Στα Χασισοποτεία του Πειραιά του Francis Carco (1935)

Ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος Francis Carco
που περιηγήθηκε στα χασισοποτεία του Πειραιά το 1935

Ήταν ένα ήσυχο χλιαρό βράδυ Μαΐου του 1935 όταν περιηγήθηκα μαζί με έναν φίλο μου στην παραλία του Πειραϊκού Λιμένος. Μου είχε γεννηθεί μια ιδέα να επισκεφθώ ένα χασισοποτείο. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι χασισοποτεία υπήρχαν πολλά στον Πειραιά και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα πολύ αξιοπερίεργο. Μου είχαν δώσει και διευθύνσεις. Ο συνοδός μου χαμογελούσε.

- Ξέρετε μου λέει, τα καταστήματα αυτά είναι τώρα κλεισμένα. Εν τούτοις ας επιχειρήσουμε. 

Κάλεσε έναν οδηγό και του έδωσε μια διεύθυνση. Πήραμε μερικούς ανηφορικούς δρόμους πολύ κακοφτιαγμένους. Διασχίσαμε συνοικίες που μου φάνηκαν ύποπτες και τέλος σταματήσαμε κάπου.

Κατεβήκαμε και κάναμε μερικά βήματα σ΄ έναν ανώμαλο δρόμο που οδηγούσε ανάμεσα σε βράχους προς την θάλασσα. Εκεί κάτω βρίσκονταν μια παράγκα τελείως κλειστή και σκοτεινή. Χτυπήσαμε τη πόρτα και εισήλθαμε σε μια πρώτη αίθουσα που έμοιαζε με καφενείο. Από πίσω υπήρχε μια πολύ μικρότερη επιπλωμένη μ΄ένα κρεβάτι εκστρατείας και μια καρέκλα. Ένα κερί σφηνωμένο στο στόμιο μιας μπουκάλας φώτιζε ελάχιστα.

- Τι θέλετε; ρώτησε ένας γέρος.

Ο φίλος μου του εξήγησε τον σκοπό της επισκέψεώς μας αλλά ο γέρος διατείνονταν πως δεν κάπνιζαν τέτοια εκεί...Εάν κάπνιζαν χασίς εκεί θα μύριζε.

Ξαφνικά φωνές, βήματα, πέτρες που κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Σφυρίγματα που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Τρεις άνδρες με πολιτικά και ρεβόλβερ στα χέρια μπήκαν μέσα, φωνάζοντας πως ήταν αστυνομικοί. 

- Δεν πηγαίνουμε καλύτερα αλλού; Βγήκαμε έξω αφήνοντας τον γέρο να επαναλαμβάνει τα ίδια που είπε σ΄ εμάς και στους τρεις αστυνομικούς. Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο που μας έφερε αυτή την φορά μπροστά σ΄ ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα. Πλησιάζονταν κάποιος από μέσα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω μας χωρίς να πει λέξη. 

Το δωμάτιο εκείνο ήταν στρωμένο με χώμα. Κάτω από το φως ενός δαυλού διέκρινα πρόσωπα παθιασμένα, αραδιασμένα χάμω πάνω σε σάκους. Τα μάτια τους έπεσαν πάνω μας απλανή και χαμένα. Κάποιος κρατούσε στο χέρι μια τούρκικη κιθάρα και καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος, περίμενε να κάτσουμε κι εμείς για να ξεκινήσει. Μια διαπεραστική οσμή καμένου χαρτιού διέσχιζε τον αέρα. Ο αμίλητος που μας είχε ανοίξει την πόρτα, μας πλησίασε αυτή την φορά κρατώντας στα χέρια του ένα αντικείμενο που το έλεγαν "τσιμπούκι", που αποτελείτο από ένα δοχείο γεμάτο νερό στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα δύο καλάμια σαν σωλήνες. Από πάνω υπήρχε ένας μικρός μεταλλικός δίσκος με κάρβουνα. Οι ανταύγειες των δαυλών, φώτιζαν ένα νεαρό ο οποίος ετοίμαζε μια μάζα χασίς, μαλάσσοντας την με τα χέρια του. Στην συνέχεια την μοίρασε σε κομμάτια που το καθένα από αυτά τα ονόμαζαν "τσίκα". Λίγο πριν το καπνίσουν οι θαμώνες, φώναζαν "εις υγείαν" ενώ μερικοί από αυτούς φώναζαν στα ιταλικά "εβίβα"!


Ο άνθρωπος με το τσιμπούκι μου το έτεινε. Πλησίασα στα χείλη μου στον σωλήνα και τράβηξα μια ρουφηξιά, μια δεύτερη, μια τρίτη.
- Εβίβα φώναζαν διαρκώς όλοι
Κάποιος διπλανός μου αφέθηκε να πέσει κατά γης.
- Ξαπλώστε και εσείς, μου είπαν
Δεν θέλησα να ξαπλώσω σκεπτόμενος ότι οι τρεις μόνο ρουφηξιές δεν θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Γύρω μου η μακάρια έκφραση των καπνιστών, γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποβλακώσεως. Αισθάνθηκα την ίδια στιγμή να με καταλαμβάνει ένας ίλιγγος και να χάνω λίγο - λίγο τις αισθήσεις μου. Όλα έγιναν τότε ανάκατα, τρομακτικά, αλλόκοτα, ακαθόριστα. Ένοιωσα κι εγώ αυτή την κατάσταση "μαστούρας" που φέρνει στους καπνιστές αυτό το ναρκωτικό.
- Φάτε λίγο πορτοκάλι, μου φώναξε κάποιος είναι το καλύτερο αντίδοτο. Ο ήχος της κιθάρας έφτανε από πολύ μακριά. Στον τοίχο απέναντι κρεμόταν μια κακοφτιαγμένη και πρόστυχη εικόνα της Ακρόπολης, αλλά εγώ νόμιζα πως αντίκρισα ένα λαμπρό θέαμα. Μου έφεραν και ένα πορτοκάλι και για να μην τους δυσαρεστήσω έφαγα μια φέτα.
Francis Carco
Δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο τον Μάιο του 1935



Ο Γάλλος Ακαδημαϊκός Francis Carco (1886-1958) γεννήθηκε στην Κορσική και θεωρήθηκε ο "ζωγράφος" των σκοτεινών δρόμων. Στα βιβλία του κυριαρχούν τα μπαρ, τα λιμάνια, τα φώτα της νύχτας και των πλοίων που φεύγουν. Σαν παιδί είχε ξυλοκοπηθεί αγρίως από τον πατέρα του στην Κορσική ενώ αφιέρωσε την ζωή του για τις μειονότητες που συχνά αποτελούν το αντικείμενο των μυθιστορημάτων του. Μάρτυρες των παιδικών χρόνων αποτελούσαν οι πόρνες και τα κακά αγόρια... 
Το 1935 επισκέφθηκε τον Πειραιά στα πλαίσια ανταποκρίσεων που διατηρούσε από Γαλλική Εφημερίδα, με θέμα τις πόλεις της Μεσογείου. Από κάθε παράλια πόλη παρουσίαζε και ένα "σκοτεινό" θέμα που την χαρακτήριζε. 


  

Οι βαρκάρηδες του λιμανιού


Tο κειμένου της ανάρτησης, προέρχεται από άρθρο του Νάσου ΓΕΩΡΓΑΚΑΛΟΥ του 1965 στην Εφημερίδα "Ελευθερία".    

