Στα Κυριακάτικα τραπέζια των ονείρων μου


Του Στέφανου Μίλεση

Ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα παλιά καλά τραπέζια από τα οποία οι γονείς μας αλλά κυρίως οι παππούδες μας αντλούσαν την μεγαλύτερη ευχαρίστηση κι απόλαυση; Ήταν τα τραπέζια εκείνα που στις αναμνήσεις μου, έμειναν πάντα να κατέχουν περίοπτη θέση, τα "Κυριακάτικα τραπέζια"

Οι οικογένειες γνώριζαν πως τα έθιμα έπρεπε να τηρούνται για να εξασφαλίζουν την οικογενειακή συνοχή. Εξυπηρετούσαν έναν σκοπό και μάλιστα ιερό. Η οικογένεια ήταν ο συστατικός πυρήνας, η κινήτηριος δύναμη όχι μόνο των ίδιων των ανθρώπων αλλά και του Έθνους! Με βάση λοιπόν αυτή την αντίληψη, η τήρηση των εθίμων αποτελούσε ιερή υποχρέωση. Και πρώτη στην λίστα ήταν η συνήθεια που κρατούσαν οι οικογένειες, να κάθονται όλες γύρω από το οικογενειακό τραπέζι (ομοτράπεζο). Ήταν ανεπίτρεπτο να τρώει ο καθένας μόνος του και διαφορετική ώρα, όπως συνήθως συμβαίνει σήμερα. 

 Όταν μάλιστα κάθονταν, όχι μόνο έπλεναν τα χέρια τους, αλλά φορούσαν και καθαρά ρούχα, ήταν δηλαδή ευπρεπώς ντυμένοι. 

Τις Κυριακές επιπρόσθετα όφειλαν να φέρουν τα "καλά" τους ρούχα στο μεσημεριανό τραπέζι που θεωρείτο η κορωνίδα των γευμάτων της εβδομάδας. Οι άντρες όφειλαν να είναι ξυρισμένοι, να φέρουν λευκό πουκάμισο, μασέτες και γραβάτα. Όφειλαν δηλαδή κατά την ορολογία της εποχής να είναι "σενιαρισμένοι". Όταν κάποιος πήγαινε να κάτσει έτσι, του έλεγαν, 
"πήγε σενιαρίσου κι έλα πάλι!" 

A. Gaziades - ATHENES - PIREE


Αλλά και οι γυναίκες το ίδιο, δεν μπορούσαν να κάτσουν με  τα ρούχα της οικιακής τους εργασίας ή με την ρόμπα και τις παντόφλες. Η ιεροτελεστία του τραπεζιού προϋπέθετε πάντα και πριν από όλα μια προσευχή έστω και στα γρήγορα, ακόμη κι από εκείνους που δεν πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησία. Ποιος δεν θυμάται το

"Έλα Χριστέ και Παναγιά 
και κάθισε κοντά μας, 
ευλόγησε το τραπέζι μας 
κι όλα τα φαγητά μας"

Τις Κυριακές ήταν η μέρα, που στο οικογενειακό τραπέζι κάθονταν και διάφοροι προσκεκλημένοι και φίλοι της οικογένειας.

 Όταν τελειώνανε τα τυπικά "Καλώς ορίσατε", "Καλώς σας βρήκαμε" και τα σχετικά όλοι περνούσαν στο ήδη στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο τραπέζι. Πάνω του ήταν απλωμένα όλα τα καλά σερβίτσια, συνήθως του "προικιού". Ασημένια μαχαιροπήρουνα, ποτήρια και ποτηράκια με σχέδια και πετσέτες διπλωμένες ανέμεναν να απλωθούν πάνω σε γόνατα ή να κρεμαστούν από λαιμοδέτες.



Στις λαϊκότερες οικογένειες ο οικοδεσπότης έκανε την πρώτη κίνηση κι έβγαζε την γραβάτα πρώτος, ώστε να δώσει ένα χρώμα άνεσης κι απλότητας, καθώς γνώριζαν πως τα πολλά δεν τους ήταν ταιριαστά. "Έλα μπορείς να βγάλεις την γραβάτα, σε είδαν τώρα" ήταν καμιά φορά η παρακίνηση της γυναίκας προς τον άνδρα της όταν διέκρινε μια αμηχανία να κάνει την κίνηση αυτή.
Στα "καλά σπίτια" όμως αυτό δεν συνέβαινε ποτέ!

Το τραπέζι της Κυριακής είχε την ιδιαιτερότητα επίσης να μην είναι ένα μόνο, αλλά πολλά μαζί! Επειδή το μακρόστενο τραπέζι της οικογένειας δεν έφτανε και για τους καλεσμένους, τοποθετούσαν ότι τραπέζια και τραπεζάκια διέθετε το σπίτι στην σειρά. Ροτόντες, μικρά, μεγάλα, έμπαιναν το ένα δίπλα στο άλλο για να εξυπηρετήσουν τους πάντες. Το ίδιο και με τα καθίσματα. Επιστρατεύονταν τα πάντα, από πολυθρόνες μέχρι σκαμνάκια. Στην κεφαλή αυτού του παράξενου συνδυασμού επίπλων καθόταν ο οικοδεσπότης, ενώ με εκκίνηση τον ίδιο επικρατούσε να τηρείται μια παράξενη ιεραρχία, που τελείωνε με τα μικρότερα μέλη της οικογένειας, τα παιδιά, να κάθονται όλα μαζί στην άλλη άκρη του τραπεζιού. 



