Νησίδα Σταλίδα (Οι περιπέτειες μιας νησίδας)



Τα δημώδη ονόματα της μικρής αυτής βραχονησίδας της Καστέλλας, κυριάρχησαν έναντι του αρχικού επίσημου ονόματός της που ήταν "Σταλίδα" και την έκαναν γνωστή άλλοτε ως το "νησάκι του Κουμουνδούρου" κι άλλοτε ως το "νησάκι του Παρασκευά". 

Όσο για την ονομασία Σταλίδα (Σταλίς) αποτελούσε  την δωρική απόδοση του προγενέστερου ιωνικού ονόματος Στηλίδα (δηλαδή Στηλίς).

Μια από τις επιτροπές τοπωνυμίων που κατά καιρούς αναλάμβαναν την απόδοση των ορθών ονομασιών σε μέρη και περιοχές της Ελλάδας που είτε έφεραν ονομασίες αλλοδαπής προέλευσης, είτε ονομασίες που λανθασμένα είχαν καθιερωθεί αποφάνθηκε πως η μικρή "Σταλίδα", θα ονομάζονταν πλέον "Νησίδα της Μουνυχίας" από τον παρακείμενο λιμένα της Μουνυχίας (Φανάρι - Τουρκολίμανο - Μικρολίμανο) και από τον λόφο που δεσπόζει πάνω από αυτήν, τον λόφο της Μουνυχίας (γνωστό ως λόφο της Καστέλλας). 

Μια άλλη όμοια επιτροπή όμως αργότερα, ήταν εκείνη που με την σειρά της έκρινε κακόηχο τον όρο Μουνυχία και τον τροποποίησε όπου αναφερόταν, συμπεριλαμβανομένου και της νησίδας. 

Η Έπαυλη του Οριγώνη και η Σταλίδα


Η λαϊκή ονομασία της, ήταν εξαρτώμενη κυρίως από την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Έτσι μέχρι το 1935, εκεί που σήμερα ορθώνεται ο Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος, κυριαρχούσε με την επιβλητική της παρουσία, η Έπαυλις του Κουμουνδούρου. Ο λαός λοιπόν είχε δώσει το όνομα του πρώην Πρωθυπουργού και στο μικρό αυτό νησάκι αποκαλώντας το "νησάκι του Κουμουνδούρου".

Για την ίδια νησίδα επικράτησε και η ονομασία "νησάκι του Παρασκευά" καθώς λίγο πιο κάτω στην παρακείμενη ακτή, μεσουρανούσε το γνωστό κοσμικό κέντρο "Η Σπηλιά του Παρασκευά"

Έτσι ήταν γραφτό το νησάκι αυτό να προσδιορίζεται ως "Σταλίδα" μόνο από τους επίσημους ναυτικούς χάρτες.

Stalida

Όπως κι αν την ονομάσει κανείς την βραχονησίδα αυτή (Σταλίδα, Μουνυχία, Παρασκευά ή Κουμουνδούρου) φαίνεται πως κάποτε ήταν ενωμένη με τη στεριά και αποτελούσε φυσική συνέχειά της.


Σταλίδα: Το τέλειο παρατηρητήριο

Αποτελούσε ένα από τα πιο στρατηγικά σημεία του Πειραιά, εποπτεύοντας τους δύο πολεμικούς λιμένες του, της Ζέας και της Μουνυχίας. Ο μεν λιμένας της Μουνυχίας διέθετε 82 νεώσοικους για τον ελλιμενισμό πλοίων, ενώ της Ζέας 196 νεώσοικους. 

 Θαυμάσιο παρατηρητήριο, ήταν οχυρωμένο σχεδόν πάντα σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, έστω κι αν μόνο σε κάποιες αναφέρεται η ύπαρξή της, όπως στην περίπτωση της Πολιορκίας του Πειραιά από τον Ρωμαίο Σύλλα (86 π.Χ.) και την ηρωϊκή αντίσταση του Αρχέλαου που έμεινε γνωστή στην ιστορία από τις "Πειραιώτικες κουβέντες" που φώναζαν οι αμυνόμενοι για την γυναίκα του Σύλλα και για την ανδρική του ικανότητα, που μάλλον είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση, τόσο που όταν ο Σύλλας τελικώς κατέλαβε την πόλη, την ισοπέδωσε τόσο σφοδρά ώστε για πολλούς αιώνες ο Πειραιάς έμεινε στο παρασκήνιο της ιστορίας.


Η γερμανική κατοχή και το "κολοβό" νησί:

Υπάρχει μια ιστορία περί του "κολοβού" νησιού την οποία και παραθέτω.

Λέγεται πως όταν το 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στον Πειραιά, κατέλαβαν φυσικά όλα τα δημόσια κτήρια, όπως κι εκείνα που λόγω ποιότητας κατασκευής ή μεγέθους θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν αξιωματικούς ή στρατιώτες. Εντός αυτού του σχεδίου κατέλαβαν μεταξύ άλλων και το κτηριακό συγκρότημα που δέσποζε στην ακτή, πίσω ακριβώς από τη Νήσο Σταλίδα. Εκεί εγκατέστησαν σημαντικό αριθμό στρατιωτών καθώς έκριναν πως η νησίδα μπροστά προσέφερε φυσική προστασία και τους "έκρυβε" από πιθανή θαλάσσια στόχευση.  

Τοποθέτησαν λοιπόν στην ταράτσα ένα παρατηρητήριο. Όμως το μικρό νησάκι τους δημιουργούσε "κενό" στο οπτικό πεδίο του ορίζοντα.

Έτσι λέγεται πως αποφάσισαν και με δυναμίτες ανατίναξαν την κορυφή της μικρής βραχονησίδας, γιαυτό και το νησάκι παρουσιάζει σήμερα "κολοβή" κορυφή! Βέβαια και σε προγενέστερες απεικονίσεις ουδέποτε η νησίδα φαίνεται να είχε κορυφή! 

Σχέδιο του 1836 στο οποίο απεικονίζεται η Σταλίδα έναντι της Ακτής Αρτέμιδος


Οι εγκαταστάσεις πίσω ακριβώς από την Σταλίδα, που χρησιμοποιήσαν οι Γερμανοί για οπτικό παρατηρητήριο


Η νησίδα Κουμουνδούρου και ο Σκυλίτσης:



Ο Δήμαρχος της επταετίας Αρ. Σκυλίτσης είχε συμπεριλάβει στα σχέδια της αξιοποίησης της νησίδας Κουμουνδούρου. Τα σχέδια αυτά προέβλεπαν τη σύνδεση της νησίδας με την Πλαζ Βοτσαλάκια με μια μικρή ξύλινη γέφυρα. Στην κορυφή της νησίδας προβλέπονταν η ανέγερση τουριστικής καντίνας με εξώστη η οποία φυσικά ουδέποτε πραγματοποιήθηκε.

