Θύμησες μιας ηλικίας, του Γιάννη Χατζημανωλάκη

Φώτο: D. Kessel - Πλανόδιος πωλητής τσιγάρων το 1944

Του Γιάννη Χατζημανωλάκη

Η μνήμη μου επιστρέφει σήμερα σε καιρούς πολέμου. Δεν ξέρω γιατί πάντα τέτοιες μέρες, αναθυμάμαι τις δύσκολες στιγμές της δικής μου ζωής, τις δύσκολες στιγμές της γενιάς μου. Μιας γενιάς που δεν πρόλαβε να χαρεί κι είδε να διαλύεται μέσα στη συμφορά του πολέμου και της κατοχής το όνειρο των παιδικών χρόνων.

Ένα παιδί αναθυμάται σήμερα, ένα οχτάχρονο παιδί του 1941. Δεν ξέρω αν στην ιστορία αυτή αναβιώνει ο ίδιος ο εαυτός μου ή κάποιο άλλο από το ανώνυμο και πολύπαθο πλήθος των παιδιών της κατοχής, πάντως είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ξανάρχεται μπροστά μου το ισχνό αγέλαστο παιδί με τα τριμμένα ρούχα, απομεινάρια της προπολεμικής εποχής, και τα μαύρα, ατημέλητα μαλλιά που μάταια πάσκιζε να τα συμμαζέψει κάτω από ένα "μπερεδάκι" με ξεθωριασμένο καφετί χρώμα.

Ήταν 31 Δεκεμβρίου 1941, παραμονή πρωτοχρονιάς, της πρώτης πρωτοχρονιάς της Κατοχής. Παντού συμφορά, οδύνη και πείνα. Το χιόνι είχε απλωθεί ολόγυρα μοναδικό λευκό σημείο στα σκοτάδια των καιρών. Και το παιδί με το ισχνό πρόσωπο και τ΄ ατημέλητα μαλλιά, έχοντας χάσει τα "νερά" του γύριζε δώθε κείθε προσπαθώντας να ανακαλύψει με την παιδική του όραση κάτι που θα του θύμιζε τις γιορτάσιμες μέρες, όπως στα προηγούμενα χρόνια.

Μάταια όμως. Τίποτε δε θύμιζε Πρωτοχρονιά. Οι "μποναμάδες" με τις αυτοσχέδιες παράγκες στη Λεωφόρο Βασ. Γεωργίου Α' και στην Πλατεία Κοραή δεν υπήρχαν. Βέβαια και τώρα δεν υπάρχουν. Τις παρέσυρε στην καταλυτική ορμή τους η πρόοδος που μπορεί να έχει τα "καλά" της αλλά δεν παύει σύγκαιρα να εξαφανίζει από τη ζωή μας κάθε ίχνος γραφικότητας. Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, οι βασιλόπιτες ήταν πια μια μακρινή ανάμνηση. Μάταια πάσκιζαν οι μανάδες να ανατικαταστήσουν τις πρωτοχρονιάτικες λιχουδιές με τα "περίεργα" κατασκευάσματα των καιρών, τα μπομποτόψωμα και τις χαρουπόπιτες. Τίποτε, ούτε ένας μποναμάς, ούτε ένα πρωτοχρονιάτικο γλυκό. Μόνο το άγχος, το καθημερινό άγχος για το "ψωμί" που δεν έφτανε, για τις λαχανίδες που άρχιζαν κι αυτές να γίνονται σπάνιο είδος....

1945 Άψυχο σώμα στους δρόμους του χειμώνα και της πείνας. (Φωτο D. Kessel)

Και το παιδί με τα τριμμένα ρούχα και τ΄  ατημέλητα μαλλιά, μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς απορούσε και προσπαθούσε να πιστέψει - μα πώς να πιστέψει;- ότι ο παλιός χρόνος έφευγε κι ερχότανε ο καινούργιος, ένας νέος χρόνος χωρίς "μποναμάδες", δίχως την τόσο οικεία στην παιδική δράση παρουσία του "Άη Βασίλη", χωρίς υποσχέσεις και προσδοκίες, αλλά με μεγαλύτερες ίσως συμφορές για την ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.

Αυτά έβλεπαν, μπροστά σ΄ αυτά στέκονταν με δέος τα παιδιά. Και προσπαθούσαν, με τον τρόπο τους ν΄ αντιδράσουν. Αλλά πώς ν΄ αντιδράσουν; Κάποια απ΄ όλα έρριξε την ιδέα. Να πούνε τα κάλαντα στα σπίτια της γειτονιάς και παρά πέρα ακόμη, για να θυμηθούνε επί τέλους πως ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς!

Κάλαντα με το χιόνι, με την πείνα, ποιός να το φανταστεί; Κι΄ όμως μόνο τα παιδιά ήταν δυνατό να το σκεφτούν σ΄ αυτές τις δύσκολες ώρες και να πραγματώσουν...

Πήραν τα καμπανέλια τους, μαζεύτηκαν τέσσερα-πέντε παρέα και ξεκίνησαν. Χτυπούσαν τις πόρτες. Άλλοι άνοιγαν, άλλοι -οι πιο πολλοί- αποφεύγανε ν΄ ανοίξουν γιατί δεν είχαν τίποτα να φιλέψουν τα παιδιά. Μα οι πιτσιρίκοι δεν τόβαζαν κάτω. Έτσι ξεμάκρυναν σιγά - σιγά από τη γειτονιά τους. Κι΄ είχε φτάσει πιά τ΄ απομεσήμερο όταν έγινε το "θαύμα"....

Χτύπησαν την πόρτα ενός διώροφου σπιτού. Τους άνοιξαν για να τα "πούνε". Κι όταν τελειώσαν είδαν τη νοικοκυρά νάρχεται με μια πιατέλα γεμάτη κουραμπιέδες και μελομακάρονα και να τα μοιράζει μαζί με τ΄ απαραίτητο χαρτζιλίκι στα παιδιά. Τούτα ζούσαν σαν σε όνειρο. Πούχε βρει τ΄ αλεύρι; Πούχε βρει ττο βούτυρο, τη ζάχαρη το μέλι; Πώς αυτή μπόρεσε κι έφτιαξε τα γλυκά της τα πρωτοχρονιάτικα, όταν οι δικές μας μανάδες σκέφτονταν ακόμη και το ανύπαρκτο "ψωμί";

Όλα αυτά τα ερωτηματικά προκαλούσαν καινούργιες απορίες στα παιδιά. Είχαν κατά τύχη βρεθεί στο σπίτι κανενός νεόπλουτου; Κανενός μαυραγορίτη; Αυτό όμως δεν έχει τότε πολλή σημασία. Σημασία είχαν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που γεύτηκαν μη ξέροντας πως να ευχαριστήσουν την "καλή κυρία" που τους τα πρόσφερε. 