Εκείνη η πλευρά ήταν και η πιο στριμωγμένη καθώς οι οικογένειες τότε έκαναν πολλά παιδιά (η ευτυχία είχε το χαμόγελο παιδιού), η λεγόμενη "μαρίδα" για να χωρέσει συμπιεζόταν. Έτσι με δυσκολία μπορούσαν να κουνήσουν τα χέρια τους. Συνήθως αυτή η στριμωγμένη πλευρά ήταν που άδειαζε πρώτη, καθώς οι μεγαλύτεροι μόλις έβλεπαν πως τα μικρά έφαγαν, τους έλεγαν "και τώρα πηγαίνετε να παίξετε", αδειάζοντας χώρος για τους επίσης ασφυκτιούντες μεγάλους.

Επειδή ο θεσμός των οικογενειακών τραπεζιών τα παλιότερα χρόνια ήταν σημαντικός για την ενότητα της οικογένειας, τα σπίτια διέθεταν ειδικό χώρο, την Τραπεζαρία! Αυτή ήταν διαφορετικός χώρος από το σαλόνι. Εκτός του μακρόστενου τραπεζιού διέθεταν συνήθως και ένα σκρίνιο ή μπουφέ εντός του οποίου ήταν αποθηκευμένα τα καλά σερβίτσια, ποτήρια, πιάτα, τραπεζομάντηλα και πετσέτες.



Δεν υπήρχαν ποικιλίες στις επιλογές των κρασιών, κι αν όμως υπήρχαν οι παλαιοί επέλεγαν σχεδόν πάντοτε την ρετσίνα. Κι από έναν παράξενο λόγο, ουδέποτε έπιναν το κρασί τους σκέτο, αλλά νερωμένο, κρατώντας έτσι χωρίς να το γνωρίζουν τις συνήθειες των αρχαίων! Ο άκρατος οίνος λοιπόν ήταν αποδεκτός μόνο για αντιμετώπιση αρρώστιας και ποτέ δεν αποτελούσε καθημερινή επιλογή.

Μεγάλη αγάπη είχαν επίσης για τα βραστά χόρτα, τα ραδίκια, τις βρούβες. Μια συνήθεια που σήμερα δεν υπάρχει είναι να πίνουν ραδικόζουμο, ρίχνοντας μέσα πολύ λεμόνι, γιατί πίστευαν πως καθάριζε το αίμα. Το ίδιο και για τα όσπρια, κυρίως για την φακή που είχε σίδηρο. 

Αυτά όμως ήταν για τις καθημερινές. Την Κυριακή την τιμητική του είχε το κρέας! Όσο σπάνιο κι αν ήταν στην καθημερινή διατροφή των σύγχρονων προγονών μας, τόσο απαραίτητο ήταν για την εύρυθμη λειτουργία του Κυριακάτικου τραπεζιού. Κυριακάτικο τραπέζι χωρίς κρέας ήταν δύσκολο να γίνει, έστω κι αν το κρέας ήταν ένα μικρό συμπλήρωμα της κυριακάτικης μακαρονάδας! 



Τα μακαρόνια τότε ήταν χονδρά, δηλαδή επικρατούσαν τα μεγάλα νούμερα, αυτά που σήμερα ονομάζουμε δεκάρια. Τα τύπου σπαγγέτι όχι μόνο ήταν άγνωστα στα περισσότερα σπίτια, αλλά δεν απολάμβαναν και ιδιαίτερης εκτίμησης καθώς "δεν έπιαναν", ήταν φτωχά!

Στα Κυριακάτικα τραπέζια λοιπόν, άρπαζαν άπαντες την ευκαιρία να φάνε εκείνο που δεν έτρωγαν όλη την εβδομάδα. Έτσι συχνά ακούγονταν "Χριστός" με το απαραίτητο χτύπημα στην πλάτη, καθώς η λαιμαργία του σπάνιου φαγητού μετατρέπει το φαγητό σε φαγοπότι!

Και μετά τις πρώτες μπουκιές, όπου η πείνα πέφτει σε ανεκτά όρια, αρχίζουν και τα πρώτα τσουγκρίσματα ποτηριών. Τα καλοκαίρια τραπεζαρίες γίνονται οι αυλές με τα ασπρόμαυρα πλακάκια και το πλυσταριό στο βάθος. Εκεί το γεύμα κρατά μέχρι ο ήλιος να συναντήσει τους συνδαιτημόνες και το τραπέζι τους που αρχικά ήταν στρωμένο στην σκιά.

Τα ακόμα πιο παλιά χρόνια τα τραπέζια τελείωναν με το γλυκό για τους μικρούς και τον ελληνικό καφέ για τους μεγάλους, ώστε να φύγει η γεύση του κρασιού.

Δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων ένα ένα τα έθιμα περικόπηκαν από την καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς κρίθηκαν πως δεν εξυπηρετούσαν συγκεκριμένο σκοπό! Πετραδάκι πετραδάκι μόνοι μας καταστρέψαμε το οικοδόμημα εκείνο, της οικογένειας και των εθίμων που την συνόδευαν. Και σήμερα άφωνοι, άβουλοι και αμήχανοι καθόμαστε πάνω από τα ερείπια του παρελθόντος, κοιτώντας την καταστροφή που μόνοι μας προκαλέσαμε να κοιτάμε αμήχανα το μάλλον αβέβαιο μέλλον μας.  

*: Το κείμενο είναι εμπνευσμένο, από σχετικό θέμα του βιβλίου "Εύθυμη ηθογραφία" του Βασίλη Αττικού (1957) 

Διαβάστε επίσης:

Στην οδό Μητρώου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"