Ο «Ρομαντικός περίπατος της Καστέλλας»

Ο "Ρομαντικός Περίπατος της Καστέλλας" ένα ακόμα έργο του Μιχάλη Μανούσκου


Του Στέφανου Μίλεση

Μια από τις πλέον όμορφες διαδρομές του Πειραιά, γνωστή στους παλαιότερους ως "Ρομαντικός περίπατος της Καστέλλας", οφείλει την ύπαρξή της στον πρώτο Πρόεδρο του Ολυμπιακού και Δήμαρχο Πειραιώς τον Μιχάλη Μανούσκο, του οποίου τα έργα σε μεγάλο βαθμό, παραμένουν μέχρι σήμερα σχεδόν αναλλοίωτα και αναντικατάστατα.

Αν και ο χρόνος Δημαρχίας του Μιχάλη Μανούσκου ήταν περιορισμένος, καθώς ανέλαβε τα καθήκοντά του την 1η Οκτωβρίου του 1938, δύο χρόνια πριν την εμπλοκή της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα έργα του μαρτυρούν έναν άνθρωπο δραστήριο, που αγαπούσε υπέρμετρα τον Πειραιά. 

Το συγκεκριμένο έργο του Μανούσκου, ο «Ρομαντικός Περίπατος», αποδόθηκε στους Πειραιώτες λίγο πριν από την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Επρόκειτο για τη διαμόρφωση-κατασκευή πεζοδρόμου μέρους της διαδρομής κατά μήκος της Ακτής Κουντουριώτου, πρώην Λεωφ. Βασιλέως Παύλου (νυν Α. Παπαναστασίου), στην Καστέλλα. Η διαμόρφωση ήταν τέτοια ώστε να είναι πρόσφορη για πεζοπορία, δίπλα στη μαγευτική θέα που προσφέρεται απλόχερα, από την Πλατεία Αλεξάνδρας και μετά, πάνω ακριβώς από τα λουτρά του Παρασκευά (σημερινή παραλία «Βοτσαλάκια»). 

Πριν τη διαμόρφωση ένας «πολιτισμένος» περίπατος σταματούσε στην Πλατεία Αλεξάνδρας. Μετά υπήρχε ένας στενός δρόμος από τον οποίο περνούσε το Τραμ, ο οποίος στα πλάγια τελείωνε απότομα σε επικίνδυνο γκρεμό. 

Όσοι επιχειρούσαν μέχρι τότε έναν περίπατο περπατούσαν πάνω στις ράγες του Τραμ. Αλίμονο σε εκείνον που έφευγε από τον δρόμο. Μπορούσε να χάσει την ισορροπία του και τότε ήταν σίγουρο πως θα χανόταν στο κενό από μεγάλο ύψος. 

Όσοι επιχειρούσαν μέχρι τότε έναν περίπατο, περπατούσαν πάνω στις ράγες του Τραμ

Ο Μανούσκος πήρε αυτό το επικίνδυνο μονοπάτι και παράλληλα με τον δρόμο, κατασκεύασε πεζοδρόμιο. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς έπρεπε να στηθούν κράσπεδα και τείχη αντιστήριξης, σωστές γέφυρες ώστε να συγκρατούν το βάρος του πεζοδρόμου. 

Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κατασκεύασε παγκάκια, κιόσκια και μικρά μπαλκόνια αναμονής των πεζοπόρων, ώστε να θαυμάζουν τη θέα. Κατά μήκος όλης αυτής της διαδρομής, τοποθέτησε δημοτικό φωτισμό ώστε να υπάρχει προσβασιμότητα και μετά τη δύση του ηλίου. 

Παράλληλα φρόντισε τόσο στη βάση του γκρεμού όσο και στο πάνω μέρος, να φυτέψει δένδρα ώστε οι ρίζες τους να συγκρατούν τους τόνους χώματος που κυριολεκτικά στέκονταν σε μια επικίνδυνη και απότομη κατωφέρεια. Το έργο αυτό εκτός της ρομαντικότητας που προσέφερε, συνετέλεσε να σωθούν και ανθρώπινες ζωές καθώς πολλά προσφυγικά οικήματα είχαν ανεγερθεί ακόμη και πάνω στην απότομη πλαγιά, με αποτέλεσμα κάθε φορά που υπήρχε έντονα μια βροχόπτωση βράχοι και χώματα να καταρρέουν συμπαρασύροντας μαζί τους ανθρώπους και σπίτια!

Κατάρρευση προσφυγικής οικίας λόγω βροχόπτωσης στην Καστέλλα το 1934
  
Οι Πειραιώτες πριν από το έργο του "Ρομαντικού περιπάτου" κινδύνευαν τη ζωή τους πάνω στα χωμάτινα απόκρημνα μονοπάτια της Καστέλλας
Το Τραμ της Καστέλλας μετά τη στροφή της Πλατείας Αλεξάνδρας.
Αλίμονο σε εκείνον που έφευγε από τον δρόμο.

Όσο για τον "Ρομαντικό περίπατο" δεν ήθελε και πολύ, τα ζευγαράκια της εποχής να τιμήσουν ιδιαιτέρως τα παγκάκια της διαδρομής, που εξασφάλιζαν απομόνωση από τα πολλά βλέμματα καθώς η εκεί συνοικία αποτελούσε ένα άλλο «βασίλειο» για τους κατοίκους της Υδραίικης συνοικίας, της Πηγάδας, της Φρεαττύδας, της Νέας Καλλίπολης ή των ακόμη πιο απόμακρων συνοικιών όπως των Ταμπουρίων και της Αγίας Σοφίας. 