Πριν πέσει η νύχτα ξεκινούσαν από το λιμάνι με τις μικρές τους βάρκες. Στην πλώρη είχαν τοποθετήσει ένα σίδερο ανάκρουσης ώστε να προστατεύει την βάρκα από την επικείμενη πρόσκρουση με το πλοίο. Διέθεταν επίσης μεγάλα κουπιά. Στην πρύμνη τους κάτω από την λαγουδέρα και τον απαραίτητο αριθμό του Λιμεναρχείου, είχαν γράψει το όνομα της βάρκας τους που συνήθως ήταν είτε όνομα γυναίκας είτε όνομα Αγίου. Κωπηλατούσαν πολύ, με προορισμό όσο πιο μακριά μπορούσαν από το λιμάνι του Πειραιά. Ακολουθούσε αναμονή έχοντας ως μοναδικά εφόδια την υπομονή και το τσιγάρο, κοιτάζοντας επίμονα τον ορίζοντα.  Μόλις το πλοίο της γραμμής φαίνονταν ξεκινούσαν πρώτα οι απόμακροι και μετά οι πιο κοντινοί προς το λιμάνι να το προσεγγίσουν. Έβαζαν όλη τους την δύναμη να αναπτύξουν ταχύτητα (εκεί χρειάζονταν τα μεγάλα κουπιά) και καθώς το πλοίο έκοβε σταδιακά την ταχύτητά του, έρχονταν παράλληλα με την πορεία του, πετούσαν σχοινί με γάντζο και άρπαζαν με αυτό το κάγκελο της κουβέρτας. Πρώτα οι πιο απόμακροι πηδούσαν πάνω στο καράβι και τραβούσαν για την πρώτη θέση όπου υπήρχε η πιασμένη πελατεία. Εκεί έκλειναν την "χρυσή" συμφωνία. Λίγο αργότερα ανέβαιναν και οι πιο κοντινοί που έκλειναν συμφωνίες με τους επιβάτες της δευτέρας θέσης της λεγομένης "οικονομικής". 

Μόλις το πλοίο έμενε ακίνητο εντός του λιμένα και πλησίον της στεριάς, εκατοντάδες βάρκες είχαν ήδη κολλήσει στα πλευρά του, όπως οι μύγες ένα μεγάλο ζώο και οι βαρκάρηδες φόρτωναν με γοργές κινήσεις τις βαλίτσες από το πλοίο στην βάρκα.

Οι βαρκάρηδες του Βόλγα:

Κάθε βαρκάρης επιδρομέας της πρώτης θέσης έβγαζε διακόσιες δραχμές. Οι επιδρομείς της δεύτερης θέσης έβγαζαν λιγότερα και μερικές φορές τίποτα, αφού οι επιβάτες είχαν ήδη πιαστεί αφού τους απόμακρους βαρκάρηδες. Οι απόμακροι αποκαλούσαν τους κοντινούς "βαρκάρηδες του Βόλγα"!

Μερικοί "βαρκάρηδες του Βόλγα" όμως εκτός από κουπί χειρίζονταν και το μαχαίρι. Έτσι ρισκάροντας την ζωή τους ή την σύλληψή τους από τις αρχές, αν και τραβούσαν κοντά στην μπούκα του λιμανιού, αποφεύγοντας το ολονύκτιο κουπί, με την χρήση "της ισόβιας" όπως έλεγαν το μαχαίρι, έκλεβαν τους επιβάτες από τους απόμακρους που ήθελαν να δουλέψουν τίμια ή καθώς ήταν οικογενειάρχες δεν ήθελαν να ρισκάρουν την ζωή τους για ένα αγώγι. Έτσι έβγαζαν εύκολο χρήμα χωρίς κούραση, αλλά όχι πάντοτε.

Όλα αυτά συνέβαιναν για χρόνια ολόκληρα μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, όταν οι προβλήτες ακόμα ήταν άγνωστες και τα πλοία δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την στεριά. Η πρόοδος όμως στο λιμάνι έφερνε διαρκώς νέες προβλήτες, πρώτα σε αυτήν του "Διαδόχου Κωνσταντίνου" όπως αρχικά λέγονταν η προβλήτα της Τρούμπας, στην Ακτή Τζελέπη έπειτα και μετά.....σ΄ όλο το λιμάνι.  

Βαρκάρηδες ήταν και οι "γεμιτζήδες" αλλά με κύρια αποστολή την μεταφορά τροφίμων και άλλων εφοδίων στα πλοία που ήταν "αρόδο" δηλαδή έξω από το λιμάνι. Ένας διάσημος που έκανε την δουλειά του γεμιτζή ήταν και ο Ρεμπέτης ο Στράτος Παγιουμτζής, ένας από την "Τετράς του Πειραιώς".  

Τους βαρκάρηδες επιδρομείς έζησε από κοντά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού με πλοία έκανε τα ατέλειωτα ταξίδια του, σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην Κρήτη που πήγαινε διαρκώς. Γιαυτό το 1928 έφτιαξε ένα νόμο που αποζημίωνε τους χίλιους από τους χίλιους εκατό βαρκάρηδες που ζούσαν με αυτό τον τρόπο κατά την προ προβλήτας εποχή! 

Και πραγματικά η ανταπόκριση ήταν τεράστια αφού κάθε βαρκάρης λάμβανε το μυθικό ποσό των 45.000 δραχμών, ποσό που τους έδινε τον χρόνο να ψάξουν να βρουν ένα στεριανό επάγγελμα. Γιαυτό και οι βαρκάρηδες δεν ξέχασαν τον Βενιζέλο ποτέ και αποτελούσαν πάντοτε τους μόνιμους ψηφοφόρους του. 

Όμως και οι εκατό που απέμειναν τότε για τις ανάγκες του λιμανιού, συνέστησαν ένα Σωματείο αυτό των Λεμβούχων Πειραιώς που έφερε το όνομα "Αρχαία Τριήρης".  

Ο χαρακτηριστικός τύπος του βαρκάρη με τις τρεις χαρακτηριστικές ενδείξεις "τραγιάσκα, μουστάκι, ζουνάρι" είχε περάσει οριστικά στο παρελθόν. Αξέχαστος βέβαια θα μείνει στον Πειραιά για πολλά χρόνια ο τρόπος του, η χρήση της "ισόβιας", η μαγκιά και το ζοριλίκι που ήταν αντιστρόφως ανάλογο από την βάρκα που διέθεταν, τρόπος που έγινε ρεμπέτικο τραγούδι.


 Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης
έπαψε να ζει ρεμπέτης
θέλει πλούτη και παλάτια
και της Κάρμεν τα δυο μάτια

Επεράτησε τη βάρκα στο λιμάνι
κάτω στο Πασαλιμάνι
τραγουδάει κι όλο πίνει
ταυρομάχος πάει να γίνει


Συνωστισμός στην προβλήτα για επιβίβαση στις βάρκες. Αύγουστος 1930. Στο βάθος η πίσω πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου και το Ρολόι του Πειραιά

Tο κειμένου της ανάρτησης, προέρχεται από άρθρο του Νάσου ΓΕΩΡΓΑΚΑΛΟΥ του 1965 στην Εφημερίδα "Ελευθερία".    

Μικρές ιστορίες του Παλιού Ρολογιού του Πειραιά

Νησιώτης με την χαρακτηριστική του βράκα



Του Στέφανου Μίλεση

Το παλαιό Ρολόι του Πειραιά υπήρξε στην ουσία το πρώτο χρηματιστήριο εμπορευμάτων στην Ελλάδα. Στην ισόγειο μεγάλη αίθουσα που διέθετε, γίνονταν συναλλαγές και διαπραγματεύσεις και κλείνονταν συμφωνίες. Πάνω ήταν τα γραφεία. Το χρηματιστήριο αυτό λένε, ότι δεν δούλεψε σωστά από μια περίεργη αφορμή!

