ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΖΩΗΣ

 

1906 - Συνέπειες αποκριάτικης τρέλας....


του Στέφανου Μίλεση

Τέτοιες ημέρες, τελευταία βδομάδα της Αποκριάς ήταν που συνάντησα στην Αμερική πριν λίγα χρόνια τον Θείο τον Δημήτρη. Στην Ελλάδα ήτανε ναυπηγός στα καΐκια, ο μαστρο-Δημήτρης με τ' όνομα. Φεύγοντας όμως για την Αμερική, αναγκάστηκε ν' αλλάξει και επάγγελμα και όνομα. Έγινε εργάτης σε ένα υφαντουργείο στο Μπίντιφορντ, και από μαστρο-Δημήτρης έγινε μίστερ Τζίμης. Εκείνο όμως που δεν άλλαξε σ' αυτό τον άνθρωπο ήταν η ψυχή του και η αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε. Για τούτο και πάντα σε κάτι τέτοια γυρίσματα του χρόνου, Απόκριες και Λαμπρή, η ψυχή του γέμιζε νοσταλγία και πόνο. Και τότε, κάτω από τον Αμερικανό Μίστερ Τζίμη ξυπνούσε ο μαστρο - Δημήτρης, φορτωμένος με τις αναμνήσεις της αλησμόνητης πατρίδας.

- Στην πατρίδα έχουμε τις μέρες τούτες Απόκριες, μουρμούριζε. Εδώ δεν υπάρχουν Απόκριες. Υπάρχουν μονάχα τσίκλες, που τις μασάς για να περάσεις τη μονοτονία σου!

Ίσως ο μπαρμπα Δημήτρης ήταν υπερβολικός στην κρίση του, ωστόσο είχε τους λόγους του. Ήταν οι ζωηρές αναμνήσεις του και η νοσταλγία. Για την Αμερική ο μπάρμπα Δημήτρης έφυγε μεγάλος, περασμένα τα είκοσιπέντε του χρόνια. Πιο πριν είχε ζήσει πέντε, έξι χρόνια στον Πειραιά, δουλεύοντας στα Ναυπηγεία στο Πέραμα. 

Κούλουμα στο Νέο Φάληρο το 1908.

Τότε, κάθε Καθαρή Δευτέρα, συνήθιζε να ανεβαίνει στην Αθήνα, που ήταν κάποιοι συγγενείς του και να πηγαίνουνε μαζί στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Σαν το μελίσσι βούιζε ο τόπος από τον κόσμο, που παρέες - παρέες είχε πιάσει τις απλοχωριές, άλλοι τους ξαπλωμένοι πάνω στην πρασινάδα και άλλοι χορεύοντας συρτό και τσάμικο. Ο κοσμάκης, ξεφάντωνε, γιορτάζοντας τα Κούλουμα. Τα σαρακοστιανά, τα μαρούλια και τα κρεμμυδάκια, ο ταραμάς και η φασολάδα χωρίς λάδι, οι ελιές, χαρακτές και ξιδάτες και οι λαγάνες, ζεστές και γεμάτες σουσάμι, ήταν όλα στρωμένα κατά γης και αποτελούσαν το πατροπαράδοτο φαγητό της ημέρας. Και πλάι τους, πλάι σ' όλην αυτή τη σαρακοστιανή ποικιλία, καμάρωναν οι γεμάτες νταμιτζάνες.

.........

Πρώτες Αποκριές της απελευθέρωσης το 1945 στο Πασαλιμάνι

Σε τέτοιες στιγμές, στα Κούλουμα και ο περαστικός ξένος γινόταν φίλος. Τον καλούσαν να τον κεράσουν ένα ποτήρι να σύρει μαζί τους μια βόλτα το χορό κι ύστερα, αν θέλει, ας πηγαίνει το δρόμο του ή πάλι και του αρέσει η συντροφιά τους, ας κάτσει και τούτος μαζί τους, σαν αδελφός με αδελφό και σα φίλος με φίλο, τη μέρα τη σημερινή. 

Όσο περνούσαν οι ώρες, οι νταμιτζάνες όλο και άδειαζαν, τα πόδια αποχτούσαν καινούργια φτερά και η φουστανέλα μερικών που χόρευαν μπροστά, ανέμιζε ψηλά σαν ένα κομμάτι άσπρο σύννεφο που ξέκοψε από τον ουρανό και έπεσε ανάμεσα στο πανηγύρι. Και πάνω από το πανηγύρι, το πατροπαράδοτο και το ακατάλυτο από τους αιώνες, υψώνονταν καμαρωτοί και στεφανωμένοι με τα πελώρια κορινθιακά τους κιονόκρανα, οι μαρμαρένιοι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, ακατάλυτοι και τούτοι μάρτυρες πατροπαράδοτης ελληνικής τέχνης. 


Η παράδοση έβρισκε πρόσφορο έδαφος στις πόλεις την εποχή της Αποκριάς (1936)

Σήμερα όμως του μπαρμπα - Δημήτρη, ο λογισμός δεν ταξιδεύει μονάχα στα Κούλουμα των Αθηνών, αλλά πιάνει και θυμάται όλη την εορταστική ατμόσφαιρα της παιδικής του ζωής, εκεί στο μακρινό και το φτωχό Μοραΐτικο χωριό του: Θα ήταν δεκαπεντάχρονο παιδί. Θυμάται όλα εκείνα τα μακρινά σα να ξαναγίνονται σήμερα. Θυμάται τον πατέρα του, τ' αδέλφια του, τους θειούς με τις θειάδες και τα ξαδέλφια, μελίσσι ολόκληρο, μαζεμένο στην ευρύχωρη σάλα, που ήταν στου παππού το σπίτι. Μαζεύτηκαν εκεί αργά το βράδυ, στην Κυριακή της Τυρινής. Μερικοί τους μάλιστα, οι νεότεροι, είχανε ντυθεί μασκαράδες, πράγμα που κατάφεραν με τον απλούστερο και το φτηνότερο τρόπο. Άλλοι τους φορούσαν ανάποδα τα ρούχα τους κι άλλοι έβαναν με τρόπο κωμικό τα ρούχα των άλλων, οι γυναίκες αντρίκεια ρούχα και οι άντρες γυναικεία. 


Όμως την ώρα του φαγητού, τη στιγμή που ο γερο-παππούς έδινε το σύνθημα και σηκώνονταν όλοι τους όρθιοι γύρω από το γεμάτο τραπέζι, τότε το γλέντι και οι φωνές και τα γέλια σταματούσαν αμέσως, σαν κομμένα με το μαχαίρι. Στα πρόσωπα όλων, μικρών και μεγάλων, κυριαρχούσε η σοβαρότητα της στιγμής, η συναίσθηση πως βρίσκονται μπροστά σε κάποια τελετή θρησκευτική που μόλις τώρα αρχίζει. Και τότε, σύμφωνα με το παλαϊκό, το πατροπαράδοτο έθιμο του χωριού τους, έπιαναν όλοι, μικρό και μεγάλοι, το πλούσιο τραπέζι και όλοι μαζί το σήκωναν ψηλά. 

- Το σηκώναμε, καθώς σηκώνει ο παππάς το ύψωμα, σοβαροί και αμίλητοι. Για τούτο και τις Απόκριες τις λέγαμε στην πατρίδα "Οι Μεγάλες Σήκωσες" γιατί, βλέπεις, σηκώναμε ψηλά και με πολύ σέβας το τραπέζι της Αποκριάς!

........


