Εκπαιδευτήριο Ευγενίας Μπάρδη (1898-1956)

Το κτήριο της λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη 107 όπως είναι σήμερα


του Στέφανου Μίλεση

 

Η Ευγενία Μπάρδη υπήρξε διευθύντρια και ιδιοκτήτρια του ομώνυμου Παρθεναγωγείου, που με έτος ίδρυσης το 1898, κατέστη ένα από τα σημαντικότερα σχολεία του Πειραιά. Στο κτήριο επί της Βασιλίσσης Σοφίας 107 (πρώην Ελ. Βενιζέλου και ακόμα παλαιότερα Λ. Μουνιχίας), που από το 1927 στεγαζόταν το σχολείο, δέσποζε η πινακίδα «Παρθεναγωγείον Μπάρδη, έτος ιδρύσεως 1898». Αυτή έπαψε να υφίσταται από το καλοκαίρι του 1956 για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω.

Όμως πριν από το 1927 το Παρθεναγωγείο Μπάρδη είχε στεγαστεί και σε άλλες διευθύνσεις. Αρχικά στεγάστηκε στο Κτήριο Κωνσταντίνου, στη συμβολή των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Γεωργίου Α’. Αργότερα μεταφέρθηκε στην οικία Καμπανάου, στη συμβολή των οδών Ανδρούτσου και Λεωφ. Βασ. Γεωργίου Α’, ενώ από το 1927 -όπως προαναφέραμε- μεταφέρθηκε στο κτήριο Ν. Πιπινέλη επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 107, νυν Γρηγορίου Λαμπράκη.

Σε αυτή την διεύθυνση παρέμεινε τα περισσότερα χρόνια και σε αυτήν καθιερώθηκε στις μνήμες των παλαιών Πειραιωτών. Κοντά στα εκπαιδευτήρια Μπάρδη κατοικούσε και ο Γιάννης Τσαρούχης και ήταν μάλιστα από τους πρώτους άρρενες μαθητές της κατά τη χρονιά που το Παρθεναγωγείο μετατράπηκε σε Εκπαιδευτήριο, δεχόμενο και αγόρια. Την ίδια εποχή στο σχολείο ο Γιάννης Τσαρούχης είχε συμμαθητές τον Νίκο Καββαδία και τον πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη. Ως εκπαιδευτήριο παρείχε ολοκληρωμένο σύστημα παιδείας με νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, ξένες γλώσσες και μουσική. 



Αιτία για το κλείσιμο του σχολείου στάθηκε ένα θλιβερό γεγονός που προκάλεσε στην ιδιοκτήτρια μεγάλη ψυχική αναστάτωση και δοκιμασία, εξαιτίας της οποίας σχεδόν τυφλώθηκε!

Από το 1953 δέχθηκε την επίθεση ενός δασκάλου του σχολείου της, που υπέσκαπτε το έργο της και παρότρυνε και άλλους δασκάλους να στραφούν εναντίον της. Αφορμή η ηλικία της, που κατά τον υποκινητή ήταν πλέον μεγάλη και συνεπώς ακατάλληλη. Ο υποκινητής με την βοήθεια μερικών ακόμα δασκάλων ζήτησαν την παραίτησή της. Εκείνη αρνήθηκε και τότε ακολούθησε ομαδική παραίτηση. Όσοι αποχώρησαν άρχισαν να διαδίδουν τα μύρια όσα για το σχολείο και παρότρυναν γονείς και μαθητές να εγγραφούν σε άλλα σχολεία του Πειραιά.

Αυτό το χτύπημα συγκλόνισε όχι μόνο τη φήμη αλλά και το ηθικό της Μπάρδη, που σε συνδυασμό με την οικονομική της κατάσταση, την οδήγησαν σε μεγάλη στενοχώρια εξαιτίας της οποίας έχασε σχεδόν την όρασή της. Στο πλευρό της στάθηκε μόνο ο παλαιός μαθητής του σχολείου, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης, που από τον Σεπτέμβριο του 1954 ανέλαβε την παιδαγωγική του διεύθυνση.  Παρά του ότι αγωνίστηκε να διατηρήσει σε λειτουργία το σχολείο, που ήταν ο αγώνας της ζωής της, κόβοντας ακόμα και το καθημερινό της φαγητό, δεν τα κατάφερε.

