χαμένοι στο πέλαγος, αλλά δεν φοβόντουσαν καθόλου καθώς γνώριζαν ότι έφεραν μαζί τους την εικόνα της Παναγίας που τους προστάτευε. Την είχαν σώσει από τα χέρια των Τούρκων! Δεν γνώριζαν και πολλά για το εικόνισμα παρά μονάχα ότι ήταν βυζαντινό, πως είχε φιλοτεχνηθεί στην Πόλη και πως είχε διασωθεί από την λεηλασία και την καταστροφή, αλλά όχι και από την αρπαγή. Οθωμανοί στρατιώτες την είχαν μεταφέρει στον Πασά της Θράκης ως δώρο από τα λάφυρα της Πόλης. Την έλεγαν «Ρόδον το Αμάραντον»!

Η οικογένεια Χρυσομάλλη ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασε στην Ύδρα και φρόντισε να κάνει μια νέα αρχή. Όμως στην Πελοπόννησο βρισκόταν ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής στη Ρούμελη. Η ευημερία και αυτονομία της Ύδρας ήταν επίπλαστη, κι έτσι έκριναν ότι έπρεπε να κρύψουν την εικόνα, να μην πουν τίποτε σε κανέναν αλλά και να αλλάξουν κι αυτό ακόμα το όνομα της οικογένειας. Δηλώθηκαν στα μητρώα του νησιού με άλλο επίθετο. Καθώς ήθελαν να μείνουν ξένοι μεταξύ ξένων, βρήκαν πρόχειρο το επίθετο «Ξένος» και με αυτό τελικά τους έμαθαν όλοι. 

Ο προπάππους όρκισε όλα τα μέλη της οικογένειας να ξεχάσουν τόσο την εικόνα όσο και το επίθετο «Χρυσομάλλη» που μέχρι τότε έφεραν. Με τον καιρό έγιναν ένα με τους Υδραίους, τόσο που η καταγωγή τους ξεχάστηκε και άρχισαν κι αυτοί στο τέλος να θεωρούνται Υδραίοι. Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε κάποτε η ελευθερία στο Γένος και δημιουργήθηκε ελεύθερη πατρίδα. Ο παππούς του Νίκου, ο καπετάν Γιώργης Ξένος γεννημένος στην Ύδρα είχε γίνει ναυτικός αλλά είχε συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας κρατώντας φυλαγμένη την εικόνα. Το 1857 στην Ύδρα γεννήθηκε η μελλοντική μητέρα του Νίκου Χαντζάρα, η Μπήλιω, η κόρη του καπετάν Γιώργη. Την βάπτισαν Πελαγία μα οι αρβανίτες του νησιού τη φώναζαν Μπήλιω. 

Οι καλές ημέρες της ελευθερίας δεν κράτησαν για καιρό. Η  ανεργία χτύπησε ανελέητα το νησί, στο οποίο  κατοικούσαν πολλοί άνθρωποι, από όλα τα μέρη της Ελλάδας και όχι μόνο Υδραίοι. Μπάρκα δεν υπήρχαν, ούτε τρόπος για να ζήσει κάποιος. Οι ναυτολογήσεις είχαν σταματήσει και ο κόσμος περιπλανιόταν στις προκυμαίες αναζητώντας οποιαδήποτε εργασία στα ιστιοφόρα που κι αυτά όμως δυστυχώς βρίσκονταν αραγμένα, άλλα στην προκυμαία του νησιού κι άλλα έξω από το λιμάνι. Τότε πολλές οικογένειες το πήραν απόφαση κι άρχισαν να μετοικίζουν σε μια νέα πόλη-λιμάνι που δημιουργείτο δίπλα στη νέα πρωτεύουσα της χώρας την Αθήνα.

Ο Λιμήν Ζέας το 1917. Στο βάθος ο κεντρικός λιμένας και το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο. Μια πεντακάθαρη φωτογραφία στην οποία κάποιος μπορεί να διακρίνει τις πανέμορφες μονοκατοικίες που αποτελούσαν το οικιστικό σύμπλεγμα της πόλης. 