Βόλτα στον Ζωολογικό κήπο Παλαιού Φαλήρου το 1904. Επίσκεψη στα κλουβιά των λεόντων. 


Μετά το τέλος του φαγητού, ο παππούς σηκωνόταν και πάλι όρθιος, ψηλός και ασπρομάλλης, σαν τη χιονισμένη κορφή του γειτονικού βουνού, και σοβαρός, καταπώς ταίριαζε στο σεβάσμιο ιεροφάντη της συγκεντρωμένης οικογένειας. Έδινε πάλι σ' όλους την εντολή να πιάσουνε και να σηκώσουνε ψηλά το τραπέζι, και την ώρα εκείνη τους ρωτούσε: "Φάγατε;", Εκείνοι απαντούσαν όλοι μαζί "Φάγαμε!", "Ήπιατε;" τους ξαναρωτούσε, "Ήπιαμε!" απαντούσαν εκείνοι. "Χορτάσατε;" ξαναρωτούσε ο παππούς "Χορτάσαμε!" απαντούσαν όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι. 


Και τότε ο γερο Παππούς με βαθιά κατάνυξη, σοβαρός σα να ήταν ο αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού, που ο κάθε λόγος του γίνεται πράξη, ευχόταν όλο εκείνο το ανθρώπινο μελισσολόι, τους απογόνους του, λέγοντάς τους με συγκίνηση την εξής μεγάλη ευχή:

"Πάντα χορτασμένοι νά' στε κι εσείς και τα παιδιά σας!". 

Έπειτα τους έδινε εντολή ν' αφήσουνε χάμω το τραπέζι και να αρχίσει το γλέντι, που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα και ακόμη.

.......


Περιφορά καμήλας στους δρόμους της πόλης το 1908


Θέλησα να δώσω ένα τέλος στη σοβαρή και την πένθιμη ατμόσφαιρα των παιδικών αναμνήσεων. Και τότε θύμισα στου μπαρμπα-Δημήτρη τα γέλια, που γίνονται τέτοια βράδια με τους Αποκριάτικους χορούς και με το ομαδικό στούμπημα που κάνουμε στη γη, τραγουδώντας το γνωστό εκείνο:

"Τούτ' η γης που θα μας φάει, 

δώστε της κλωτσιές κι ας πάει..."

Του είπα τότε και για τον αλησμόνητο "Χαραλάμπη" που τον κωμικοτραγικό σύνδεσμό του με τις Αποκριές τον οφείλει στη γειτονική χρονιά γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους και που τον καλούσαμε τραγουδιστά να έρθει, για να παντρέψουμε με το ζόρι...

"Έλα βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε,

να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε..."

Απόκριες στο Ζάππειο το 1935

Όμως ούτε ο "Χαραλάμπης" ούτε "η πίτα πόφαγε ο σπανός κι ήταν κολοκυθένια" έκαμαν τον μπαρμπα-Δημήτρη να λησμονήσει την πικρή αλήθεια, πως όλα εκείνα ήταν περασμένα μεγαλεία και πως τώρα η πραγματικότητα, η σκληρή πραγματικότητα, ήταν εντελώς διαφορετική.

Αργότερα εξακρίβωσα ότι επικρατούσε και στο σπίτι του το αμερικάνικο έθιμο, ένα έθιμο που ευτυχώς δεν επικρατεί στα περισσότερα ελληνικά σπίτια της Αμερικής, γιατί διατηρούν σε ακμή τα δικά τους ελληνικά συνήθεια. Σύμφωνα με αυτό, καθένας τρώει και φεύγει για την δουλειά του δίχως να περιμένει να κάτσουν και οι άλλοι τις ίδιας οικογένειας. Τότε κατάλαβα γιατί ο νους του μπαρμπα-Δημήτρη δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από την ανάμνηση του ομαδικού οικογενειακού τραπεζιού των παιδικών του χρόνων!...

.......

Ο μπαρμπα-Δημήτρης κοίταζε το άδειο απ' ανθρώπους τραπέζι και ελεεινολογούσε τον εαυτό του, γιατί άφησε στο ναυπηγείο του Πειραιά μισοφτιαγμένη στα σκαριά μια "Βαγγελίστρα" και ξεκίνησε για την Αμέρικα, για να γίνει ένα υφαντουργός, ένας μίστερ Τζίμης. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται τώρα μπροστά σε ένα άδειο τραπέζι και να συλλογιέται "τις Μεγάλες Σήκωσες" των ευτυχισμένων χρόνων της παιδικούς του ζωής, εκεί στη μακρινή του πατρίδα.


(Από το κεφάλαιο "Οι Μεγάλες Σήκωσες" του Κ. Ρωμαίου και το βιβλίο του "Κοντά στις ρίζες. Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού", Αθήνα 1959)


Διαβάστε επίσης:


Όταν το επίνειο κατατρόπωσε το Άστυ (Πειραϊκή Αποκριά 1901)






«Ιωάννης Κούτσης»: Το Σπετσιώτικο εμπορικό ατμόπλοιο που συνέχισε τη ναυτική παράδοση της ηρωικής νήσου.

Το ατμόπλοιο των αδελφών Κούτση

 

του Στέφανου Μίλεση

Η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13, κλήθηκε μόνη να αντιμετωπίσει τον Τουρκικό στόλο, αλλά και να καλύψει την τροφοδοσία και τις μεταφορές τόσο του ελληνικού στρατού, όσο και των συμμάχων.

Τα 97 εμπορικά ατμόπλοια του πολέμου

Να ληφθεί υπόψη ότι οι μεταφορές δια ξηράς ήταν δύσκολες, καθώς το οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, τα μέσα περιορισμένα και το σιδηροδρομικό δίκτυο ανεπαρκές. Η μόνη εφικτή συνεπώς οδός μεταφοράς υλικού και ανδρών ήταν η θάλασσα. Τότε εμφανίστηκαν τα σωτήρια και πάλι εμπορικά πλοία. Ο στόλος του εμπορικού μας ναυτικού στάθηκε επάξια δίπλα στον πολεμικό διαθέτοντας στο σύνολο 97 ατμόπλοια! Από αυτά τα 6 ατμόπλοια που ήταν ταχυδρομικά (ακτοπλοϊκά) έφεραν πάνω τους μάλιστα και ταχυβόλα εκτελώντας πολεμικές αποστολές όπως τα εύδρομα της εποχής. Αυτά ήταν τα «Εσπερία», «Μακεδονία», «Αρκαδία», «Μυκάλη», «Αθήναι» και το «Θεμιστοκλής».

Το μοναδικό εμπορικό πετρελαιοφόρο

Δύο άλλα ταχυδρομικά μετασχηματίσθηκαν σε πλωτά νοσοκομεία ένα για τις ανάγκες του στρατού ξηράς και το άλλο για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού (Τα «Ιωνία» και «Αλβανία»). Δύο ατμόπλοια χρησιμοποιήθηκαν στη γραμμή Πειραιώς – Μούδρο, ως διαρκή ανθρακοφόρα του στόλου, ενώ ένα ακόμα ήταν πετρελαιοφόρο. Αυτό το τελευταίο ήταν το «Ιωάννης Κούτσης», για το οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα.

Το «Ιωάννης Κούτσης» ήταν 1666 τόνων και ως προς την ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 10,5 μίλια την ώρα. Κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία W. G. Armstrong Mitchell and Co Ltd στο New Castle το 1888 για λογαριασμό Βέλγων. Το 1898 περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Κούτση και έγινε το πρώτο ελληνικό πετρελαιοφόρο και για αυτό κρίθηκε σημαντικότατο στο ναυτικό πόλεμο που ακολούθησε.