Χειμώνας 1941 - 42. Ψάξιμο στα σκουπίδια για φαγητό,
γωνία Πραξιτέλους και Λεωφ. Βασ. Γεωργίου Α΄.
(Αρχείο Γεωργίου)

Κι όταν γυρίζοντας αντίκρυσαν σ΄ ένα στενοσόκακο τη νεκροφόρα  του Δήμου να παίρνει από κάποιο υπόγειο μια γριά πούχε πεθάνει από αβιταμίνωση, όταν είδαν πάνω σ΄ ένα σανίδι την πρησμένη σάρκινη μάζα, απόρησαν και πάλι για όσα ξετυλίγονταν μπρός τους μα η σκέψη τους δεν πήγε ασφαλώς στην κακότυχη γριά αλλά στους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που η γεύση τους, τόσο απρόσμενη, είχε γλυκάνει την πίκρα των στιγμών. Και γελούσαν και έλαμπαν από χαρα΄τα μάτια τους, και γελούσε και το ισχνό κι αγέλαστο παιδί της ιστορίας μας, ο εαυτός μου, ίσως μα οπωσδήποτε ένα παιδί του 1941, ένα από τα ανώνυμα και πολύπαθα παιδιά της Κατοχής....

Πάντα ευχόμουν και εύχομαι ολόψυχα όλα τα παιδιά να μας δίνουν την ίδια χαρούμενη εικόνα, καθώς τα χείλη τους κελαϊδούνε:

"Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός σας χρόνος"



Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην "Φωνή του Πειραιά" το 1969 κι επιλέχθηκε από τον ίδιο τον αρθρογράφο του κ. Γιάννη Χατζημανωλάκη να αναγνωσθεί από τον Γεν. Γραμματέα της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, κ. Στέφανο Μίλεση, στο πειραϊκό ραδιόφωνο "Κανάλι 1" (90.4) στις 27 Δεκεμβρίου 2015, παρουσία του Διευθυντή του Σταθμού κου  Νίκου Παρασκευά και του δημοσιογράφου κ. Θεόδωρου Ασβεστόπουλου σε εκπομπή με θέμα τα "Πειραϊκά Χριστούγεννα". Στη συνέχεια ακολούθησε από την δημοσιογράφο Κωνσταντίνα Πετούση η ανάγνωση του αφηγήματος  "Οδοιπορικό στα γιορτινά Ταμπούρια μετά τον πόλεμο" της Νανάς Ιωαννίδου που επίσης έχει δημοσιευθεί για πρώτη φορά στο Pireorama Ιστορίας και Πολιτισμού. 

Σε μια από τις επισκέψεις στο σπίτι του Γιάννη Χατζημανωλάκη

23 Δεκεμβρίου του 1835. Η γενέθλια ημερομηνία του Δήμου Πειραιώς

Νοέμβριος του 1885. Παρέα που παίζει χαρτιά σε καπηλειό στον Πειραιά. Πενήντα χρονιά μετά την ίδρυση του Πειραιά, διαφορετικές οικιστικές ομάδες συνυπάρχουν στην πόλη. Ρουμελιώτες, νησιώτες και ανατολίτες ακολουθούν τις ιδιαίτερες ενδυματολογικές και παραδοσιακές τους συνήθειες σε μια πόλη που προσφέρει ευκαιρίες σε όλους.


Του Στέφανου Μίλεση

Λένε πως όταν ο Όθωνας, νεαρός ακόμη, κατέφτανε για πρώτη φορά στ΄ Ανάπλι, στα πλαίσια της υποδοχής του, είχε κανονιστεί οι πυροβολητές ψηλά από το κάστρο να αποδώσουν τιμές, ρίχνοντας με τα κανόνια, μόλις ο πρώτος Βασιλιάς του νεοσύστατου Κράτους θα πατούσε το πόδι του στην γη. Και όταν η στιγμή αυτή έφτασε  ο Αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα:

- "Πυρ κροτοβολεί". Κανείς όμως δεν κουνήθηκε.
- "Πυρ κροτοβολεί" ξαναφώναξε. Μάταια, τίποτα.
Ο Κολοκοτρώνης που στεκόταν από κοντά κατάλαβε τι γινόταν και φώναξε
- "Φωτιά ορέ". Κι έτσι τα κανόνια του Αναπλιού απέδωσαν τιμές. 

Δυσκολίες αμέτρητες την πρώτη περίοδο ελεύθερης ζωής, όπως η ποικιλία διαλέκτων ανάλογα με την περιοχή προέλευσης, διαφορετικότητα ενδυμασιών ηθών και παραδόσεων και σε μεγάλο βαθμό τρόπου ζωής.



Έτσι με ανάλογες δυσκολίες άρχισε και ο εποικισμός που Πειραιά, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Οικογένειες που αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον, εξαθλιωμένες από τα δεινά της επανάστασης, μετακόμιζαν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους σε περιοχές άγνωστες για τους ίδιους. Η μεταφορά της Πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα ήταν που έδωσε την ώθηση για την εξέλιξη του Νέου Πειραιά. Όμως τώρα δεν υπήρχε ένας νέος Θεμιστοκλής να αναλάβει την αναγέννηση εκ βάθρων μιας πολιτείας που υπήρχε μόνο στην αρχαία ιστορία. Στην ίδια θέση, μια παράγκα ενός τούρκου Τελωνοφύλακα στεκόταν θλιβερή, τα βομβαρδισμένα ερείπια του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα και το σπίτι ενός Γάλλου του Καϋράκ, που έμενε μαζί με την κόρη του. Γύρω τους έλη και λιμνάζοντα ύδατα ενώ πραγματικό κατόρθωμα ήταν ο διάπλους του πειραϊκού λιμένα, με υφάλους και αβαθή να καραδοκούν να αρπάξουν κάποιο πλοίο, θύμα της απροσεξίας του κυβερνήτη του.

Πειραιάς 1845


Οι πρώτοι έποικοι έπρεπε να δαμάσουν τα χίλια οκτακόσια έτη ερημιάς που βασίλευαν στην περιοχή. Μια βασιλεία παράδοξη που έστησε πρώτα ο Ρωμαίος ύπατος Σύλλας με τον ξεριζωμό εκ θεμελίων της αρχαίας πολιτείας, παίρνοντας την εκδίκησή του εναντίον των Πειραιωτών, όχι για την ανυπακοή τους στη Ρώμη, αλλά και γιατί έβριζαν ακατανόμαστα την όμορφη σύζυγό του Μετέλλα. Κάποιος Έλληνας της αυλής του πήγε να τον σταματήσει. "Τι πας να κάνεις;" του λέει "Πας να κάψεις εκείνους που αντιστάθηκαν στους Πέρσες; Που γέννησαν τη δημοκρατία, την ελευθερία;" Και ο Σύλλας απάντησε "Πηγαίνετε αλλού να πείτε αυτά τα λόγια. Εγώ δεν ήρθα εδώ να σπουδάσω αλλά για να καταστρέψω τους επαναστάτες".