Οι Υδραίοι έφευγαν κατά κύματα φόρτωναν τα υπάρχοντά τους σε μικρά λατίνια και έφευγαν για τον Πειραιά. Ωστόσο ο Καπετάν Γιώργης είχε τον τρόπο του με το σκάφος του να επιβιώνει έστω και δύσκολα.  Η Μπήλιω, η μητέρα δηλαδή του Νίκου, έγινε ψυχοκόρη στη μεγάλη ναυτική οικογένεια του Κριεζή. Ήταν παράδοση τότε τα αγόρια να τα στέλνουν από μικρά ναυτόπουλα για να μάθουν την τέχνη και τα κορίτσια ψυχοκόρες. Αυτή την εποχή που η Μπήλιω ήταν ψυχοκόρη στην οικογένεια Κριεζή, θα τη θυμάται αργότερα με περηφάνια και θα παινεύεται διαρκώς στον Βορειοηπειρώτη άνδρα της για την υδραίικη καταγωγή της «Εγώ δεν θα παύσω ποτέ να είμαι η Υδραίισα Πελαγία Ξένου του Καπετάν Γιώργη, από νησί που έβγαλε καραβοκύρηδες κι ήρωες του Αγώνα και «κόρη» της οικογένειας Κριεζή πού ‘βγαλε ναυάρχους και πρωθυπουργούς» του θύμιζε όταν ήθελε να τον πειράξει. 

Όταν έγινε δεκαεπτά ετών, η οικογένεια Κριεζή θεώρησε ότι ήταν πλέον μεγάλη κι έπρεπε να τραβήξει τον δρόμο της. Έτσι την έστειλαν σε μια γνωστή τους οικογένεια στον Πειραιά. Από εκεί και πέρα η ιστορία είναι γνωστή. Τα χρόνια περνούσαν και η Μπήλιω μετά τον θάνατο του πατέρα της, κουβαλούσε την Αγία Εικόνα μαζί της χωρίς να έχει ποτέ πει τίποτα σε κανέναν. Όμως από την άλλη ήθελε να μεταφέρει το οικογενειακό μυστικό στο παιδί της. Φοβόταν μήπως πάθει κάτι και το πάρει μαζί της. Αλλά ούτε και η εικόνα της Παναγίας την άφηνε να ησυχάσει, όπως η ίδια θα περιγράψει στον γιο της. 

Μια μέρα έπιασε τον μικρό Νικόλα και του διηγήθηκε την ιστορία της οικογενείας της, που αφετηρία είχε την Καλλίπολη Θράκης. «Δεν θα σου αποκάλυπτα» του είπε «την ιστορία αυτή, διότι με έχει ορκίσει ο πατέρας μου και παππούς σου όπως και αυτούς πρωτύτερα ο προπάππους σου. Όμως η Παναγία από το πρωί γυρίζει το κεφάλι της και με παρακολουθεί με τα αυστηρά της μάτια. Μόλις κουνηθώ μου καρφώνει πάνω μου τα μάτια της. Άλλη φορά μου χαμογελάει, άλλη φορά μου φαίνεται σα δακρυσμένη. Της σκούπισα με καθαρό βαμβάκι το πραγματικό δάκρυ από τα μάτια της. Κυνηγιόταν από τους Τούρκους όλη η φαμελιά μας. Η διαταγή ήταν να ξεπαστρευτεί κάθε μέλος της οικογένειας αυτής». 