Η πολύ μικρή απόσταση μεταξύ της Πλαζ Βοτσαλάκια και της νησίδος είχε σχεδιαστεί να καλυφθεί με μια μικρή ξύλινη γέφυρα.

Η ακριβώς απέναντι της νησίδος Σταλίδας ακτή, προσφέρει τοπίο που σε τίποτα δεν θυμίζει το αστικό τοπίο του Πειραιά



Εκτός όμως από την προσπάθεια του Αριστ. Σκυλίτση να το οικοδομήσει, υπήρξαν και μεταγενέστερες προσπάθειες δημάρχων να το αξιοποιήσουν έστω και οπτικά με την φωταγώγησή του.

Όσο κι αν μας εντυπωσιάζει με το πολύ μικρό μέγεθός του, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως αποτελεί σήμερα ένα από τα ελάχιστα καταφύγια πτηνών. 


Τα μπάνια του Λόρδου Βύρωνα στην Ζέα

Πίνακας του G. Trecourt (1850 - 1860) που αναπαριστά τον Λόρδο Βύρωνα
(Προσφορά Τάκη Παπαδογιαννάκη)

Του Στέφανου Μίλεση

Ο Λόρδος Βύρωνας επισκέπτεται το 1809 την Ελλάδα. Δεν είναι όμως μόνος του. Μαζί του αρχικά και για ένα μικρό διάστημα και ο φίλος του Χόμπχαους. Το 1918 ο S.C. Atchley καταγράφει σε βιβλίο τον "Βίο και δράσις του Βύρωνος εν Ελλάδι" στηριζόμενος σε μεγάλο αριθμό ημερολογίων που αναφέρουν διάφορες στιγμές από την ζωή του Βύρωνα στην Ελλάδα.

Στην γλυκιά λίμνη του Φαλήρου:

Κατά την διαμονή τους στην Αθήνα Βύρωνας και Χόμπχαους κάνουν έφιπποι πολλές εκδρομές στα περίχωρα. Στις 18 Ιανουαρίου του 1810 αποφασίζουν να κάνουν τον γύρο της Πειραϊκής χερσονήσου (Ακτής). Για να προσεγγίσουν όμως αναγκάζονται να περάσουν μια βαλτώδης λίμνη μήκους περίπου 4 χιλιομέτρων στο ύψος του κόλπου του Φαλήρου, τα νερά της οποίας ήταν γλυκά! Εντύπωση έκανε ο μεγάλος αριθμός των άγριων πτηνών κυνηγιού. 
(Εξήντα σχεδόν χρόνια αργότερα και ο Εμμανουήλ Λυκούδης στην ανάρτηση "Κυνηγώντας στο Νέο Φάληρο" περιέγραψε για την Λίμνη του Φαλήρου την οποία θεωρούσε εξαίσιο τόπο για κυνήγι!) 

Άλλοτε πάλι συνεχίζοντας με τα άλογά τους την παραλιακή διαδρομή φτάνουν μέχρι το Πέραμα, ενώ ο Χόμπχαους ανεβαίνει μόνος του μέχρι την κορυφή του όρους του Κορυδαλλού καθώς ο Βύρωνας εμποδιζόταν από την αδυναμία του.

Πειραιάς 1836


Ο Βύρωνας συναντιέται με τον παππού του Δαρβίνου στον Πειραιά:

Στις 4 Μαρτίου του 1810 φτάνει στον Πειραιά το βρετανικό ιστιοφόρο "Πυλάδης" από το οποίο αποβιβάστηκε ο Δόκτωρ Δαρβίνος (ο παππούς του διάσημου φυσιοδίφη Δαρβίνου) ο οποίος πηγαίνοντας στην Σμύρνη έκανε πρώτα μια στάση προκειμένου να παραλάβει μαζί του, τους Βύρωνα και Χόμπχαους. 

Μετά από μια σύντομη περιήγηση στην Ανατολή ο Βύρωνας την 17η Ιουλίου 1810 επιστρέφει αποβιβαζόμενος στην Ζέα. Από εκεί με μια λέμβο που έχει νοικιάσει πηγαίνει στο Σούνιο και από εκεί στην συνέχεια στην Αθήνα. Ο Βύρωνας έκτοτε κατεβαίνει καθημερινώς στην Ζέα προκειμένου να κάνει το θαλάσσιο μπάνιο του, συνήθεια άγνωστη όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, αλλά ακόμη και για τους ίδιους τους ξένους.


Πειραιάς 1835


Ο Βύρωνας πηδά στην θάλασσα και αρχίζει να κολυμπά!

Φαίνεται πως ο Πειραιάς δεν ήταν και τόσο έρημος εκείνη την εποχή, όσο τουλάχιστον έχει παρουσιαστεί από τις σχετικές αναφορές. Αφενός ο Βύρωνας έχει αναφέρει πως από το λιμάνι του καθημερινώς πλοία έφευγαν φορτωμένα με ελαιόλαδο, παραγωγής των απέραντων ελαιώνων που μεσολαβούσαν μεταξύ Πειραιώς - Αθηνών. Εκτός όμως αυτού κάθε φορά που ο Λόρδος Βύρωνας κατεβαίνει στην Ζέα για μπάνιο, όλο και κάποιον συναντά ή κάποιο περιστατικό συμβαίνει. Μετά τον Δόκτωρ Δαρβίνο μια απρόβλεπτη συνάντηση ήταν εκείνη με τους Μαρκήσιο του Σλάϊγο και την διάσημη Λαίδη Έσθερ Στάνχοπ. 

Οι τελευταίοι είδαν με κατάπληξη από μακριά έναν άνθρωπο να πηδά στην θάλασσα και να κολυμπά! Ο Σλάϊγο αναγνώρισε τότε πως επρόκειτο για τον Λόρδο Βύρωνα και τον κάλεσε να ντυθεί και να τους ακολουθήσει σε μια περιήγηση στην Πελοπόννησο.

Ο Βύρωνας και το επεισόδιο με την Τουρκάλα στην Ζέα: 

 Μια άλλη ημέρα και ενώ ο Βύρωνας είχε τελειώσει με το μπάνιο του στην Ζέα, μόλις είχε αρχίσει τον δρόμο της επιστοφής συναντήθηκε με μερικούς Τούρκους, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την Ζέα κρατώντας ένα σάκο! 

Μέσα σε αυτό είχαν μια Τουρκάλα με σκοπό να ρίξουν στην θάλασσα και να την πνίξουν, καθώς είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με έναν Έλληνα (Γκιαούρ).

Τότε ο Βύρων αμέσως σταμάτησε την πομπή και απαίτησε να επιστρέψουν όλοι μαζί στην Αθήνα και να πάνε να βρουν τον Βοεβόδα. Εκείνοι αρνήθηκαν και τότε ο Λόρδος έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε τον αρχηγό της ομάδας, λέγοντάς του πως θα τον σκότωνε αν δεν έπρατταν έτσι. Πραγματικά όλοι μαζί επέστρεψαν στην Αθήνα όπου ο Βύρωνας έπεισε τον Βοεβόδα να ανακαλέσει την απόφασή του με τον όρο όμως η μικρή Τουρκάλα να φύγει από την πόλη της Αθήνας για πάντα, όπως κι έγινε.