Ο τότε Δήμαρχος Πειραιώς Δημήτριος Μουτσόπουλος επέβαλε μια παράδοξη απόφαση. Για να μπαίνει κανείς στην αίθουσα του Χρηματιστηρίου θα έπρεπε να φορά φράκο και όρθιο σκληρό κολάρο!

Η ανακοίνωση αυτού του μέτρου έφερε μεγάλη αναστάτωση. Οι έμποροι που ξεκινούσαν με τα καΐκια τους από τα νησιά -καπεταναίοι και έμποροι συγχρόνως- που έφεραν τις παραδοσιακές βράκες τους, ήταν φυσικά αδύνατο να φορέσουν φράκο. Και στα μικρά φορτωμένα καΐκια τους ήταν αδύνατο όχι να φορέσουν αλλά ούτε να μεταφέρουν τα ρούχα αυτά.

Υδραίοι του Πειραιά σε φωτογράφηση με παραδοσιακές φορεσιές το 1936

Κάποιοι λέγεται ότι τοποθέτησαν το λευκό άκαμπτο κολάρο στην πλώρη της σκούνας! Λίγοι συμμορφώθηκαν με την απόφαση αυτή. Ελάχιστοι! Μα η απόφαση ήταν απόφαση. Και η είσοδος σε αυτούς που δεν συμμορφώνονταν, ήταν απαγορευμένη.

Αποτέλεσμα φυσικά ήταν ότι η αίθουσα των διαπραγματεύσεων ερημώθηκε και ο μαρασμός επήλθε μέσα σε ένα έτος. Οι εμπορικές συμφωνίες των ενδιαφερομένων κλείνονταν σε ένα καφενείο που υπήρχε στην οδό Μακράς Στοάς.

Και αφού το Καφενείο της Μακράς Στοάς έγινε κατά κάποιο τρόπο χρηματιστήριο, έτσι και το επίσημο χρηματιστήριο έγινε καφενείο!



Έκλεισε λοιπόν η ισόγειος αίθουσα του χρηματιστηρίου και έγινε καφενείο. Τα επάνω αλλοτινά γραφεία μετατράπηκαν σε αίθουσες δεξιώσεων και χοροεσπερίδων. Αργότερα βέβαια εγκαταστάθηκε εκεί η Δημοτική Αρχή του Πειραιά. Η κάτω αίθουσα όμως παρέμεινε καφενείο που έγινε παράδοση για τους παλαιούς Πειραιώτες να πηγαίνουν εκεί. Ειδικά τα πρωινά απόμαχοι ναυτικοί, συνταξιούχοι αλλά και εργαζόμενοι στο λιμάνι, στις εταιρείες και στα πλοία σύχναζαν σ΄ αυτό, το οποίο κάποια εποχή διέθετε στους θαμώνες του και ναργιλέδες. Για όλους αυτούς Πειραιεύς σήμαινε Ρολόι και ρολόι σήμαινε Πειραιεύς.

Βέβαια το ρολόι δεν έπεσε από μόνο του, αλλά κάποιοι το κατεδάφισαν. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που το επεδίωξαν, αλλά η τρίτη! Η πρώτη ήταν το 1934 όταν είχε ανακοινωθεί η ανέγερση νέου Δημαρχιακού Μεγάρου στην Πλατεία Κοραή. Η απόφαση αυτή όμως ξεχάσθηκε και οι Πειραιώτες έπαψαν να ανησυχούν. Η δεύτερη φορά ήταν το Νοέμβριο του 1936 όταν ο Κοτζιάς (Υπουργός και Διοικητής Πρωτευούσης) ανακοίνωσε σε συγκέντρωση εμπόρων και επαγγελματιών της πόλης, ότι το κτήριο αυτό δεν ήταν δυνατόν να αντέξει τον αέρα αναδημιουργίας της πόλης!  Ότι ο Πειραιάς δεν ήταν πια το μικρό επίνειο με το παλαιό ρολόι αλλά μια πόλη τεράστια που χρειάζονταν ένα καινούργιο μεγάλο Δημαρχείο που να καλύπτει τις ανάγκες του. Και φυσικά η τρίτη εξαγγελία που δυστυχώς υλοποιήθηκε, ήταν επί επταετίας όταν η κατεδάφιση έγινε με τις ευλογίες όλων σχεδόν των φορέων της πόλης, παρότι ακούγονται σήμερα πολλά άλλα. 
    

Ο Πειραϊκός θησαυρός της Τύνιδας

Αναπαράσταση σε μικρογραφία του καραβιού που έφυγε από τον Πειραιά
φορτωμένο με κομψοτεχνήματα που διακοσμούσαν την πόλη


Του Στέφανου Μίλεση

Βρισκόμαστε την εποχή (86 π.Χ.) που ο Πειραιάς αντιμετωπίζει την ολοκληρωτική καταστροφή του από τον Σύλλα. Αν και αναφέρεται πως ο Πειραιάς καταστράφηκε εκ θεμελίων ως αντίποινα για την υποστήριξη των κατοίκων προς τον Πόντιο Αρχιστράτηγο Αρχέλαο, θα δούμε αναλυτικότερα ότι δεν ήταν μόνο αυτό. 

Η καταστροφή αυτή υπήρξε ουσιαστικά και το τέλος του Πειραιά. Ο Σύλλας όμως φρόντισε πριν, να φορτώσει στα πλοία του τα ωραιότερα κομψοτεχνήματα που διακοσμούσαν την πόλη. Πλοία πολλά φορτώθηκαν (!) όχι μόνο με προτομές, αγάλματα και διακοσμητικά κατοικιών, αλλά με ολόκληρα τμήματα οικιών ακόμα, αφού ψηφιδωτά πατωμάτων, κολώνες και αετώματα και ότι άλλο μπορούσε να διαλυθεί (ακόμα και καταπέλτες της άμυνας της πόλης) και να μεταφερθεί μπήκε σε Ρωμαϊκά πλοία. Η λεηλασία δεν έγινε όπως αναφέρεται μόνο για αντίποινα από τον Σύλλα αλλά και με σκοπό τον πλουτισμό όπως θα δούμε πιο κάτω! 

Στην Ρώμη πλήθος πλουσίων αγοραστών περίμεναν την άφιξη των καραβιών από τον Πειραιά που ήταν περιζήτητα, μεταξύ αυτών και ο Κικέρων! Πολλά από αυτά τα πλοία όμως δεν έφτασαν ποτέ εκεί. Ένα έγινε αργότερα γνωστό όταν τον Οκτώβριο του 1900 Έλληνες σφουγγαράδες εντόπισαν το ναυάγιο που έμεινε παγκοσμίως γνωστό ως το ναυάγιο των Αντικυθήρων
Όμως δεν ήταν αυτό το μοναδικό πλοίο, αλλά ένα από τα πολλά που δεν έφθασαν στην Ρώμη!

Ένα ακόμα πλοίο φεύγοντας από τον Πειραιά, πέφτει σε σφοδρή καταιγίδα η οποία το οδηγεί στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Εκεί μένει για αιώνες βυθισμένο, όταν πάλι Έλληνες αλιείς σφουγγαριών με επικεφαλής τον Γιώργο Σούρδο, τον Ιούνιο του 1907, κάνουν γνωστό το ναυάγιο που βρίσκεται έξω από τις ακτές της Τυνησίας. Έτσι η εύρεση αυτή γίνεται γνωστή ως ναυάγιο της Mahdia. Ο Γάλλος Αρχαιολόγος Alfred Merlin Διευθυντής Αρχαιοτήτων στο τότε Γαλλικό Προτεκτοράτο της Τυνησίας, φυσικά δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη και από το 1907 έως το 1913 ανασύρει ότι μπορεί από τον βυθό, καθώς το μεγάλο βάθος και τα ρεύματα τον εμποδίζουν να ανασύρει το σύνολο του φορτίου! Μαρμάρινα και χάλκινα γλυπτά, έπιπλα πολυτελείας, κιονόκρανα, Ερμαϊκές κεφαλές και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος ανασύρθηκαν και αποτελούν σήμερα ιδιοκτησία του Εθνικού Μουσείου Μπαρντό της Τυνησίας (Musee National du Bardo). 


