Το Πρωτότυπον Λεξικόν των Κακοποιών (1936)

Στην οδό Λεωχάρους το 1936


Του Στέφανου Μίλεση

Το 1936 ένας υπαστυνόμος που υπηρετούσε στην Ασφάλεια Πειραιώς, ο Κωνσταντίνος Παναγιωτάκος, σκέφτηκε να φτιάξει ένα "Λεξικό των κακοποιών" όπως ο ίδιος το ονόμασε, το οποίο περιλάμβανε το λεξιλόγιο που μεταχειριζόντουσαν οι κακοποιοί  της εποχής του. 

Το λεξικό του Παναγιωτάκου έχει την δική του αξία, καθώς καταγράφει μια εποχή. Εκτός του ότι έγινε μικρό εγχειρίδιο για χρήση των ανδρών που υπηρετούσαν στην Ασφάλεια Πειραιώς, παρεδόθηκε τη ίδια χρονιά και στον δημοσιογράφο Γ. Μπουκουβάλα, ο οποίος με τη σειρά του το δημοσιεύσε ταυτόχρονα σε διαφορετικές εφημερίδες στις οποίες έγραφε. 



Εντύπωση προκαλεί πως ορισμένες λέξεις είχαν διαφορετική σημασία προπολεμικά από εκείνη που εμείς πιστεύουμε σήμερα, ενώ άλλες έχουν χάσει τελείως το νόημά τους όπως η λέξη "Γιάννης".

 Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το γεγονός πως οι κακοποιοί δεν δέχονταν συννεονόηση με άλλο είδος φρασεολογίας και εκείνους που δεν μπορούσαν να μιλήσουν τη δική τους "γλώσσα" τους αποκαλούσαν "τσόφληδες"

Στα βράχια της Πειραϊκής (1935)

Αρκετές λέξεις στην φρασεολογία τους είχαν διαφορετική ερμηνεία από εκείνη που απέδιδαν οι απέξω, όπως για παράδειγμα η λέξη "μάγκας" με την οποία χαρακτήριζαν τους έξυπνους. 


Το συγκεκριμένο λεξικό που παραθέτουμε δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Εθνική" στις 27 Απριλίου του 1936. Η καταγραφή των λέξεων έγινε ηχητικά, δηλαδή με βάση την προφορά τους. Υπήρχε επίσης η σημείωση οι λέξεις να διαβάζονται όπως είχαν καταγραφεί ακουστικά για να είναι σωστές. Έπρεπε δηλαδή ο τρόπος της προφοράς τους να είναι συρτός και βαρύς και να συνοδεύεται με ανάλογες κινήσεις χεριών, "σπασίματα" του κορμιού και μορφασμούς του προσώπου, ενώ απαραίτητα το δεξί χέρι έπρεπε να κρατάει κομπολόι (προσοχή εις το δεξί και μόνο).

Σταύρακας ο Πειραιώτης
(προσοχή το κομπολόι πάντα στο δεξί χέρι)


Α
Άσπρη: ηρωίνη, κοκκαΐνη
Αμολάω: προδίδω, φεύγω
Αηδόνι: διαρρηκτικό εργαλείο (πριόνι)
Αβάντα: βοήθεια στην διάπραξη αδικήματος με αντίστοιχη αμοιβή

Β
Βάσανο: η ερωμένη
Βραχιόλια: οι χειροπέδες

Γ
Γιούφ: το χαρτί που τυλίγεται και σχηματίζει σωληνάκι δια του οποίου γίνεται η εισπνοή των ναρκωτικών
Γιάννης: ο κλέφτης
Γιαννεύω: γυρίζω να κλέψω

Ζ
Ζούλα: κλοπή, κρύπτη
Ζήση: η ζωή

Κ
Καλαμπαλίκι: έκτακτη συγκέντρωση πλήθους
Κορόιδο: ο παθών της κλοπής ή της απάτης
Καλντεριμιτζής: ο κλέπτης των πεζοδρομίων
Κούτσουρο: το πεντάδραχμο
Καρακούτσι: το διαρρηκτικό εργαλείο (μοχλός)
Κράχτης: ο προσελκύων το θύμα
Κοπάνισμα: η διάπραξη αδικήματος ή η εξαπάτηση συνεργού

Λ
Λάχανο: το πορτοφόλι
Λαχανάς: ο πορτοφολάς
Λουλάς: ναργιλές δια του οποίου καπνίζεται το χασίσι
Λαγωνίκα: διαρρηκτικό εργαλείο (είδος χαλκού κλειδιού)
Λαλούμενο: το περίστροφο