Μονή Αγίου Σπυρίδωνος 1834


Οι καθημερινές συνήθειες του Λόρδου Βύρωνα:

Είναι γεγονός πως η συνήθεια της κολύμβησης του Βύρωνα έρχονται σε αντίθεση με την κατάσταση της υγείας του, καθώς ήταν γνωστό πως το όλο παρουσιαστικό του παρέπεμπε σε έναν άνθρωπο φιλάσθενο και ευάλωτο στην κούραση και στην αδυναμία. Ήταν δεινός κολυμβητής κι αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Μια άλλη του συνήθεια ήταν οι έφιπποι περιπάτοί του και το πρόγραμμα που τηρούσε ευλαβικά. Σηκωνόταν αργά για την εποχή του, 09.00 το πρωί και λάμβανε πρωινό μέχρι τις 10.00΄! Έαν ήταν καλοκαίρι πήγαινε για κολύμβηση, διαφορετικά για έφιππο περίπατο. Εξασκείτο καθημερινά στην σκοποβολή και ήταν δεινός σκοπευτής. Τοποθετούσε πέντε αυγά (στην σειρά), σε απόσταση 10-12 γιάρδων και μπορούσε να τα πετύχει (οπωσδήποτε τα τέσσερα) με μια βολή. Το μεσημέρι γευμάτιζε ελαφρά συνήθως με φρυγανισμένο ψωμί, λαχανικά και τυρί. Έπινε μόνο λίγο κρασί ή μηλίτη. Τις απογευματινές ώρες καταγινόταν και με την ξιφομαχία ενώ τις νύχτες του άρεσε να ακούει ιστορίες στρατηγικής και στρατιωτικής τέχνης.   

Οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού στον Πειραιά και οι Άγγλοι (1854)


Του Στέφανου Μίλεση

Ένα από τα άγνωστα περιστατικά που σχετίζονται τόσο με την ιστορία του Πειραιά, όσο και με την γιορτή του Αϊ-Γιαννιού, συνέβη όταν ο Πειραιάς ήταν υπό Αγγλο-γαλλική κατοχή το 1854. 

Τότε οι Αγγλο-γάλλοι ευρισκόμενοι σε πόλεμο εναντίον των Ρώσων στην Κριμαία, είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά και τον είχαν καταλάβει, έχοντας σκοπό τον εκβιασμό του Όθωνα ώστε την ίδια περίοδο η Ελλάδα να μείνει φρόνιμη και να μην εκδηλώσει οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Τουρκίας που ήταν σύμμαχός τους. 

Το πρωινό της παραμονής του Αϊ-Γιαννιού οι Αγγλο-γάλλοι κάνοντας μια επίθεση εναντίον Ρωσικού οχυρού είχαν χάσει 8.000 στρατιώτες ενώ οι τραυματίες έφταναν τους 30.000 άνδρες! Όταν το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Άγγλος ναύαρχος είδε από το πλοίο του τις φωτιές που είχαν ανάψει σε όλο τον λόφο της Καστέλλας αλλά και μέσα στην πόλη του Πειραιά, πίστεψε πως επρόκειτο για πανηγυρική φωταψία, δια της οποίας οι Πειραιώτες εκδήλωναν την χαρά τους για το πάθημα των Άγγλο-γάλλων που είχαν καταλάβει την πόλη τους. 

Τότε οι Άγγλοι καταλήφθηκαν από οργή και ήταν έτοιμοι να βομβαρδίσουν και να καταστρέψουν ολοσχερώς τον Πειραιά για να εκδικηθούν την χαρά των Πειραιωτών! Τελευταία στιγμή η πόλη σώθηκε, όταν ένας Άγγλος ιερέας που ζούσε για χρόνια στην Ελλάδα, εξήγησε το έθιμο στον Άγγλο Ναύαρχο με τις φωτιές του Άη Γιάννη, που είχαν μεταβάλει τον Πειραιά σε πραγματική «Γη του Πυρός»! 

Τόσο μεγάλη ήταν η έκταση που εφαρμοζόταν αυτό το έθιμο στην πόλη μας. Έθιμο που έχει τις ρίζες του από τα αρχαία χρόνια όταν οι άνθρωποι καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι για να εξαλείψουν τις επιδημίες που ξαφνικά εξαφάνιζαν τα κοπάδια τους, άναβαν μεγάλες φωτιές και τα έβαζαν να περνούν ανάμεσά τους, ώστε να φύγει το «κακό». 

Οι εποχές άλλαξαν, αλλά οι άνθρωποι είχαν αποκτήσει την πίστη πια πως η φωτιά θεραπεύει τα πάντα, όχι μόνο τις επιδημίες, αλλά και την κακή τύχη, το «κακό μάτι» και μπορούσε να αλλάξει ακόμη και το ριζικό ενός ανθρώπου. Όλα αυτά θα συνέβαιναν εάν υπερπηδούσε κανείς την πυρά τρεις φορές τουλάχιστον! 

Αυτό ήταν τόσο δεδομένο πως στο άθλημα της υπερπήδησης της φωτιάς τα παλαιότερα χρόνια επιδίδονταν ακόμη και γέροντες, αλλά ακόμη κι εκείνοι που είχαν άθλια υγεία πιστεύοντας πως μετά το τρίτο πήδημα θα αποκτούσαν την χαμένη ευεξία τους! Θυμάμαι τις πάμπολλες φωτιές που άναβαν σε βοτσαλάκια, Φρεαττύδα, κατά μήκος της τεράστιας αλάνας που κυριαρχούσε κάποτε λίγο μετά την Τερψιχόρη και μέχρι τον συγχωρεμένο «Ιππόκαμπο», φωτιές που μάλλον υπερπηδούσαν οι γέροι παρά οι νέοι σε ηλικία. 


Κλήδονας: Ένα από τα έθιμα που αναβιώνει στον Πειραιά



Του Στέφανου Μίλεση





Η γιορτή του Άϊγιάννη του Προδόρμου είναι από τις λίγες που τα πανάρχαια έθιμά της διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα στις πόλεις. Το απόγευμα της παραμονής του Αϊγιαννιού λαμβάνουν χώρα δύο έθιμα απόλυτα ταυτισμένα με την συγκεκριμένη ημέρα. 

Το πρώτο είναι οι φωτιές του Άϊγιάννη. Παλαιότερα σε πολλούς δρόμους του Πειραιά και του Νέου Φαλήρου, σε πλατείες και αλάνες, άναβαν φωτιές όπου τα παιδιά και οι έφηβοι κυρίως συναγωνίζονταν στο πέρασμα πάνω από αυτήν.