Σπετσιώτες οι ιδιοκτήτες, Σπετσιώτικο και το πλήρωμα

Οι αδελφοί Κούτση διατηρούσαν το γραφείο και έδρα της επιχείρησής τους στον Πειραιά. Πριν τους βαλκανικούς το δεξαμενόπλοιο «Ιωάννης Κούτσης», μετέφερε καύσιμα από τη Ρωσία ή από τα λιμάνια της Ρουμανίας (Κωνστάντζα, Βατούμ) προς την ηπειρωτική Ευρώπη και τη Μεγάλη Βρετανία. Καθώς τα ρωσικά φορτία του ήταν ανάρπαστα στους Ευρωπαϊκούς λιμένες, τα αδέλφια σκέφτηκαν να το εκμεταλλευτούν παράλληλα και για άλλες μεταφορές εκτός του ρωσικού και του ρουμανικού πετρελαίου. Έτσι έκαναν μετασκευές ώστε να δέχεται και στάρι ή κάρβουνο. Πριν από τέτοια φόρτωση το πλήρωμα καθάριζε τις δεξαμενές (πλύσιμο) ώστε τα σιτηρά να μην λαμβάνουν την οσμή καυσίμου. Από τις αλλαγές αυτές του φορτίου το πλήρωμα είχε εκπαιδευτεί να καθαρίζει τις δεξαμενές πολύ γρήγορα. Εκτός από τους ιδιοκτήτες όλο το πλήρωμα ήταν επίσης από τις Σπέτσες. Όποια αβαρία πάθαινε το πλήρωμα την επισκεύαζε επί τόπου.

Τον καιρό του πολέμου

Το «Ιωάννης Κούτσης» κλήθηκε να αναλάβει το πιο σημαντικό ρόλο εκτός των πολεμικών μονάδων του στόλου. Το ελληνικό κράτος είχε παραλάβει τέσσερα αντιτορπιλικά (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ) τα οποία κινούνταν με πετρέλαιο. Όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στις πολεμικές επιχειρήσεις, έπρεπε να βρει τρόπο ανεφοδιασμού των. Στην αρχή αναζήτησε λύση από το εξωτερικό, να ενοικιάσει δηλαδή πετρελαιοφόρο. Όμως τα ποσά που απατούσαν οι Ιταλοί στους οποίους απευθύνθηκε αρχικά, ήταν τεράστια. Χρόνος δεν υπήρχε κι έτσι κατέφυγε στη λύση της επίταξης του πετρελαιοφόρου «Ιωάννη Κούτση». Ήταν το μοναδικό εμπορικό πλοίο που θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του εφοδιασμού των αντιτορπιλικών, που έμειναν γνωστά ως «Θηρία». Το «Ιωάννης Κούτσης» βρέθηκε να συμμετέχει σε όλες τις επιχειρήσεις τόσο κατά των Τούρκων (Μούδρο, 1912), όσο και κατά των Βουλγάρων (παράλια Θράκης 1913). Η ικανότητα γρήγορου καθαρισμού των δεξαμενών που είχε αποκτήσει το πλήρωμα προπολεμικά, αξιοποιήθηκε και στον καιρό του πολέμου. Αναλάμβανε μετά τα καύσιμα να μεταφέρει πόσιμο και τροφοδοτικό νερό για τις ανάγκες των πλοίων και των λεβήτων, χωρίς αυτό να έχει τη γεύση ή την οσμή του καυσίμου. Μετά πάλι αναλάμβανε να μεταφέρει πετρέλαιο για τα «θηρία» όπως και για το υποβρύχιο «Δελφίν».

Αξιωματικοί Ε.Ν. ως Έφεδροι Αξιωματικοί Π.Ν.

Σε όλη την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων οι Σπετσιώτες αξιωματικοί (πλοίαρχοι και μηχανικοί) που είχαν ναυτολογηθεί από πριν, παρέμειναν επί του πλοίου με το βαθμό του Εφέδρου Αξιωματικού του Π.Ν. καθώς ήταν οι μόνοι που γνώριζαν καλά τη λειτουργία ενός δεξαμενόπλοιου.

Το 1915 επωλήθη σε νορβηγική εταιρεία λαμβάνοντας το όνομα «Thor Minor». Ακολούθησαν και άλλες αλλαγές ιδιοκτησίας με τελευταία να είναι γερμανική. Εξώκειλε και θεωρήθηκε συμφέρουσα πλέον η διάλυσής του η οποία επήλθε το 1934. Η συμμετοχή αμιγώς Σπετσιωτών ως αξιωματικών και πληρώματος σκάφους που μετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις σε σύγχρονη περίοδο της ιστορία, επανάφερε στο προσκήνιο τις σελίδες ναυτικής δόξας που κάποτε το νησί των Σπετσών είχε καταγράψει.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


Το κατόρθωμα του ατμόπλοιου «Πέλοψ»



Ευάγγελος Μενεξής: Ο Πειραιώτης Ολυμπιονίκης που καταχωρήθηκε ως "αθλητής εξωτερικού, αγνώστου σωματείου".

Ευάγγελος Μενεξής. Το ίνδαλμα του Πειραϊκού Συνδέσμου που ξεχάστηκε....

 

του Στέφανου Μίλεση


Στις αρχές του 1957 πέθανε ένα ίνδαλμα του πειραϊκού αθλητισμού, ο Ευάγγελος Μενεξής. Παρόλα αυτά στην κηδεία του δεν εκφωνήθηκαν επικήδειοι ούτε παρέστη πλήθος κόσμου, παρά μόνο ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Μιλτιάδης Πουρής και κάποιοι στενοί συγγενείς. 

Ο Μενεξής ζούσε για χρόνια μόνος, φτωχικά σε ένα λιτό δωμάτιο στον Πειραιά, στην οδό Κανάρη 44. Κι όμως το όνομά του κάποτε μεσουρανούσε στην πόλη. Υπήρξε και μέλος της Εθνικής Ομάδας άρσης βαρών και συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας, τιμώντας έτσι και τα χρώματα του Πειραϊκού Συνδέσμου τον οποίο εκπροσωπούσε.

Όλη την δεκαετία του 1920 υπήρξε αστέρι της άρσης βαρών, με την δημοσιότητα να είναι διαρκώς στραμμένη πάνω του. Η εντυπωσιακή σωματική διάπλαση, παρότι ήταν κοντός (αγωνιζόταν στα 67,5 κιλά της άρσης βαρών), τον κατέστησε δημοφιλή στα πειραϊκά φωτογραφικά και κινηματογραφικά στούντιο. Άλλοτε τον έντυναν ως «Ηρακλή» ή αρχαίο ημίθεο, κι άλλοτε ταύτιζαν το αρχαίο κλέος με την εμφάνισή του.

Η ελληνική αποστολή στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας το 1920

Σε μια από τις πρώτες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, στην «Έρως και κύματα» του Γαζιάδη διακρίνεται σε μια σκηνή να «σώζει» την πρωταγωνίστρια του έργου σε ένα ναυάγιο. Η παρουσία του καταγράφεται και σε άλλες ταινίες του πρώτου ελληνικού κινηματογράφου, όπως το "Λιμάνι των Δακρύων" (1929), "Λαγιαρνί" (1930) και "Δάφνις και Χλόη" (1931). Θα έκανε και σταδιοδρομία στα μεγάλα στούντιο των ΗΠΑ, αλλά ο ίδιος είχε αρνηθεί παρότι δεν είχε οικογενειακές υποχρεώσεις. Μονάχα μια μητέρα με την οποία ζούσε και συντηρούσε από την δούλεψή του.