Για έναν άλλο νόμο τον Βυζαντινό που έπρεπε να επβληθεί ξανά, ακολούθησαν οι υπερβόριοι μισθοφόροι Βαράγκοι που έκαψαν εκ νέου την πόλη ως αντίποινα κάποιας άλλης ανυπακοής. Οι πρόγονοι των σημερινών Νορβηγών που εμφανίζονται σήμερα ως οι πλέον πολιτισμένοι, χάραξαν τα "κατορθώματά τους" στα πλευρά του Λιονταριού, του φύλακα του Πειραιά. 



Ακολούθησαν οι Βενετοί που με τον Μοροζίνη μπροστάρη της αρπαγής μετέφεραν το χαραγμένο σύμβολο για να φυλάει πιστά ξένους τόπους και ξένες πατρίδες. Τέλος ακολούθησαν οι Τούρκοι που δεν ήταν μόνο Τούρκοι, αλλά και Αλβανοί και Αιγύπτιοι και Βόσνιοι και Αλγερινοί και Μαυριτανοί αλλά και κάθε φυλή της Ανατολής που ήρθε κάτω από την σκιά μιας ταυτότητας που έγραφε "Οθωμανός" να διαφεντεύσει τόπους που δεν γνώριζε.

Πειραιεύς, Πόρτο ντι Λεόνε, Πόρτο ντι Ντράκο, Ασλάν λιμάνι, Υδραίϊκα, Χιώτικα, Κρητικά, Μανιάτικα. Και ιδού ο νέος Πειραιάς γεννήθηκε!

Καλλιτεχνική απεικόνιση της θέας από τον λόφο της Καστέλλας
(Λόφο Μουνυχίας) το 1836


Σε αντίθεση με την λαμπρή υποδοχή του Όθωνα στο Ανάπλι, όταν ο ίδιος βασιλιάς έφτασε στον Πειραιά, για να αποβιβασθεί του έβαλαν στα πόδια του να πατήσει μια σανίδα από ριμαγμένο σκαρί πλοίου για να μην βυθιστεί στο βούρκο της ακτής. Λες και ήταν ριζικό σημάδι το πόδι του νέου βασιλιά να μην πατήσει Αττική γη και θάλασσα  αλλά ξύλο πλοίου, δείχνοντας πως το μέλλον του ήταν να φύγει αργότερα από την ίδια πολιτεία με πλοίο για πάντα.


Υδραίος το 1844 στον Πειραιά

Οι πρώτοι έποικοι μόνοι κι έρημοι σε μια πολιτεία που δεν ήταν πολιτεία αλλά όραμα, μια σκιά που διαγραφόταν μόνο στα σχέδια των πολεοδόμων και στις αναφορές των βασιλικών διαταγμάτων. Όμως τα διατάγματα δεν έτρεφαν, δεν έδιναν πόσιμο νερό δεν απέτρεπαν τις αρρώστιες και τις πλημμύρες που μάστιζαν τότε την περιοχή, καθώς στους γυμνούς λόφους του Πειραιά και στις απότομες κατωφέρειές του όταν έβρεχε έτρεχαν ρυάκια νερού που γρήγορα μετατρέπονταν σε ποτάμια. Και οι έποικοι μεταξύ άλλων έπρεπε μόνοι και αβοήθητοι να αντιμετωπίσουν και τη φύση με τις πλημμύρες. Και ούτε 300 δεν ήταν όλοι-όλοι. Γιατί τόσους απαιτούσε ο νόμος για να γίνει ένας Δήμος, εξαιρουμένων των "νέων χωρίων δι΄ αποίκων". Και ο Πειραιάς ανήκε στην εξαίρεση. Σαράντα έποικοι στις 25 Οκτωβρίου του 1835 υποβάλλουν αίτημα στη Βασιλική Γραμματεία των Εσωτερικών:

"...διότι εκτός άλλων δυστυχημάτων υπαρχόντων και επαπειλουμένων, πολλαί οικοδομαί κινδυνεύουν να βλαφθούν εκ της πλημμύρας των νερών, των οποίων την θεραπείαν δεν ημπορεί να επιφέρη άλλος παρά η δημοτική αρχή" Και οι σαράντα υπογράφουν το έγγραφο που στο τέλος του φέρει την επισήμανση:
"Εν Πειραιεί τη 25 Οκτωβρίου 1835" Πόσους αιώνες άραγε απαιτούσε η ιστορία στο βωμό της λήθης για να ξαναγραφτεί τέτοιο έγγραφο; Εν Πειραιεί τη...

Όψη Πειραϊκού λιμένα το 1842 (AUGUSTIN LEMAITRE)


Τα νερά των πλημμυρών μαζί με την αποφασιστικότητα των σαράντα πρώτων εποίκων που δεν ήταν ακόμη Πειραιώτες αλλά που ήθελαν τόσο πολύ να γίνουν, πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση της Γραμματείας για εκλογή του πρώτου δημοτικού συμβουλίου.

Στις 23 Δεκεμβρίου του 1835 η πρώτη δημοτική αρχή αναλαμβάνει τα καθήκοντά της δίνοντας τον απαιτούμενο όρκο μέσα στα ερείπια της εκκλησίας του κατεστραμμένου Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο νέος Πειραιάς είναι πραγματικότητα. Πρώτος Δήμαρχος του "χωρίου Πειραιεύς" ο Υδραίος Κυριάκος Σερφιώτης. Αυτός είναι ο θεμελιωτής της πόλης. Ουδέποτε τιμήθηκε για την θεμελίωση όπως έπρεπε. Επί των ημερών του έγιναν σχεδόν τα πάντα. Πρώτο σχολείο, πρώτο σχέδιο πόλης, πρώτη εκκλησία μέχρι και δημοτική αστυνομία. Και όλα αυτά με το Δημοτικό Συμβούλιο ελλείψει δημοτικού οικήματος να συνεδριάζει στο σπίτι του Εμμανουήλ Δεικτάκη όχι γιατί ήταν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, αλλά διότι το σπίτι του θεωρήθηκε ένα από τα τρία καλύτερα που υπήρχαν.