Το έθιμο αυτό, που η καταγωγή του χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας, είχε να κάνει από την εποχή που ο άνθρωπος ακόμη ως γεωργός και κτηνοτρόφος. Κάθε φορά που κάποια επιδημία μάστιζε κυρίως τα ζώα, οι άνθρωποι τα περνούσαν ανάμεσα από μεγάλες φωτιές πιστεύοντας έτσι πως η ασθένεια θα καεί. 

Αυτή η καθαρτική δύναμη της φωτιάς με τον καιρό καθιερώθηκε στην συνείδηση των ανθρώπων οι οποίοι πίστεψαν απόλυτα στην δύναμή της. Πίστεψαν πως μπορούσε να εξαφανίζει όχι μόνο τις ασθένειες, αλλά και τις δυστυχίες του ανθρώπου, τους φθόνους, τις κατάρες και να τον προστατεύσουν από το "κακό μάτι". Πηδώντας πάνω από την φωτιά ο άνθρωπος, άφηνε να πέσουν μέσα σ΄ αυτήν όλα εκείνα τα κακά στοιχεία που του στερούσαν την ευτυχία ή του αφαιρούσαν την δύναμη.

Η φωτιά του Άη Γιάννη από ανάλογη εκδήλωση στην Φρεαττύδα το 2014


Το δεύτερο εθιμικό στοιχείο που επικρατεί την ίδια ημέρα είναι η εορτή του Άη Γιάννη του Κλήδονα (ή και Κλήδωνα). Είναι επίσης ένα έθιμο αρχαίο, διατηρούμενο από γενιά σε γενιά και ανάγεται στην προσπάθεια του ανθρώπου να μαντεύσει τα μέλλοντα.  

Σήμερα βέβαια δεν έχει διατηρηθεί ως προς το προφητικό του μέρος, ούτε καν ως προς το τελετουργικό του, αλλά μόνο ως έκφραση πως σήμερα είναι "του Κλήδονα!".



Πάντως το τυπικό του συγκεκριμένου εθίμου  όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Φίλιππου Βρετάκου "Οι δώδεκα μήνες του έτους"(2*), προέβλεπε από την παραμονή ένα κορίτσι συνήθως να φέρει στην κοινότητα νερό πόσιμο (από την βρύση ή το πηγάδι της περιοχής) χωρίς καθόλου να  μιλήσει όταν συναντηθεί με άλλους. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που παρέες νέων συνεννοούνταν να την στήσουν στο κορίτσι εκείνο που μετέφερε το νερό, για να το κάνουν να μιλήσει ή να αντιδράσει σε ότι του πουν και να το κάνουν να επιστρέψει στην βρύση ώστε να λάβει εκ νέου κανούργιο νερό.

Γιαυτό και το κορίτσι εκείνο που δεν μιλούσε και που μετέφερε το νερό, έλεγαν πως ήπιε το αμίλητο νερό! Όταν τελικώς τα κατάφερνε κι έφτανε στον προορισμό του οι άλλοι έφηβοι αγόρια και κορίτσια έρχιναν μέσα στην στάμνα ή στον κουβά με το "αμίλητο νερό" ένα προσωπικό τους αντικείμενο που να είχε κάποια αξία, όπως ένα δαχτυλίδι, ένα βραχιόλι, ένα σκουλαρίκι. 

Κατόπιν σκέπαζαν τον κουβά με ένα κόκκινο πανί και από πάνω από αυτό τοποθετούσαν μια αλυσίδα με μια κλειδαριά και το "κλείδωναν". Το κλείδωμα αυτό φυσικά είχε αλληγορική σημασία και δεν επρόκειτο για πραγματικό κλείδωμα της στάμνας. Έτσι όπως ήταν "κλειδωμένη" η στάμνα και σκεπασμένη με το κόκκινο πανί την τοποθετούσαν σε ένα σημείο από όπου θα μπορούσαν να την δούν τα άστρα τη νύχτα. 

Την επόμενη ημέρα το πρωί ένα κορίτσι ξεκλείδωνε την στάμνα, σκέπαζε με το κόκκινο πανί της τα μάτια και στα τυφλά έβαζε το χέρι της μέσα στο νερό κι έπιανε ένα από τα αντικείμενα που υπήρχαν εντός αυτού, στην τύχη! Οι υπόλοιποι της παρέας τραγουδούσαν κάποιον αυτοσχέδιο στίχο που είχε να κάνει με τον έρωτα και τον γάμο. Οι στίχοι που λέγονταν προμήνυαν την τύχη στον κάτοχο του αντικειμένου που το κορίτσι κρατούσε στο χέρι της. Αυτό θα ήταν και το ριζικό εκείνων των εφήβων! 

Βέβαια το έθιμο διέφερε ανά περιοχή αλλά σε γενικές γραμμές ήταν περίπου το ίδιο με παραλλαγές. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας συμμετείχαν κι εκείνοι που δεν είχαν ρίξει κάποιο αντικείμενο στην στάμνα. Απλά έπιναν λίγο από το αμίλητο νερό και το κρατούσαν στο στόμα τους μέχρι να ακούσουν το πρώτο ανδρικό ή γυναικείο όνομα. Σήμαινε πως θα παντρευόντουσαν εκείνον του οποίου το όνομα θα άκουγαν πρώτο!

Φωτογραφία αναβίωσης του Εθίμου του Κλήδονα από http://partexni.blogspot.gr
(Το φως στην παράδοση και στην Τέχνη)


Επίσης σχετικό με την δύναμη του "αμίλητου νερού" είναι και το έθιμο της "μαλλιαρής". Η μεταφορά δηλαδή νερού στο σπίτι, 40 ημέρες μετά την ανάσταση του Χριστού, ασκεί θετική επίδραση τόσο στην ίδια την οικία όσο και στην οικογένεια. Έτσι επικράτησε να μεταφέρεται μια πέτρα μαλλιαρή από την θάλασσα, καθώς τα φύκια λειτουργούσαν ως σφουγγάρι κρατώντας πάνω τους νερό. Αντί λοιπόν οι άνθρωποι να κατεβαίνουν στην θάλασσα κρατώντας κουβάδες, έψαχναν για την μαλλιαρή, την πέτρα εκείνη που θα μπορούσε χάρη στην φυκάδα της να μεταφέρει νερό στο σπίτι.        

(*): Το συγκεκριμένο βιβλίο μου το χάρισε η Λυκειάρχης του Έκτου Λυκείου Πειραιώς Λ. Βρετάκου το 1980, την χρονιά δηλαδή της κυκλοφορίας του.

Τρεις κουβέντες λιμανίσιες (Καββαδίας, Κόντογλου, Λεβάντας)

(Eva Hunting)
    


Οι άλλοι... τρωγόντανε με την έγνοια... τι θα απογίνει στην Ελλάδα, στον κόσμο; 

Τίποτα δεν θα γίνει, κι αυτό θα περάσει, όπως έρχονται και παρέρχονται και περνούνε και χάνονται όλα μέσα στο τίποτα και Κράτη και πολιτεύματα και πολέμοι. 