Εκπαιδευτήριον Ε. Μπάρδη, με τον πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη στην παιδαγωγική διεύθυνση.

Με μεγάλη αγωνία τόσο η ίδια όσο και ο Πυρουνάκης, κράτησαν το σχολείο μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς του 1956, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τα πτυχία  και τα ενδεικτικά οι μαθητές εκείνης της χρονιάς. Οι μήνες από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 1956 αποτέλεσαν την τελευταία πράξη της ζωής του σχολείου της. Το εκπαιδευτήριο έκλεισε και η ιδιοκτήτρια βρέθηκε στον δρόμο. Η μικρή σχετικώς περιουσία της πουλήθηκε για να εξοφληθούν οι οφειλές της. Μια ομάδα παλαιών μαθητριών φρόντισαν για την εισαγωγή της στο γηροκομείο Ψυχικού. Εκεί στο γηροκομείο ξεχασμένη από τους περισσότερους, μόνη και πάμπτωχη άφησε την τελευταία της πνοή το 1959.


Εφημ. «Η Φωνή του Πειραιώς», φ. 10 Ιουλίου 1956 (άρθρο Σαρ. Σαραντάκος)

Εφημ. «Ελευθερία», φ. 12 Σεπτεμβρίου 1954, σελ. 2

Εφημ. "Χρονογράφος", φ. 26 Ιουνίου 1955, σελ. 2.

 


Οι τελευταίες στιγμές του Ανδρέα Μιαούλη και ο τάφος του στον Πειραιά

Μαρμάρινη επιγραφή από τον τάφο στον οποίο εναποτέθηκε η σορός του Ανδρέα Μιαούλη στις 14 Ιουνίου 1835. Το έτος που αναγράφεται σε αυτήν (1838), δεν ανταποκρίνεται στο αληθινό έτος θανάτου του. Πρόκειται για το έτος αποπερατώσεως του πρώτου μνημείου, κοντά στο Βασιλικό Περίπτερο.
(Συλλογή Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος). 


του Στέφανου Μίλεση

Ο Ανδρέας Μιαούλης σταμάτησε να ταξιδεύει πριν ακόμα από την έναρξη της επανάστασης, σε ηλικία 47 ετών. Η διακοπή αυτή είχε να κάνει με προβλήματα υγείας που τον καταπονούσαν όπως οι ρευματισμοί. Η υγρασία επί του πλοίου τον έκανε να υποφέρει. 

Όμως όταν η επανάσταση άρχισε ο Μιαούλης επέστρεψε και πάλι στα καράβια. Με την έλευση του Όθωνα ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Είχε διοριστεί διευθυντής του ναυτικού. Το 1835 έγινε υποναύαρχος (ο ανώτερος βαθμός τότε) και ήταν επιθεωρητής στόλου ενώ παράλληλα ασκούσε καθήκοντα σύμβουλου της Επικράτειας. 

Τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους μια πνευμονία τον χτύπησε βαριά. Στο μεταξύ οικοδομούσε το σπίτι του στον Πειραιά, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, για την οποία έχουν υπάρξει πολλές αναφορές στο παρελθόν (θεωρήθηκε γρουσούζικο). Ο Μιαούλης επιθυμούσε να μείνει για πάντα στον Πειραιά, αντικρίζοντας το λιμάνι στο οποίο λίγα χρόνια πριν (το 1827) επιχειρούσε με τη φρεγάτα ΕΛΛΑΣ. 

Η οικία Μιαούλη (ως προς το ιδιοκτησιακό και μόνο καθεστώς) απαθανατισμένη από τον πατέρα της θαλασσογραφίας Κωνσταντίνο Βολανάκη.


