Η βρύση του αίματος στην οδό Μπότσαρη (1904)

Μια ιστορία ενός παλιού Καπετάνιου που έφτασε να καταγραφεί
ως το θαύμα της Αγίας Βαρβάρας



Του Στέφανου Μίλεση

Ποιος είναι αυτός που δεν γνωρίζει πως ο αριθμός "13" θεωρείται στην τοπική μας παράδοση ένας αριθμός, αν όχι γρουσούζικος, οπωσδήποτε καθόλου τυχερός! 

Οι κατοικούντες στην Υδραϊκή Συνοικία του Πειραιά έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα πράγματα, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού Πάνου όμως, που ήταν άνθρωπος της προόδου, μελετητής των μηχανών και της εξέλιξης της ανθρώπινης διάνοιας, διόλου δεν έδινε σημασία σε τέτοια. Ζούσε μαζί με την γυναίκα του την Σταματίνα Πάνου και τον ανηψιό του τον Μιχάλη Γερασίμου στην οδό Βότσαρη σε ένα σπιτάκι που τον αριθμό του κανείς γείτονας δεν επιθυμούσε να έχει! Στο αριθμό "13"! Μα ο αριθμός αυτός δεν του είχε σταθεί γρουσούζικος. Αντιθέτως ήταν από τα ελάχιστα σπίτι που είχαν τότε βρύση ιδιωτική!




Ο μικρός Μιχάλης ξύπναγε νωρίτερα το πρωί για να βρίσκεται πρώτος και μόνος στην μοναδική βρύση του σπιτιού. Δεν είχε σημασία αν ήταν καθημερινή, αργία ή σχόλη! Πάντα εκείνος πρώτος πήγαινε. Ξημέρωνε Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου του σωτήριου έτους 1904, όταν και εκείνο το πρωί ο μικρός Μιχάλης άνοιξε την βρύση του σπιτιού. Μα τι να δει όμως!

Το υγρό που έτρεχε απο την βρύση δεν ήταν νερό, αλλά.... αίμα!

Τρέχει αμέσως να ξυπνήσει την θεία του πρώτα, καθώς γνώριζε πως πήγαινε στην εκκλησία τακτικά, πως τηρούσε τις προσευχές, τις νηστείες, τα  έθιμα και τις παραδόσεις. Λιβάνιζε το σπίτι, κρατούσε το καντήλι αναμμένο όταν έπρεπε, έφτιαχνε πρόσφορα και ήταν τακτική σε όλα της. Κάτι περισσότερο θα ήξερε εκείνη. 

Η κυρία Πάνου στην αρχή δεν πίστεψε τον ανηψιό της, αλλά μετά τους όρκους που ο μικρός έδινε, πείσθηκε κι αυτή να δει. Η βρύση που ο μικρός Μιχάλης είχε αφήσει ανοικτή επίτηδες, συνέχιζε να τρέχει αίμα!

- "Θεέ μου μας καταράστηκαν!" αναφώνησε η θεία του Μιχάλη, με αυτό που έβλεπε. Παρά το ξημέρωμα, προσέτρεξε στο σπίτι της γειτόνισσας. Το πράγμα ήταν πρωτοφανές! Δεν άργησε όλη η γειτονιά να βρεθεί στο πόδι. Κάθε σπίτι που το μάθαινε, έτρεχε να δει από κοντά την βρύση του αίματος! Οι γυναίκες της συνοικίας έλεγαν
- "Μα τόσα και τόσα θαύματα ακούμε πως συνέβαιναν στο παρελθόν, γιατί όχι και τώρα;" έλεγε η μια στην άλλη περισσότερο για να το ακούσει η ίδια που το έλεγε παρά η διπλανή της.

Η φαντασία των γυναικών που είχε φτάσει στα ύψη ζητούσε την εξήγηση σε δυνάμεις υπερφυσικές, πολύ πιο μακριά από την μικρή Υδραϊκή κοινωνία της Βότσαρη και της περιοχής πίσω από τον ατμόμυλο του Μανίνα.

Έτσι το πράγμα δεν άργησε να διαδοθεί και να λάβει διαστάσεις μεγαλύτερες της γειτονιάς, της συνοικίας, αλλά και της ίδιας της πόλης του Πειραιά. Μέσα σε λίγες ώρες καθένας που μάθαινε το γεγονός κινούσε να δει από κοντά το θαύμα, να το πει στον διπλανό του, στο καφενείο, στην πλατεία. 




Όλη την ημέρα η Υδραϊκή κοινωνία ήταν ανάστατη ενώ η οικία του μηχανικού Πάνου ήταν κατάμεστη από περίεργους που ήθελαν να δουν την βρύση του αίματος. Και εκείνη αν και ήταν ανοικτή από τις 06.00΄ το πρωί και η ώρα ήταν 13.00 το μεσημέρι συνέχιζε να βγάζει αίμα.