Και το μόνο που μένει, το μόνο σπουδαίο και πρώτα και τώρα και πάντα, ήτανε κι είναι και θα΄ ναι ο άνθρωπος και η  θάλασσα. Αυτό είναι το μόνο σπουδαίο, το ουσιώδες* 

(Eva Hunting)


"Άκου λοιπόν. Υπηρετούσα τη θητεία μου, όταν πήρα του τρίτου. Απολύθηκα και μπαρκάρησα τριτάκι με φορτηγά. Έπειτα από δύο χρόνια πήρα του δευτέρου, χωρίς εξετάσεις. Ξανάφυγα κι έλειψα δυόμισι χρόνια. Έξι μήνες μου λείπανε για να το πάρω. Λεφτά δεν είχα στην μπάντα. Μα τό 'θελα. Όχι πως θα με βάζανε πρώτο, εικοσιοχτώ χρονώ και δίχως πλάτες, μα έτσι, για να το ΄χω στην τσέπη. 

Ένας μακρινός συγγενής με σύστησε και μπήκα δεύτερος σ΄ ένα ποστάλι. Δεν τ΄ αγαπούσα κι εγώ, σαν κι εσένα τα ποστάλια. Τα σιχαινόμουνα. Κάναμε γραμμή Αλεξάνδρεια - Πειραιά - Πρίντεζι. Άρχισα να μπαίνω στο νόημα και να βγάνω δεκάρες. Κάνα φιλέ, καμιά ρόμπα μεταξωτή, τίποτα τσακμακόπετρες, λίγο τσιγαρόχαρτο. Το λαθραίο δεν είναι αμαρτία. 

Τα λεφτά σου δίνεις κι αγοράζεις. Δεν το κλέβεις. Βάρδα από ναρκωτικά. Δεν το σήκωνε το φιλότιμό μου. Κάτι που δεν βλάφτει τον άλλονε, μην το φοβάσαι, σκεφτόμουνα. Μου ΄ρχότανε δύο και τρεις χιλιάδες δραχμές το ταξίδι. Γερά λεφτά τότε. Σε τρεις μήνες είχα λεφτά για τον φροντιστήριο, περισσεύανε κιόλας. Είχαμε ένα οικόπεδο μικρό, μια σταλιά στην Αθήνα. Μια σκεπή συλλογίστηκα, να μη βρέχεται η γριά στα γεράματα. Τη θαμάσαι τη μάνα μου;

Νίκος Καββαδίας, "Βάρδια Πρώτη" - 1954

Το τελωνείο και ο Άγιος Νικόλαος με τον τρούλο του ακόμα κόκκινο
(Charles W. Gushman)

14 Αυγούστου 1960 - ψαρεύοντας στο Πασαλιμάνι
(Eva Hunting)


"Τράβηξα κι εγώ προχθές κατά κει που πέφτει η θάλασσα, και βρέθηκα στον Πειραιά. Μια είναι η θάλασσα, μα άλλη είναι η θάλασσα του λιμανιού κι άλλη η θάλασσα του πελάγου, άλλη η θάλασσα που κολυμπάνε κι άλλη η θάλασσα που ψαρεύουνε, άλλη η θάλασσα του καραβιού κι άλλη η θάλασσα του παποριού.


Η θάλασσα του λιμανιού είναι διαφορετική από την ανοιχτή θάλασσα. Το πέλαγο είναι απλόχωρο, καθαρό, ξεκουραστικό, δίχως φωνές, έχει μιαν όψη, μια μυρωδιά, μα γίνεται και κουραστικό, μονότονο, προπάντων με το παπόρι και σε μέρη που δεν έχει νησιά. 

Ενώ το λιμάνι είναι στενόχωρο, λερό, ζαλιστικό, φωνακλάδικο, τ΄ αυτιά σου ακούνε λογιών-λογιών σαματάδες, κουβέντες, μηχανές, μακαράδες, αλυσίδες βίντσια, καλαφατίσματα, καρφώματα, χουγιαχτά, γαυγίσματα, βελάσματα, σφυρίγματα παποριών, καυγάδες και τα μάτια σου κουράζονται από χίλια άλμπουρα, μπερδεμένα σκοινιά, από λογής - λογής καράβια, άλλα διπλαρωμένα, άλλα με την πρύμνη στο μουράγιο, άλλα φουνταρισμένα ανοιχτά, ανακατεμένα, του ενός η πλώρη κολλημένη στην μπάντα τ΄ αλλουνού, τόνα περνά το μπαστούνι του ανάμεσα στ΄ άλμπουρα τ΄ αλουνού τα μικρά καΐκια είναι στριμωγμένα ανάμεσα στα μεγάλα που τα σφίγγουνε σαν κάστρα που λες θα τα ζουλίξουνε και θα τα λυώσουνε, του ενός η βάρκα είναι δεμένη στο μπομπέσο του κ΄ είναι κολλημένη στη μάσκα τ΄ αλλουνού, μ΄ έναν λόγο είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Γιατί ο τόπος είναι ακριβός μέσα το λιμάνι, πιθαμή νερό δεν απομένει ελεύθερο...


Όμιλος Ερετών - Πασαλιμάνι
(Eva Hunting)

Τ'  αγαπώ αυτά τα καράβια, προ πάντων τα φτωχοκάϊκα. Γιατί εκειπέρα βλέπεις τη ρωμηοσύνη τη βασανισμένη, μα που δεν χάνει το κέφι της και το μεράκι της, ύστερ΄ από τόσα μαρτύρια που τράβηξε και τραβά ακόμα. Σαν εικονίσματα είναι οι καθρέπτες πίσω στην πρύμνη, κ΄ έχουνε γραμμένο τόνομα κάθε καϊκιού, σκέτο είτε ζωσμένο με λουλούδια και με κορνίζες πλουμισμένες. Πολλά αρχοντοκάραβα έχουνε και σκαλίσματα με πλουμιά και με γοργόνες..."

Φώτης Κόντογλου, "Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες"

Στο σιλό χωρίς ακόμη στην κορυφή του να δεσπόζει το Ρολόι του ΟΛΠ
(Eva Hunting)

(Eva Hunting)


"Το πρωί έχει τη γλύκα του κάτω στο λιμάνι. Γεμίζει το στήθος σου αλαφρό θαλασσινό αγέρι, δροσίζεται η καρδιά σου, κι ας κατακαίονται τα σωθικά σου απ΄ την αγκούσα, απ΄ το ταμάχι της τυραγνισμένης ζωής. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Τίποτα δε βαραίνει πάνω της. Την έχει φρεσκάρει, για καλά, η νύχτα. Κανένα σημάδι, δεν θυμίζει το βραδινό αποκάρωμα, ακόμα και σαν οι μέρες είναι ζεστές. 

