Η Χαμοζωή του Πειραιά (του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)

Η "Χαμοζωή " του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου δίνει μια εικόνα του Πειραιά του 1913 της ασετιλίνης, της οκάς και του κουρέματος των αγοριών με την ψιλή



Του Στέφανου Μίλεση

Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982) ξεκίνησε την διαδρομή της ζωής του από το Αιτωλικό της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά στην παιδική του ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του αρχικά στον Πειραιά και έπειτα στην Αθήνα όπου και σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή. Την διαμονή του στον Πειραιά την αναπλάθει στο μυθιστόρημα "Χαμοζωή" που αποτελεί το ένα μέρος αυτοβιογραφικής του τριλογίας (τα άλλα δύο μέρη είναι η Αστροφεγγιά και Αιχμάλωτοι).

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1945

Η "Χαμοζωή" (φτωχική ζωή με στερήσεις) αναφέρεται σε γεγονότα μικρής χρονικά περιόδου στον Πειραιά του 1913 περίπου ( η χρονολόγηση προκύπτει από την ίδια την αφήγηση όταν αναφέρεται στη δολοφονία του βασιλιά στη Θεσσαλονίκη και που φυσικά εννοείται η δολοφονία του Γεωργίου Α΄ τον Μάρτιο του 1913). 

Ο Παναγιωτόπουλος μας ξεναγεί στις τρεις κάμαρες στην σειρά που έμενε με νοίκι 14 δραχμές, στον Πειραιά της ασετιλίνης,  του νερού από το πηγάδι ("μια πεντάρα η στάμνα"), της οκάς και του κουρέματος των αγοριών με την ψιλή. Στον Πειραιά όπου ο αυστηρός δάσκαλος κυκλοφορεί πάντα με τον χάρακα στο χέρι και τιμωρεί τους μαθητές ακόμη και την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών.



Ο μικρόκοσμος αυτού του μόχθου (ο Πειραιάς το 1900 διαθέτει 86 εργοστάσια), δουλεύει στην φάμπρικα του μπαμπακιού (από την δεκαετία του 1860 εξάγεται διεθνώς το "μπαμπάκι Πειραιώς") για μεροκάματο εξήντα λεπτά, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μία δραχμή και ογδόντα λεπτά ή στο εργοστάσιο κεραμιδιών ("κέραμοι τύπου Μασσαλίας") ή στον μύλο (ο πρώτος αλευρόμυλος στον Πειραιά λειτουργούσε ήδη από το 1860) ή αναζητά καλύτερη ζωή μπαρκάροντας σε σκυλοπνίχτες, σε καρβουνιάρικα ή στα πρώτα ατμόπλοια που πραγματοποιούν υπερπόντια ταξίδια. 



Η εργατιά του Πειραιά, διασκεδάζει τις ελεύθερες ώρες της χαζεύοντας τις σπιταρόνες στο Λιμάνι ή περιμένει να δει το θέαμα που παρουσιάζουν πλανόδιοι:

-Περνούσαν κι οι αρκουδιάρηδες με τις βαριές αλυσίδες και τα βροντόλαλα ντέφια και τις ολόρθες κατσουφιασμένες αρκούδες και τους μελαμψούς αρκουδιάρηδες...

ή τις γιορτές της αποκριάς που κρατούσαν τρεις εβδομάδες:

-Στήνονταν το γαϊτανάκι στην πλατεία της εκκλησίας, ένα κοντάρι στη μέση κι ολόγυρά του ένα σωρό παλιάτσοι που χορεύανε κρατώντας τις χρωματιστές κορδέλες που πέφτανε από το κεφάλι του κονταριού σαν ένα κύμα πολύχρωμο...

-Τρεις βδομάδες ολάκερες την περνούσαμε μια χαρά, πότε με το ΄να, πότε με τ΄ άλλο. Ακολουθώντας την γκαμήλα ή βλέποντας στο παραγκάκι τις κούκλες, τις μαριονέτες, που το ΄στηνε κάποιος χασομέρης σε γωνία του δρόμου και χτυπούσε το κουδουνάκι του και συμμάζευε τη μαρίδα..

Στους δρόμους μια μορφή διασκέδασης ήταν και οι ρομβίες (πρόδρομος της λατέρνας) που έπαιζαν τα ίδια και τα ίδια όπως "από τα πολλά που μου ΄χεις κανωμένα -δε σε θέλω πια", "θάλασσα λεβεντοπνίχτρα, θάλασσα φαρμακερή" και "κυνηγός που κυνηγούσε εις τα δάση μια φορά, έτυχε να συναντήσει μια μικρή καλογριά".


Στον Πειραιά του 1913 υπάρχουν ακόμα αρχοντικά σπίτια στην οδό Θεόδωρου Ρετσίνα και στη Λεύκα, ενώ έντονες είναι οι αναφορές για τις συνοικίες Υδραίικα και Χιώτικα. Στους καφενέδες κυριαρχούν στους τοίχους λιθογραφίες με θέματα όπως "η Αθώα Γενοβέφα", "Καλλονή του Καυκάσου" και "Κυρά Φροσύνη" ενώ οι θαμώνες διαβάζουν μετά μανίας της εφημερίδες "Πατρίς" του Σίμου, το "Εμπρός" του Καλαποθάκη, τον "Χρόνο" του Χαιρόπουλου και την εφημερίδα "Σκριπ" που είναι στερεωμένες πάνω σε τελάρα. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν τους καφενέδες μόλις ο φανοκόρος ανάψει τα φανάρια του γκαζιού στους δρόμους.