Το καράβι αναχώρησε από τον Πειραιά, φορτωμένο ακόμα και με έπιπλα ιδιωτικών κατοικιών! (Φωτογραφία wikipedia)

Η ανακάλυψη αυτού του ναυαγίου σε βάθος 39 μέτρων (42 για μέτρων για άλλους) ακολουθείται από πλιάτσικο και λεηλασίες μέχρι που τελικά κινητοποιεί τις αρχές για την φύλαξή του. 

Οι έξι υποβρύχιες επιχειρήσεις (1907-1913) όπως αναφέραμε έγιναν με την βοήθεια του Γαλλικού Ναυτικού που στήριζε οικονομικά το εγχείρημα καθώς το βάθος είναι μεγάλο, τα ρεύματα ισχυρά και ο βυθός αμμώδης που δημιουργούσε ομίχλη για πολύ ώρα μετά από κάθε ανατάραξη. Κατά την διάρκεια της έρευνας σοβαρά ατυχήματα συνέβησαν που έκαναν τους δύτες αρνητικούς στη συμμετοχή, ενώ κλήθηκαν ακόμα και εφευρέτες να βρουν λύσεις σε άλυτα προβλήματα που δημιουργεί ο βυθός. Τα πρώτα ευρήματα που βγαίνουν είναι έπιπλα και δύο ερμαϊκές στήλες.


Το 1948 οι εξερευνήσεις ξαναρχίζουν με την βοήθεια του Ζακ Υβ Κουστώ. Αυτή την φορά η υποβρύχια τεχνολογία είναι προχωρημένη. Εξάγονται μεταξύ άλλων 40 στήλες, ενώ το όλο εγχείρημα γυρίζεται ταινία με τίτλο "Ημερολόγιο" που προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών!


Το 1993 νέα εκστρατεία από Γερμανούς αυτή την φορά. Στις 31 Ιουλίου 2000 γίνονται τα εγκαίνια της έκθεσης "Θησαυροί της Μεσογείου" από το Εθνικό Μουσείο του Μπαρντό, που στην ουσία είναι μια παρουσίαση της αρπαγής καλλιτεχνημάτων του Σύλλα από τον Πειραιά!


Διακόσμηση και βίλες φτιαγμένα με πλιάτσικο και λεηλασία:


Όλη η επιστημονική κοινότητα είναι βέβαιη ότι το πλοίο ήταν τόσο βαριά φορτωμένο που ήταν ανίκανο για πλεύση με αποτέλεσμα την βύθιση. Φυσικά όλα τα πλοία του Σύλλα άρπαξαν τα πάντα από έναν Πειραιά πλούσιο σε κομψοτεχνήματα, σπίτια, έπιπλα, γλυπτά, δημόσια και ιδιωτικά έργα τέχνης. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της λεηλασίας να αναφέρουμε ότι μετά την καταστροφή Αθήνας και Πειραιά, η επίδειξη της λεηλασίας έγινε στην Ρώμη τέχνη, όπου η απόκτηση έργων γίνεται από τους πλούσιους Ρωμαίους ένα είδος κοινωνικής αναγνώρισης. Έτσι τα κλεμμένα τοποθετούνται μπροστά από τις οικίες τους ώστε να είναι διακριτά από όλους! Αυτό αποδεικνύεται και από τις επιστολές που αντάλλαξαν ο Αττικός με τον Κικέρωνα με θέμα τις βίλες τους !!!

Η μανία για απόκτηση όλων και περισσότερων αντικειμένων (όποια κι αν ήταν αυτά) οδηγούσε σε νέο πλιάτσικο τους κερδοσκόπους, αφού οι αγοραστές πλήρωναν όσο όσο για την διακόσμηση των κήπων τους και των εξοχικών τους κατοικιών!
Το εμπόριο έργων τέχνης μέσω πλιάτσικου γεννήθηκε από τον Σύλλα, κόστιζε ελάχιστα σε σχέση με την πληρωμή τεχνίτη να το κατασκευάσει και αποτελούσε χόμπι της Ρωμαϊκής Ελίτ.


Αναπαράσταση Ρωμαϊκού κήπου με προτομές, συντριβάνια και διακοσμητικά κήπου που βρέθηκαν στο ναυάγιο του πλοίου που έφυγε φορτωμένο από τον Πειραιά, μετά την λεηλασία από τον Σύλλα! (Φωτογραφία από Wikipedia)

Λεηλασία με επιβεβαίωση από τον ίδιο τον Πειραιά:

Η αναχώρηση του πλοίου από τον Πειραιά, επιβεβαιώθηκε αργότερα όταν το 1959 στην συμβολή των οδών Βασ. Γεωργίου Α΄ και Φίλωνος στον Πειραιά, βρέθηκαν τα χάλκινα αγάλματα προετοιμασμένα και θαμμένα όχι για να μεταφερθούν όπως μέχρι σήμερα λέγεται, αλλά για να προστατευθούν από την αρπαγή του Σύλλα! Οι αρχαίοι κάτοικοι του μεγάλου λιμένα, γνώριζαν την τάση των Ρωμαίων για αρπαγή και  τα έκρυψαν κατά την διάρκεια της μεγάλης πολιορκίας. Η περίπτωση του 1959 φυσικά είναι δυνατόν να μην είναι η μοναδική πράξη διάσωσης !


Βεβαιότητα για το λιμάνι αναχώρησης όχι όμως για το λιμάνι προορισμού:


Και αν η επιστημονική κοινότητα είναι βέβαιη ότι το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά, ωστόσο υπάρχουν αμφισβητήσεις για τον προορισμό του που για κάποιους θεωρείται η Ρώμη, αλλά για άλλους η Καμπανία. Η αξία του φορτίου του υπολογίζεται σε 857.000 ρωμαϊκά νομίσματα εποχής, ενώ μια από τις εκδοχές είναι ότι το φορτίο ήταν ήδη πληρωμένο από πλούσιο Ρωμαίο, με σκοπό να μεταφερθεί στις βίλες του, με πρώτο προορισμό την επαρχία Μούρθια της Ισπανίας και η άλλη κάπου στην Βόρεια Αφρική!


Ένας όροφος Πειραιάς:


Οι θάλαμοι που παρουσιάζουν τα εκθέματα του ναυαγίου Mahdia φτάνουν τους έξι στον πρώτο όροφο του Μουσείου. Το κόστος διατήρησης των εκθεμάτων ήταν υψηλό για την Τυνησία. Για τον σκοπό αυτό το 1987 συνεργάστηκε με το Rheinisches Landesmuseum Bonn (Μουσείο Βόννης)


Η συνεργασία αυτή περιελάμβανε αποκαταστάσεις των έργων από την διάβρωση της θάλασσας με αντάλλαγμα την επίδειξη των έργων στην Γερμανία, όπως πραγματικά έγινε δύο φορές το 1994 και 1995.Ένας από τους θαλάμους του Μουσείου, περιλαμβάνει τα εκθέματα που εξήγαγε ο Ζακ ΥΒ Κουστώ και που αφορά μέρη του ίδιου του πλοίου.