Κάποιοι οι λιγότερο θεοσεβούμενοι δεν έβλεπαν θαύμα, αλλά απόπειρα εγκλήματος. 
- "Κάποιοι έριξαν στην δεξαμενή της Καστέλλας κάτι, δηλητήριο ίσως, γιατί έχουν σχεδιάσει να καταστρέψουν όλη την Υδραϊκή συνοικία" έλεγαν με βεβαιότητα "μην ξεχνάτε τους Βουλγάρους και τα φρικώδη όργια που κάνουν στην Μακεδονία" (την εποχή εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη ο Μακεδονικός Αγώνας και ένα μήνα αργότερα είναι που θα πέσει νεκρός ο ηρωϊκός Παύλος Μελάς)




Για τους πρώτους όμως, τους θεοσεβούμενους αυτή δεν εξήγηση ικανοποιητική. Κάτι άλλο πιο υπερκόσμιο θα συνέβαινε! Όλα γίνονται στον κόσμο ακόμη και τα θαύματα. Το έλεγε άλλωστε και ο Παππάς κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία. Το νερό που έγινε αίμα ήταν μια από τις πληγές του Φαραώ. Είναι πασιφανές πως άλλες έξη πληγές θα ακολουθήσουν! Έπειτα υπάρχει και η συνεργία των πονηρών πνευμάτων που παρουσιάζουν παράξενα φαινόμενα στους Χριστιανούς για να τους δοκιμάσουν. Και πάνω που ήταν έτοιμοι να φωνάξουν τον πατέρα του Αγίου Νικολάου για εξορκισμό, να που εμφανίστηκαν ο αστυνόμος, ο γιατρός και οι άλλοι ειδικοί. 

Ο λαός ανέμενε με αγωνία την ετυμηγορία τους καθώς ήταν σίγουροι πως τέτοια δεν θα υπήρχε και πως οι άπιστοι θα έβλεπαν επί τέλους το θαύμα της βρύσης.

Και οι νεοφερμένοι άρχισαν να ρίχνουν διάφορες γνώμες. 
- "Από το βαφείο τα βρώμικα νερά θα πέρασαν στον υδροσωλήνα" έλεγαν ο αστυνόμος Παπαγεωργίου στον αστίατρο Ιωαννίδη. 
- "Μα αυτό είναι αίμα όχι μπογιά. Κι έπειτα για επτά ώρες! Πως γίνεται αυτό;" αντέκρουε την υπόθεση του πρώτου ο αστίατρος.
- "Το παράδοξο είναι πως η διπλανή βρύση βγάζει νερό καθαρό!" σημείωνε κάποιος τρίτος

Ένας από τους γερο-Υδραίους  παλαιός καπετάνιος από την εποχή της επανάστασης έλαβε τον λόγο δυνατά και αφηγούνταν ανεβασμένος πάνω σε μια μάντρα

- "Παιδιά μου, είναι θαύμα, γιατί σε αυτό ακριβώς το σημείο, σε αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε οδό Μπότσαρη 13, ήταν επί τουρκοκρατίας ένα μικρό εκκλησάκι. Ο ναΐσκος της Αγίας Βαρβάρας. Μέσα σε αυτόν σφαγιάσθηκαν αρκετά γυναικόπαιδα που είχαν έλθει εδώ από την Αθήνα για να φύγουν για τα νησιά. Επειδή όμως αυτοί δεν βρήκαν βάρκα για να φύγουν και ξέροντας ότι οι Τούρκοι είναι στο κατόπι τους, μπήκαν μέσα στο ναό της Αγίας Βαρβάρας για να σωθούν! Οι Τούρκοι όμως τους σφάγιασαν όλους και αυτών το αίμα ρέει σήμερα εδώ, σ΄ αυτήν την βρύση! Τραβάτε να φωνάξετε Παππά γρήγορα!" και καθώς έλεγε αυτά ο γερο - Καπεταναίος όλοι οι υπόλοιποι κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά, σα να συμφωνούσαν με τα λεγόμενά του.



Η ιστορία του Γερο-καπετάνιου πέρασε και καταγράφηκε στον ημερήσιο τύπο ως το
"ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ"

Στο μεταξύ η νύχτα έπεσε και εξήγηση δεν είχε δοθεί σε αυτό το θαύμα. Ο Πάνου με την γυναίκα του και τον ανηψιό του είχαν κουραστεί πια από τον κόσμο και θέλοντας να δώσουν ένα τέλος σ΄ αυτό, τους έβγαλαν όλους έξω και κλείδωσαν την πόρτα. Όμως και τότε κτυπήματα επαναλαμβανόμενα δονούσαν την πόρτα

- "Ποιος είναι δεν δεχόμαστε κανέναν πιά!" φώναζαν από μέσα με αγανάκτηση και κούραση συνάμα
- "Είμαι ο χημικός και έρχομαι κατ΄ εντολή του αστυνόμου, ανοίξτε σας παρακαλώ μια στιγμή" απάντησε μια σοβαρή φωνή έξω από την κλειστή πόρτα
- "Τότε ορίστε" η πόρτα ανοίγει ξανά και ο χημικός μαζί με κάποιους άλλους μπαίνου και φτάνουν στην μαγική βρύση.
- "Τρέχει ακόμη αίμα;" ρωτά ο Χημικός
- "Όχι σταμάτησε μετά τις μία το μεσημέρι" απάντησε η γυναίκα του μηχανικού
- "Μήπως κρατήσατε από το αίμα εκείνο;" ξαναρώτησε ο χημικός
Τότε του φέρνουν ένα ποτήρι γεμάτο αίμα με όλη την δυσοσμία που έχει όταν βρίσκεται σε σήψη. Ο χημικός παίρνει μαζί του το ποτήρι με το αίμα και φεύγει.

