Η Φρεαττύδα του Λάμπρου Πορφύρα

Η Φρεαττύδα πριν την μετατροπή της σε Μαρίνα την δεκαετία του '50. Πίσω μια από τις πρώτες πολυκατοικίες του Πειραιά που υπάρχει μέχρι σήμερα. Διακρίνεται το παλαιό τείχος που σήμερα κάποιος μπορεί να δει μέρος του, μόνο εάν επισκεφθεί το Ναυτικό Μουσείο


Του Στέφανου Μίλεση

Ήταν Κυριακή 22 Μαΐου 1938 όταν στην Φρεαττύδα έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Λάμπρου Πορφύρα
Η προτομή κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Γρηγόρη Ζευγώλη και στήθηκε στην εκεί μικρή πλατεία με πρωτοβουλία του Δήμου Πειραιώς. Στην τελετή τότε είχαν μιλήσει ο Δήμαρχος Πειραιώς Σωτήριος Στρατήγης ενώ ποιήματά τους αφιερωμένα στον Πορφύρα απάγγειλαν οι Μιλτιάδης Μαλακάσης και Αιμίλιος Βεάκης.

22 Μαΐου 1938 - Φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Λάμπρου Πορφύρα στην Φρεαττύδα

ο Λάμπρος Πορφύρας είχε πεθάνει ωστόσο 6 χρόνια νωρίτερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 από γαστρορραγία και η κηδεία του είχε γίνει την επόμενη μέρα 4 Δεκεμβρίου, στο ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί βέβαια εκτός από πλήθος κόσμου, βρίσκονταν και οι Παύλος Νιρβάνας, Ι. Γρυπάρης, και Ν. Χατζάρας.  

Ο Λάμπρος Πορφύρας, μαθητής ακόμα του Γυμνασίου Πειραιώς γράφει το πρώτο του ποίημα με τίτλο "Η θλίψη του Μαρμάρου" και το δημοσιεύει το πειραϊκό περιοδικό "Στάδιον" της 16ης Σεπτεμβρίου του 1894.

Φωτογραφία του Λυκούργου Βαγιάκη την δεκαετία του '60. Ο γραφικό όρμος της Φρεαττύδας σώζεται ακόμη. Αριστερά τα λουτρά του Κράκαρη και πίσω από αυτά η πρώτη πολυκατοικία της περιοχής. Δεξιά πάνω το παλαιό κτήριο του Τζανείου Νοσοκομείου. Το αρχαίο τείχος σώζεται περιμετρικά δίνοντας την αίσθηση της Ντάπιας

Το πραγματικό όνομα του Πορφύρα ήταν Δημήτρης Σύψωμος, γεννημένος στην Χίο το 1879. Αμέσως μετά την γέννησή του, η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Σύρο (1881) και μετά τρία χρόνια πραγματοποιεί την οριστική της εγκατάσταση στον Πειραιά (1884). Ο μικρός Δημητράκης Σύψωμος (Πορφύρας) αρχικά πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα, αλλά το 1891 γράφεται στο Γυμνάσιο Πειραιώς και το 1895 όταν αποφοιτά από αυτό γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διαβάζουμε στην Εφημερίδα "ΑΣΤΥ" του 1895 (!!) την πρώτη κριτική για τα παιδικά ακόμα ποιήματά του
Ονομάζεται Δημήτριος Σύψωμος είναι νεαρώτατος μόλις εξελθών του γυμνασίου. ....Απαγγέλει τα ποιήματά του στους φίλους του εκεί κάτω στον Περαία, εις την αυλήν της μπίρας του Τσοκαρόπουλου, υπό το φύλλωμα δύο υψηλών λευκών (η μπυραρία του Τσοκαρόπουλου πρέπει να πούμε ότι δεν βρίσκονταν στην Φρεαττύδα αλλά στην Πλ. Αλεξάνδρας. Επειδή το κατάστημα αυτό βρίσκονταν πάνω στην στροφή, η συγκεκριμένη θέση αποκαλούνταν "Θέσις Τσοκαρόπουλου") 

Το 1897 δημοσιεύεται ένα από τα πιο ωραία ποιήματά του με τίτλο "Lacrymae Rerum" εμπνευσμένο από τον ξενιτεμό της αδελφής του Σμαράγδας. 

Η Φρεαττύδα πριν την καταστροφή της ήταν ένας γραφικός όρμος. Πίσω στο βάθος διακρίνεται η έπαυλη του Σκουλούδη. Μπροστά αριστερά τα ξύλινα παραπήγματα είναι τα λουτρά του Κράκαρη με τις καμπίνες αποδυτήρια.

Ξαφνικά το 1899 αρρωσταίνει από τύφο και εγκαταλείπει τις σπουδές του. Αρχίζει να ταξιδεύει στο εξωτερικό (Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία), ενώ ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, όπως στο "περιοδικό μας" του Γερ. Βώκου, "Διόνυσος", "Παναθήναια", "Γράμματα" (Αλεξανδρείας) κ.λ.π.