Ο μικρός Νικόλας άκουσε την ιστορία, αλλά έκτοτε έκανε πως δεν γνώριζε τίποτα, όπως άλλωστε υποσχέθηκε κι αυτός με τη σειρά του στην μητέρα του. Μεγαλώνοντας άρχισε να κυριεύεται από σκέψεις και συνειρμούς καθώς μοιραία ο εφηβικός του νους προσπαθούσε να σχετίσει γεγονότα, αποφάσεις και ανθρώπους σε μια προσπάθεια να εξάγει λογικό συμπέρασμα. «Για να πετάξει ο παππούς μου» έλεγε ο Χαντζάρας «το πραγματικό του επίθετο ‘Χρυσομάλλης’ και να λάβει το επίθετο ‘Ξένος’ φαίνεται πως ήταν άνθρωπος σπουδαίος, ίσως κανένας αυλικός ή άνθρωπος από το Σαράι. Στην Τουρκία υπάρχουν άραγε κι άλλοι Χρυσομάλληδες; Κυνηγιούνται κι αυτοί από τους Τούρκους; Κρυφτήκανε, ξενιτευτήκανε, πήρανε άλλα ονόματα και έμειναν στην Τουρκία;» σκεφτόταν διαρκώς ο Χαντζάρας.  

Θυμόταν ακόμα τον παππού του, πόσο σημαντική υπήρξε η συγκεκριμένη εικόνα στη ζωή του. Ακόμα κι όταν έφτανε στα στερνά του, δεν κοίταξε ούτε τα παιδιά του ούτε κανέναν άλλο παρά στράφηκε προς το εικονοστάσιο και κοίταξε την εικόνα της Παναγίας «Ρόδον το Αμάραντον», σταύρωσε τα χέρια του και ξεψύχησε.

Σύμφωνα με τα έθιμα των Καλλιπολιτών Θράκης, τα όπλα, όπως και τα εικονίσματα, τα έδινε ο πατέρας πάντα στον αρσενικό της οικογένειας. Είχε κανονιστεί αυτή η μεταβίβαση από πολλά χρόνια πριν, για να έχει την δύναμη να τα φυλάξει και να τα μεταβιβάσει με ασφάλεια σε άλλο αρσενικό, που θα γεννιόταν από την ίδια οικογένεια. Όμως ο Νίκος που είχε μάθει πρώτος το μυστικό της μητέρας του δεν ήταν ο πρωτότοκος. Είχε ακόμα έναν μεγαλύτερο αδελφό τον Αγγελή που δεν γνώριζε τίποτα, μα σύμφωνα με το έθιμο ήταν εκείνος που σαν ερχόταν η ώρα θα έπαιρνε την εικόνα. Μα ο Αγγελής που ήταν ναυτικός σαν τον παππού του τον Καπετάν Γιώργη τον Υδραίο πνίγηκε! «Αχ Παναγία μου!» φώναζε η μάνα του. Ποτέ δεν ξέχασε ο Νίκος τη μάνα του τη στιγμή εκείνη της αγγελία του θανάτου του πρωτότοκου υιού της. «Θυμάμαι τη θολούρα στο πρόσωπο της, όταν έμαθε πως πνίγηκε στον ωκεανό ο Αγγελής… Πώς έτριζε η εικόνα της Παναγιάς!...Η μάνα μου γονάτισε, έλυσε τα μαλλιά της κι άρχισε να κλαίει. Μεγάλο κακό έρχεται με φόρα να μας χτυπήσει. Πέστε και εσείς κάτω γρουσούζες, φώναζε στις αδελφές μου. Σπάστε το κεφάλι σας στο πάτωμα και παρακαλέστε την Παναγία να μας σώσει από την κακιά την ώρα. Εγώ η κακορίζικη κληρονόμησα το «Ρόδον το Αμάραντον», είπε, σκουπίζοντας τα δάκριά της. Εγώ χρόνια της ανάβω το καντήλι της, την πλένω με κρασί, της γυαλίζω την ασημένια κορώνα της. Μα αν κλείσω τα μάτια, σε τι χέρια θα βρεθεί; Εσύ είσαι καλός (απευθυνόμενη στον δεύτερο γιό της τον Νίκο), μα είσαι «πέσε πίττα να σε φάω!». Η Ελένη η προκομμένη μου κόρη θα την κληρονομήσει και θα την περιποιηθεί με ευλάβεια βαθιά όπως της αξίζει».