Και τα προβλήματα χιλιάδες και δύσκολα. Τέλματα ολόγυρα έφραζαν τους υδάτινους δρόμους. Εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Ηλεκτρικός Σταθμός δόθηκε η ονομασία Λιμήν Αλών. Μόνο λιμήν δεν ήταν όμως. Οι πρώτοι έποικοι το αποκαλούσαν "βρωμολίμνη" που θα φέρει "τις μεγαλύτερες στην πόλη νόσους ένεκα των δυσωδών αναθυμιάσεων" έγραφαν σε επιστολές διαμαρτυρίας προς τον επαρχιακό Διευθυντή. Πού να βρεθούν όμως τα χρήματα για την αποξήρανσή της;

Και ο αγαθός Κυριάκος Σερφιώτης έγραφε στον Βασιλιά "προσπίπτων εδαφιαίως εις τους υψηλούς πόδας, παρακαλεί θερμώς την μεγαλειότητα ίνα ευσπλαχνισθή τους κατοίκους της πόλεως ταύτης". Δηλαδή πέφτω στα πόδια σας για να με προσέξετε! Ποιός ο Κυριάκος Σερφιώτης! Που δεν ήταν κάποιος τυχαίος που απλά έγινε Δήμαρχος. Ήταν γιος του Καπετάν Αντώνη Σερφιώτη, διάσημου ωκεανοπόρου με δικό του καράβι που είχε φτάσει μέχρι το Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης. Αλλά και ο Κυριάκος δεν υστέρησε σε τόλμη αφού έλαβε μέρος στο ναυτικό αγώνα κατά την διάρκεια της επανάστασης. Κι αυτός ο ναυμάχος, έφτασε να παρακαλεί θερμώς "προσπίπτων εδαφιαίως" στα πόδια του Βασιλιά για το καλό του Πειραιά!

προσπίπτων εδαφιαίως εις τους υψηλούς πόδας, παρακαλεί θερμώς την μεγαλειότητα ίνα ευσπλαχνισθή τους κατοίκους της πόλεως ταύτης
(Κυριάκος Σερφιώτης)


Έτσι όμως με τέτοιες προσωπικότητες όπως του Κυριάκου Σερφιώτη χτίστηκε το μέλλον της πόλης που έμελλε να γίνει λίγο αργότερα η Πρωτεύουσα της Ναυτιλίας και του Εμπορίου. Από το τίποτα στα πάντα. 

Οφείλουμε να τιμούμε και να σεβόμαστε σε κάθε περίσταση τις 161 οικογένειες που δήλωσαν "Πειραιώτες" στην πρώτη απογραφή του 1836. Απογραφή που μόνο στον Πειραιά της εργασία και της δημιουργίας, τελείωνε με την υποσημείωση "Ουδείς πένης και ανίκανος να εργασθή...".

Κάποτε στο μαγευτικό Πέραμα

Επιστολικό Δελτάριο του 1904 - Πειραιεύς Πέραμα


Του Στέφανου Μίλεση

Το Πέραμα αναπόσπαστο κάποτε προάστειο του Πειραιά, αποτελούσε στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου, έναν μαγευτικό πευκόφυτο προορισμό με ήρεμα γαλάζια νερά και ελάχιστα σπίτια αλιέων. Όμως δεν ήταν συνοικισμός, απλά κάποια διάσπαρτη παρουσία ψαράδων. Κάποιοι από αυτούς είχαν στήσει μάλιστα και κάποια μαγαζάκια, που προσέφεραν σε χαμηλές τιμές ψάρια και καλή ρετσίνα.

Πέραμα 1897

Το Πέραμα αν και απέχει από τον Πειραιά λιγότερο από δέκα περίπου χιλιόμετρα, φάνταζε τότε πολύ μακρινός και απόμερος προορισμός. Το τέρμα της διαδρομής οριοθετούσε το λεγόμενο "πέρασμα", το ακρότατο δηλαδή σημείο από όπου έπαιρνε κάποιος την βάρκα για να περάσει απέναντι στη Σαλαμίνα.

Το Πέραμα το 1912

Για πολλά χρόνια αποτελούσε την γραφικότερη ακτή του Πειραιά, καθώς τα πευκοδάση του έφταναν μέχρι τη θάλασσα.
Ο πληθυσμός του Περάματος πολλαπλασιάστηκε από το 1920 και μετά και κύρια με την καταστροφή του '22 όταν δημιουργήθηκε εκεί ο προσφυγικός συνοικισμός. Η εγκατάστασή τους ωστόσο δεν άλλαξε το τοπίο της περιοχής και το μόνο που διαφοροποίησε ήταν πως στην έρημη κάποτε ακτή του τσαλαβουτούσαν στα νερά του "χίλοι διάβολοι" όπως περιγράφει ο δημοσιογράφος Γ. Α. Μπουκουβάλας στην εφημερίδα "Πρωΐα", τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού που ξεσήκωναν με τις φωνές τους τον τόπο ολόγυρα.

Το Πέραμα αποτελούσε για χρόνια έναν τόπο διακοπών, ειδικά για τις λαϊκές οικογένειες που κατασκήνωναν κάτω από τα πεύκα του από τις αρχές κιόλας του καλοκαιριού. Παράλληλα λόγω του απόμακρου αποτελούσε καταφύγιο για ζευγαράκια νέων της εποχής. Για όλους αυτούς τους λόγους επικράτησε τόσο μεταξύ των παραθεριστών όσο στον ημερήσιο τύπο να αποκαλείται το "Μαγευτικό Πέραμα". Δροσιά, δάση, ωραίες ακρογιαλιές κατάλληλες για μπάνια, εστιατόρια με φθηνές τιμές, βιλίτσες με όλα τα κομφόρ και με λογικό ενοίκιο, φρέσκα πάντοτε ψάρια και θαλασσινά συνοδεία πάντοτε ρετσίνας. 

Το Καλοκαίρι στο Πέραμα Πειραιώς.
 Στο μαγευτικό Πέραμα με τα αναπαυτικά οχήματα
της ΕΗΣ Πειραιώς - Περάματος (1933)


Από τα μέσα της δεκαετίας του '20 οι ταρσανάδες και τα μικρά καρνάγια ήδη ξεκινούν σιγά-σιγά την μετεγκατάστασή τους από τον Πειραιά στο Πέραμα. Έτος σταθμός είναι το 1928 που όλα τα μεγάλα ναυπηγεία ξύλινων σκαφών και ιστιοφόρων μεταφέρθηκαν από τον λιμένα των Αλών μπροστά δηλαδή από τον σημερινό Ηλεκτρικό Σταθμό Πειραιώς και τον διπλανό Άγιο Διονύσιο όπου βρισκόντουσαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Περάματος. Τα Ναυπηγεία ακολούθησαν στη νέα τους τοποθεσία και ένα ολόκληρο πλήθος από εργαζόμενους σ΄ αυτά. Οι νέοι οικιστές του Περάματος ήταν ξυλουργοί, μαραγκοί και ένα πλήθος από ειδικότητες που είχαν να κάνουν με τα ξυλοναυπηγεία. Αυτοί αποτέλεσαν και τη βάση, τον πυρήνα ενός πληθυσμού που βρήκε το Πέραμα στις αρχές της δεκαετίας του '30 να διαθέτει περί τους 10.000 κατοίκους. 