Το 1909 γίνεται μέλος της "Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ενώσεως" ενώ από το 1912 έως και το 1915 στρατεύεται δύο φορές. 

Το 1920 κυκλοφορεί την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Σκιές", ενώ το 1923 πρωτοδημοσιεύεται στην Εφημερίδα "Ελεύθερος Λόγος" το ποίημα "Πιες του γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου" για το οποίο του απονέμεται το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Το 1932 όπως προαναφέραμε πέθανε και θάφτηκε στο Νεκροταφείο της Ανάστασης σε τάφο που τιμητικά του παραχώρησε ο Δήμος Πειραιά. 

1η Απριλίου 1979 - Κατάθεση Στεφάνου στην προτομή του Λάμπρου Πορφύρα. Το 1979 είχε ανακηρυχθεί έτος του Λάμπρου Πορφύρα
Όταν η τύχη παίζει παιχνίδια. Σε δημοσίευμα του 1902 εμφανίζεται ο Πορφύρας να προσφέρει  το ποσό των 10 δραχμών προκειμένου να φτιαχτεί η προτομή του Διονυσίου Σολωμού


Η Σχέση του Πορφύρα με την Φρεαττύδα:

Όσοι γνώριζαν τον Πορφύρα γνώριζαν πολύ καλά ότι ο ποιητής αυτός εμπνέονταν από την γραφικότητα του μικρού αυτού όρμου, "την μόνη ποίηση που έχει απομείνει στον Πειραιά", όπως έλεγε και ο ίδιος. Είναι γνωστό άλλωστε το επεισόδιο που είχε γίνει όταν ο επίσης για κάποιο διάστημα κάτοικος της Φρεαττύδας Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Αποστολίδης) κανόνισε με τον Ζαν Μωρεά (ποιητή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο) και τον Πορφύρα (το 1910) να συναντηθούν στον ηλεκτρικό σταθμό προκειμένου να πάνε εκδρομή. Τότε ο Πορφύρας έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και τους είπε αν θέλουν να τον βλέπουν ευτυχισμένο, αντί εκδρομής να πάνε στην Φρεαττύδα. Ο Ζαν Μωρεάς αρχικά δέχθηκε λέγοντας ότι "ας πάμε να δούμε το μέρος που είχα τα πρώτα μου φλερτ" αλλά μόλις έφθασαν ο Μωρεάς δυσανασχέτησε λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερο να πήγαιναν σε κάποιο γραφικότερο μέρος. Τότε στον Πορφύρα δημιουργήθηκε έντονη ενόχληση και δεν ξανασυναντήθηκε με τον Μωρεά ποτέ πια. (Διαβάστε την ιστορία ολόκληρη εδώ)
Γραφικότερο μέρος σε όλο τον κόσμο ήταν για τον Πορφύρα η Φρεαττύδα, που έκλεισε το τοπίο της στην ψυχή του και την έδειξε μέσα από τους στίχους του. Εκεί έβρισκε τον εαυτό του, εκεί συναντούσε τους φίλους του στα μικρά ταβερνάκια της περιοχής με την καλή ρετσίνα. Τα περισσότερα ποιήματα αν και δεν αναφέρονται ευθέως σε αυτήν, ωστόσο την περιγράφουν. Και για τον κόσμο της Φρεαττύδας, την εποχή εκείνη, ο Πορφύρας αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς ανθρώπου που αγαπούσε υπέρμετρα τον πνευματικό του τόπο. 


Είδα μια χώρα ξωτικιά στ΄ανήσυχο όνειρό μου
πόσ΄ όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Το νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν΄ αράζω, μόνο εκεί


Οι γενναίοι του ποτηριού και η σχολή που δημιούργησαν:

Το 1961 ο αδελφός του Λάμπρου Πορφύρα, Θεόδωρος Σύψωμος, επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτειά φτάνει στην Φρεαττύδα και σε μια ταβέρνα απέναντι ακριβώς από την προτομή του αδελφού του τελεί φιλολογικό μνημόσυνο. Εκεί σκιαγραφήθηκε το προφίλ μιας σειράς λογοτεχνών που έλαβαν τον τίτλο "Η Σχολή της Φιλολογικής Ταβέρνας". Στην σχολή αυτή κυριάρχησαν δύο μορφές του Βουτυρά και του Πορφύρα. Στο εξωτερικό ανάλογες σχολές της συναντούμε ως "Σχολές μποεμισμού" ειδικά στα καφέ του Παρισιού, όταν λογοτέχνες και ποιητές συναντιούνται και στα τραπεζάκια ενός καφενείου και γράφουν τις μεγαλύτερες ποιητικές συλλογές. Στην Ελλάδα τα "παρισινά καφέ" αντικαθιστούν οι παρέες της ταβέρνας με τις συντροφιές του Πορφύρα, του Βουτυρά και του Πάνου Ταγκόπουλου, των γενναίων του ποτηριού όπως τους έλεγαν τότε. Κάποτε ο Πορφύρας σε μία τέτοια συνάντηση είχε χαράζει στο τραπέζι "Η Ταβέρνα είναι λεπτό πράγμα". Και ο Πορφύρας ήξερε τι έλεγε. Για να χαρείς την φιλολογική ταβέρνα πρέπει να είσαι διακριτικός, να σέβεσαι τον χώρο που σαν προχωρήσει η νύχτα γεμίζει από μεράκια, από ευαισθησία, από πόνο. Ήταν μετρημένοι οι λογοτέχνες που αποτελούσαν τον κύκλο των "γενναίων του ποτηριού". Είναι ζήτημα εάν για παράδειγμα ο Κωστής Παλαμάς είχε ποτέ πάει σε ταβέρνα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, όχι μόνο δεν πάτησε το πόδι του σε ταβέρνα αλλά έγινε και αυστηρός κατήγορος τους.