Η μάνα του και η αδελφή του η Ελένη και το σπιτάκι που πρωτοείδε ο Νίκος Χαντζάρας το φως του ήλιου, στάθηκε οι ζωοδόχες πηγές που έθρεψαν με τα γάργαρα νερά τους την ποιητική φλέβα του Χαντζάρα. Το αγροτικό σπιτάκι με τις κότες, τους κοκόρους, το αχούρι, την πορτοκαλιά στην αυλή, με τις ασβεστωμένες πλάκες, ψηλά στη ραχούλα του «Σταυρού» έμειναν εικόνες για πάντα χαραγμένες στη μνήμη του. Έκαναν παρέα με την οικογένεια του Κώστα Μπαϊκούτση που ζούσε στον όρμο πιο κάτω που ήταν επίσης αγωγιάτης και μαγαζάτορας.

Άποψη Πειραιά 1917 - Στο βάθος το Δημοτικό Θέατρο και μπροστά από αυτό ο Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στα αριστερά είναι ορατός και ο Άγιος Σπυρίδωνας. Ο απέναντι λόφος είναι έρημος από οικιστική δραστηριότητα. Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 1922, όλη η πλευρά η καλουμένη Ηετιώνεια Ακτή θα καλυφθεί από οικοδομές. 


Σύμφωνα λοιπόν με την αφήγηση του Νικόλαου Χαντζάρα το έθιμο του αρσενικού δεν τηρήθηκε και την εικόνα πήρε η αδελφή του Ελένη Χατζάρα το γένος Ξένου, η οποία συνέχισε τη ζωή της στον Πειραιά λαμβάνοντας το επίθετο του συζύγου της, άγνωστο ποιο ήταν αυτό. Για να μη χαθεί η εικόνα μίλησε στους γείτονες για την ιστορία της. Τους παρότρυνε να τη στεγάσουν. Όσο για τον Χαντζάρα εγκαταλείποντας το πατρικό του σπίτι της συνοικίας Χαραμή μετακόμισε νέος ακόμα στην Φρεαττύδα. 

Ο ίδιος ο Χαντζάρας έγραψε «Το χωριό μου του παλαιού καιρού ήταν η συνοικία του Αγίου Βασιλείου… όλη αυτή η μεγάλη πολιτεία του Πειραιά δεν αριθμούσε παραπάνω από τριάντα χιλιάδες κατοίκους. Και το δικό μας μέρος χωριζόταν από τον άλλο Πειραιά. Εδώ και σαράντα χρόνια πίσω είχαμε τα χωράφια του Κουλουριώτη Προκόπη, (που απλώνονταν) από την οδό Φρεαττύδας μέχρι την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου…. Με δύο βήματα από το «χωριό μου» βρισκόμουν μέσα στην εξοχή. Κι ήταν θαυμάσια η εικόνα των βράχων με τους ανθισμένους ασφοδέλους, τα σπερδούκλια…»

Ο Χαντζάρας δεν σπούδασε στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας του ήθελε να πιάσει τα γκέμια του τετράτροχου κάρου του για το οποίο ήταν περήφανος. Η μητέρα του από την άλλη ήθελε να τον δει καπετάνιο, να συνεχίζει την παράδοση των ναυτικών της Ύδρας. Εκείνος κατάφερε να μορφωθεί μόνος του διαβάζοντας Όμηρο, τους τραγικούς, τον Πίνδαρο, τον Θεόκριτο και άλλους.

