Η Σοφία Λόρεν στο Πασαλιμάνι του 1956


του Στέφανου Μίλεση

Μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών, η 20th century fox, αποφάσισε να δαπανήσει το  1956, τρία εκατομμύρια δολάρια, για το γύρισμα της πρώτης αμερικανικής ταινίας που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Ένας Αμερικανός μυθιστοριογράφος ο Ντέιβιντ Ντιβάν που ζούσε για αρκετά χρόνια σε κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου εμπνεόμενος από τους ανθρώπους, τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας, έγραψε ένα σενάριο το οποίο έχει ως κέντρο του το νησί της Μυκόνου. 

Ένας οπερατέρ όμως, ο Αμερικανορουμάνος Νεγκουλέσκο, βρήκε το νησί της Μυκόνου πολύ τουριστικό και καθώς ο ίδιος γνώριζε την Ύδρα την πρότεινε αντί της Μυκόνου, ως το πλέον κατάλληλο μέρος.

Στην Ύδρα βρίσκεται "το παιδί πάνω στο δελφίνι" που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία του 1957 με την Σοφία Λόρεν
"Το παιδί και το Δελφίνι"
 Κι έτσι γυρίστηκε η διάσημη  ταινία «Το παιδί και το Δελφίνι» με πρωταγωνίστρια τη ντίβα της εποχής, την πληθωρική Ναπολιτάνα Σοφία Λόρεν στον ρόλο της μικρής νησιωτοπούλας της Φαίδρας. 

Μόνο που η Φαίδρα αντί Μυκονιάτισσας έγινε διάσημη ως Υδραία, ενώ το νησί έγινε γνωστό παγκοσμίως! Η Φαίδρα ψαρεύοντας σφουγγάρια στις θάλασσες της Ύδρας –σύμφωνα με το σενάριο- ανακαλύπτει ένα μπρούτζινο άγαλμα που παριστάνει ένα μικρό αγόρι καβάλα πάνω σε ένα δελφίνι. Κατόπιν συμβουλής η Φαίδρα φτάνει στην Αθήνα προκειμένου να συναντήσει έναν Αμερικανό αρχαιολόγο, που υποδύεται ο ηθοποιός Άλαν Λαντ, που επιχειρεί έρευνες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβέρνησης. 

Η Φαίδρα ελπίζει να του πωλήσει το άγαλμα ώστε να εξοικονομήσει χρήματα και να μπορέσει να σπουδάσει τον μικρό της αδελφό. Φυσικά το μυστικό της Φαίδρας διαρρέει και γίνεται γνωστό και σε έναν πλούσιο Αμερικανό συλλέκτη που επιθυμεί να βρεθεί το άγαλμα στα δικά του χέρια. Μετά από περιπέτειες και σύμφωνα με το «αίσιο τέλος» που απαιτούσε ο κόσμος να έχει κάθε σενάριο της εποχής, η Φαίδρα και ο αρχαιολόγος ερωτεύονται και παντρεύονται ενώ το περίφημο άγαλμα του βυθού, παραδίδεται στα χέρια του νομίμου κατόχου που είναι το ελληνικό δημόσιο (σωθήκαμε!). 

Το πλοίο της γραμμής του Σαρωνικού, το θρυλικό "Νεράιδα" στο Πασαλιμάνι


Τα γυρίσματα της ταινίας απαίτησαν την παραμονή του συνεργείο για πέντε εβδομάδες στο νησί της Ύδρας όπου όλοι οι κάτοικοι έζησαν από κοντά την ατμόσφαιρα ενός κινηματογραφικού στούντιο. Εκατόν πενήντα ηθοποιοί και τεχνικοί ήταν πολλοί για την μικρή Ύδρα, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει την διαμονή τους και την διατροφή τους. Τα μεγάλα αρχοντικά του νησιού «επιστρατεύτηκαν» για τη διαμονή του Νεγκουλέσκου και της Σοφίας Λόρεν ενώ ο Άλαν Λαντ με τη γυναίκα του προτίμησαν να μείνουν φιλοξενούμενοι σε σκάφος. 