Σαν πέφτουν οι νοτιάδες. Καιροί, που σου πλακώνουν την ψυχή, που σου πνίγουν την ανάσα. Ξανθό είναι το μουράγιο, σβέλτοι, ξεκούραστοι, ανασαίνεις και νοιώθεις μέσα σου μια αλλοιώτικη διάθεση. Σίγουρα θάθελες νάσουνα πουλί, ένας γλάρος του λιμανιού, ν΄ άνοιγες τα φτερά σου και νάπαιρνες τρελλές βουτιές στον αέρα και στο νερό, να τ΄ αγκαλιάζεις όλα.

 Όμως ο Μανώλης ο Ντουρούκος, ο λιμενεργάτης, καθώς φτάνει στο Τρίο Ντοκ, στο δεξί μουράγιο, πλάι στο Τελωνείο, όπου πάνε κι αράζουνε τα φορτηγοποστάλε, που έρχονται από μακρυνά λιμάνια, γιομάτα πραμάτειες, με το σακκάκι του κάτω απ΄ τη μασχάλη και το σκούφο του στα χέρια, μπορεί να πάρει όρκο, πως τίποτα από δαύτα δεν βλέπει το μάτι του, πως αντίθετα η ατμόσφαιρα είναι βαριά, πως η θάλασσα του λιμανιού είναι μαύρη πίσσα, πως το μουράγιο είναι γλυστερό κι άχρωμο, πως ο αέρας είναι πηχτός..."

Χρήστος Λεβάντας, "Ο Μανώλης ο Ντουρούκος" - 1960

Πασαλιμάνι παραμονές δεκαπενταύγουστου του 1960
 (EVA HUNTING)

Το λιμάνι με φόντο το Χατζηκυριάκειο ίδρυμα.
Στα δεξιά στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής το κωδωνοστάσιο βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή
(Charles W. Gushman)


*Δημήτρης Χατζής, "Το ουσιώδες" 


Επιλογές κειμένων από το όμορφα επιμελημένο βιβλίο της Βάννας Πανδή - Αγαθοκλή "Πειραιάς μια περιπλάνηση στην ιστορία, τη λογοτεχνία και τα τραγούδια του" που μου δώρισε το Δ.Σ. του Εξωραϊστικού Συλλόγου Νέου Φαλήρου "Αναγέννηση" μετά το πέρας της θεματικής εκδήλωσης "Κάποτε στο Νέο Φάληρο" στην οποία είχα προσκληθεί ως ομιλητής.  

Νικόλαος Κασομούλης. Ο Μακεδόνας Πρώτος Φρούραρχος του Πειραιά



Του Στέφανου Μίλεση

Περπατώντας στην όμορφη και πολύ προσεγμένη πόλη της Θεσσαλονίκης, εκεί κοντά στο μέγαρο της ΧΑΝΘ, μεταξύ των οδών Τσιμισκή και Αγγελάκη, συναντάς τον ανδριάντα του οπλαρχηγού της επανάστασης Νικόλαου Κασομούλη. 



Είναι γνωστό ότι ο Μακεδόνας Νικόλαος Κασομούλης, γεννημένος πιθανότατα στη Σιάτιστα Κοζάνης (για τους σπουδαίους άνδρες πολλές πόλεις και χωριά διεκδικούν τη γέννησή τους), βρέθηκε γρήγορα στις επάλξεις της επανάστασης, προσπαθώντας να μεταδώσει τη φλόγα της, στην Μακεδονία και αργότερα στη Θεσσαλία. Το 1826 βρέθηκε στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του Δημήτριο και Γεώργιο. Ο αδελφός του Δημήτριος έμελε να μείνει για πάντα στο Μεσολόγγι, καθώς έπεσε μαχόμενος στην αιματηρή και απελπισμένη έξοδο από την πόλη. Ο Νικόλαος Κασομούλης θα συνεχίσει πολεμώντας στο πλευρό του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ενώ θα είναι από τους πρώτους που θα πατήσουν το πόδι τους στον Τουρκοκρατούμενο Πειραιά, συμμετέχοντας στην απόβαση του Τόμας Γκόρντον στην Καστέλλα, πριν ακόμα ο στρατάρχης στήσει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι.


Όταν ο Καραϊσκάκης θα έπεφτε νεκρός στις 23 Απριλίου του 1827 από εχθρικό βόλι, ο Νικόλαος Κασομούλης θα έγραφε στο ημερολόγιό του «Σύννεφον σκοτεινόν έπεσεν και μας πλάκωσεν» καταδεικνύοντας έτσι όχι μόνο τη δική του θλίψη αλλά και των συντρόφων του, αφού χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό στην περιγραφή του εκφράζοντας το σύνολο. Αυτές οι σημειώσεις του Κασομούλη για την ελληνική επανάσταση θα αποτελέσουν μια σημαντική πηγή πληροφοριών, καθώς θα γίνουν βιβλίο με τίτλο «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833». Μεγάλο μέρος των άτακτων σημειώσεων του Κασομούλη από την περίοδο της πολεμικής του δράσης, θα μετατραπούν σε ύλη των ενθυμημάτων του και μάλιστα εδώ στον Πειραιά. 

Η ιστορία για το πώς βρέθηκε στον Πειραιά έχει ως εξής. Ο Κασομούλης με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους διετέλεσε φρούραρχος της πόλης των Αθηνών για ένα διάστημα επτά μηνών.  
Στις 19 Μαΐου του 1834 όμως έλαβε διαταγή να διακόψει την υπηρεσία του στην Αθήνα με σκοπό να μετατεθεί στον Πειραιά, ο οποίος όμως επισήμως θα συσταθεί ένα χρόνο αργότερα (το 1835). Ο Κασομούλης φαίνεται ότι δυσφορεί με αυτή τη μετάθεση καθώς ίσως την κρίνει ως δυσμενή, αφού καλείται να είναι φρούραρχος σε μια περιοχή που θυμίζει χωριό, αραιοκατοικημένη με ελάχιστα σπίτια. 

Στις 12 Ιανουαρίου του 1835 λαμβάνει εκ νέου διαταγή, η οποία επαναλαμβάνει την ίδια εντολή, δηλαδή τη μετάθεση του Κασομούλη από το Φρουραρχείο Αθηνών σε αυτό του Πειραιά. Παράξενη η έκδοση αυτής της νέας διαταγής, καθώς από τα απομνημονεύματά του ο Κασομούλης φαίνεται πως έχει ήδη αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Κατά την εγκατάστασή του στον Πειραιά, νοίκιασε κατοικία καταβάλλοντας μίσθωμα 10 δραχμών τον μήνα. Προφανώς στη νέα του θέση καθώς διαθέτει πολύ χρόνο απραξίας, επιδίδεται στη συνέχιση της συγγραφής του έργου του που είχε διακόψει. Τα ενθυμήματά του αριθμούσαν μέχρι τότε 827 σελίδες. Στον Πειραιά πρόσθεσε άλλες 813 σελίδες και κατόπιν σταμάτησε ξανά. Θα ξαναρχίσει να συγγράφει όταν θα μετατεθεί στο Ναύπλιο το 1840. 