Έντονες επίσης είναι οι αναφορές στα ήθη και στα έθιμα των Πειραιωτών που τα κρατούσαν ευλαβικά, σε μια κοινωνία που δεν θυμίζει σε τίποτα "αστικό περιβάλλον", καθότι διαφαίνεται καθαρά ότι περιγράφει μια κοινωνία "κλειστή" σχεδόν με χαρακτηριστικά επαρχίας. Μιας επαρχίας νησιωτικής που ο καθένας φέρνει μαζί του, από τον τόπο καταγωγής.

Οι γάμοι γίνονταν στα σπίτια και ακολουθούσε γλέντι μέχρι "πρωίας", στα σπίτια πήγαιναν και τον νεκρό, την Μεγάλη Παρασκευή έπιναν τρία ποτήρια νερό, ένα το πρωί, ένα το μεσημέρι και ένα το βράδυ πριν από τον Επιτάφιο και τίποτα άλλο. 
-Αν μας έβρισκε ο δάσκαλος ή ο Παππάς στον δρόμο, μας άνοιγε το στόμα κι έχωνε τη μύτη του μέσα κει κι οσμιζόταν, μπας και φάγαμε λάδι κι αμαρτήσαμε... 


Ντροπή ήταν η γυναίκα να γυρίζει στους δρόμους αστεφάνωτη, αλλά και η στεφανωμένη έπρεπε να πηγαίνει μόνο στην αγορά. Τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν και ένα μόνο σχόλιο ήταν αρκετό για να σου βγει άσχημη φήμη
-Καλέ εχθές στα Υδραίικα είδα γυναίκα στεφανωμένη να τριγυρίζει.... 
Για να γλιτώσεις από μια τέτοια φήμη η μόνη σωτηρία ήταν να αλλάξεις γειτονιά. Και όταν λέμε γειτονιά εννοούμε συνοικία καθώς ο όρος "γειτονιά" περιελάμβανε τα όρια σημερινής ενορίας.

Κύρια πηγή κουτσομπολιού ήταν τα πηγάδια, από τα οποία συνήθως ο ιδιοκτήτης που πούλαγε το νερό με την στάμνα (μια πεντάρα η στάμνα), ενημερώνονταν για όλες τις εξελίξεις της "γειτονιάς" που συνήθως φρόντιζε επιμελώς να αναπαράγει.

Τα πηγάδια (αποτελούσαν την κύρια τροφοδοσία νερού) χωρίζονταν σε Δημόσια και ιδιωτικά. Στα ιδιωτικά χρέωναν μια πεντάρα την στάμνα και η εξυπηρέτηση ήταν άμεση. Στα Δημόσια μειονέκτημα ήταν ότι θα έπρεπε να περιμένεις ώρα για την τροφοδοσία νερού, λόγω του κόσμου που υπήρχε καθώς και η απόσταση που έπρεπε να καλύψεις
(φωτογραφία από την Ακτή Ξαβερίου)

Η κοινωνία είναι απολύτως ταξική, όπου διαχωρίζονται οι "μεγαλοσιάνοι" από τους "παρακατιανούς", όπου ο απόφοιτος σχολείου είναι πρόσωπο αξιοσέβαστο, ο "γραμματικός" εγγυάται στην φτωχή εργάτρια - που αξιοποιεί ως διαβατήριο την ομορφιά της- μια καλύτερη ζωή.

Σε ένα Πειραιά όπου ο κόσμος διαχωρίζονταν σε "μεγαλοσιάνους" και "παρακατιανούς". Σε έναν Πειραιά που από την μια διέθετε αρχοντικά του Τσίλερ και από την άλλη χαμόσπιτα και παραπήγματα

Στοιχεία από τον Πειραιά του 1913 είναι επίσης ότι οι "γνωριμίες" που ανοίγουν τις πόρτες των Δημοσίων Υπηρεσιών, ο παράνομος χρηματισμός, το πάχος δείχνει ευρωστία, η ασθένεια είναι οικονομικά καταστροφική (για να γιάνεις χρειάζεσαι πολλά, είναι πλούσιο πράμα η αρρώστια), το λουκούμι μεγάλη πολυτέλεια.

Η αφήγηση στη Χαμοζωή ξεκινά με το κείμενο αυτό που για μας θα αποτελέσει τον επίλογο της ανάρτησης μας.

Είναι χρόνια πολλά, μπορεί και τριάντα, που δεν ξαναπήγα σε κείνη τη γειτονιά. Την άφησα έτσι, μέσα στη θύμηση, μέσα στα δάκρυα. Να μένει απείραχτη από τον καιρό και να την συλλογιέμαι, σαν παίρνει να χειμωνιάζει, κάτου από τα φώτα, που ανάβει ένα ένα ο φανοκόρος με το μαγικό του ραβδάκι...

1 σχόλιο:

νανα ιωαννιδου είπε...

Φιλτατο Πειραιοραμα
Το 1939 η μητερα μου κι ο πατερας μου μαζι με την αδελφη του πατερα μου , που ηταν μητερα του ηθοποιου Θυμιου Καρακατσανη ,
εκαναν πραγματι τα 2 ζευγαρια τον γαμο τους στο σπιτι την ιδια μερα .Αρχες του 40 γεννηθηκαμε εγω και ο θυμιος .
Μου ειχε πει η μητερα μου ετσι ηταν η
συνηθεια .

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"