Ο Νικόλαος Χαντζάρας έγινε γνωστός λογοτέχνης στον Πειραιά αρθρογραφώντας μάλιστα με το προσωνύμιο «Πειραιώτης». Η ιστορία όμως στο διάβα του χρόνου έχει δημιουργήσει παράξενα παιχνιδίσματα. Χρόνια αργότερα από τη μεταφορά της εικόνας «Ρόδον τον Αμάραντον» από την οικογένεια Ξένου (πρώην Χρυσομάλλη) από την Καλλίπολη Θράκης, μέσω Ύδρας, στον Πειραιά, ακολούθησε κι όλη η ελληνική κοινότητα της Καλλίπολης που έφτασε να εγκατασταθεί στον Πειραιά. Έφτιαξαν μια νέα πατρίδα που την ονόμασαν «Νέα Καλλίπολη» στο ίδιο ακριβώς σημείο που πρώτη η οικογένεια Ξένου είχε εγκατασταθεί. 

Από τον όρμο του Τηλεγράφου (Κανελλόπουλου) καλώδια σε τηλεγραφικούς στύλους διέσχιζαν την Πειραϊκή μεταφέροντας το σήμα στο κτήριο του Τ.Τ.Τ.


Σα να έφερε η εικόνα κοντά το λαό του τόπου καταγωγής της και να βρέθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια όλοι ξανά μαζί! Όσο για τον Χαντζάρα στις  2 Ιουνίου του 1949 προσβεβλημένος από εγκεφαλική παράλυση νοσηλεύθηκε  σε διάφορα θεραπευτήρια και ιδρύματα του Πειραιά. Αρχικά στον Λευκό Σταυρό και εν συνεχεία στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιώς. Στο τέλος μόνος, κατέφυγε στο Γηροκομείο Πειραιώς. Εκεί στην προσπάθειά του να ανάψει τσιγάρο προκάλεσε πυρκαγιά, από την οποία έπαθε εκτεταμένα εγκαύματα. Μεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο όπου ανακοινώθηκε και ο θάνατός του. Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Κωνσταντίνο Πειραιώς.

Όμορφος μάνα που ΄ναι ο κόσμος

απάρθενος και φωτεινός!

Κι΄ είναι βαθύς κι είναι μεγάλος

ψηλά ο γαλάζιος ουρανός

Ενταφιάστηκε σε τάφο, τιμής ένεκεν, του Δήμου Πειραιώς στο κοιμητήριο της Ανάστασης. Το Γηροκομείο Πειραιώς που τον φιλοξένησε στα στερνά του ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς σε εκκλησία της οποίας βρίσκεται πιστεύω ότι αναφέρεται αυτή η εικόνα της Παναγίας «Ρόδον το Αμάραντον» που έφεραν οι πρόγονοι της μητέρας του από την μακρινή Καλλίπολη Θράκης, την εικόνα που πήρε πίσω από τους Τούρκους η οικογένεια Χρυσομάλλη και που ύστερα από πολλές περιπέτειες έφεραν στον Πειραιά. 


Διαβάστε επίσης:

 «Η ξανθούλα της Φρεαττύδας». Το ρομάντζο που κατέγραψε ένα κοινωνικό φαινόμενο.


Πηγές:

- Εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς» άρθρο με τίτλο «Πάππου προς πάππου» του Νικόλαου Χατζάρα, φ. 11ης Ιουλίου 1945

- «Πάτερ Γεώργιος», εφημερίδα «Φωνή Πειραιώς» φ. 2 Φεβρουαρίου 1945.

- Εφημερίδα «Φωνή Πειραιώς», άρθρο με τίτλο «Ζωή και θάνατος» φ. 18 Μαΐου 1946.

- Εφημερίδα «Χρονογράφος», φ. 7 Ιουνίου 1956, «Νίκος Χατζάρας, η ζωή και το έργο του όπως τα διηγείται ο ίδιος» του Αντώνη Μαρμαρινού.

- Εφημερίδα «Χρονογράφος», φ. 7 Ιουνίου 1956, σελ. 2

- Εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς», άρθρο με τίτλο «Το Ειδύλλιο του πατέρα μου», φ. 3 Ιουλίου 1945

- Εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς», άρθρο με τίτλο «Το μάτι του γαρίδα», φ. 6 Ιουλίου 1945

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"