Στο μεταξύ και ο Πειραιάς κάτω από την πίεση της ανάπτυξης, όλη τη δεκαετία του '30, "έσπρωχνε" τα εργοστάσια και της βιοτεχνικές μονάδες προς την περιφέρειά του. Οι "Μύλοι" Πειραιώς, τα εργοστάσια Λιπασμάτων και Τσιμέντων και πλήθος άλλων παραγωγικών μονάδων, μετακινούνταν διαρκώς ολοένα και μακρύτερα από το κέντρο της πόλης με μεγάλο μέρος τους να κινείται με κατεύθυνση το Πέραμα.

Ήδη από το Νοέμβριο του 1930 είχαν ξεκινήσει οι εργασίες κατασκευής τροχιοδρομικής γραμμής που θα συνέδεε τον Πειραιά με το Πέραμα. Ο Χρήστος Λεβάντας σε άρθρο του στην εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" ανέφερε το 1930 πως η σκέψη σύνδεσης του Περάματος με τον Πειραιά μέσω τροχιοδρομικής γραμμής (ΤΡΑΜ) ήταν πολύ παλιά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι την πραγματοποίησή της, έργο που οφείλεται στην θέρμη του Υπουργού Συγκοινωνίας Αβραάμ. Βέβαια θα χρειασθεί αρκετός καιρός ακόμη μέχρι τη λειτουργία της γραμμής, που εγκαινιάστηκε στις 20 Ιουλίου του 1936.

Στο Πέραμα με την άνεση του Τραμ


Μέχρι και τη κατασκευή της γραμμής Πειραιάς - Πέραμα η προσέγγιση των γραφικών ακτών γίνονταν είτε με λεωφορεία που αναχωρούσαν από το Ρολόι (Δημαρχείο του Πειραιά), είτε με τα βενζινόπλοια (βενζίνες) που αναχωρούσαν ακριβώς έναντι του ρολογιού για τη Σαλαμίνα αφού έκαναν πρώτα μια στάση στο εξοχικό Πέραμα. 


Στην παραλία του Περάματος το 1930



Και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο συγκοινωνιακών μέσων, λεωφορείων και βενζινόπλοιων, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε εξαιτίας αυτού γεννήθηκαν και οι φωνές των ναυτών από τα πλοία της λεγόμενης Κούλουρ Λάινς (Κουλουριώτικων γραμμών), παράδοση που διατηρήθηκε μέχρι και τις μέρες μας.
- Άλλος για το Πέραμα με τη "Ραμόνα" που πετάει και δεν κολυμπάει...

Οι ναύτες αποκαλούσαν τα λεωφορεία της γραμμής του Περάματος "Σέσουλες" ενώ οι οδηγοί των λεωφορείων αποκαλούσαν με την σειρά τους τις βενζίνες "σκυλοπνίχτες".
- Μακριά από τις Σέσουλες! φώναζαν οι ναύτες.
- Το νου σας στις σκυλοπνίχτες, απαντούσαν οι οδηγοί. 

Και το Πέραμα παρέμενε παρόλα αυτά ένας μαγευτικός προορισμός όλη της προπολεμική περίοδο. Και οι Πειραιώτες που επέλεγαν να πάνε οδικώς στο Πέραμα, άρχιζαν το σταυροκόπημα λίγο μετά την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου που τελείωναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και ξεκινούσαν οι κακοτράχηλοι χωματόδρομοι με τις μεγάλες λακούβες. Το κούνημα εξαιτίας του δρόμου διαρκούσε σε όλη την διαδρομή μέχρι που φαίνονταν τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού του Περάματος από όπου ο δρομάκος ήταν σχετικά στρωτός. Και δεν ήταν λίγος ο κόσμος που επέλεγε να ταξιδέψει με τα λεωφορεία αντί των βενζινών καθώς τα πρώτα ήταν φθηνότερα και τακτικότερα.

Ουρά για επιβίβαση στο λεωφορείο της διαδρομής Πέραμα - Πειραιάς 
(Από την ταινία "Ταξίδι" του 1962)
Το Πέραμα παρέμενε μια μαγευτική τοποθεσία παρά την αυθαίρετη δόμηση, τα "Καρνάγια" και τα κατοπινά ναυπηγεία. Το 1934 ο ζωγράφος και σκιστογράφος Βάσος Γερμενής ξεκινά με το μικρό σκάφος του τη "Νιόβη" από το επίσης γραφικό Τουρκολίμανο μαζί με τον αρθρογράφο Δ. Καλλονά και για λογαριασμό της εφημερίδας "Βραδυνή" ταξιδεύουν από θαλάσσης μέχρι το Πέραμα. Το δημοσιογραφικό αυτό ταξίδι δεν είναι τυχαίο καθώς τη χρονιά εκείνη το Πέραμα έγινε Κοινότητα. 

Από εκείνο το ταξίδι καταγράφουν σκηνές μοναδικές που αφορούν στην άνθηση των Ναυπηγείων και στον οργασμό της ναυτικής εργασίας που κυριαρχεί εκεί. Ο μεν Καλλονάς μας δίνει μια περιγραφή μοναδική, ο δε Γερμένης διανθίζει την περιγραφή μέσα από τα σκίτσα του.

"Ξαπλωμένο στα πόδια του Αιγάλεω, το Πέραμα δίνει την εντύπωση μιας μικροσκοπικής βιομηχανικής πόλεως που περιβάλλεται όμως από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω. Πρόκειται για έναν συνοικισμό που χαϊδεύεται από τους αφρούς των κυμάτων κι εδώ έχει στήσει το λιμέρι της η περηφάνια των ελληνικών θαλασσών......


Το Πέραμα της ζωγράφου Μαρίας Πωπ


Ανάμεσα στα καράβια και στα ναυπηγεία μικρά σπιτάκια από ξύλο ως επί το πλείστον, που μοιάζουν στην παραλία σαν ψεύτικα, γλυκαίνουν κάπως τις σκληρές γραμμές του συνόλου, δίνουν κάποιο τόνο γραφικότητος, που φτάνει σε ειδυλλιακή χάρη στα παραλιακά κέντρα, στα μικρομάγαζα και στα σπίτια του προσφυγικού συνοικισμού που προβάλλουν μέσα από τον πευκώνα του Αιγάλεω".

Ο Γερμενής που άφησε τα σκίτσα του για το γραφικό Πέραμα είναι που θα γίνει ο επίσημος ζωγράφος του Αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ και θα διασκοσμήσει στο τέλος και το Μαυσωλείο του στην Αιθιοπία. 


"Ναυπηγεία στο Πέραμα" του Βάσου Γερμενή
(Εφημ. "Βραδυνή" φ. 16/8/1934)
 
Οι πριονιστάδες του Περάματος (σκίτσο Β. Γερμενή)
(Εφημερίδα "Βραδυνή" φ. 16/8/1934


Μεταπολεμικά το Πέραμα συνεχίζει να είναι η συνοικία των αντιθέσεων με τα ναυπηγεία και τον εργατόκοσμο να κυριαρχούν, αλλά με κάποια σημεία πευκόφυτα κάτω από τα οποία δεσπόζουν πρόχειρα ταβερνάκια, να συνεχίζουν να δίνουν έναν τόνο γραφικότητας έστω και σε περιορισμένο βαθμό στην εργατούπολη. 