Εν τω μεταξύ τα γυρίσματα της ταινίας συμπεριελάμβαναν και Πειραιά! Η εμφάνιση της Σοφίας Λόρεν στο Πασαλιμάνι στις 8 Νοεμβρίου του 1956, δημιούργησε έναν πραγματικό παροξυσμό, όταν έξαλλο πλήθος από θαυμαστές της και από περίεργους παραλίγο να απαγάγει την ιταλίδα σταρ μαζί με το καταπράσινο αυτοκίνητό της. Από πολύ νωρίς ο κόσμος είχε κατακλύσει το μήκος της ακτής Μουτζοπούλου καθώς είχε γίνει γνωστό ότι επί του πλοίου της γραμμής του Σαρωνικού, το θρυλικό «Νεράιδα» θα γυρίζονταν σκηνές της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι». Εκτός του «Νεράιδα» ήταν αγκυροβολημένα στο Πασαλιμάνι και άλλα σκάφη που είχαν νοικιαστεί από την εταιρεία παραγωγής όπως η θαλαμηγός «Τοσκάνα», το φέρρυ μποτ «Εύβοια», το καΐκι «Άγιος Γεώργιος» μια ιταλική θαλαμηγός και δεκάδες λέμβοι. Επικεφαλής όλων αυτών των πλωτών μέσων ήταν φυσικά ο Νεγκουλέσκο.

 Και όσο η ώρα περνούσε και ο Σοφία Λόρεν δεν εμφανιζόταν, ο κόσμος αδημονούσε μέχρι που στο τέλος άρχιζε ρυθμικά να φωνάζει το όνομά της «Λόρεν, Λόρεν, Λόρεν». 

Ξαφνικά από την τότε Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, σημερινή Γρηγορίου Λαμπράκη, ένα πράσινο αυτοκίνητο έκανε την εμφάνισή του κατευθυνόμενο προς το Πασαλιμάνι (τότε η Λαμπράκη δεν είχε ακόμα μονοδρομηθεί και κάποιος ερχόμενος από Αθήνα έβγαινε απευθείας στο Πασαλιμάνι, πράγμα φυσικά που είναι αδύνατον σήμερα που για να επισκεφθείς το Πασαλιμάνι πρέπει να κάνεις πρώτα τον γύρο της Πειραϊκής αφού στο μεταξύ έχεις διέλθει από το κέντρο της πόλης). Πέντε απόπειρες έκανε το αυτοκίνητο της Σοφίας Λόρεν να προσεγγίσει τον χώρο των γυρισμάτων και ισάριθμες φορές απέτυχε. 

Επί μισή ώρα το αυτοκίνητό της γυρνούσε μέσα στα στενά του Πειραιά αναζητώντας τρόπο να προσεγγίσει η Ιταλίδα ηθοποιός το «Νεράιδα». Τελικά αφού σχηματίσθηκε στο Πασαλιμάνι ένας διάδρομος από Αστυφύλακες και Λιμενοφύλακες, η Λόρεν πέρασε μέσα από αυτόν και επιβιβάστηκε σε μια λέμβο με προορισμό το «Νεράιδα». Την δεκαετία του ’50 τα πλοία δεν πρυμνοδετούσαν αφού το Πασαλιμάνι δεν διέθετε ακόμα προβλήτες. Φυσικά τα γυρίσματα δεν διήρκεσαν μόνο μια μέρα αλλά αρκετές. Και σε όλο εκείνο το χρονικό διάστημα ο κόσμος του Πειραιά έδινε υποτίθεται εξετάσεις συνεργασίας με τα τεχνικά συνεργεία της παραγωγής. Ωστόσο αντίθετα από τους Υδραίους που συνεργάζονταν πλήρως με τους τεχνικούς, στον Πειραιά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Όταν κατά τη διάρκεια των νυχτερινών γυρισμάτων οι ηθοποιοί, οι κομπάρσοι, οι τεχνικοί, προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν μερικές σκηνές κάτω από το φως των ισχυρών προβολέων, τα πλάνα καταστρέφονταν από τις φωνές συγκεκριμένων ανήσυχων εφήβων, που πήγαιναν εκεί με μοναδικό σκοπό να ταράξουν την ησυχία των γυρισμάτων. Μη ξεχνάμε ότι ήταν μήνας Νοέμβριος, δηλαδή χειμώνας. 