Τον Μάιο του 1835 έπαθε και φυματίωση! Τόσο ο ίδιος όσο και ο κόσμος καταλάβαινε ότι ο ναυμάχος διάβαινε τους τελευταίους χρόνους της ζωής του. Ακόμα και η ακατοίκητη εν Πειραιεί οικία του είχε γίνει τόπος προσκυνήματος. Ο Όθωνας που μόλις είχε ενηλικιωθεί δύο φορές, τον επισκέφθηκε και τον βρήκε στο δωμάτιό του στην Αθήνα άρρωστο. Την δεύτερη φορά του κρέμασε στο στήθος μια κυανόλευκη ταινία με σταυρό και ο ναύαρχος τον ευχαρίστησε λέγοντας ότι πεθαίνει ευχαριστημένος. Στις 10 Ιουνίου 1835 ο Μιαούλης εξομολογήθηκε και μετέλαβε. Κάλεσε μόνο τα παιδιά του και τα φίλησε. Την άλλη ημέρα (11 Ιουνίου) «μπάρκαρε» για πάντα ήρεμος σα να κοιμήθηκε. 

Η προτομή του Α. Μιαούλη, στη θέση του σπιτιού που ουδέποτε κατοίκησε...

Στις 12 Ιουνίου το σώμα του έμεινε στο δωμάτιο της οικίας του και στις 13 μεταφέρθηκε για πρόχειρη ταρίχευση πρώτα κι ύστερα στη Μητρόπολη της Αγίας Ειρήνης. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ο νεκρός παρέμεινε όλη τη νύχτα για προσκύνημα του λαού που σχημάτιζε ουρές. Την ίδια εκείνη ημέρα, 13 Ιουνίου, εκδόθηκε Βασιλικό Διάταγμα που καθόριζε τη θέση του τάφου κοντά στον άλλο μεγάλο ναυμάχο της αρχαιότητας τον Θεμιστοκλή. 

Αποφασίστηκε η ανέγερση ενός λαμπρού μνημείου με δαπάνη του κράτους. Στις 14 Ιουνίου, στις 5 η ώρα το πρωί σχηματίστηκε μια μεγάλη πομπή στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η οικογένεια του Μιαούλη και πολλοί επίσημοι και με αυτόν τον τρόπο έφεραν το σκήνωμα στον Πειραιά. Στη θάλασσα, έξω από το σημείο όπου θα γινόταν η ταφή, είχαν συγκεντρωθεί πλήθος βαρκών του Ελληνικού, Γαλλικού, Αγγλικού και Αυστριακού ναυτικού. Επί του παράλιου τάφου, έγινε δέηση και αμέσως μετά τοποθετήθηκε το φέρετρο σε έναν λιτό τάφο. Ήταν ένας προσωρινός μέχρι να φιλοτεχνηθεί ένα λαμπρό ταφικό μνημείο, όπως όριζε η σχετική απόφαση. 

Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου και υπουργός Περικλής Αργυρόπουλος εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο. Για πολλές ώρες μετά η ατμόσφαιρα δονείτο από τις αποχαιρετιστήριες κανονιές τόσο από τη στεριά όσο και από τα καράβια. Η καρδιά του Ανδρέα Μιαούλη είχε προηγούμενα τοποθετηθεί σε μια χρυσή λήκυθο και είχε μεταφερθεί στην Ύδρα.  Έκτοτε το λιμάνι επεκτεινόταν και άκμαζε διαρκώς. Η ζωή του πειραϊκού λιμένα ξεκινούσε ουσιαστικά έχοντας όριο έναν τάφο! 