Το φορτίο του Ναυαγίου:


Μεγάλο μέρος του φορτίου ήταν από Μάρμαρο το οποίο διαβρώθηκε λόγω της παραμονής τους για χρόνια μέσα στο νερό. Πρόκειται για μάρμαρο Πεντέλης αλλά και Παριανό Μάρμαρο. Να καταγράψουμε ότι ο Σύλλας κατέκαυσε τον Πειραιά όταν δεν μπορούσε να κλέψει οτιδήποτε άλλο. 70 κίονες είχαν φορτωθεί μόνο σε ένα πλοίο! Κι αν σήμερα οι κίονες αυτοί είναι κομματιασμένοι οφείλεται στο μεγάλο βάρος τους και στην αδυναμία να ανασυρθούν από το μεγάλο βάθος! Ο Σύλλας τους είχε αρπάξει και φορτώσει ολόκληρους!








Γλυπτά που εκτιμάται από τον τρόπο κατασκευής τους ότι διακοσμούσαν ιερά και τοίχους ιδιωτικών κατοικιών. Ένα από αυτά είναι η προτομή της Αφροδίτης με παριανό μάρμαρο. 
Επίσης μπρούτζινα γλυπτά, όπως Ερμαϊκή στήλη και άλλα πολλά που δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν εδώ καθώς όπως αναφέραμε, τα εκθέματα καλύπτουν έναν ολόκληρο όροφο Μουσείου.



Μετά την καταστροφή του Σύλλα η καταστροφή της αδιαφορίας:

Σήμερα το Μουσείο του Μπαρντό Τυνησίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα Μουσεία της Μεσογείου σε εκθέματα που κατά κύριο λόγο οφείλονται στο ναυάγιο της Mahdia. Στον Πειραιά φυσικά πλήρης άγνοια και αδιαφορία καλύπτει το κυρίαρχο αυτό γεγονός πλην ίσως των ειδικών αρχαιολόγων που ασχολούνται με το αντικείμενο αυτό. 



Παρακολουθήστε την ταινία του ZDF με τίτλο "Βυθισμένη Ιστορία"

Αφορά όλο το ιστορικό του ναυαγίου που βρέθηκε το 1907








Προέλευση: Wikipedia

Το πρώτο θέατρο του Πειραιά


Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

Μια ερώτηση που μπορεί να θέσει κάποιος, είναι πότε ο Πειραιάς μετά την επανίδρυση του από την ανεξαρτησία της Ελλάδας και μετά, απέκτησε θέατρο.

Το πρώτο θέατρο που στήθηκε λοιπόν ήταν ξύλινο και ήταν το 1873 στην Τερψιθέα στην λεγόμενη "Μάντρα του Σκυλίτση". Ήταν ακριβώς εκεί που δεσπόζει σήμερα μια πολυκατοικία και παλαιότερα το γνωστό βαφείο Γεωργίου Αναγνωστόπουλου αλλά επεκτείνονταν και στο διπλανό οικόπεδο που βρίσκεται σήμερα η Ευαγγελική Εκκλησία του Πειραιά.

Το βαφείο Γεωργίου Αναγνωστοπούλου στην Τερψιθέα κατέλαβε την θέση του πρώτου θεάτρου στον Πειραιά, που ήταν ξύλινο και επεκτείνονταν και στον διπλανό χώρο που ανορθώθηκε αργότερα η Ευαγγελική Εκκλησία 

Η ξυλεία για την ανέγερσή του, προήλθε από δωρεά Σπηλιωτόπουλου, πατέρα του Δημητρίου Σπηλιωτόπουλου Δικηγόρου Πειραιώς την δεκαετία του 1930 που έγινε γνωστός ως μελετητής και ερευνητής της Πειραϊκής ιστορίας.

Ο πατέρας Σπηλιωτόπουλος λοιπόν, διατηρούσε τότε ξυλεμπορικό κατάστημα στην οδό Αφροδίτης (σημερινή οδός Γεωργίου Σκουζέ) σχεδόν έναντι δηλαδή της Τερψιθέας.

Το πρώτο αυτό θέατρο αποφασίσθηκε να κτισθεί στο μέρος αυτό καθώς τότε η Τερψιθέα αποτελούσε το ψηλότερο και δροσερότερο μέρος στον Πειραιά, ανοικτό από όλες τις πλευρές του ορίζοντα.

Άλλος λόγος ήταν ότι η Τερψιθέα τότε αποτελούσε τον μοναδικό τόπο περιπάτου καθώς το Πασαλιμάνι δεν είχε ακόμα καθιερωθεί. Ο περίπατος ξεκινούσε από τις ξύλινες καμπίνες των γυναικείων θαλάσσιων λουτρών μπροστά από το σημερινό Ίδρυμα Λασκαρίδη (οικία Γ. Στρίγκου) και ανηφόριζε προς την κορυφή της Αιγέως που δέσποζε το πράσινο με το ξύλινο θέατρο στα αριστερά του.
Σ΄ αυτό πήγαιναν το καλοκαίρι οι Αθηναίοι που παραθέριζαν καθώς και οι ελάχιστοι ακόμα Πειραιώτες. 

Τα μοναδικά σπίτια πέριξ του θεάτρου:

Η πλησιέστερη κατοικία που υπήρχε τότε ήταν στην συμβολή των οδών 2ας Μεραρχίας (Αιγέως τότε) με την Αλκιβιάδου του Υδραίου Αξιωματικού Π.Ν. Κοκονέζη. (Ο Κοκονέζης διατηρούσε και άλλη οικία στην οδό Πραξιτέλους). Στην ίδια συμβολή οδών (2ας Μεραρχίας με Αλκιβιάδου), υπήρχε επίσης η οικία του Καθηγητού της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημητρίου Στρούμπου που ήταν γνωστό για τον μεγάλο εξώστη του αλλά και για την φήμη που είχε ως "στοιχειωμένο" αφού ο Στρούμπος το χρησιμοποιούσε ως θερινή κατοικία. Αργότερα το σπίτι αυτό έγινε γνωστό ως οικία του επιχειρηματία Κωνσταντίνου Δενδρινού.  Επί της Αλκιβιάδου υπήρχε επίσης το σπίτι του Υδραίου Μπρούσκου. Τέλος στην συμβολή των δρόμων 2ας Μεραρχίας και Πραξιτέλους υπήρχε η οικία Βολονάκη!
    

Οι πρώτοι ηθοποιοί του θεάτρου:

Οι πρώτοι ηθοποιοί στο θέατρο Τερψιθέας ήταν ο Ηλίας Σίσυφος ο οποίος αργότερα αφού πρώτα έγινε ιατρός, κατόπιν Αστίατρος της Αστυνομίας Πειραιώς καθώς επίσης και το ζευγάρι Δρακάκη.

Η παρακμή του θεάτρου Τερψιθέας:

Όταν οι οικίες πέριξ του θεάτρου άρχισαν να πυκνώνουν, άρχισε και η παρακμή του. Ουσιαστικά όμως το τέλος του ήλθε όταν τα καλοκαίρια του 1878 και 1879 διέμεινε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ με την Βασ. Όλγα στα νεόδμητα σπίτια της Συνοικίας του Τσίλλερ και οι Πειραιώτες άρχισαν να περπατούν στο Πασαλιμάνι προκειμένου να βαδίσουν προς την σημερινή Πλατεία Αλεξάνδρας ώστε να ανταμώσουν την Βασιλική Οικογένεια, το κέντρο των θερινών περιπάτων μετατοπίσθηκε οριστικώς προς τα εκεί. Παράλληλα όμως με το γεγονός αυτό στην συμβολή των δρόμων Καραΐσκου και Αριστοτέλους ο Γεώργιος Λυμπερόπουλος κατασκεύασε καλύτερο και μεγαλύτερο θέατρο το οποίο έγινε γνωστό καθώς μισθώνονταν από τον θιασάρχη Αλεξιάδη και τους αδελφούς Ταβουλάρη. Μετά το καλοκαίρι του 1879 πλήθος άλλων θεάτρων άρχισε να ξεπροβάλλει με προσανατολισμό την παραλία του Πασαλιμανιού.