Ξημερώνει 27η Σεπτεμβρίου 1904 ημέρα Δευτέρα όταν καταφτάνει στου Βρυώνη στην συμβολή της Σωκράτους με την Χατζηκυριακού μια ομάδα εργατών με επικεφαλής τον ίδιο τον Δήμαρχο Πειραιώς τον Παύλο Δαμαλά. Μόλις αναγγέλθηκε στον Δήμαρχο το παράδοξο αυτό συμβάν, εκείνος διέταξε να ανοίξει μια τάφρος από το ύψος του Βρυώνη μέχρι την συμβολή της Χατζηκυριακού με την οδό Μπουμπουλίνας φρονώντας πως κάποιος σωλήνας είχε σπάσει και συγκοινωνούσε με κάποιο φρεάτιο σφαγείου από τα τόσα που λειτουργούσαν στον Πειραιά χωρίς άδεια αρχής. 

Στο μεταξύ ο χημικός Κορνάρος διέγνωσε πως το κόκκινο εκείνο υγρό ήταν πραγματικά αίμα μη μπορώντας όμως να διαπιστώσει αν ήταν ζώου ή ανθρώπου. Έτσι ο Παύλος Δαμαλάς διέταξε να κλείσει η δικλείδα του κεντρικού σωλήνα και να σταματήσει η παροχή νερού στην Υδραϊκή Συνοικία, μέχρι να επιλυθεί το άγνωστο πρόβλημα.

Όταν όμως τα συνεργεία του Δήμου συνοδεία της αστυνομίας έφτασαν έξω από το σπίτι του υπολοχαγού Σιμόπουλου στην λεωφόρο Χατζηκυριακού, είδαν πως στον ισόγειο της οικίας αυτής υπήρχε ένας χώρος που ήταν νοικιασμένος από τον Κρεοπώλη Τζώρτζη. Αυτός την προηγούμενη ημέρα του συμβάντος με την βρύση, είχε προβεί μέσα στο κλειστό εκείνο δωμάτιο σε σφαγή πλήθους προβάτων, το αίμα των οποίων έβγαινε και κυλούσε στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Τότε η Χατζηκυριακού ήταν χωμάτινη οδός. Το χώμα απορροφούσε το αίμα που με την σειρά του εισέρχονταν από άνοιγμα του σωλήνα εντός αυτού και αυτό το αίμα στην συνέχεια έβγαινε από την βρύση!

Η απογοήτευση από την πραγματικότητα:

"Είδαμε μια βρύση να τρέχει στον Πειραιά και αμέσως πλάστηκαν τόσες όμορφες ιστορίες!" έγραφε η εφημερίδα Εμπρός στο φύλλο της 28ης Σεπτεμβρίου. "Κάποιος διαβεβαίωσε με μια ιστορία πως η βρύση ήταν μαγεμένη. Κάποια τσιγγάνα έλεγαν πέρασε από εκεί και επειδή ζήτησε να πιει λίγο νερό και δεν την άφησε, καταράστηκε την βρύση!

Άλλοι πως κάτω από την βρύση ήταν θαμμένο ζεύγος εραστών και από τη θλίψη τους έκαναν το νερό, αίμα!

Μέχρι που ήρθε ο Δήμαρχος και μας διέλυσε το όνειρο, μας έφερε στην πραγματικότητα, καθώς έδειξε πως επρόκειτο για κακή συγκοινωνία των υδατοσωλήνων και για εισροή αίματος σφαγείων εντός αυτών! 

Ήταν ανάγκη δηλαδή ο Δήμαρχος να μας ρίξει πάλι πίσω στη πεζότητα; Ήταν ανάγκη να πνίξει τον μύθο στην πλοκή του; Κορεστήκαμε πια από αλήθειες, κουραστήκαμε από εξηγήσεις και πεζότητα. Έχουμε ανάγκη από μυθοπλασία. Ας μας έλεγε ο Δήμαρχος πως η βρύση αυτοκτόνησε γιατί δεν είχε αρκετό νερό. Πως έπασχε από υπεραιμία βρε αδελφέ! Ή τέλος ας μας έλεγε ότι η Δεξαμενή του Πειραιά,θέλοντας να υπερβεί σε πίεση νερού αυτή της Αθήνας έπαθε συμφόρηση!"




Διαβάστε επίσης:


Συνοικία Μανίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"