Ο Μενεξής δεν ήταν γνωστός στον Πειραιά μόνο από τις αθλητικές του επιδόσεις ή τις εμφανίσεις του σε στούντιο, αλλά και για το γεγονός πως εργαζόταν πιεστής στα τυπογραφεία της καθημερινής πειραϊκής εφημερίδας «Σφαίρα». Τα τυπογραφεία της ιστορικής εφημερίδας βρίσκονταν τότε στην οδό Δραγάτση δίπλα από τα διδασκαλεία της Ραλλείου. Στην πρόσοψη το κτήριο που τη στέγαζε είχε τρεις φαρδιές θύρες. Η μεσαία ήταν η είσοδος της εφημερίδας. Όσοι εισέρχονταν τον πρώτο που έβλεπαν ήταν τον θεόρατο πιεστή της εφημερίδας, που ήταν φυσικά ο Ευάγγελος Μενεξής. 

Στην εποχή του Μενεξή ο αθλητισμός, ακόμα και ο πρωταθλητισμός δεν εξασφάλιζαν τον βιοπορισμό των αθλητών. Για αυτό όπως όλοι οι αθλητές στην εποχή του, έτσι και ο Μενεξής ζούσαν από επαγγέλματα που ασκούσαν παράλληλα με τις αθλητικές τους δραστηριότητες. Ο Μενεξής είχε καταπληκτική δύναμη στα χέρια προσόν που τον ανέδειξε στον πλέον ισχυρό αθλητή της άρσης βαρών. Είχε όμως πολλές επιτυχίες και στους κρίκους και στο μονόζυγο. Η επιλογή του Μενεξή να κάνει τον πιεστή σε τυπογραφείο ήταν πραγματικά παράξενη, καθώς οι αναθυμιάσεις και η πολύωρη παραμονή και έκθεση στο μελάνι δημιουργούσαν τις ιδανικές συνθήκες για τη φυματίωση, που τότε θέριζε. Κανείς αθλητής που επιθυμούσε άριστη φυσική κατάσταση δεν πήγαινε να εργαστεί τυπογράφος.

Όποιος τον αντίκριζε δεν μπορούσε να φανταστεί πως η αθλητική του δράση είχε ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα κι είχε φτάσει μέχρι την Αμβέρσα. Εκεί το 1920 είχε λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο αγώνισμα φυσικά της άρσης βαρών. Σήκωσε 205 κιλά, αναλυτικά ως εξής: Ντεβελοπέ 50, Αρασέ 60, Ζετέ 95. Τότε ο αγώνας γινόταν σε τρεις κινήσεις. Αγωνίσθηκαν 12 αθλητές και ο Μενεξής κατετάγη 10ος. Νικητής ήταν ο Εσθονός Άλφρεντ Νόιλαντ με 257,5κ. Παρόλα αυτά η συμμετοχή του και μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες θεωρήθηκε κατόρθωμα κάτω από τις συνθήκες που αθλούνταν οι Έλληνες αθλητές.

Όταν επέστρεψε τα μέλη του Δ.Σ. του Συνδέσμου του παρέθεσαν γεύμα σε μπακαλοταβέρνα! Αυτή ήταν για την εποχή εκείνη η υλική ανταμοιβή ενός αθλητή των Ολυμπιακών Αγώνων… Δίπλα ακριβώς από το γυμναστήριο του Πειραϊκού Συνδέσμου υπήρξε το παντοπωλείο του Πετρόπουλου (μπακαλοταβέρνα στην οποία σύχναζε και ο Λάμπρος Πορφύρας). Σε αυτήν σύχναζαν οι αθλητές του Συνδέσμου αλλά και πολλοί Πειραιώτες του πνεύματος. Λέγεται ότι εκεί για πρώτη φορά είδαν τον Μενεξή να πίνει κρασί περισσότερο από 50 δράμια! Τόσο προσεκτικός είχε υπάρξει στην διατροφή του.

Ο Μενεξής στην αρχή της σταδιοδρομίας του έδινε και αγώνες πάλης κι παρόλο που με αυτούς κέρδιζε περισσότερα (λόγω στοιχημάτων), τελικώς τον κέρδισε η άρση βαρών. Την εποχή που ακόμα ήταν παλαιστής είχε αναμετρηθεί με έναν Τούρκο στο θέατρο Διονυσιάδη στο Πασαλιμάνι τον οποίο φυσικά και κατατρόπωσε. Αν συνέχιζε στην πάλη είναι σίγουρο ότι θα είχε και εκεί διαπρέψει καθώς η μυϊκή του δύναμη ήταν τρομερή. Κατά την διάρκεια της κατοχής ο Μενεξής ήταν θαύμα το πώς επέζησε. Πρήστηκε από την πείνα και έφτασε πολλές φορές στον θάνατο, αλλά τον κράτησε ο ισχυρά γυμνασμένος οργανισμός του. 

Ο «Βαγγέλης» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι, έκανε τον λεμονατζή, τον ακροβάτη σε πλατείες και αλάνες και άλλα επαγγέλματα του δρόμου. Μεταπολεμικά σύχναζε στην ταβέρνα του Σαράντου όπου πήγαινε κόσμος για να τον ακούσει να διηγείται διάφορα περιστατικά από τη ζωή του και από τον κινηματογράφο όπου τον καλούσαν λόγω της σωματικής του διάπλασης. Κάποια στιγμή όλες τις στιγμές δόξας του τις είχε συγκεντρώσει με αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών σε έναν τοίχο του τυπογραφείου της «Σφαίρας».

Όταν πέθανε στη φτωχική του κάμαρα, δεν βρέθηκε ούτε ένα από τα δεκάδες εκατοντάδες μετάλλια και διπλώματα που είχε λάβει όταν μεσουρανούσε. Γείτονες έλεγαν πως τα είχε πουλήσει… Ο Ευάγγελος Μενεξής υπήρξε τόσο σεμνός αθλητής που παρότι εργαζόταν σε εφημερίδα αρνείτο να δίνει συνεντεύξεις για τις αθλητικές του επιδόσεις. Ακόμα και στα επίσημα αρχεία των Ελλήνων ολυμπιονικών είναι σήμερα καταχωρημένος με την παρακάτω ένδειξη: «Έλληνας του εξωτερικού, που ενίσχυσε την Ολυμπιακή Αποστολή στους Αγώνες της Αμβέρσας του Βελγίου το 1920, καθώς δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία αναφορικά με τον αθλητή. Πολύ περισσότερο για τον Σύλλογο στον οποίο να ήταν γραμμένος»!

Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να καταχωρηθεί και επίσημα ο σπουδαίος αυτός αθλητής στα αρχεία της πολιτείας ως αθλητής του Πειραϊκού Συνδέσμου.


Ο ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΦΟΡΕΣ ΝΑΥΑΓΟΣ ΤΟΥ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (1954)

 



του Στέφανου Μίλεση

Κατά καιρούς παλαιότερα, εμφανίζονταν αφιερώματα στις τοπικές εφημερίδες του Πειραιά για ανθρώπους του Γηροκομείου που είχαν κάτι σημαντικό να διηγηθούν στη ζωή τους. Τον Φεβρουάριο του 1954 δημοσιεύθηκε η ιστορία ενός ανθρώπου που ζούσε σε δωμάτιο του γηροκομείου Πειραιώς. 