  

Ο πρώτος γεννημένος Πειραιώτης

Του Στέφανου Μίλεση

Ήταν 23 Δεκεμβρίου 1835  η ημερομηνία που συνεστήθη η μικρή εκείνη πολίχνη που έφερε το βαρύ και αρχαίο όνομα "Πειραιάς". Στην αρχή μερικά σπιτάκια ανάξια λόγου, υψώνονταν σε μια έρημη έκταση και τίποτα απολύτως δεν έδειχνε πως το μέρος αυτό με την "οικτροτάτην όψιν" όπως αναφέρει ο Σατωμπριάν θα εξελίσσονταν στην σημερινή μεγαλούπολη. 

Τότε οι πρώτοι οικιστές του Πειραιά, νησιώτες επί το πλείστον, Υδραίοι, Χίοι, αλλά και από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, είχαν έρθει από την πατρίδα τους, βασιζόμενοι πάνω στο εμπορικό και ναυτικό δαιμόνιο που διέθεταν, καθώς είχαν προαισθανθεί την προνομιακή θέση του λιμένος, που ενώ για άλλους δεν ήταν παρά μια ακτή ερημική με έλη, λίμνες και στάσιμα ύδατα, για εκείνους ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία. Και βεβαίως δικαιώθηκαν για την επιλογή τους. Μεταξύ των πρώτων που κατέφθασαν ήταν και ο Ιωάννης Αντωνιάδης από την Κρήτη. Ο πρώτος του γιος ο Αντώνιος Αντωνιάδης ο κατοπινός συγγραφέας, ποιητής και Γυμνασιάρχης Πειραιώς, είναι ο πρώτος που γεννήθηκε στη νέα πόλη του Πειραιά στις 6 Ιανουαρίου του 1836.
Ήταν ο πρώτος που έφερε στα επίσημα έγγραφα την ένδειξη "Γεννήθηκε στον Πειραιά...."

Και καθώς κολυμβήθρα δεν υπήρχε, βαπτίσθηκε στον Άγιο Σπυρίδωνα εντός μιας μεγάλης στάμνας την οποία την έθραυσαν στο πάνω μέρος για να μοιάζει με κολυμβήθρα, ενώ στο κάτω μέρος αυτής χάραξαν ένα σταυρό.

Βεβαίως ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος δεν ήταν ο σημερινός ούτε καν κάποιος από αυτούς που υψώθηκαν μεταγενέστερα προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των πρώτων κατοίκων της πόλης, αλλά ο μικρός αρχικός ναΐσκος της Μονής των Σπυριδωνιτών που είχε βομβαρδιστεί από τα κανόνια της "Καρτερίας", όταν εντός αυτής είχαν οχυρωθεί 300 Τουρκαλβανοί. 


Από το 1835 ο μικρός αυτός αρχικός ναός είχε καλλωπιστεί προχείρως, καθώς είχε επίσης χρησιμοποιηθεί για την ορκωμοσία του Πρώτου Δημάρχου του Πειραιά, του Υδραίου Σερφιώτη. Στα ίδια ερείπια που είχε ορκισθεί ο Υδραίος Δήμαρχος, είχε βαπτιστεί και το πρώτο παιδί του Πειραιά, ο πρώτος εκείνος Πειραιώτης.
       


Αντώνιος Αντωνιάδης

Να αναφέρουμε ο Αντώνιος Αντωνιάδης πέθανε στις 3 Μαρτίου 1905, αφήνοντας πίσω του μεγάλο συγγραφικό και ακαδημαϊκό έργο ενώ άφησε όλη του την περιουσία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, χωρίς μάλιστα να αφήσει κάποιο δεσμευτικό όρο ως προς την χρήση αυτής, όπως συνήθως γίνεται.

Στην κηδεία του διαβάστηκε το ποίημα με τίτλο "Ωδή στον Πειραιά"
"Θεμιστοκλή, Μιαούλη
τεθαμμένοι εις μιαν ακτήν
εγερθήτε να ιδήτε  νέαν πόλιν
ως το πάλαι και νυν θαυμαστήν"

Σχετικά άρθρα: Αντώνης Αντωνιάδης. Ο εκ Πειραιώς Γυμνασιάρχης, ποιητής και συγγραφέας.

Ο Ροζ Ναύτης του Γ. Τσαρούχη


Της Νανάς Ιωαννίδου

"Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό του Πειραιά όταν ήμουν μικρό παιδί. Αυτόν τον ουρανό δεν τον ξαναείδα σε κανένα μέρος της γης. Έχω αρκετή ευαισθησία για να βλέπω τις διαφορές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό του Πειραιά, υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου. Μ΄αυτά τα κριτήρια κρίνω ότι υπάρχει στην τέχνη".

Έτσι μας έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης. Οι Πειραιώτικες καταβολές υπήρξαν αφορμή για ν΄ αποτελέσουν οι ναύτες του ένα από τα αγαπημένα θέματα του καλλιτέχνη Γιάννη Τσαρούχη. Είναι το σήμα κατατεθέν του που μαζί με τους ένστολους άνδρες, θεωρούνται τα πιο κύρια χαρακτηριστικά θέματα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Περνώντας την 60χρονη πατίνα του χρόνου ένας πίνακάς του έχει γράψει τα τελευταία χρόνια την ιστορία του. Είναι ο πίνακας του "Ροζ Ναύτης" από το ροζ φόντο.

Μίλησε ο πρωταγωνιστής του κος Αθανάσιος Τσίρος. 

Το 1954 ήταν κομπάρσος έφηβος ακόμα στα μπαλέτα, της Ηρώς Σισμάνη, που ο Τσαρούχης έκανε τη σκηνοθεσία. Τον διάλεξε ανάμεσα από πολλά παιδιά για ένα πορτραίτο

"Με χαρά το δέχθηκα. Πήγα στο ατελιέ του στη οδό Καραγεώργη Σερβίας και Σταδίου. Ο πίνακας άρχισε το φθινόπωρο του 1954 και τελείωσε σ΄ έναν μήνα". Τον τελείωσε τώρα γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Τσαρούχη μέσα στο 1955! 

Το 1956 ταξίδεψαν μαζί με τον Ιόλα και τον πίνακα στη Νέα Υόρκη, όπου ο πίνακας απέσπασε το πρώτο βραβείο.
"Ναύτης δεν ήμουν, με έντυσε ο Τσαρούχης"! Εδώ η κα Νίκη Γρυπάρη η ανιψιά του, κόρη του αδελφού του, μας αποκαλύπτει ότι ο πατέρας της ήταν ναύτης, όπου και τον τροφοδοτούσε με ναυτικά ρούχα.

Με τον ναύτη του "Mr. Tsiros" όπως τον αποκαλούσε ο Τσαρούχης, διατηρούσε πάντα επαφές, αν και ο πρωταγωνιστής πηγαινοερχόταν στην Αμερική για επαγγελματικούς λόγους. Ωστόσο διατηρούσαν τη φιλία τους. Ο Τσαρούχης ήταν μας λέει, ένας ανεκτίμητος άνθρωπος πιο πάνω από Έλληνας και πολύ μπροστά από την εποχή του.

