Ο Νικηταράς στον Πειραιά δίδαξε την περηφάνια



Του Στέφανου Μίλεση

Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα συνέλαβε το 1839 τον ήρωα Νικηταρά τον Τουρκοφάγο και το καταδίκασε, αν και παντελώς αθώος, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με την κατηγορία της προδοσίας. Η αλήθεια ήταν ότι τον φοβόντουσαν καθώς ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων δηλαδή των Ρωσόφιλων. Και οι παλατιανοί του Όθωνα φαντάζονταν ότι ο Νικηταράς θα έριχνε τον Βαυαρό Βασιλιά για κάποιο Ρώσο Πρίγκιπα.

Όταν τον αποφυλάκισαν τον κατάντησαν ζητιάνο στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή μάλιστα, η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει μέρα την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή, στον ήρωα επαίτη κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του.

Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης Ρωσίας, αυτός επισκέφτηκε τον Πειραιά και πήγε στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός, καθώς μάλιστα γνώριζε ότι οι διώξεις που είχε υποστεί ήταν λόγω των υποψιών και των φημών που τον ήθελαν να συνωμοτεί με τους Ρώσους.

Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
-Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος
-Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα. Απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο Ρώσος
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος. Απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο Ρώσος Πρεσβευτής κατάλαβε και διακριτικά φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο. 
-Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις.


Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμπτωχος σε ηλικία μόλις 68 ετών σε μια φτωχοκαλύβα στο Λιμάνι του Πειραιά. 

Ο νικητής της μάχης των Δερβενακίων ήταν μια από τις ευγενέστερες μορφές, τις πιο αγνές και ανιδιοτελείς του μεγάλου εκείνου αγώνα. Από το 1839 ταλαιπωρείται όταν φυλακίζεται στην Αίγινα. Αποφυλακίζεται μετά από δύο χρόνια τυφλός! Η κόρη του όταν τον αντικρίζει πεθαίνει! Ζει πάμπτωχος στον Πειραιά από μια πενιχρή σύνταξη. Οι πιστωτές του βγάζουν σε πλειστηριασμό το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, το ίδιο το σπίτι του. Πηγαίνει τυφλός στον πλειστηριασμό κρατώντας ένα σπαθί. Είναι το μοναδικό λάφυρο που δέχθηκε να πάρει μετά τη νίκη του στα Δερβενάκια. Όταν τον αντικρίζουν να διαβαίνει στην αίθουσα του πλειστηριασμού όλοι με σεβασμό και ντροπή σιωπούν. Ο Νικηταράς ανεβαίνει στο βήμα και λέει: «Τελευταίος πλειοδότης το σπαθί του Νικηταρά».

Η γυναίκα του Αγγελική πέθανε το 1863. Τον έθαψαν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον τάφο του Κολοκοτρώνη. Ο Δήμος Αθηναίων έστησε την προτομή του στο Πεδίον του Άρεως. Ο Δήμος Πειραιά δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα.  Ότι γίνεται στον Πειραιά μόνο κατόπιν ιδιωτικής πρωτοβουλίας συμβαίνει. Οι Δημοτικές Αρχές χρόνια τώρα είχαν λεφτά για να αλλάζουν αυτοκίνητα, χαλιά και κουρτίνες  να ξοδεύουν για τα πάντα.... αλλά ποτέ δεν υπήρχαν λεφτά για να κάνουν αυτά που έπρεπε να γίνουν. Ο Πρόεδρος του Ολυμπιακού και Δημοτικός Σύμβουλος Πειραιά Βαγγέλης Μαρινάκης τελικά με δικά του χρήματα έστησε την προτομή του στο προαύλιο του Γηροκομείου Πειραιά δίπλα από τον Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"