Επρόκειτο για τον Μάρκο Ψαρρό που όλη του τη ζωή εργάστηκε ως θερμαστής στα ατμόπλοια. Ένας άνδρας που όποιος τον έβλεπε στο δωμάτιο του γηροκομείου καταλάβαινε πως είχε να κάνει με έναν κουρασμένο και βασανισμένο άνθρωπο. Πραγματικό ερείπιο τον περιέγραφαν όσοι τον συναντούσαν, παρότι ο Μάρκος Ψαρρός την εποχή εκείνη ήταν 56 ετών! Ο Ψαρρός είχε υπηρετήσει σε πολλά βαπόρια διαφορετικών εταιρειών και είχε βρεθεί ναυαγός τέσσερις φορές!

Είχε κάνει θερμαστής στα ατμόπλοια ΤΡΙΦΥΛΛΙΑ, ΠΑΝΑΗΣ ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛ, ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ και σε άλλα καράβια του εφοπλιστή Λιβανού. Ο Ψαρρός ταξίδευε αδιάκοπα επί τριάντα έτη έχοντας ναυτολογηθεί για πρώτη φορά όταν ήταν ακόμη 15 ετών.

Την πρώτη φορά ναυάγησε όταν ήταν ναυτολογημένος στο φορτηγό πλοίο της γερμανικής εταιρείας ΝΤΟΪΤΣ ΛΕΒΑΝΤΙ ΛΑΙΝΣ. Το πλοίο αυτό βυθίστηκε στα Δαρδανέλια έπειτα από προσάραξη.

Δεύτερη φορά βρέθηκε ναυαγός κοντά στο Ντόβερ με το ελληνικό ατμόπλοιο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ του Πρωΐου το 1920. Το πλοίο τότε είχε πέσει σε πυκνή ομίχλη με αποτέλεσμα το ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ να συγκρουστεί με ένα αγγλικό πλοίο. Ο Ψαρρός ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε κολυμπώντας σε μια νησίδα για να σωθεί από τα παγωμένα νερά.

Τρίτη φορά ήταν μπαρκαρισμένος με το ελληνικό ατμόπλοιο, το ΑΡΧΩΝ, όταν κι αυτό προσάραξε λόγω ομίχλης στα ρηχά ενώ ήταν πλήρες φορτίου αραβοσίτου από τη Νότια Αμερική.

Ύστερα από την τρίτη φορά ο Ψαρρός σκέφτηκε να τα εγκαταλείψει και να γίνει στεριανός. “Η θάλασσα δεν με θέλει” σκέφτηκε “πάντα με κυνηγάει η κακοτυχία και παίρνω στο λαιμό μου κι άλλους”...

Όμως η οικονομική του κατάσταση γρήγορα τον ανάγκασε να ανέβει ξανά σε βαπόρι. Ήταν ένα φορτηγό της Μεσσαζερί που έκανε ταξίδια μεταξύ Γαλλίας – Αφρικής. Όταν κάποια ημέρα έφυγαν από την Ντουάλα της Αφρικής κατά τις τέσσερις το απόγευμα ο Ψαρρός βρισκόταν κάτω στο μηχανοστάσιο. Κάποια στιγμή σε ένα μποτζάρισμα του σκάφους ο θερμαστής χτύπησε στο κεφάλι. Έβγαλε το μαντήλι του για να σκουπιστεί καθώς ένιωθε να τρέχει αίμα στο κεφάλι του αλλά εκείνη την ώρα τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω του και χάνοντας τις αισθήσεις του έπεσε στο δάπεδο. Τον ανέβασαν στο κατάστρωμα όπου του προσέφεραν αρχικά τις πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια τον μετέφεραν σε νοσοκομείο. 

Βγήκε στη Μασσαλία όπου οι ιατροί που τον εξέτασαν, τον έκριναν ανίκανο προς εργασία. Ωστόσο διέγνωσαν πως το κακό που είχε πάθει στο κεφάλι ήταν προερχόμενο από παθολογικό αίτιο και όχι από χτύπημα. Έτσι δεν έλαβε αποζημίωση παρά μονάχα 160 λίρες για να επιστρέψει πίσω. Γύρισε στην Ελλάδα και καθώς ήταν μοναχός κι έρημος το Γηροκομείο Πειραιώς που τον δέχθηκε του φάνηκε ως η καλύτερη λύση. Έμεινε σε αυτό μέχρι το θάνατό του.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΤΟΥ

 



του Στέφανου Μίλεση

Η ιστορία του Β' Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς του οποίου η ιστορία και η παράδοση έχει πλέον διαρραγεί λόγω των απανωτών μετονομασιών και μετακινήσεων (βρισκόταν για πολλά χρόνια στην Υδραίικη συνοικία και τώρα βρίσκεται στα Κρητικά) είναι πραγματικά μεγάλη.

Όλα αρχίζουν με ένα θάνατο και με μια διαθήκη που πρέπει να εκτελεστεί. Συγκεκριμένα στις 30 Μαΐου 1874 πεθαίνει ο αδελφός του παλαιού Δημάρχου Λουκά Ράλλη, ο Ιάκωβος. Δύο χρόνια πριν το θάνατό του, στις 7 Μαρτίου 1872, είχε προλάβει ο Ιάκωβος να συντάξει διαθήκη, με την οποία άφηνε στον Δήμο Πειραιώς, ένα διώροφο σπίτι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την έκταση που καταλάμβανε το Πολεμικόν Σχολείον (Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων). 

Πρόθεσή του ήταν σε αυτό το σπίτι να εγκατασταθεί ορφανοτροφείο θηλέων καθώς τα ανήλικα παιδιά περιφέρονταν τότε κατά εκατοντάδες στο λιμάνι του Πειραιά (Βλέπε το σχετικό βιβλίο μου “Γαβριάδες οι απόκληροι του Πειραιά”). Οι περισσότεροι φιλάνθρωποι την εποχή εκείνη τα παιδιά ήθελαν να ευεργετήσουν, διότι ο Πειραιάς αντιμετώπιζε μέγιστο πρόβλημα (δεν ήταν τυχαία η ύπαρξη τόσων ορφανοτροφείων στην πόλη). Επιπρόσθετα ο Ιάκωβος Ράλλης είχε μεριμνήσει στην διαθήκη του και είχε αφήσει κι το ποσό των 250 χιλιάδων φράγκων, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του ορφανοτροφείου που θα λειτουργούσε εντός του ακινήτου του.

Όμως από την εποχή που ο Ιάκωβος Ράλλης είχε συντάξει την διαθήκη του (το 1872) μέχρι το θάνατό του (1874) είχαν περάσει δύο χρόνια. Σε αυτή την περίοδο το τραπεζικό κεφάλαιο που προόριζε για το ορφανοτροφείο του ελαττώθηκε. Είχε βοηθήσει με αυτό κατά τα τελευταία έτη της ζωής του, τους γαμπρούς του Νεγρεπόντη και Μαυροκορδάτο. Έτσι όταν μετά τον θάνατό του οι εκτελεστές της διαθήκης άνοιξαν τον λογαριασμό, τα μόνα χρήματα που βρέθηκαν από τις 250 χιλιάδες της διαθήκης έφταναν τις 39 χιλιάδες! 

