Το ιστορικό ανακαλύψεως ενός αρχείου



Του Μιχάλη Βλάμου*

Το ποτό κατέστρεψε τον φίλο μου τον Κώστα... Θεός χωρέστον.

Από τις 10 το πρωί άρχιζε να πίνει και στις 11 ήταν ανίκανος να εργασθεί. Δεν ήταν ούτε 58 ετών και το εγκεφαλικό τον χτύπησε δυσκολεύοντας τις κινήσεις του. Το μεγάλο κατάστημα στην αγορά του Πειραιώς δεν πήγαινε καλά. Συναλλαγματικές και επιταγές έμεναν απλήρωτες. Ο επιχειρηματίας που διοργάνωνε δωρεάν κρουαζιέρες για πελάτες και φίλους δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε τον δικηγόρο του.

Στο Πρωτοδικείο Πειραιώς μετά μια παράσταση που του έκανα σχεδόν τσάμπα, ξέροντας ότι ενδιαφέρομαι για τις αντίκες, μου είπε:
-Μιχάλη μια μέρα να ανέβουμε στο πατάρι του μαγαζιού μου όπου υπάρχουν διάφορα κατάλοιπα μιας παλιάς ποτοποιΐας που στεγάζονταν εκεί.

Σε νεώτερη συνάντησή μας μετά μερικές μέρες μου είπε ότι στο πατάρι υπήρχαν κάτι μπρούτζινες πλάκες του 1860 πολύ βαριές κι ότι τις είχε κρύψει σκοπεύοντας να τις πουλήσει για να αγοράσει το ποτό της ημέρας!

Έτσι ένα μεσημέρι μπήκα στο μαγαζί. Από δύο συνεχόμενες απότομες σκάλες ανεβήκαμε στο πατάρι. Βιαστικά μόλις συνήθισα στο σκοτάδι μάζεψα μερικές ετικέτες φιαλών ποτών και μια έγχρωμη περίτεχνη διαφημιστική πινακίδα επάνω σε τενεκέ.

 Επίσης και τέσσερις χάλκινες πλάκες εκτυπώσεως. Κάθε μια έγραφε από ένα ποτό: ΟΥΖΟ, ΜΑΣΤΙΧΑ, ΒΕΡΜΟΥΤ, ΡΕΑ. Ο Κώστας όμως βιαζόταν να φύγουμε και οι μεγάλες πλάκες δεν βρέθηκαν. Έμαθα όμως έτσι ότι στην οδό Τσαμαδού 5 στεγαζόταν παλαιά το κεντρικό κατάστημα της ποτοποιΐας ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΟΥΡΗΣ. 

Πέρασε ένας χρόνος σχεδόν χωρίς να καταφέρω να ξαναμπώ στο πατάρι. Μια μέρα υπεράσπιζα στο Δικαστήριο και τους δύο συνεταίρους. Μετά ην δίκη και την απαλλαγή τους, ρώτησα αν μπορούσα ν΄ ανέβω στο πατάρι για να ψάξω για παλιά χαρτιά κ.λ.π. Ο συνέταιρος ήταν πρόθυμος.

- Όποτε θέλεις Μιχάλη έλα και ψάξε.

Ώσπου στις 12 Μαρτίου του 1988 περνώντας έξω από το μαγαζί το αποφάσισα. Μπήκα και ζήτησα ν΄ ανέβω στο πατάρι. Προχώρησα στο βάθος του μαγαζιού, στο πίσω μέρος, ανέβηκα τα απότομα ξύλινα σκαλοπάτια και μπήκα στο πατάρι. Είχα χρόνο και ερεύνησα καλύτερα. Δεξιά στον τοίχο υπήρχαν δύο παλαιές ξύλινες αρχειοθήκες που στα ράφια τους ήταν μπουκάλια με διάφορα ποτά, όπως νόμισα. Πιο μέσα ο χώρος σταμάταγε σε ένα ξύλινο κιγκλίδωμα με περίτεχνα νεοκλασικού τύπου κάγκελα τα οποία προεκτεινόμενα δημιουργούσαν ένα διάδρομο που έφθανε μέχρι την πρόσοψη του καταστήματος.

Άνοιξα ένα μεγάλο σιδερένιο μπαούλο και μέσα βρήκα χιλιάδες έγχρωμες ετικέττες φιαλών ποτών. Ούζο, Κονιάκ, Μαστίχα, Ρούμι, Απόσταγμα οίνου κ.λ.π.  Όσο σκάλιζα το μπαούλο, τόσο έβγαιναν καινούργιου τύπου ετικέτες σε δεσμίδες. Πήρα σακούλες νάϋλον κι άρχιζα να γεμίζω. Ανέβηκα στην κορφή των αρχειοθηκών και βρήκα δύο ακόμη τενεκεδένιες διαφημίσεις μαζί με πολλά μεγάλα διαφορετικά θερμόμετρα μετρήσεως ποτών (γράδα).

Άρχισα πάλι να σκαλίζω το μεγάλο μπαούλο. Στο βάθος του στον πάτο έπιασα κάτι μεταλλικό. Ήταν βαρύ αλλά το τράβηξα κι έβγαλα στην επιφάνει μια μεγάλη θαυμάσια χάλινη πλάκα εκτυπώσεως. Στη μέση έφερε το βασιλικό θυρεό με τους Ηρακλείς και το στέμμα. Αριστερά οκτώ μετάλλια και δεξιά σταφύλια και κλίματα. Έγραφε Κονιάκ στην κορυφή, από κάτω Δημοσθένης Πουρής.

Με πυρετό ανυπομονησίας άρχισα ανάμεσα σε χαρτιά και τις ετικέτες να ψάχνω μέχρι τον πάτο του μπαούλου.

Ήταν όμως ήδη ώρα που έπρεπε να φύγω για το Δικαστήριο. Το μεσημέρι με το αυτοκίνητο μετέφερα τον μικρό θησαυρό μου! Ο κουμπάρος μου απορούσε

- "Μιχάλη απορώ με την υπομονή σου να κουβαλάς παλιοπράγματα" μου είπε "εγώ ότι παλιώνω το πετάω"

Αργότερα σε άλλες μου επισκέψεις μάζεψα όλες σχεδόν τις ετικέττες. Πήρα ορισμένα παλιά τιμολόγια, βιβλία εμπορικά και τέλος ένα μεσημέρι στο ράφι μιας αρχειοθήκης βρήκα ένα δέμα τυλιγμένο με εφημερίδες που περιείχε διάφορα κλισέ της επιχειρήσεως. Ήταν κλισέ ετικεττών, διαφημίσεων, με ωραίες συνθέσεις των αρχών του 20ου αιώνα και του μεσοπολέμου. Μαζί τους μια σιδερένια τετράγωνη σφραγίδα κλισέ με το σταυροειδής σύμπλεγμα του ονόματος του Μιλτιάδου Πουρή. Έτσι βρέθηκε στην κατοχή μου ό,τι αρχειακό υλικό είχε απομείνει από το κεντρικό κατάστημα της ποτοποΐας του Δημοσθένη Πουρή.


*:Ο Μιχάλης Βλάμος γεννήθηκε και κατοικεί στον Πειραιά, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι Δικηγόρος Πειραιώς από το 1963. Είναι επίσης απόφοιτος του τμήματος Ιστορικού Αρχαιολογικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μελετητής της ιστορίας και ερευνητής ιστορικών θεμάτων του Πειραιώς. Μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Συλλόγου Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιώς και του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.  

Διαβάστε επίσης:

Δημοσθένης Πουρής - Πειραϊκή Ποτοποιία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"