Τώρα έχοντας στα Εξάρχεια κατάστημα οπτικών ειδών ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης του έχει χαρίσει μια ρεπλίκα του ροζ ναύτη που κοσμεί το κατάστημά του. Η τιμή του πίνακα το 1988, ήταν λέει ο κος Τσίρος, γύρω στα 20 εκατομμύρια! Πάντα ο πίνακας μένει στο σπίτι Έλληνα αντικέρ και δεν έφυγε ποτέ από την θέση του.

Αν και η νιότη του Κου Τσίρου αποτυπώθηκε με τα καλύτερα χρώματα, η μετέπειτα ζωή του σημαδεύτηκε από έναν άδικο φόνο της μοναδικής κορούλας του της Μαρίας που κυοφορούσε, όταν δήλωσε στον σύντροφό της, ότι θα ήθελε να διακόψει αυτή την σχέση. Άφησε μια κορούλα από τον πρώτο σύζυγό της. Η θλίψη μεγάλη για τον κ. Τσίρο, όμως "αυτή είναι η ζωή". Ο Γιάννης Τσαρούχης ήξερε για τον θάνατο καλύτερα από κάθε άλλον και θα του έλεγε:
 "Mr Tsiros, μην έχετε θλίψη, ο θάνατος στον άνθρωπο, είτε προσωπικά είτε σε οικείους του, είναι κομμάτι της ζωής του, εγώ όμως σας έκανα αθάνατο, έτσι η ιστορία σας και της αγαπημένης Μαρίας θα πλανιέται πάντα μέσα από τον.....ροζ ναύτη".


Πηγές:
- Αναστασία Σιμιτσιάδη
- Εφημερίδα Espresso
- Εφημερίδα ΒΗΜΑ, μαρτυρίες Ν. Γρυπάρη

Στα Καρβουνιάρικα του Πειραιά


Εργάτες κάρβουνου φορτωμένοι με σακιά μαύροι από την ασβόλη. Οι συνθήκες εργασίες προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα στην υγεία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα που τους οδηγούν στον θάνατο. Οι απάνθρωπες συνθήκες σπάνια απεικονίζονται, σε αντίθεση με τα εξευγενισμένα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφορούν


Αρχικά ονομάστηκε έτσι από τους Πειραιώτες, ένα τμήμα του Λιμένος Πειραιώς, που προσδιορίζονταν μετά το ναό του Αγίου Νικολάου (Τελωνείο) με κατεύθυνση προς τους ταρσανάδες και τα καρνάγια του Ξαβέρη (Ακτή Ξαβερίου), επειδή στο σημείο εκείνο γίνονταν φορτοεκφορτώσεις (προμήθεια πόλης) με κάρβουνο αλλά και εκ παραλλήλου η προμήθεια των πλοίων (ανθράκευση). Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της αρχαίας Ακτής Αλκίμων που στα μετέπειτα χρόνια ονομάστηκε Ακτή Ξαβερίου από τον Ιταλό εποικιστή και επιχειρηματία που έζησε και αναπτύχθηκε εκεί τον Ξαβέριο Στέλλα.

Τότε η χρήση του κάρβουνου ήταν διπλή (προμήθεια πόλης και προμήθεια πλοίων). Συνεπώς η κίνηση μεταβάλλονταν στα Καρβουνιάρικα με αυξητική τάση στα πρώτα κρύα του χειμώνα, ή με την αύξηση της κίνησης του εμπορικού λιμένα του Πειραιά.

Εξευγενισμένη (επιχρωματισμένη) απεικόνιση της θέσεως Καρβουνιάρικα. Επειδή η περιοχή αυτή βρίσκονταν στην συνοικία των Υδραίων (Υδραίικα) κυριαρχούν σπίτια με τις χαρακτηριστικές νησιώτικες καμάρες! Ο ναύτης του αγορανομικού μετρήματος δίπλα στο δημόσιο στατήρα (ζύγι), οι βαρκάρηδες που φέρνουν το εμπόρευμα, οι μεταπωλητές, με παιδιά καλοντυμένα πίσω τους να παίζουν, εξευγενίζουν την πραγματική κατάσταση της περιοχής... 

Εκεί γίνονταν οι μεταφορές οι εκφορτώσεις αλλά και οι πωλήσεις αυτού του είδους πρώτης ανάγκης. Από το πρωί έως το βράδυ κατέφθαναν από διάφορα λιμάνια σ΄αυτήν την μικρή γωνιά, μεγάλα και μικρά καΐκια φορτωμένα με χιλιάδες οκάδες κάρβουνου για να πωλήσουν και συγχρόνως άλλα για να το προμηθευτούν! Αυτό το παράξενο αλισβερίσι γίνονταν παράλληλα και από στεριάς, αφού κάρα κάθε διάστασης, προσέγγιζαν για προμήθεια του, αυτή την φορά για κάλυψη αναγκών θέρμανσης, κίνησης (ατμομηχανών, λέβητων κ.ο.κ.). Μην ξεχνάμε ότι το πλήθος κυλινδρόμηλων, βιοτεχνιών και εργοστασίων του Πειραιά, κινούνταν μέσω προμήθειας από τα "Καρβουνιάρικα"!
Επίσης από τα Καρβουνιάρικα προμηθεύονταν και η Αθήνα (συμπληρωματικώς προς την προμήθεια που έκανε σιδηροδρομικώς) καθώς και όλες οι γύρω συνοικίες!

Όλη η περιοχή λοιπόν έλαβε αυτό το όνομα από χαρακτηριστικό γκριζόμαυρο σκοτεινό χρώμα που είχε επικαλύψει τα πάντα. Τα καΐκια που φόρτωναν και ξεφόρτωναν, οι άνθρωποι που δούλευαν σ΄ αυτά, οι λιμενεργάτες αλλά και τα γύρω σπίτια, οι δρόμοι και το πλακόστρωτο του λιμανιού. Τριάντα χιλιάδες οκάδες κάρβουνου πωλούνταν σ΄ αυτό το παράξενο χρηματιστήριο, όπου η τιμή του ήταν εξαρτώμενη από την προέλευσή του. Εάν ήταν δηλαδή κάρβουνο από πρινάρι, αγριελιά, κουμαριά η τιμή ορίζονταν σε 3.80 ανά οκά καθώς θεωρούνταν πρώτης ποιότητας, ενώ εάν ήταν από ήρεμα δένδρα όπως δρυ, οξιά, ελιά πήγαινε στα 3.40. 

Η τιμή και η πώληση γίνονταν στο πόδι, η τιμή διέφερε καθημερινά και σαράντα (40) περίπου ειδικοί έμποροι του είδους ασχολούνταν μ΄αυτό!

Τα καΐκια μόλις έμπαιναν στο λιμάνι και πριν ακόμα πλησιάσουν, σήκωναν πινακίδα με την τιμή της πώλησης (που επιθυμούσαν φυσικά) για να προδιαθέσουν τους στεριανούς εμπόρους. Με το πλησίασμα οι ενδιαφερόμενοι (επιχειρηματίες, μεταπωλητές, μικροπωλητές) είχαν ήδη προσεγγίσει όποιον τους ενδιέφερε. Οι λιμενεργάτες κατάμαυροι, χωρίς να έχουν λόγο σε αυτή την διαδικασία, λάμβαναν εντολές για ξεφόρτωμα από τα καΐκια και φόρτωμα στα στεριανά μεταφορικά μέσα. Ακολουθούσε το ζύγισμα στο μεγάλο δημόσιο στατήρα που ανέβαιναν εξ ολοκλήρου τα κάρα (και αργότερα τα καμιόνια) και ακολουθούσε η αργή διαδρομή για την διανομή του στον τόπο προορισμού του. Άλλα κάρα έπαιρναν την παραλιακή προς την Ακτή Μιαούλη κι άλλα ανέβαιναν με δυσκολία τις παρόδους, βγαίνοντας στην προέκταση της Λεωφόρου Σωκράτους (σημερινή Λεωφόρο Χατζηκυριακού) η οποία ήταν σκαμμένη από το διαρκές πέρασμα των κάρων!