Χωρίς κεφάλαιο υποστήριξης ήταν απολύτως αδύνατο να λειτουργήσει οποιοδήποτε ίδρυμα, έστω κι αν διέθετε ακίνητο. Ο Δήμος εκείνη την περίοδο -όπως διαχρονικά συμβαίνει- ήταν χρεοκοπημένος. Έτσι έγινε συμβιβασμός με την οικογένεια ώστε ο Δήμος Πειραιώς να αποδεχθεί την δωρεά, αποτελούμενη από το σπίτι και τις 39 χιλιάδες, χωρίς όμως να έχει την υποχρέωση να ιδρύσει το ορφανοτροφείο. Αυτό σήμαινε πως το σπίτι και τα χρήματα του Ιακώβου Ράλλη ήταν ελεύθερα πλέον προς κάθε χρήση. 

Με τα χρήματα αυτά το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να οικοδομήσει κτήριο που θα προοριζόταν για Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια της Υδραίικης συνοικίας στη συνοικία του Βρυώνη. Το 1875 ο Δήμος Πειραιά αγόρασε για το σκοπό αυτό, από τον μεγαλοκτηματία Οριγώνη όλο το οικοδομικό τετράγωνο που του ανήκε, επί της κεντρικής λεωφόρου Νοσοκομείου (μετέπειτα Θεόδωρου Αφεντούλη). Η συμφωνία για την αγορά 3,50 δραχμές τον πήχη κι έτσι το συνολικό ποσό αγοράς έφτασε τις 8.059,80 δρχ. Εκ παραλλήλου ο Δήμος ενοικίασε το σπίτι του Ιακώβου Ράλλη (που προοριζόταν για ορφανοτροφείο), για να στεγαστεί το Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Αργότερα το πούλησε για να οικοδομηθεί στη θέση του το μέγαρο του Ταχυδρομείου (νυν Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιώς).

Με τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού του Ιακώβου Ράλλη άρχισε η οικοδόμηση του Β' Παρθεναγωγείου, η θεμελίωση του οποίου έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1876 ενώ τα εγκαίνια λειτουργίας του πραγματοποιήθηκαν στις 10 Μαρτίου 1878. Το Β' Παρθεναγωγείο λειτούργησε μέχρι τον Μάιο του 1918 που άλλαξε χρήση. 

Εγκαίνια Δευτέρου Παρθεναγωγείου παρουσία του Υπουργού Παιδείας και του Λουκά Ράλλη αδελφού του Ιακώβου με την παρατήρηση πως "δια του κληροδοτήματος του οποίου ανιδρύθη η σχολή αύτη" δεν είναι απολύτως ορθή. 

Στο μεταξύ από το 1914 είχε συσταθεί και Δεύτερο Γυμνάσιο στον Πειραιά προς υποβοήθηση του ήδη λειτουργούντος Α' Γυμνασίου Αρρένων. Το 1918 όμως ιδρύθηκε το Πρωτοδικείο Πειραιώς και εγκαταστάθηκε στο κτήριο που μέχρι τότε στεγαζόταν το Δεύτερο γυμνάσιο. Στον Δήμο όσο κι αν έψαχναν κτήριο άλλο δεν έβρισκαν για το Δεύτερο κι αποφάσισαν να εγκατασταθεί αυτό στο κτήριο του Β' Παρθεναγωγείου της Υδραίικης συνοικίας. Βοήθησε στην απόφασή τους και το γεγονός πως οι μαθήτριες αριθμητικά είχαν μειωθεί και ουσιαστικά το Παρθεναγωγείο υπολειτουργούσε.




Συνεπώς από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα. Το Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς δε συστάθηκε από τον Ιάκωβο Ράλλη, ούτε το κτήριο που ανεγέρθηκε στη συνοικία Βρυώνη υπήρξε αποτέλεσμα δικής του δωρεάς σε ευθεία γραμμή. Απλά για λόγους εξιστόρησης και συντομίας καθώς το ιστορικό προέλευσης είναι περίπλοκο, αλλά και για να τιμήσουν τον αδελφό του που τότε ζούσε, διατήρησαν αυτή την εντύπωση. Ο Ι. Ράλλης ορφανοτροφείο επιθυμούσε να ιδρυθεί και τίποτε άλλο. 

Για ποιο λόγο το αναφέρω αυτό; Διότι ουσιαστικά το κτήριο που ταυτίστηκε με την ιστορία του Δευτέρου Γυμνασίου Πειραιώς στην οδό Αφεντούλη ήταν οικοδομημένο επί οικοπέδου που αγόρασε ο Δήμος από ιδιώτη, ενώ το ακίνητο οικοδομήθηκε μεν από χρήματα που προέκυψαν από την πώληση του σπιτιού του Ιακώβου Ράλλη, αλλά αφού προηγούμενα είχε επέλθει συμφωνία ώστε να μην τηρηθούν οι όροι της διαθήκης του. 

Έτσι όταν το 1931 εκδόθηκε ο Νόμος 5019 που έλεγε πως όλα τα ακίνητα των δήμων που προέρχονταν από δωρεές ιδιωτών για να γίνουν σχολεία, όφειλαν να περιέλθουν στην ιδιοκτησία των Σχολικών Ταμείων ήτοι του κράτους, ο νόμος σαφώς και δεν συμπεριλάμβανε το εν λόγω κτήριο που ανήκε εξ ολοκλήρου στον Δήμο. Η απόφαση του υπουργείου παιδείας την δεκαετία του '60 να το κατεδαφίσει και να οικοδομήσει στη θέση του η σημερινή σχολική μονάδα, στηρίχθηκε σε μια προγενέστερη λανθασμένη κίνηση του Δήμου Πειραιά που το ενέταξε στις διατάξεις του προαναφερομένου νόμου που έκανε λόγο μόνο για ακίνητα εκ δωρεών που εξ αρχής περιείχαν όρο να γίνουν σχολεία. Τέτοιος όρος όμως στην διαθήκη του Ι. Ράλλη δεν υπήρχε...

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως αν το σπίτι του Ιακώβου Ράλλη ήταν μεγαλύτερο, τότε το Β' Γυμνάσιο θα έδρευε εξ αρχής στην οδό Άρεως (σημερινή Καραολή και Δημητρίου) και η σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη δεν θα είχε καν υπάρξει! 

Η ιστορία της πόλης όπως πολλές φορές επαναλαμβάνω, είναι ένα γαϊτανάκι στο οποίο περιφέρονται κτήρια κι άνθρωποι, όλα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, τίποτα το τυχαίο και ανεξάρτητο.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


Δεύτερο (2ο) Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά


ΦΡΑΓΚΗΣ ΒΕΡΝΟΥΔΑΚΗΣ. Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΛΙΜΑΝΟΥ

 

Το καΐκι με το όνομα "ΤΑΜ" ("Πειραματικόν Αλιευτικόν") ήταν σχεδιασμένο και κατασκευασμένο το 1935 από τον ίδιο τον Φραγκή Βερνουδάκη και είχε καταχωρηθεί στο λεμβολόγιο του Πειραιά με αριθμό 2009.


του Στέφανου Μίλεση

Την δεκαετία του 1930 στην ακτή του Τουρκολίμανου ανάμεσα στους δεκάδες ψαράδες που ζούσαν και εργάζονταν στην ακτή, ζούσε κι ένας παράξενος ερημίτης. Έμενε σε ένα ταπεινό σπιτάκι προς το ύψωμα της ακτής, μα ενώ είχε καΐκι δεν ήταν ούτε ψαράς, μα ούτε και ψάρευε για να ζήσει. Οι γείτονές του τον είχαν για σοφό και στην πραγματικότητα τέτοιος ήταν. 