Ορθωνόταν στην δεξιά πλευρά (για τους εισπλέοντες) του λιμανιού. Από τον τάφο του Μιαούλη και μετά άρχιζε ένα πραγματικό χάος από αποθήκες, γερανούς, παροπλισμένα πλοία και ταρσανάδες και μικροναυπηγεία. Με την ανάπτυξη του λιμανιού, η θέση του τάφου του Ανδρέα Μιαούλη κρίθηκε ακατάλληλη και οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι Υδραίοι. Ο τάφος ήταν ο λιτός της πρώτης ταφής και κανένα λαμπρό μνημείο δεν είχε οικοδομηθεί. Έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν ότι θα έρθουν απροειδοποίητα στον Πειραιά για να πάρουν τα λείψανά του και να τα μεταφέρουν στην Ύδρα. Στο μεταξύ η αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών του Δήμου, του βασιλικού ναυτικού και των Υδραίων, είχε κορυφωθεί και λύση δεν βρισκόταν για τον τάφο του Μιαούλη. Λύση στο πρόβλημα επιχείρησε να δώσει τον Απρίλιο του 1940 ο Μιχάλης Μανούσκος καθώς επιθυμούσε την παράλληλη αξιοποίηση του χώρου του Βασιλικού Περιπτέρου με το νέο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή δίπλα του. Απέρριψε μια πρόταση για μετακομιδή των οστών του σε ταφικό μνημείο στην Πλατεία Αλεξάνδρας, καθώς θεώρησε ότι επρόκειτο για μια καθαρώς αστική περιοχή στην οποία δεν αρμόζουν ταφικά μνημεία. 

Τον πρόλαβε ο πόλεμος και τίποτα δεν άλλαξε. Μέχρι που το 1952 ο διοικητής της υπηρεσίας Παρακτίου Αμύνης,  ο υποναύαρχος Ι. Τούμπας, διέταξε την μετακομιδή των οστών, δίνοντας λύση στο πρόβλημα. Είχε προηγούμενα κατασκευάσει ένα νέο ταφικό μνημείο εντός του προαύλιου χώρου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Ο Τούμπας αναφέρθηκε στο νέο ταφικό μνημείο του Α. Μιαούλη στο πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στις 8 Απριλίου 1952, ημέρα που πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια των εγκαταστάσεων παρακτίου αμύνης. 

Ναύτες στο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή. Από τις τελετές μετακομιδής οστών Α. Μιαούλη, και διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου του 1952

Αποκαλυπτήρια προτομής Θεμιστοκλή (1952), από τον Βασιλιά Παύλο. Πίσω του ο Πρίγκιπας Γεώργιος. 



Αναφέρθηκε αρχικά στον τάφο του Θεμιστοκλέους διαβάζοντας τις αναφορές των αρχαιολόγων Ορλάνδου, Καρούσου και Παπαδημητρίου οι οποίες κατέγραφαν τους λόγους για τους οποίους ο τάφος του όρμου του Κανελλόπουλου, ήταν ο τάφος του νικητού της Σαλαμίνας. Εν συνεχεία, ανέφερε τους λόγους για τους οποίους ο Ι. Δραγάτσης είχε υποπέσει σε σφάλμα μη εκτιμώντας τη γεωγραφία της περιοχής, περί του σχηματισμού γωνίας που οριοθετούσε εσωτερικό όρμο στον οποίο η θάλασσα ήταν γαλήνια για τους κολυμβητές (μέχρι σήμερα η μικρή ακτή αποτελεί πρώτη επιλογή στους κολυμβητές της περιοχής). 

Ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Θεμιστοκλή, ο σχεδιασμός της οποίας είχε γίνει με βάση εκμαγείο της προτομής που είχε βρεθεί στην Όστια της Ιταλίας. Για αυτό και στα αποκαλυπτήρια μεταξύ των επισήμων βρισκόταν και ο πρεσβευτής της Ιταλίας Αλεσαντρίνι που είχε κομίσει το εκμαγείο. Επακολούθησε επίσκεψη στα κτήρια των εγκαταστάσεων και στο νέο ταφικό μνημείο του Ανδρέα Μιαούλη. 

Η προτομή του Θεμιστοκλή στην Ιταλία, από την οποία αντιγράφηκε με χρήση εκμαγείου και φιλοτεχνήθηκε η προτομή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Το εκμαγείο κόμισε ο ίδιος ο πρεσβευτής της Ιταλίας. 