Ο ίδιος για την παραμονή του στον Πειραιά σε εκείνο το χρονικό διάστημα των δεκαεννέα μηνών, μας τροφοδοτεί με ορισμένες πληροφορίες. Όπως για παράδειγμα ότι τον Μάιο του 1835 στο νοικιασμένο σπίτι όπου ζούσε, φιλοξένησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Την περίοδο εκείνη ο Κασομούλης αντιμετώπιζε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, όπως και οι περισσότεροι πρώην οπλαρχηγοί της επανάστασης. Ο μισθός που λάμβαναν οι ήρωες αυτοί, δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον που λάμβαναν οι Βαυαροί ομοιόβαθμοί του. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί είχαν κριθεί βλέπετε ως υποδεέστεροι καθώς δεν είχαν φοιτήσει σε ανώτατες στρατιωτικές σχολές. Καταλάμβαναν συγκριτικά με τους Βαυαρούς, θέσεις χαμηλής σπουδαιότητας και λογοδοτούσαν συνήθως σε ξένους προϊσταμένους. 

Και αυτοί που βρίσκονταν σε αυτή τη μοίρα ήταν θα λέγαμε οι τυχεροί. Διότι το μεγαλύτερο μέρος των αγωνιστών βρισκόταν σε ολοκληρωτική αργία και οι δυστυχείς αυτοί άνδρες κάθονταν άπραγοι σε καφενεία και σε καπηλειά σκοτώνοντας το χρόνο τους, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να ξαναβγούν στα βουνά όχι όμως ως κλέφτες της επανάστασης αυτή τη φορά…

Ο ίδιος ο Κασομούλης γράφει στα ενθυμήματά του για την πειραϊκή εκείνη περίοδο της ζωής του:

 «Βεβαρυμμένος από την δυστυχία την οποία υπέφερα αφ΄ ης διαλύθηκαν τα τάγματα... υπομείνας φρούραρχος Αθηνών 7 μήνας και μήνας 19 Πειραιώς προς 125 δραχμάς, από ταις οποίαις επλήρωνα 33 δια τα φορέματα, 20 δια χρέος, 10 δια ενοίκιον, 15 δια τον υπηρέτην, σύνολο: 78. Και μη δυνάμενος να ζήσω κατά την 23η Δεκεμβρίου του 1835 αναγκασμένος αναφέρθην εις τον Φρούραρχον Λύδερ, πρώτην φορά να θέση υπόψιν της Αυτού Μεγαλειότητος την αίτησή μου περί αυξήσεως του μισθού μου ή περιθάλψεως τινός ή αποζημιώσεως και αποτυχών (να δώσει δηλαδή απάντηση ο Λύδερ στο αίτημα), ενήργησα να μεταβώ εις άλλην θέσιν».

Από το παραπάνω πληροφορούμεθα ότι τη γενέθλια ημέρα της πόλης του Πειραιά, την 23η Δεκεμβρίου του 1835 που για πρώτη φορά ο Δήμαρχος Κυριάκος Σερφιώτης και το Δημοτικό Συμβούλιο αναλαμβάνουν τα καθήκοντα της πρώτης δημοτικής αρχής, που σηματοδοτεί τη σύσταση της πόλης του Πειραιά, ο Κασομούλης υποβάλλει αίτηση για αύξηση, καθώς με το μισθό που λαμβάνει αδυνατεί να ζήσει! 

Και ο προϊστάμενός του ο Λύδερ δεν μπαίνει στον κόπο καν να του απαντήσει! Τότε ενεργεί για να μεταβεί σε άλλη θέση. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αυτή η ενέργεια που περιγράφει ο Κασομούλης, ποια ακριβώς είναι. 

Πάντως φαίνεται ότι αποδίδει καθώς στις 24 Φεβρουαρίου του 1836 λαμβάνει διαταγή να διακόψει τα καθήκοντα Φρούραρχου στον Πειραιά. Όμως, όπως έγραψε ο Ιωάννης Μελετόπουλος, σε εκείνο το διάστημα που ο Κασομούλης βρέθηκε στον Πειραιά, απόκτησε ένα οικόπεδο εντός του 26ου οικοδομικού τετραγώνου, σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, το οποίο καταλάμβανε έκταση 164 τ.μ.

Η περίπτωση του Νικόλαου Κασομούλη είναι ενδεικτική για το ό,τι συνέβη στους περισσότερους των αγωνιστών εκείνη την περίοδο. Οι ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας που έπραξαν οι άνδρες αυτοί κατά τη διάρκεια του αγώνα της παλιγγενεσίας, βραβεύθηκαν στη συνέχεια με την περιθωριοποίησή τους και με έναν βίο λιτό που κατ΄ ανάγκη υπέμειναν προσπαθώντας να εξασφαλίσουν έναν μισθό αξιοπρέπειας για να επιβιώσουν ή παρακαλώντας να τους χορηγήσουν ένα κομμάτι γης για να το καλλιεργήσουν. 

Ο Κασομούλης άλλωστε ανήκε σε μια από τις ενώσεις εκείνες, που οι «απόστρατοι» οπλαρχηγοί είχαν συγκροτήσει, με αποστολή να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των συντρόφων του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα ανήκε στο «Σώμα του Καραϊσκάκη». Υπήρχαν ακόμα άλλες δύο όμοιες ενώσεις που έφεραν τα ονόματα «Μεσολογγίου» και «Ακρόπολης».

 Άνθρωποι τέτοιοι όπως ο Κασομούλης, ήταν οι πρόγονοι εκείνων που εμείς στον Πειραιά θα αποκαλέσουμε αργότερα «Μάγκες» ή ρεμπέτες. Ο Κασομούλης πρώτος στις πολεμικές επιχειρήσεις, πρώτος στην υπεράσπιση των συντρόφων του, εκτός από τα σπουδαία γεγονότα που κατέγραψε, μας άφησε σπουδαίες εικόνες της καθημερινότητας. Όπως για παράδειγμα ότι ο ίδιος τον καιρό του Αγώνα εκτός από το καριοφίλι, το γιαταγάνι και το κομπολόι, έπαιζε και μπουζούκι! Γράφει ο ίδιος στις σημειώσεις του ότι το Πάσχα του 1822 πάνω στο κέφι συμφώνησαν «Ο Γούλας να παίξει το σταρκί, ο Τόλιος το ριμπάμπι και εγώ το μπουζούκι». Ενώ προηγούμενα έχει ο ίδιος γράψει ότι στις μάχες οι Έλληνες επαναστάτες πήγαιναν με τα όπλα αλλά και με τα μουσικά όργανα. «Εγώ λαλούσαν το μουζούκι λεγόμενον, ο Χρήστος τον Ταμπουράν με δύο τέλια, ο Σπύρος Μήλου το φλάουτα και οι άλλοι όργανα ευμετακόμιστα» δηλαδή που μεταφέρονταν εύκολα όπως ήταν ο μπαγλαμάς.  