Επρόκειτο για τον Φραγκή Βερνουδάκη, που ήταν επιστήμονας ιχθυολόγος και είχε αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη των θαλασσών και των ειδών που ζούσαν σε αυτήν. Οι απλοϊκοί ψαράδες ήταν διχασμένοι για αυτόν. Κάποιοι επιζητούσαν την παρουσία του στα σκάφη τους για να μάθουν απίστευτα πράγματα από τη ζωή των ψαριών. Άλλοι τον θεωρούσαν τρελό πιστεύοντας πως τα πολλά γράμματα είχαν σκοτίσει το μυαλό του. Μα και οι πρώτοι που τον ήθελαν μαζί τους, σκόπευαν περισσότερο στο συμφέρον. Διότι τις ελάχιστες φορές που τον είχαν πείσει να πάει μαζί τους για ψάρεμα, τους καθοδηγούσε στο πώς να γεμίσουν τα δίχτυα τους. Κάποτε ακολούθησε το πλήρωμα ενός μεγάλου καϊκιού του Τουρκολίμανου, του ΑΓΙΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ. Έδεσε στην πρύμνη του σκάφους ένα θερμόμετρο ώστε να κρέμεται μέσα στη θάλασσα κι ύστερα έριχνε θαλασσινό νερό σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα. Τον έβαζε στο μικροσκόπιο και έβλεπε τους γόνους των ψαριών που ζούσαν σε αυτό. Τότε δήλωνε τι είδους ψάρια θα έπιαναν, αν έριχναν εκεί τα δίχτυα τους. Έφτανε στο σημείο να καταφέρει να υπολογίσει μέχρι και την ποσότητά τους!... Έτσι είχε καταφέρει να γίνει περιζήτητος ανάμεσα στους ψαράδες της ακτής.

Ο  Φραγκής Βερνουδάκης (σε πρώτο πλάνο) με φόντο τους αλιείς που τον βοήθησαν να πιάσει καρχαρία έξω από το Λουτράκι, βάρους 420 κιλών και μήκους τριών μέτρων, ενώ το 1953 θα πιάσει έναν ίδιο έξω από τις ακτές της Αίγινας.

Ο Βερνουδάκης όμως δεν ήταν από εκείνους που μπορούσες εύκολα να πλησιάσεις καθώς η ενασχόλησή του απορροφούσε όλο του το εικοσιτετράωρο. Δεν διέθετε καιρό για χάσιμο και κοινωνικές συναναστροφές. Έλεγαν για αυτόν, πως κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά η επιστήμη τον ώθησε να θυσιάσει όχι μόνο τα χρήματά του, αλλά και τους φίλους, την οικογένεια μέχρι και τις κοινωνικές του σχέσεις. Είχε σπουδάσει στην Γερμανία ιχθυολογία και με το σκάφος του είχε γυρίσει όλες τις θάλασσες της Μεσογείου. Πριν εγκατασταθεί στο Τουρκολίμανο, ταξίδευε για εικοσιτέσσερα χρόνια συνεχώς μελετώντας τη θαλάσσια ζωή. Είχε καταφέρει να καταγράψει 14.500 είδη ψαριών και γνώριζε κάθε λεπτομέρεια περί των ειδών τους. 

Το Τουρκολίμανο το 1938, την περίοδο όπου ζούσε και εκτελούσε τις μελέτες του εκεί ο ιχθυολόγος Φραγκής Βερνουδάκης

Με ορμητήριο πλέον το Τουρκολίμανο γύριζε τις ελληνικές θάλασσες και μόνο με έναν πόθο. Να αναπτύξει στην Ελλάδα την επιστημονική αλιεία και να επιτύχει την “βιομηχανοποίησή” της. Επιθυμούσε την απόλυτη εκμετάλλευση του ιχθυολογικού πλούτου της χώρας. Εργαζόταν με τόση μεθοδικότητα ώστε μέχρι και το καΐκι του είχε σχεδιάσει και ναυπηγήσει το 1935 ο ίδιος ώστε να διαθέτει στο κατάστρωμα του γυαλί για να βλέπει τους βυθούς και να διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό. Το είχε βαπτίσει “ΤΑΝ” ήταν λεμβολογημένο στον Λιμένα Πειραιώς, φέροντας το χαρακτηρισμό “Πειραματικόν Αλιευτικόν” (αριθμός λεμβολογίου Πειραιώς 2009).

Το σπίτι του στην ακτή το είχε διαμορφώσει σε εργαστήριό του και εκεί περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του. Η μόνη συντροφιά που ανεχόταν ήταν του μπάρμπα Δημήτρη, ενός έμπειρου ψαρά της περιοχής. Όταν δεν εργαζόταν ο Φραγκής Βερνουδάκης διάβαζε βιβλία. Καμιά άλλη μέριμνα δεν τον απασχολούσε. Γνώριζε τα πάντα γύρω από τα ψάρια και είχε φτάσει σε σημείο να γνωρίζει πώς μπορούσε να παραχθούν χρώματα από αυτά, να παρασκευαστεί ιχθυέλαιο μέχρι και να θεραπεύσει ασθένειες. Ισχυριζόταν πως η φυματίωση που χτυπούσε ανελέητα τους ανθρώπους στην εποχή του, μπορούσε να θεραπευτεί από το λάδι του κεφαλιού του ξιφία αλλά και από το συκώτι του καρχαρία. Ισχυριζόταν ακόμα πως κάθε ασθένεια μπορούσε να θεραπευτεί από τα ιχθυέλαια που εκτός από θεραπευτικές ιδιότητες ήταν πλούσια και σε βιταμίνες. Μπορούσε να συμβουλεύσει για το πώς θα παραχθεί αλεύρι, λάδι, χρώματα, δέρματα, λιπάσματα... τα πάντα από τα ψάρια.

Ειδική συρτή σχεδιασμένη και κατασκευασμένη από τον Βερνουδάκη

Η φήμη που υπήρχε για αυτόν στην εποχή του είχε εξαπλωθεί μέχρι που το 1938 κάποιοι δημοσιογράφοι του περιοδικού “Θεατής", τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του στο Τουρκολίμανο για να τον συναντήσουν. Τον έπεισαν να τους ανοίξει το σπίτι-εργαστήριό του, γεγονός που ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς αποτελούσε το “μυστικό” του βασίλειο. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισαν μόλις εισήλθαν ήταν πραγματικά να ξαφνιαστούν από την αταξία που επικρατούσε εντός αυτού. Πάνω στα τραπέζια δεκάδες εκατοντάδες περιοδικά και βιβλία για την ιχθυολογία, γραμμένα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Στους τείχους διάφορα σύνεργα αλιείας, μερικά εξ αυτών παράδοξα που χρησιμοποιούσαν σε μακρινές εκτός Ελλάδας χώρες. 

Τυφέκια για καρχαρίες και κάθε είδους δίχτυα ενώ σε ένα διπλανό δωμάτιο άπειρες μικρές φιάλες με νερό, με μικροσκοπικούς οργανισμούς θαλάσσης, με λάδι ψαριών, με χρώματα παραγόμενα από αυτά. Σε βιβλιοθήκες υπήρχαν λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, άπειρα ντοσιέ με δικές του σημειώσεις και φυσικά βιβλία και μελέτες δικές του. Σε εκείνο το σπίτι του Τουρκολίμανου βρισκόταν κρυμμένος ένας επιστημονικός θησαυρός, που είχε συλλεχθεί ύστερα από μακροχρόνιες σπουδές και ταξίδια σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης με μοναδικό σκοπό την ιχθυολογία. 