Και πάλι όμως υπήρξαν αντιδράσεις, καθώς τόσο οι Υδραίοι όσο και οι δημότες του Πειραιά που επιθυμούσαν μια επίσκεψη στον τάφο του, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν εντός του απαγορευμένου στρατιωτικού χώρου. Οι Υδραίοι από την πλευρά τους επέμεναν, ότι η θέση των οστών του Μιαούλη ήταν εκεί που βρίσκεται και η καρδιά του. Δηλαδή εντός μιας λάρνακας στην Ύδρα. Το πρόβλημα για τη θέση του τάφου του Μιαούλη απασχολούσε για χρόνια τις δημοτικές αρχές του Πειραιά και της Ύδρας, τον Ο.Λ.Π. αλλά και τις υπηρεσίες του τότε Βασιλικού Ναυτικού. Και επρόκειτο για ένα διπλό πρόβλημα! 

Το δεύτερο κατά σειρά ταφικό μνημείο που κατασκευάστηκε εντός της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων το 1952.

Διότι αφενός υπήρχε έριδα για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της περιοχής του Βασιλικού Περιπτέρου, όπου βρισκόταν θαμμένος ο Μιαούλης (και μέχρι σήμερα η έκταση δηλώνεται από τον Δήμο Πειραιά στο κτηματολόγιο αλλά αναφέρεται ως ιδιοκτήτης ο ΟΛΠ), αφετέρου σε δεύτερο επίπεδο υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ Ύδρας και Πειραιά για το ποιος δήμος δικαιούνταν να φιλοξενεί τα οστά του. 

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι τα μαυσωλεία και τα ταφικά μνημεία των μεγάλων ανδρών πρέπει να ορθώνονται εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή. Με το πνεύμα αυτό άλλωστε έγινε μετακομιδή των οστών του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο. Διότι τελικώς οι αγώνες τέτοιων μεγάλων μορφών είναι αγώνες εθνικοί και όλοι επιθυμούν να σπεύσουν άπαντες να τους τιμήσουν. Μάρτυρες της δόξας του Μιαούλη δεν υπήρξαν μονάχα οι Υδραίοι αλλά όλοι οι θαλασσινοί που βρέθηκαν στις διαταγές του. 

Ο Μιαούλης υπήρξε ο Θεμιστοκλής της νεότερης ναυτικής ιστορίας, διαπράττοντας ακόμα και τα λάθη του πρώτου. Όμως προαναφέραμε από το 1952 ο τάφος του Μιαούλη μεταφέρθηκε εντός της Σχολής Ναυτικών. Το 1986 λέγεται πως έγινε μετακομιδή των οστών του στην Ύδρα όπου φυλασσόταν και η καρδιά του. Από τον πρώτο τάφο του Μιαούλη επί της Ακτής Αλκίμων το μόνο που διασώθηκε είναι ένα κομμάτι μαρμάρου το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος στην Φρεαττύδα. Και πώς να σωθεί κάτι άλλο, αφού επρόκειτο για τον λιτό πρώτο τάφο του ναυμάχου. Από τον θάνατό του και μετά η κυριότερη παράλια λεωφόρος και Ακτή του Πειραιά, έλαβαν το όνομά του σε Λεωφόρο και Ακτή Μιαούλη αντίστοιχα.


Διαβάστε επίσης:

Η κατάρα του σπιτιού του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη


Η προτομή του Ανδρέα Μιαούλη (1978)


Η πρώτη πολυκατοικία του Πειραιά

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Το 1951 υπήρξε το έτος εκείνο για τον Πειραιά που άρχισε να διαμορφώνεται η όψη και να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πόλης. Ήταν τότε που άρχισαν να εκδίδονται άδειες για την οικοδόμηση κατοικιών που είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο. Ανάμεσά τους και κάποιες πολυώροφες οικοδομές. Η καταστροφική κληρονομιά του Πειραιά από τους βομβαρδισμούς του πολέμου, αλλά και την οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε λόγω του εμφυλίου, ανέκαμψε την προσπάθεια ανοικοδόμησης. Μέχρι το 1950 ο Πειραιάς εξακολουθούσε να παραμένει χωρίς προσπάθεια ανοικοδόμησης των καταστραμμένων οικιών. Οικογένειες δεν μπορούσαν να επισκευάσουν τα καταστραμμένα σπίτια τους και πολλές εξ αυτών είχαν εγκατασταθεί εκτός πόλης. 