Στις εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ στο Πέραμα στάθμευε
ειδικό φυλάκιο (Φρουρά) Καυσίμων της Βασιλικής Χωροφυλακής


Το 1962 στην ταινία "Ταξίδι" του Ντίνου Δημόπουλου με τον Νίκο Κούρκουλο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έχουν καταγραφεί σπουδαίες εικόνες. Οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία, στους ταρσανάδες και στα καρνάγια, έχουν τα σπίτια τους στην παραλία ανάμεσα στα καΐκια και σε κάθε είδους πλεούμενο. Ζωή και εργασία βρίσκονται στην παραλία, συνυπάρχουν σε παράλληλη τροχιά. Το τέλος της δεκαετίας του '60 σήμανε το τέλος κάθε ίχνους γραφικότητας από τον Δήμο πλέον του Περάματος.  


Σκηνή από την ταινία "Ταξίδι" του 1962. Κάτω από τα πεύκα του Περάματος
Παραλία Περάματος δεκαετία '60


Στα ταβερνάκια του Περάματος, δεκαετία '30

Τα ρόπτρα στον Πειραιά και ο ευρύτερος συμβολισμός τους



Του Στέφανου Μίλεση


Τα ρόπτρα στις εξώπορτες των σπιτιών, κατασκευασμένα από χυτοσίδηρο, μπρούτζο ή ορύχαλκο, αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος τους. Εκτός από την χρηστική ικανότητα που είχαν να ειδοποιούν με απλό τρόπο την έλευση ενός επισκέπτη, αποτελούσαν παράλληλα κι έναν σκοπό θα λέγαμε "μεταφυσικό", που λίγοι σήμερα γνωρίζουν.

Βέβαια είχαν και υποβλητικό χαρακτήρα, καθώς προετοίμαζαν τον επισκέπτη, του έδιναν δηλαδή ένα προμήνυμα, για το εσωτερικό του σπιτιού και για τον χαρακτήρα των ανθρώπων που ζούσαν σ΄ αυτό. 

Τα σχέδια των ρόπτρων δεν ήταν τυχαία, αλλά προέρχονταν μέσα από τις λαϊκές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, που αφορούσαν στην ενθάρρυνση της καλής τύχης, στην αποτροπή του κακού και στην απομάκρυνση του κακού ματιού και της κακής γλώσσας.


Από εξώπορτα οικίας στην Νέα Καλλίπολη


Το γνωστό σε όλους μας μεταλλικό χέρι που κρούει την ξύλινη εξώθυρα, ανεξάρτητα από την αρχική του προέλευση διαδόθηκε και έγινε γνωστό στην ανατολή ως το λεγόμενο "χέρι της Φατιμά". Τα παλαιά χρόνια στις εξώπορτες των κατοικιών των μουσουλμάνων τοποθετούσαν δύο τέτοια ρόπτρα, που παρήγαγαν διαφορετικούς ήχους μεταξύ τους. Κάθε επισκέπτης αν ήταν άνδρας ή γυναίκα επέλεγε το αντίστοιχο ρόπτρο. Από τον παραγόμενο ήχο του κτυπήματος, γνώριζε η γυναίκα εντός του σπιτιού αν ο επισκέπτης ήταν άνδρας ή γυναίκα προκειμένου να ανοίξει, καθώς δεν επιτρεπτό μια γυναίκα μουσουλμάνα να ανοίγει την πόρτα του σπιτού σε ξένο άνδρα.

Δεν είναι τυχαίο που η μεγαλύτερη συλλογή ρόπτρων με το "χέρι της Φατιμά" βρίσκεται μέχρι σήμερα στην Τουρκία. Η παράδοση θέλει το "χέρι της Φατιμά" να αποτελεί εξέλιξη του χεριού αραβικής προέλευσης (Ksamsa),  που απεικόνιζε ένα ανοικτό δεξί χερί που θεωρείτο αποτρεπτικό του κακού ματιού. Πριν ακόμα το "χέρι της Φατιμά" γίνει ρόπτρο εξώθυρας, υπήρχε ζωγραφισμένο με ασβέστη πάνω σε τοίχους οικιών σε Αλγέρι και Μαρόκο καθώς του απέδιδαν εξαιρετικές ιδιότητες.

Το χέρι ως ρόπτρο πάντως το συναντούμε παράλληλα και στα εβραϊκά σπίτια ως το "χέρι της Μίριαμ" αδελφή του Μωυσή και του Ααρών, αλλά και των χριστιανών ως το "χέρι της Μαρίας"

Σε όλες τις περιπτώσεις το χέρι είναι πάντα γυναικείο, γεγονός όχι μόνο του λεπτεπίλεπτου της κατασκευής αλλά και γιατί σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να φέρει γυναικείο δακτυλίδι ή βραχιόλι στον καρπό. Οφείλει να χτυπά πόρτα πάντα ξύλινη και όχι μεταλική καθώς ο ήχος του χτυπήματος του ξύλου (αν και στην ουσία χτυπά πάνω σε μεταλική βάση) είναι αποτρεπτικός για τα κακά πνεύματα. Είναι γνωστή άλλωστε και η φράση "χτύπα ξύλο". 

Κάποτε το χέρι δεν χτυπούσε απευθείας με τα δάκτυλα την πόρτα, αλλά κρατούσε ένα μικρό σφαιρίδιο. Αυτό έλεγαν πως ήταν το χέρι της Εύας που κρατούσε το μήλο.  


Στον Προφήτη Ηλία


Εκτός από το "χέρι της Φατιμά" που αποτελεί το πιο διαδεδομένο ρόπτρο στην Ελλάδα, μεγάλης δημοτικότητας απολάμβανε και η "κεφαλή του λιονταριού" στο στόμα του οποίου υπάρχει ένας σιδερένιος αρθρωτός κρίκος που μετακινούμενος χτυπούσε πάνω στην πόρτα. 

Η λεοντοκεφαλή ως ρόπτρο είναι ιταλικής προέλευσης, διαδεδομένη ειδικά στα χρόνια του χριστιανισμού καθώς αποτελεί σύμβολο του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή. Άλλωστε για τον ίδιο λόγο, του συμβολισμού του λιονταριού με τον Άγιο Μάρκο, εκλάπηκε και το λιοντάρι του Πειραιά προκειμένου να μεταφερθεί στην Βενετία, πόλη στην οποία κυριαρχούν οι απεικονίσεις λιονταριών σχεδόν παντού.