Από τις καταγραφές του Βερνουδάκη

Ο Βερνουδάκης πληροφόρησε τους επισκέπτες του περιοδικού πως σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας εγκυκλοπαίδειας για την αλιεία, που θα περιλάμβανε εκτός από όλα τα είδη ψαριών που υπήρχαν στις ελληνικές θάλασσες και δίχτυα, τρόπους αλιείας κλπ. Θα περιλάμβανε και τις μελέτες με τα πορίσματα του ιδίου όπως για παράδειγμα πως το περισσότερο λάδι αναλόγως του βάρος του το έχει ο σπάρος και η σαρδέλα. Οι ανακοινώσεις στις οποίες είχε προβεί στην εποχή τους, σήμερα θεωρούνται ιδιαιτέρως πολύτιμες καθώς καταγράφουν θαλάσσια ζωή που σήμερα δυστυχώς δεν υφίσταται πλέον. 

Ο Βερνουδάκης είχε καταγράψει πως στον κόλπο της Λεσσιάς, έξω από τα Μέθανα υπήρχαν σαλάχια, ξιφοειδή και καρχαριοειδή καθώς και τόνοι τεσσάρων και πέντε μέτρων! Ο συγκεκριμένος κόλπος των Μεθάνων αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης αυτών των ειδών όταν πρόκειται να γεννήσουν. Έπειτα τον εγκατέλειπαν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τα Δαρδανέλια.

Το 1938 κατάφερε σε μια υπερπροσπάθεια να αλιεύσει έναν καρχαρία βάρους 420 κιλών και μήκους 3,5 μέτρων στην περιοχή του Λουτρακίου, ενώ ένα έτος νωρίτερα (το 1937) είχε εφεύρει εργαλείο για το ψάρεμα της συρτής. Στις διάφορες εξορμήσεις του Βερνουδάκης είχε πιάσει συνολικά 27 καρχαρίες. 

Από τις δακτυλογραφημένες μελέτες του που έφταναν μέχρι και στην καταγραφή των τιμών της αγοράς ανά περιοχή στην Ελλάδα.

Είχε καταγράψει ακόμα πως τα ψάρια αναπαράγονται όταν η θάλασσα έχει συγκεκριμένη θερμοκρασία και πυκνότητα, σε ένα βάθος, σε ένα μέρος. Κατά τον Φραγκή Βερνουδάκη "ο καλός ψαράς όφειλε να είναι καλός χημικός, κατάλληλα μορφωμένος και να διαθέτει τα σωστά εργαλεία αλιείας".

Στις 2 Ιανουαρίου 1944 από το Κάιρο υπέβαλλε υπόμνημα σχετικά με την αντιμετώπιση του επισιτισμού από την αλιεία και τον ενάλιο πλούτο. Ο πληθυσμός των πόλεων λόγω κατοχής λιμοκτονούσε τη στιγμή που ο Βερνουδάκης είχε προτείνει την ίδρυση ψαροσταθμών για την αντιμετώπισή του. Οι εισηγήσεις του είχαν βρει ανταπόκριση σε τέσσερα ελληνικά νησιά, σε Τήνο, Πάρο, Νάξο και Μύκονο. 


Παρότι τα νησιά βρίσκονται και σε αυτά σε κατοχή μέσω της οργάνωσης των τοπικών αλιέων η παραγωγή τους την περίοδο 27/1/1942 – 9/9/1943 είχε φτάσει τις 300 χιλιάδες οκάδες ψάρια τα οποία πωλούνταν στον κόσμο στην τιμή 60-480 δραχμές την οκά, όταν την ίδια εποχή στην Αθήνα πωλούνταν σε τιμή 5000 – 40.000 δραχμές την οκά! Με το σύστημα Βερνουδάκη ο πληθυσμός των τεσσάρων αυτών νησιών στην κατοχή, δεν πείνασε, παρότι οι αλιείς τους ψάρευαν με παλαιά και ακατάλληλα εργαλεία, με σάπιες κλωστές βγαλμένες από ξηλωμένα στόρια...



Ο Φραγκής Βερνουδάκης σε όλο του τον βίο υποστήριξε με πάθος πως η Ελλάδα, μια κατεξοχήν θαλασσινή χώρα, θα μπορούσε να έχει εξασφαλίσει επισιτιστική αυτοτέλεια από τη θάλασσα, να εξάγει σε όλο τον κόσμο νωπά ή επεξεργασμένα αλιεύματα αλλά και να έχει αναπτύξει βιομηχανική παραγωγή στηριγμένη στα παράγωγα των ψαριών (χρώματα, ιχθυέλαια κ.ο.κ.). 

Η παρουσία του Φραγκή Βερνουδάκη στο Τουρκολίμανο
καταγράφηκε και στις 9 Ιουλίου 1953

Οι μελέτες του υπό μορφή άρθρων και υπομνημάτων απεστάλησαν προς έκδοση σε διάφορα περιοδικά ακόμα και στον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να λάβει η επαγγελματική αλιεία τη θέση που της αξίζει να κατέχει στην Ελλάδα.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


Όταν το Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο, λειτουργούσε στην Φρεαττύδα



ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΜΑΡΙΝΑ ΤΟΥ CLAN FRASER




 

του Στέφανου Μίλεση

Τρεις παλαιοί φίλοι και συμμαθητές του 1ου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς (μετέπειτα Ιωνίδειος) συναντήθηκαν το 1989 συνταξιούχοι πλέον, ύστερα από 45 χρόνια απουσίας.

Πρώτη τους δουλειά μόλις συναντήθηκαν ήταν να μεταβούν στον Θεμιστόκλειο κήπο (πρώην Τινάνειο) και να σταθούν στο δένδρο με την καρφωμένη λαμαρίνα από την έκρηξη του αγγλικού πλοίου Κλάν Φράιζερ, ύστερα από την γερμανική αεροπορική επιδρομή της 6ης Απριλίου 1941 (ημέρα κήρυξης ελληνογερμανικού πολέμο), όπως είχαν κάνει κάποτε όταν ακόμα ήταν μαθητές γυμνασίου. Είχαν αποφασίσει να βγάλουν μια ίδια φωτογραφία με εκείνη της κατοχής.

Επρόκειτο για τους Αργυρόπουλο Μιχάλη, Αγιαννίδη Μηνά και Γεωργιάδη Βασίλειο που εκτός από συμμαθητές και φίλοι υπήρξαν και γείτονες από την Δραπετσώνα. Και οι τρεις όταν ξαναβρέθηκαν ζούσαν πλέον σε διαφορετικές τοποθεσίες. Ο Αργυρόπουλος ζούσε στο Μοσχάτο συνταξιούχος Κλωστοϋφαντουργίας, χρόνια στου Ρετσίνα και μετά στο Αιγαίο), ο Αγιαννίδης στο Χαλάνδρι (συνταξιούχος Βιοτέχνης) και ο Γεωγιάδης συνταξιούχος οικοδόμος.

Τη φωτογραφία που έβγαλαν ως μαθητές ακόμα κατά την διάρκεια της κατοχής, μπροστά από τη λαμαρίνα του πλοίου, την πλήρωσαν με φουντούκια που είχαν λάβει ως συσσίτιο σχολείου. 




Να σημειωθεί πως πρόκειται για σπανιότατη φωτογραφία τόσο η πρώτη όσο και η μεταγενέστερη, με δεδομένο πως η λαμαρίνα έχει εδώ και χρόνια πέσει από το δένδρο και φυλάσσεται εντός υάλινης προθήκης στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά. 








ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δύο Έλληνες προδότες οδήγησαν τα γερμανικά Στούκας στο CLAN FRASER




"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"