Το 1951 υπήρξε το έτος που φαίνεται πως τα πράγματα έλαβαν κάποια στροφή. Στις συνοικίες μικρά μονώροφα σπίτια άρχισαν να επισκευάζονται και είναι χαρακτηριστικό ότι εκδόθηκαν για τη χρονιά εκείνη συνολικά 855 άδειες για μονώροφες και (λιγότερες για) διώροφες κατοικίες στον Πειραιά. Όσο για τις τριώροφες οικοδομές ήταν μετρημένες στα δάκτυλα! Μια ανεγέρθηκε από τους Σπύρο και Ευάγγελο Ζαμπέλη επί των οδών ΙΙ Μεραρχίας και Κουντουριώτου και άλλη από την Πανελλήνια Ένωση Γονέων "Χριστιανική Αγωγή" επί της οδού Φίλωνος. 

Όμως τη χρονιά εκείνη εκδόθηκε και πρώτη άδεια για ανέγερση πολυκατοικίας!  

Η πρώτη σύγχρονη πολυκατοικία που ανεγέρθηκε στον Πειραιά, ήταν του Π. Παυλίδη στην Πλατεία Κανάρη στο Πασαλιμάνι. Χαρακτηριστικό της ήταν ότι οι δύο πρώτοι όροφοι είχαν ήδη πωληθεί σε γνωστούς Πειραιώτες δημοσιογράφους της εποχής. 

Η πολυκατοικία Παυλίδη ήταν (και είναι) επταώροφος με ρετιρέ. Στα σχέδια τουλάχιστον, προβλεπόταν σε κάθε διαμέρισμα να υπάρχει δωμάτιο υπηρεσίας. Η πολυκατοικία αυτή  υπήρξε η πρώτη που παρείχε όλες εκείνες τις ανέσεις που θεωρούταν σύγχρονες όπως κεντρική θέρμανση με καλοριφέρ, υδραυλικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, αποχέτευση και ασανσέρ. Αρχιτέκτονας της πολυκατοικίας ήταν ο Κ. Μακρής. 

Η πολυκατοικία Παυλίδη μόνη στέκει επί της Πλατείας Κανάρη.




Το 1952 υπήρξε έτος ανέγερσης μερικών ακόμα πολυκατοικιών, όπως εκείνη ιδιοκτησίας ΝΑΤ, ευρισκόμενη στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α’ και Αλιβιάδου, αλλά και πάνω από τον όρμο της Φρεαττύδος (που ακόμα υφίστατο) επί της Λεωφόρου Φρεαττύδος (Φρεαττύος).  


Απεικόνιση του 1958 εμφανίζει μόνο τρεις πολυκατοικίες να έχουν οικοδομηθεί από την Πλατεία Κανάρη μέχρι την Πλατεία Αλεξάνδρας.



Ε/Γ ΚΑΜΕΛΙΑ - Το πρώτο χαλύβδινο επιβατηγό πλοίο ελληνικής κατασκευής (1962)

Το υπό κατασκευή ακτοπλοϊκό σκάφος ΚΑΜΕΛΙΑ στα ναυπηγεία Αναστασιάδη και Τσορτανίδη στο Πέραμα.

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Ήδη από τα τέλη του 1959 είχε γίνει γνωστό ότι στα ναυπηγεία του Περάματος είχε ξεκινήσει η κατασκευή του πρώτου στην Ελλάδα χαλύβδινου σκάφους, για την εξυπηρέτηση ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Στην ουσία επρόκειτο για το πρώτο επιβατηγό μεγάλων διαστάσεων που κατασκευάσθηκε εξ ολοκλήρου από ελληνικά χέρια. Και αυτή την πρωτιά την απέσπασε το Πέραμα όπου διέθετε μέσα και εγκαταστάσεις περιορισμένης εμβέλειας.