Η λιονταροκεφαλή εκτός του χριστιανικού μηνύματος με το οποίο ταυτίστηκε στην βενετσιάνικη κουλτούρα, αποτελούσε παράλληλα και ένα σύμβολο δύναμης και εξουσίας που αποτυπωνόταν όχι μόνο στα ρόπτρα, αλλά και σε δημόσιες βρύσες, σε αγάλματα ακόμη και σε τρούλους εκκλησιών. 

Αυτό έλκυε την καταγωγή από την αρχαιότητα, καθώς στην Ελλάδα είχε ευρύ διακοσμητικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα δημόσια κτήρια ή ιδιωτικά μέγαρα που κατασκευάζονταν παλαιότερα, φρόντιζαν να φέρουν ορατό ή μη, ένα σημείο καλοτυχίας ή αποτροπής του κακού.


Τα περισσότερα δημόσια κτήρια ή ιδιωτικά μέγαρα που κατασκευάζονταν παλαιότερα, φρόντιζαν να φέρουν ορατό ή μη, ένα σημείο καλοτυχίας ή αποτροπής του κακού. Το συγκεκριμένο βρίσκεται στο Μέγαρο Μεταξά.

Στην αρχαιότητα επίσης η κεφαλή του λιονταριού είχε ταυτιστεί με το νερό. Γιαυτό συντριβάνια, υδρορροές και δημόσιες βρύσες παρείχαν νερό μέσα από το στόμα ενός λιονταριού, συνήθεια που έμεινε μέχρι και σήμερα. 


Κεφαλές Λεόντων χρησιμοποιούνται ως υδρορροές στον τρούλο της εκκλησίας
του Αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς


Η λεοντοκεφαλή από την οποία ανάβλυζε κάποτε νερό
στην Πλατεία μπροστά από τον Άγιο Κωνσταντίνο Πειραιώς

Τοποθετημένο ένα ρόπτρο λεοντοκεφαλή στην εξώθυρα, αποτελούσε τον "φύλακα" του κτηρίου και των ενοίκων του, φόβιζε το "κακό" και λειτουργούσε αποτρεπτικά καθώς έπιδείκνυε τον ρωμαλέο χαρακτήρα των προσώπων που διέμεναν εντός (λεοντόκαρδος χαρακτήρας). 




Τα ρόπτρα παίρνουν ζωή, κατά τις παραδόσεις, λίγο πριν το χτύπημα της πόρτας. Ανάλογα με τις προθέσεις του επισκέπτη ή και του ιδιοκτήτη ακόμη, έχουν τη δύναμη να ζωντανέψουν στη φαντασία ανάλογα με τα αισθήματα με τα οποία αποπειράται να εισέλθει ο καθένας. 

Διάσημη είναι η σκηνή του Καρόλου Ντίκενς, στο έργο "Christmas Carol" όταν ο Σκρουτζ επιστρέφει στο σπίτι του γεμάτο θλίψη για τη μοναχική ζωή του όπου ξαφνικά βλέπει τον πεθαμένο από χρόνια συνεργάτη του Μάρλεϊ να του μιλά μέσα από το ρόπτρο της εξώθυρας.

Συνεπώς κατά την παράδοση πάντοτε, τα ρόπτρα έλεγχαν τα συναισθήματα κάθε εισερχομένου, τον υπέβαλλαν σε ένα ψυχολογικό έλεγχο λίγο πρίν την είσοδο. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σκηνή ατόμων με αμφιλεγόμενα αισθήματα που μένουν παγωμένοι ή διστακτικοί με το χέρι απλωμένο να απέχει εκατοστά λίγο πρίν αγγίξουν το ρόπτρο της πόρτας, αναλογιζόμενοι τι ακριβώς θα πουν και πως θα φερθούν όταν η θύρα ανοίξει. 


Άλλο ένα ρόπτρο σε οικία στον Προφήτη Ηλία

Στην δύση κυκλοφόρησαν πολλά άλλα σχέδια για ρόπτρα όπως δράκοι, μέδουσες, μυθολογικές μορφές αλλά και απλά διακοσμητικά σχέδια (Γαλλία) τα οποία όμως δεν έτυχαν ανάλογης υποδοχής στην Ελλάδα.

Δυστυχώς από τις εκατοντάδες ρόπτρων που διακοσμούσαν άλλοτε τις εξώθυρες των κατοικιών ελάχιστα σώζονται σήμερα. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ανυπαρξία των μονοκατοικιών αλλά και στη συστηματική αρπαγή τους είτε λόγω της συλλεκτικής τους αξίας, είτε λόγω της αξίας που μπορεί να έχουν ως μέταλλα. 

Δυστυχώς στην σημερινή εποχή της ταχύτητας και της δήθεν απλοποίησης της καθημερινότητας χρηστικά αντικείμενα του παρελθόντος τέθηκαν στο περιθώριο ως "άχρηστα". 

Στο όνομα του εκσυγχρονισμού η ζωή του ανθρώπου απογυμνώθηκε από όλα εκείνα τα στοιχεία του πολιτισμού που καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό και την ποιότητα του βίου του.  

Τα "εξ αμάξης" κάτω από τους Φοίνικες του Πειραιά



Του Στέφανου Μίλεση

Στα αρχαία χρόνια κατά τη διάρκεια των εορτών των Ελευσινίων Μυστηρίων, ο κόσμος ταξίδευε από την Αθήνα στην Ελευσίνα με άρματα. Κατά την διάρκεια εκείνου τα ταξιδιού και προκειμένου οι περιηγητές να σπάσουν την μονοτονία τους, είχαν τη συνήθεια πάνω στα άρματα όπου βρίσκονταν, να κοροϊδεύουν και να πειράζουν τους πεζούς με αστεία διόλου κομψά, αλλά μάλλον χονδρά και προσβλητικά. Αυτά τα αστεία που μόνο γέλιο δεν προκαλούσαν καθώς άγγιζαν τα όρια της προσβολής, έμειναν γνωστά ως "εξ αμάξης"

Και οι άτυχοι πεζοί όταν δέχονταν προσβολές εκείνη την περίοδο έδειχναν ανοχή σεβόμενοι την παράδοση που είχε δημιουργηθεί. Μετά το πέρας όμως των εορτών, όποιος αποπειράτο να σύρει "εξ αμάξης" αστεία, μπορούσε να το πληρώσει ακριβά, ακόμη και με την ζωή του.  

Στην σημερινή εποχή οι επιβαίνοντες στα σύγχρονα άρματα, τα αυτοκίνητα, εξαπολύουν βαριές προσβολές καθημερινώς προς τους ιθύνοντες της δημοτικής αρχής για το χάλι που επικρατεί κατά γενική ομολογία στους δρόμους του Πειραιά. Στους προηγούμενους γιατί αδειοδότησαν την καταστροφή του Πειραιά και στους σημερινούς γιατί την επιτρέπουν. Οι σημερινές "εξ αμάξης" προσβολές έχουν διάρκεια, καθώς δεν γίνονται για κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως ήταν τότε τα "Ελευσίνια Μυστήρια", αλλά καθημερινά, καθώς τα "Μυστήρια" στον Πειραιά σήμερα είναι πολλά και διαρκή. 