Η Σοφία Λόρεν πάνω στο "Νεράιδα" ενώ πίσω της η Δευτέρας Μεραρχίας


Η Σοφία Λόρεν ωστόσο, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί έπρεπε να δίνουν την εντύπωση του καλοκαιριού, άντε της Άνοιξης. Και ενώ ξεπάγιαζαν με τα πουκάμισα και τα λουλουδάτα φορέματα μέσα στο κρύο του χειμώνα, από τη δύση του ηλίου ως τα χαράματα, μόνο και μόνο για να υπάρχει απόλυτη ησυχία και ερημιά στους δρόμους που αποτελούσαν το ντεκόρ της ταινίας, ξάφνου όλος και κάποιος «εξυπνάκιας» εμφανιζόταν από το πουθενά καταστρέφοντας με τις φωνές του τη σκηνή. 

Μάταια από το μεγάφωνο του πλωτού συνεργείου ακουγόταν η ικετευτική επίκληση κάποιου Έλληνα διερμηνέα που παρακαλούσε τον κόσμο για «λίγη ησυχία από την παραλία». «Αν θέλουμε ρε» απαντούσε γελώντας όλο και κάποιος «ανήσυχος» νέος της εποχής. Ο ένας και μοναδικός ναύτης του λιμεναρχείου αδυνατούσε να ελέγξει όλη αυτή την κατάσταση και έμενε στο τέλος σαστισμένος να κοιτάζει ανήμπορος. Αυτή η απείθαρχη στάση του κόσμου στον Πειραιά είχε κάνει πολύ άσχημη εντύπωση στους τεχνικούς και στους ηθοποιούς της παραγωγής σε αντίθεση με την πλήρη συνεργασία των κατοίκων της Ύδρας. 


Αν και δύσκολα κάποτε τα γυρίσματα στο Πασαλιμάνι ολοκληρώθηκαν και σήμερα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον οι σκηνές στο εμπορικό Λιμάνι, αλλά κύρια στο Πασαλιμάνι όταν πίσω από το σκάφος διακρίνεται το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο του Μεταξά, ενώ σε άλλη σκηνή διακρίνεται η Λεωφόρος Δευτέρας Μεραρχίας στη συμβολή της με την Ακτή Μουτζοπούλου, ακριβώς εκεί που βρίσκεται το σκάφος. Αν παρατηρήσει τις σκηνές των γυρισμάτων στο Πασαλιμάνι, δίδεται η εντύπωση μιας έρημης πολιτείας από ανθρώπους και από διερχόμενα αυτοκίνητα. Αυτό φυσικά συμβαίνει καθώς τα γυρίσματα έχουν γίνει στις πέντε και στις έξη τα ξημερώματα! Η πολύ πρωινή ώρα διακρίνεται επίσης και από τον παράξενο μουντό ουρανό που δεσπόζει στο φόντο. 


Το Πασαλιμάνι μιας άλλης εποχής, αγνώριστο συγκριτικά με τη σημερινή εικόνα του. Ελάχιστα κτήρια της ταινίας συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα μεταξύ των οποίων και το Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά και σημερινό ίδρυμα Λασκαρίδη. 

Μια άλλη σκηνή της Σοφίας Λόρεν που επίσης γυρίστηκε στον Πειραιά ήταν όταν συνοδευόμενη από τον τότε λαοφιλή τραγουδιστή Τόνι Μαρούδα, τραγουδά στα ελληνικά το «τι είναι αυτό που λένε αγάπη». Ως τόπος του γυρίσματος ήταν το εσωτερικό της ταβέρνας «Σπηλιά του Παρασκευά» στα βοτσαλάκια της Καστέλλας. Το αστέρι του Τόνι Μαρούδα πραγματικά απογειώθηκε μετά την ταινία και στο εξωτερικό. Με το συγκεκριμένο τραγούδι ο Μαρούδας είχε πουλήσει 2,5 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως!  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"