Ο Λάμπρος Πορφύρας σε βόλτα του στο Πασαλιμάνι
   

Το δημοσίευμα της Προτομής με την κατσίκα:

Αν και βρισκόμαστε στο 1946, οχτώ χρόνια μετά την τοποθέτηση της προτομής του Πορφύρα, συνέβει τότε κάτι που δεν άφησε ασχολίαστο ο τύπος της εποχής. Κάθε ημέρα στις 08.00 το πρωί μια κατσίκα πήγαινε και κάθονταν στην βάση της προτομής. Σταματούσε εκεί για μια ώρα και μετά συνέχιζε την πορεία της. Αυτό γίνονταν κάθε πρωί την ίδια ώρα. Ο ημερήσιος τύπος άρχιζε να θέτει ερωτήματα. Τι συμβαίνει, που βρισκόμαστε; Στον Παρνασσό ή στην Φρεαττύδα; Τι ζητά μια κατσίκα ανάμεσα στις σιδηροτροχιές του τραμ (το τραμ είχε τέρμα στην έπαυλη του Σκουλούδη), στα καφενεία και στα φαρμακεία; Ανακαλύπτουν λοιπόν ότι ολόκληρο κοπάδι νωρίτερα, πριν καν ξημερώσει περνούσε από εκεί και η συγκεκριμένη κατσίκα σταματούσε στην προτομή και έτρωγε τις εφημερίδες που έβρισκε πεταμένες στην πλατεία. Από το περιστατικό αυτή υπήρξε μάλιστα και σχετική εικονογράφηση.
Από το περιστατικό της προτομής του Πορφύρα με την κατσίκα
Πηγές:
"Ελληνικός Μποεμισμός - Η ταβέρνα είναι λεπτό πράγμα" του Πέτρου Χάρη (1964)
Αναμνηστική έκδοση "Έτος Λάμπρου Πορφύρα" από το Ινστιτούτο Πειραϊκών Μελετών (1979)
Εφημερίδες ΑΣΤΥ, ΣΚΡΙΠ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Να προσθέσω ένα ποίημα του Πορφύρα, το οποίο πολύ μου αρέσει:
Φωνὲς τῆς θάλασσας
Πιὲ στοῦ γιαλοῦ τὴ σκοτεινὴ ταβέρνα τὸ κρασί σου,
σὲ μι᾿ ἄκρη, τώρα π᾿ ἀρχίσαν ξανὰ τὰ πρωτοβρόχια,
πιέ το μὲ ναῦτες καὶ σκυφτοὺς ψαράδες ἀντικρύ σου,
μ᾿ ἀνθρώπους ποὺ βασάνισε κι ἡ θάλασσα κι ἡ φτώχεια.

Πιέ το ἡ ψυχή σου ἀξέννοιαστη τόσο πολὺ νὰ γίνει,
ποὺ ἂν ἔρθ᾿ ἡ Μοῖρα σου ἡ κακιὰ νὰ τῆς χαμογελάσεις,
καημοὶ καινούργιοι ἂν ἔρθουνε μαζί σου ἂς πιοῦν κι ἐκεῖνοι,
κι ἂν ἔρθει ὁ Χάρος, ἥσυχα κι αὐτὸν νὰ τὸν κεράσεις.

Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη

Ανώνυμος είπε...

Ένα ποτήρι κρασί.

Ένα ποτήρι μπροστά του γεμάτο
με κρασί κι εμπειρίες ζωής,
π’ ανταμώνεις στο διάβα των χρόνων
και το θες, δεν το θες θα τις πιείς.

Και πιο κει αναμμένο κεράκι
ν’ αχνοφέγγει (περίεργο φως).
Ναι! Φωτίζει τη γήινη πορεία:
τ’ από πού, το για πού και το πώς.

Γέλια, πόνοι ανάκατα όλα
μεσ’ του νου το στενό μονοπάτι.
Τρέχουν όλα (και τι δεν του λένε)
σαν ασπρόμαυρο γρήγορο άτι.

Της Ταβέρνας ο Άρχων γεμίζει
με κρασί το ποτήρι π’ αδειάζει,
τον μεθά και χωρίς να ρωτήσει
μεσ’ τη βάρκα του Χάρου τον βάζει.

Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"