Το πλέον παράδοξο είναι ότι οι στόχοι των "εξ αμάξης" προσβολών, οι δημοτικοί άρχοντες δηλαδή, ουδόλως θίγονται, αν και θεωρώ αδιανόητο να μη γνωρίζουν ή τουλάχιστον να μην έχουν πληροφορηθεί από φίλους ή γνωστούς τους, για το συμβαίνει κάθε μέρα στους δρόμους της πόλης ή για τα κοσμητικά επίθετα που εξαπολύονται καθημερινά προς κάθε κατεύθυνση. Και βέβαια οι ακινητοποιημένοι για ώρα οδηγοί, σύρουν τα "εξ αμάξης" υπό την σκιά φοινίκων που όπου κι αν κοιτάξεις έχουν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια. 

Διαβάσεις, πεζοδρόμια, νησίδες, τρίγωνα, τετράγωνα και κύκλοι έχουν από δύο ή περισσότερους φοίνικες. Έτσι ο Πειραιώτης του 21ου αιώνα θα καταγραφεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος, ως ο τύπος που σέρνει τα "εξ αμάξης" στους άρχοντες που ο ίδιος ψήφισε, κάτω από τα φοινικόδενδρα. Φοίνικες παντού! 


Φοίνικες στην Καστέλλα

Φοίνικες στην Ακτή Μιαούλη
Φοίνικες πέριξ του αγάλματος του Ποσειδώνα
Φοίνικες στον Άγιο Νικόλαο
Το ρολόι στο Πασαλιμάνι με τρεις φοίνικες που μόλις φυτεύτηκαν γύρω του
Ο μοναχικός φοίνικας στον κόμβο της Φρεαττύδας
Φοίνικες έναντι της παγόδας του ΟΛΠ

Τα παλαιότερα χρόνια στον Πειραιά ειδικά από το 1862, εποχή που ο βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης είχε εισαγάγει στην Ελλάδα το είδος εκείνο που καλείτο "ευκάλυπτος ο σφαιρικός", είχε επικρατήσει να φυτεύονται παντού ευκάλυπτοι. Ήταν ανθεκτικοί, αναπτύσσονταν εύκολα χωρίς ιδιαίτερη περιποίηση, προσέφεραν δροσιά και σκιά σε μεγάλη έκταση αφού το ύψος τους μπορούσε να φτάσει τα 80 μέτρα. Τότε μελέτες της Γεωργικής Σχολής είχαν δείξει πως οι ευκάλυπτοι ήταν τα κατάλληλα δένδρα για τις πόλεις, έδιωχναν τα κουνούπια και δικαίως έφεραν την δημώδη ονομασία ως "δένδρα υγείας". Δεν ήταν τυχαίο που τους φύτευαν εντός και έξω από νοσοκομεία παντού στην Ελλάδα. Απομεινάρια στον Πειραιά εκείνων των ευκαλύπτων συναντούμε σήμερα στην Πειραϊκή και σε κάποια άλλα σημεία που τυχαίως γλύτωσαν από το λεπίδι της εξέλιξης και της προόδου. 

Επί Δημάρχου Πειραιά Μιχάλη Μανούσκου κατά κάποιο τρόπο οι ευκάληπτοι έχασαν την αποκλειστικότητα και παράλληλα με αυτούς έμπαιναν πεύκα και νερατζιές. Τότε στην περίφημη "Εβδομάδα Πρασίνου", είχαν επιστρατευτεί όλες οι πολιτιστικές δυνάμεις του Πειραιά, προκειμένου η πόλη να μετατραπεί σε μια όαση πρασίνου. 




Σήμερα τόσο οι ευκάλυπτοι του Ορφανίδη όσο και τα πεύκα και οι νερατζιές του Μανούσκου παραμερίστηκαν και όλος ο Πειραιάς μετατράπηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, χάρη στους φοίνικες, σε πραγματική όαση. Διάβασα πως οι φοίνικες ευδοκιμούν σε παραποτάμια και παραλίμνιες περιοχές της σαβάνας, στη Σαχάρα και στη Μέση Ανατολή. Ίσως γεωγραφικά να μην ανήκουμε εκεί, αλλά οδικά σίγουρα η κατάσταση που επικρατεί θυμίζει την ταλαίπωρη Βηρυτό τη δεκαετία του '70. 

Σύννεφα χώματος όμοια με της στέπας, δρόμοι σαν βομβαρδισμένοι, τριτοκοσμικά φορτηγά γνωστής κατασκευαστικής να εκτελούν κινήσεις που κόβουν την ανάσα, τύποι με κράνη και πράσινα γιλεκάκια να υποκαθιστούν την τροχαία ρυθμίζοντας οι ίδιοι την κυκλοφορία με ύφος και συμπεριφορά που θυμίζει σχέση κατακτητού εισβολέα προς αιχμάλωτο όμηρο και πολλές άλλες όμορφες εικόνες που έχουμε την ευτυχία μόνο εμείς οι Πειραιώτες να απολαμβάνουμε καθημερινά, αντίθετα από τους υπόλοιπους κατοίκους του λεκανοπεδίου που είναι καταδικασμένοι να ζουν σε μια αδράνεια και ησυχία που καμία συγκίνηση δεν προσφέρει στην ζωή τους. 



Προσωπικά δεν θεωρώ κακό το γεγονός να κυριαρχούν φοίνικες στον Πειραιά. Άλλωστε φοίνικες και στο παρελθόν φυτεύτηκαν σε μεγάλους αριθμούς, παρόλο υπήρχαν και τότε αντιδράσεις για την ευρωπαϊκή της εικόνα. Σήμερα απολαμβάνουμε σε πολλά σημεία της πόλης, ακόμη και σε σημεία που ουδείς φαντάζεται, όπως η κρυφή Πλατεία Ισμήνης στην Καλλίπολη.


Οι φοίνικες της Πλατείας Ισμήνης στη Καλλίπολη

Οι δύο φοίνικες στο μέγαρο Μεταξά

  Το συγκεκριμένο δένδρο όμως παραπέμπει σε εκείνες τις περιοχές της Μέσης Ανατολής όπου αναγκαστικά κάποιος θέλοντας και μη, βλέποντας από τη μία την σημερινή κατάσταση στους δρόμους του Πειραιά, και από την άλλη τους εκατοντάδες Σύριους που καταφτάνουν με πλοία καθημερινά στην πόλη, δεν μπορώ παρά να κάνω τον μοιραίο συνειρμό πως γίναμε Βηρυτός!


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"