Ο Γ. Βατικιώτης για λογαριασμό του οποίου ναυπηγήθηκε το πλοίο, έλαβε την πρωτοβουλία αυτή, πραγματικό ρίσκο στην εποχή του, επιδεικνύοντας πλήρη εμπιστοσύνη στα ναυπηγεία του Περάματος, παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις όσων των προσέγγιζαν για να του εκφράσουν τους φόβους τους. Το έργο ανατέθηκε στο ναυπηγείο Δ. Κ. Αναστασιάδη – Α. Χ. Τζορτανίδη και η χρονική καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή του, οφειλόταν κύρια σε οικονομικούς λόγους, παρά τα σημαντικά τεχνικά προβλήματα που είχαν υπάρξει.


Το ΚΑΜΕΛΙΑ είχε μήκος 54,5 μέτρων, πλάτος 8.50 μ. και ύψος 6.10 μ. Κατά το στάδιο κατασκευής του, επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις του Περάματος εκπρόσωποι Ιαπωνικών ναυπηγείων που μόλις είδαν από κοντά τα τεχνικά μέσα που διατίθονταν εκδήλωσαν την έκπληξή τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως υπήρχε μόνο ένας γερανός ανυψωτικής δύναμης 2 τόνων, ο οποίος καλείτο να διεκπεραιώσει τη μεταφορά προς συναρμολόγηση 300 τόνων ελασμάτων!

Αρχικά η κατασκευή είχε υπολογιστεί να διαρκέσει εννιά μήνες, αλλά αντ’  αυτού ολοκληρώθηκε τελικώς ύστερα από δύο έτη, αφού ύστερα από πολλές δυσχέρειες κατάφεραν να βρεθούν τα αναγκαία κεφάλαια για την αποπεράτωσή του. Το ΚΑΜΕΛΙΑ ήταν εφοδιασμένο με δύο μηχανές τύπου ΜΑΝ 2640 ίππων και ανέπτυσσε μέγιστη ταχύτητα 17 μιλίων (συνήθως ταξίδευε με 15 μ.). Είχε υπολογιστεί ότι μπορούσε το θέρος σε ταξίδια ημέρας να μεταφέρει μέχρι και χίλιους επιβάτες. Διέθετε μικρό αριθμό καμπινών ενώ το συνολικό κόστος κατασκευής του, περιλαμβανομένου των διαρρυθμίσεων έφτασε τα 11 εκατομμύρια περίπου. Μια απαίτηση του ιδιοκτήτη ήταν η συναρμολόγηση του σκάφους να γίνει με καρφιά (καρφωτό) και όχι με συγκόλληση των διαφόρων μερών του. Η καθέλκυση του ΚΑΜΕΛΙΑ πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 1962. 


Τα ναυπηγεία του Περάματος ήταν σημαντικό να ολοκληρώσουν μια τέτοια κατασκευή διότι στερούμενα επαρκών εγκαταστάσεων και χώρων κατάφεραν να αποδείξουν ότι μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα ξένα μεγάλα ναυπηγεία. Περίπου την ίδια εποχή με τη ναυπήγηση του ΚΑΜΕΛΙΑ επέτυχαν να κατασκευάσουν έξι σιδερένια αλιευτικά σκάφη μεσογειακής αλιείας.

Δυστυχώς το ΚΑΜΕΛΙΑ στα είκοσι χρόνια που εκτελούσε δρομολόγια γραμμής Σαρωνικού (1962-1982), συνάντησε το σκληρό ανταγωνισμό πολλών άλλων πλοίων όπως των "ΝΕΡΑΪΔΑ" του Λάτση, "ΠΟΡΤΟΚΑΛΗ ΗΛΙΟΥ", "ΜΥΚΗΝΑΙ" και πολλών επίσης οχηματαγωγών. Εκτελούσε δρομολόγια μέχρι και το 1982 στη συγκεκριμένη γραμμή και σήμερα φαίνεται απίστευτο πως στις γραμμές του Σαρωνικού που κάποτε ήταν δρομολογημένα τόσα πολλά πλοία, έφτασαν σήμερα να αναζητούν οικονομικά δρομολόγια εξυπηρέτησης...  

Φωτογραφίες από την κατασκευή του ΚΑΜΕΛΙΑ και τη ναυπήγησή του εδώ.



"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"