Κατεστραμμένες βάρκες από θαλασσοταραχή στο Πασαλιμάνι το 1936

Μ
Μαύρο: το χασίσι
Μάππες: τα κλοπιμαία αντικείμενα
Μπούκα: η μόνιμη συγκέντρωση πλήθους
Μπουργάνα: η επάνω χορδή του μπαγλαμά
Μπαμπέσης: ο ύπουλος
Μαστούρης: ο υπό την επήρεια ναρκωτικών
Μπεγκλέρι: το κομπολόι
Μπαγλαμάς: το μουσικό όργανο των χασισοποτών
Μαντάρα: η αηδία, τα χάλια
Μπουζούριασμα: η σύλληψη
Μπουζουριέρα: αντικείμενο ή πρόφαση που χρησιμοποιείται για την διευκόλυνση διάπραξης ενός εγκλήματος
Μπαίνω: καταλαβαίνω
Μπαρμπούτι: το τυχερό παιχνίδι με τα ζάρια
Μάγκας: ο έξυπνος
Μαγκώνω: συλλαμβάνω
Μαγκιώρος: ο ειδικός
Μανίτα: είδος απάτης
Μαύρος: ο αστυνομικός
Μπάζα: υπόθεση, δουλειά
Μίτζα: το μερίδιο
Μπανίζω: βλέπω
Μάτσο: ο σωρός

Ν
Νταλγκάς: το βάσανο, η έμμονη ιδέα
Ντεκές: Χασισοποτείο
Νταβαντζής: ο κλεπταποδόχος
Νταής: ο παλληκαράς
Νταϊλίκι: ο παλληκαρισμός

Κατεδάφιση οικίας 1937

Ξ
Ξάφρισμα: είδος λωποδυσίας. Αφαίρεση μέρους κατεχόμενων χρημάτων

Π
Πράσσο: το κλοπιμαίο αντικείμενο
Πετσί: το πορτοφόλι
Πατούμενα: τα υποδήματα
Παμεινώντα: το κοντό ναυτικό πανωφόρι
Παππάς: το εκατοντάδραχμο

Σ
Στράφι: ο χαμένος κόπος
Σίδερο: κάθε τέμνον ή νύσσον όργανο
Σεντόνι: το πεντακοσάδραχμο
Στενάχωρο: το δακτυλίδι
Σακκουλεύεσαι: έχεις δοσοληψίες 

Τ
Τράμπα: ανταλλαγή πραγμάτων
Τσίκα: δόση χασισιού
Τσέτουλα: η δωρεάν εστίαση
Τσικιρκιτζής: ο αγαπητικός των κοινών γυναικών
Τσαμπουκάς: αυτός που έχει εγκληματικό παρελθόν
Τσιλιαδώρος: εκείνος που προειδοποιεί για την άφιξη αστυνομικών
Τσόφλης: ο κουτός

Χ
Χαρμάνης: εκείνος που του λείπει το ναρκωτικό
Χήνα: το χιλιόδραχμο
Χλέπας: ο κουτός
Χαλές: ο αφηρημένος

Ψ
Ψείρισμα: είδος κλοπής ενός ανθρώπου που κοιμάται

Στον Πειραιά του 1935

Ο Παναγιωτάκος παρέδωσε τη μικρή συλλογή του στον δημοσιογράφο Μπουκουβάλα, λέγοντάς του προκαταβολικά πως το λεξιλόγιό του θέλει μεγάλες συμπληρώσεις και πως όταν συμπληρωθεί θα του το παραδώσει εκ νέου "βελτιωμένο και επαυξημένο".

Δεν γνωρίζουμε εαν ο Παναγιωτάκος τελικώς εξέδωσε άλλο βελτιωμένο λεξιλόγιο, γνωρίζουμε όμως πως το συγκεκριμένο αποτελεί μια επίσημη καταγραφή με αντίστοιχη ερμηνεία, που αποδίδει τα πραγματικά νοήματα που είχαν οι λέξεις αρχικά και όχι εκείνα που απέκτησαν με την πάροδο των ετών.

 Για παράδειγμα το "πράσσο" είναι το κλοπιμαίο αντικείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι η έκφραση "τον έπιασαν στα πράσσα" σημαίνει στην κυριολεξία "τον έπιασαν να έχει τα κλοπιμαία αντικείμενα πάνω του ή μαζί του" και όχι όπως εννούμε σήμερα που έχει την έννοια του "επ΄ αυτοφώρο" ακόμη δηλαδή κι όταν δεν έχει πάνω του τα κλοπιμαία.  

Διαβάστε επίσης:


Σταύρακας ο Πειραιώτης του Μώρου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"