Στου Παρλαμά (Ο Πειραιώτης σαμποτέρ που έγινε τοπωνύμιο)

Ο Λεβέντης Μανώλης Παρλαμάς, Κρητικής καταγωγής που ζούσε στον Πειραιά.
Στην φωτογραφία λίγο πριν την σύλληψή του με τα δύο του παιδιά εκεί που διατηρούσε
την ταβέρνα του. Στου "Παρλαμά" έγινε τοπωνύμιο ιδιαίτερα γνωστό προπολεμικά


Του Στέφανου Μίλεση

Η περίπτωση του Μανώλη Παρλαμά είναι μοναδική ίσως στον Πειραιά. Ο Παρλαμάς έγινε γνωστός στην πόλη προπολεμικά, από την γνωστή ταβέρνα που είχε προς τα βράχια της παραλίας κοντά στο Βασιλικό περίπτερο και που αποτέλεσε τοπωνύμιο για όλη την περιοχή. 

Ο Παύλος Τσαρόπουλος στις "Πειραϊκές εικόνες" του αναφέρει πως "πιο πέρα και δεξιά από την "Παναγίτσα" (Το Ρόδον το Αμάραντο) όπως ήξεραν όλοι την μικρή αρχικά εκκλησούλα και με κατεύθυνση προς την παραλία συναντούσες κάποτε την περιοχή του "Παρλαμά". Το προπολεμικό αυτό κέντρο, στην είσοδο του λιμανιού, συγκέντρωνε τον εκλεκτότερο κόσμο της Αθήνας και ήταν φημισμένο για την κουζίνα και τα φρέσκα ψάρια του. 

Η επόμενη περιοχή που συναντούσε κάποιος κέντρο ανάλογο του "Παρλαμά" που αποτελούσε τοπωνύμιο ήταν του "Καλαμπάκα" φημισμένο κι αυτό στον Πειραιά γιατί εκεί ψάρευαν με τράτες την μαρίδα και τροφοδοτούσαν την αγορά και τους συνοικισμούς. Η φήμη της μαρίδας ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη και στην Αίγινα όταν πωλούσαν μαρίδα την διαφήμιζαν ως την "Μαρίδα του Καλαμπάκα". Σήμερα το τοπωνύμιο Καλαμπάκα έχει διασωθεί από την στάση του λεωφορείου που βρίσκεται μπροστά στην μικρή παραλία έξω ακριβώς από τον βραχίονα της Σχολής των Ναυτικών Δοκίμων.

Προσθήκη λεζάντας


Ο Μανώλης Παρλαμάς όμως εκτός από γνωστός ταβερνάρης στην εποχή του ήταν και μέγας αντιστασιακός, σαμποτέρ και καταστροφέας των γερμανικών πλοίων. Ανήκε σε μια απο τις πολλές αντιστασιακές ομάδες του Πειραιά, με αποστολή να βυθίζει με σαμποτάζ τα πλοία που ανήκαν στον Άξονα. Και το καθήκον αυτό το είχε αναλάβει κυρίως ο Μανώλης Παρλαμάς.


 Ήταν το "μάτι" της ομάδας στο λιμάνι. Τύπος λεβέντη Κρητικού που έζησε την ζωή του στον Πειραιά, ο Μανώλης Παρλαμάς με τα χρόνια μέσα από την παραλιακή ταβέρνα του είχε αποκτήσει πλήθος γνωριμιών με ναυτικούς όλων των εθνοτήτων, με πλοηγούς που συνέχιζαν να κουμαντάρουν την είσοδο και έξοδο των γερμανικών και ιταλικών πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και με καϊκτζήδες. Με τους τελευταίους στα χρόνια της κατοχής συνήθιζε να συνεργάζεται και για εμπόριο κρασιού καθώς αγωνίζονταν μεταξύ άλλων να ζήσει τη γυναίκα του με τα δύο του παιδιά.

Μιλούσε λοιπόν μαζί τους για εμπόριο, συγκέντρωνε πληροφορίες πολύτιμες για τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων, τις οποίες στην συνέχεια μέσω πομπών που διατηρούσε σε διαφορετικά σημεία, ανέφερε στη Μέση Ανατολή στην Βρετανική Ομάδα "Αντβανς Φορς 133"

Με βάση τις πληροφορίες του Παρλαμά, οι σύμμαχοι με αεροπλάνα ή με υποβρύχια πετύχαιναν να βυθίζουν τα πλοία εκείνα που κουβαλούσαν εφόδια κυρίως για τα Άφρικα Κορπς στην Βόρεια Αφρική και στον Ρόμμελ. 

Ο Παρλαμάς από μόνος του είχε αποσπάσει τόσο σημαντικές πληροφορίες ώστε κάποια στιγμή κατάφερε να διακόψει ακόμη και τις εφοδιοπομπές Πειραιώς Κρήτης και Αφρικής, καθώς οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την ύπαρξη ενός πληροφοριοδότη και τον είχαν επικυρήξει!

Ο Παρλαμάς συνεργαζόταν και με κάποιον Τσιώκο που ανήκε στην αντιστασιακή ομάδα του Ιωαννίδη. Εκείνος ο Τσιώκος υπηρετούσε στο πιο επικίνδυνο πόστο του λιμανιού, καθώς ήταν διοικητικός υπάλληλος στο γερμανικό Λιμεναρχείο και ήταν σε θέση να μαθαίνει όλες τις κινήσεις των καραβιών. Κάποια στιγμή αυτός το Τσίωκος τον ειδοποιεί πως μια νηοπομπή αποτελούμενη από 5 πλοία με στρατό και πυρομαχικά κατευθύνεται προς τα Δωδεκάνησα. 



Ο Παρλαμάς τότε ειδοποιεί από πομπό που διατηρούσε εντός του δικηγορικού γραφείου του Μενέλαου Κωνσταντινίδη στην οδό Ιπποκράτους 9 στην Αθήνα. Τα εχθρικά πλοία μόλις αναχωρούν από το λιμάνι του Πειραιά δέχονται άμεσα την επίθεση αγγλικών βομβαρδιστικών και παθαίνουν τεράστιες ζημιές, με αποτέλεσμα να επιστρέψει η νηοπομπή στον Πειραιά, κατά δύο πλοία λιγότερα με νεκρούς και τραυματίες πολλούς Γερμανούς στρατιώτες.

Φυσικά η συνέχεια είναι γνωστή. Όλη η ομάδα του Παρλαμά όπως κι ο ίδιος συλλαμβάνονται και εκτελούνται. Μετά τον πόλεμο μόνο οι παλιοί που γνώριζαν την ιστορία τόσο του ίδιου όσο και της ταβέρνας του συνέχιζαν να προσδιορίζουν συγκεκριμένη περιοχή της παραλίας με το όνομά του: 
Στου Παρλαμά!  

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"