Το όλο εμπόριο γίνονταν υπό την επίβλεψη οργάνων (Δημοτικών πρώτα, αγορανομικών στα μετέπειτα χρόνια). Αυτό που έλεγχαν ουσιαστικά ήταν το κέρδος των θαλασσινών μεταφορέων που το λάμβαναν από τους τόπους παραγωγής και το έφερναν στον Πειραιά, να μην υπερβαίνει το 10%, ενώ οι στεριανοί μεταπωλητές που το αγόραζαν μπορούσαν να το πωλήσουν με 30% κέρδος! Έτσι το κάρβουνο έφτανε να πωλείται περίπου στα 4.90 την οκά για την πρώτη ποιότητα και 4.50 για την δεύτερη.

Κύριοι τόποι παραγωγής του ήταν η Χαλκιδική, η Εύβοια, η Θράκη, η Κρήτη, ο Βόλος και η Σάμος. Εκεί νοικιάζονταν ολόκληρες δασώδεις εκτάσεις, στήνονταν καμίνια, και τα δένδρα μεταβάλλονταν με την χρήση φωτιάς σε κάρβουνα. Βέβαια υπήρχε και ο εφοδιασμός από το εξωτερικό, κυρίως από την Αλβανία από την οποία μεγάλα καΐκια κατέφθαναν απευθείας στον Πειραιά και πωλούνταν στις ίδιες τιμές.

Πέριξ της περιοχής αυτής το χώμα, οι πέτρες ακόμα και τα θαλασσινά νερά, ήταν ποτισμένα με την κατάμαυρη αυτή σκόνη. Όμως όσο πιο πολλή μουτζούρα παρουσίαζε το τοπίο, τόσο πιο πολύ χαρούμενους έκανε όσους ασχολούνταν μ΄ αυτό, καθώς αυτό σήμαινε τεράστιο όγκο δουλειάς. Κατά μήκος της Ακτής κτίσθηκε και ο Ανεμόμυλος του Μανίνα που αποτέλεσε επίσης ξεχωριστό τοπωνύμιο ανάμεσα στις οδούς Ιάσωνος και Κανάρη. Στην Μανίνα λοιπόν υπήρχαν καρβουναποθήκες που επίσης αποτελούσαν μάστιγα για τις παρακείμενες οικίες, καθώς αυτές δεν μπορούσαν να ανοίξουν τα παράθυρά τους από την ασβόλη! Οι κάτοικοι λοιπόν στις 27 Νοεμβρίου 1895 στέλνουν διαμαρτυρία στο Υπουργείο Ναυτικών το οποίο με την σειρά του στον Πρωθυπουργό, για την μετακίνηση τους.  


Από τα καΐκια που ξεφόρτωναν, στα τροχοφόρα τα φορτωμένα, μέχρι την σούστα του καρβουνιάρη της γειτονιάς και του υπομονετικού υποζυγίου, του πλανόδιου που αγόραζε δύο τσουβάλια για να τα πουλήσει κι αυτός με την σειρά του, στους δικούς του πελάτες, όλοι έβγαζαν κέρδος από αυτό κι ότι γίνονταν στη λαχαναγορά από τις τρεις τη νύχτα ως τις οκτώ το πρωί, το ίδιο και στα Καρβουνιάρικα. 

Το καλοκαίρι αποτελούσε μια περίοδο σχεδόν νεκρή για την περιοχή αφού η θέρμανση σταματούσε και απέμεναν μόνο τα κάρβουνα της κίνησης των ατμόπλοιων (ανθράκευση).

Δίπλα στα Καρβουνιάρικα:




Το τοπίο δεν εξαντλούνταν αποκλειστικά στην ζωή των Καρβουνιάρικων, αφού δίπλα τους ακριβώς βρίσκονταν τα ξυλοναυπηγεία (ταρσανάδες) της Ακτής του Ξαβέρη. Οι άλλοι ταρσανάδες βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του λιμανιού (δίπλα στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου) πριν μετακινηθούν για το Πέραμα τα επόμενα χρόνια. Καρβουνιάρηδες και ταρσανατζήδες σύχναζαν σε καφενεία της περιοχής και σε ταβέρνες σε κάποια διακοπή της σκληρής εργασίας. Εκεί βρίσκονταν και το ξυλοναυπηγείο του Ιταλού του Ξαβέρη, που αργότερα θα φτιάξει οίκημα που στον ισόγειο χώρο του, μια ταβέρνα θα κάνει γνωστό το όνομά του, βαπτίζοντας όλη την περιοχή ως Ακτή Ξαβερίου!

Τα Καρνάγια της Ακτής Ξαβερίου που υπήρχαν μετά από τα Καρβουνιάρικα με κατεύθυνση προς το Βασιλικό Περίπτερο, κάλυπταν όλη την έκταση της αρχαίας Ακτής Αλκίμων


Όλη αυτή η δραστηριότητα που υπάρχει και αναπτύσσεται στις παρυφές της Υδραϊκής συνοικίας με τα χρόνια θα αλλάξει. Σημαντικό μέρος αποτέλεσε η δημιουργία του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) που προσδιόρισε εκ νέου την χωροταξία του λιμανιού, μεταφέροντας τα Καρβουνιάρικα απέναντι, μετά τα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη. Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος του Ξαβέριου που έφερε τις πρώτες Μαλτέζικες τράτες με ναύτες Ιταλούς και οι οποίες τραβούσαν ψάρια πηγαίνοντας ζευγαρωτά κι έχοντας τα δίχτυα ανάμεσά τους. Ο ίδιος για να πωλεί καλύτερα τα ψάρια του, άνοιξε και ταβέρνα και πολύς κόσμος κατέβαινε εκεί, σπίτια εμφανίσθηκαν με τους ιδιόρρυθμους νησιώτικους θόλους τους.




Όταν αργότερα στις δύο πόλεις (Πειραιά και Αθήνα) επεκτάθηκε η χρήση του αεριόφωτος στην μαγειρική και στην θέρμανση και του ηλεκτρισμού στα μετέπειτα χρόνια, η χρήση και εμπορία κάρβουνου σταδιακά περιορίζονταν και η τιμή του διαρκώς έπεφτε. Επίσης οι ταρσανάδες εξαφανίζονταν αφού το μέταλλο κυριαρχούσε αντί του ξύλου. Ο πολιτισμός είχε νικήσει!

Η μεταφορά των Καρβουνιάρικων προς την Ακτή Τζελέπη, αντί να ευεργετήσει την περιοχή, αφαίρεσε την ικμάδα της και δημιούργησε ένα παράξενο θέαμα. Όλος ο Κωφός Λιμήν, σταδιακά μετά την δεκαετία του '20 και αφού πρώτα χρησιμοποιήθηκε ως "σταθμός εργασίας" πλοίων που στάθμευαν εκεί για βαφές και κάθε άλλου είδος εργασία, μετατράπηκε με τα χρόνια σε ένα αξιοθρήνητο νεκροταφείο καραβιών! Αποσυρθέντα στην εφεδρεία πλοία, μαούνες, βάρκες και ότι επέπλεε ακόμα βρίσκονταν παρατημένο εκεί, δίνοντας σε όλη την περιοχή μια εικόνα εγκαταλείψεως και ερημώσεως. 



Πηγή: Μεγάλο μέρος των αναφερομένων στοιχείων προήλθε από άρθρο του 1937 του Χρήστου Λεβάντα στην Εφημερίδα "Ακρόπολη". 

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"