Αφιέρωμα εφημερίδας "Αθηναϊκά Νέα", στον ρομαντικό περίπατο του Πειραιά στις 12 Οκτωβρίου του 1940, λίγες μέρες μόνο πριν από την κήρυξη του πολέμου


Ο Μανούσκος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη διαδρομή του Ρομαντικού περιπάτου στο σύνολό της, καθώς τον πρόλαβε ο πόλεμος. Όμως η ιδέα είχε καλλιεργηθεί, το πνεύμα του Μανούσκου είχε βρει πρόσφορο έδαφος, έστω και τα δικά του έργα είχαν φτάσει μέχρι το ύψος της σημερινής διασταύρωσης στον Άγιο Χαράλαμπο, στην οδό Κ. Σερβίας. Μεταπολεμικά το έργο της ρομαντικής διαδρομής επεκτάθηκε και μετά τα "ηπειρωτικά" τμήματα της διαδρομής.  

Μέχρι σήμερα απολαμβάνουμε ένα έργο που βρήκε τη γέννησή του στην έμπνευση του Μανούσκου, έστω κι αν δεν υλοποιήθηκε. 



Μέχρι σήμερα απολαμβάνουμε το "Ρομαντικό περίπατο", ένα έργο που βρήκε τη γέννησή του, στην έμπνευση του Μιχάλη Μανούσκου


Το έργο αυτό ήταν σημαντικό καθώς αξιοποίησε μια ολόκληρη πλευρά του Πειραιά που ήταν μέχρι τότε αδιάβατη. Το εμπορικό λιμάνι ήταν γνωστό σε όλους τους Έλληνες όταν επρόκειτο να ταξιδέψουν. Το Πασαλιμάνι επίσης γνωστό καθώς είχε αξιοποιηθεί πολλά χρόνια πριν από τον Τρύφωνα Μουτζόπουλο. Η Καστέλλα όμως ήταν περιοχή αδιάβατη αν δεν είχες εκεί την κατοικία σου. 

Η μοίρα ήθελε ο Μανούσκος να πεθάνει (11.12.1952), όταν Δήμαρχος Πειραιά ήταν ο επίσης Ολυμπιακός Γεώργιος Ανδριανόπουλος, ο πρώτος αιρετός Δήμαρχος μετακατοχικά!  

Και επειδή στην Ελλάδα ότι όμορφο, ότι αγνό εμφανίζεται στον ορίζοντα, κάποιοι σπεύδουν να κηλιδώσουν, έτσι συνέβη δυστυχώς και με τον Μανούσκο. Κατηγορήθηκε διότι διορίσθηκε Δήμαρχος Πειραιά την περίοδο του Ιωάννη Μεταξά. Ωστόσο όλοι παραβλέπουν πως με την είσοδο των Γερμανών στην πόλη στις 6 Απριλίου του 1941, παρέμενε μόνο για λίγο καιρό Δήμαρχος και παραιτήθηκε αρνούμενος να συνεργαστεί μαζί τους, την στιγμή που πολλοί εκ των κατηγόρων του, παρέμειναν και συνεργάστηκαν. Επίσης, πως τόσο κατά τη περίοδο της κατοχής, όσο και μετά την απελευθέρωση, ακολούθησαν Κυβερνήσεις που διόριζαν Δημάρχους! Από το Μανούσκο μέχρι τον πρώτο αιρετό Δήμαρχο (που εξελέγη από το λαό, τον επίσης Ολυμπιακό Γεώργιο Α. Ανδριανόπουλο) ο Δήμος άλλαξε 11 φορές χέρια, από 8 Δημάρχους, με αποφάσεις είτε των Δυνάμεων Κατοχής είτε των Εθνικών Κυβερνήσεων.  Ωστόσο μόνο για τον Μανούσκο, υπήρξε τόσο έντονα η κατηγορία, ως μη αιρετού Δημάρχου, παραβλέποντας την άρνησή του για συνεργασία με τους κατακτητές, κάνοντας έτσι ολοφάνερο το γεγονός, ότι το πρόσωπό του δέχθηκε μομφή περισσότερο για τα Ολυμπιακά του αισθήματα και μόνο γι’ αυτά. 

Η κηδεία του τελέσθηκε στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς ενώ όλη η πλατεία μπροστά από το ναό καθώς και η Πλατεία Κοραή ήταν γεμάτη από κόσμο. Ξεχωριστή παρουσία αποτελούσαν οι ποδοσφαιριστές αλλά και οι αθλητές όλων των αθλημάτων του Ολυμπιακού, καθώς και πολλοί ποδοσφαιριστές Πειραϊκών και Αθηναϊκών Σωματείων. Ο τότε Δήμαρχος Πειραιά Γ. Ανδριανόπουλος έκλεισε τον λόγο του λέγοντας "η μνήμη σου θα παραμείνει αιώνια εις δόξα του Ολυμπιακού και της πόλεως του Πειραιώς". 


Διαβάστε επίσης:

Μιχάλης Μανούσκος - Δήμαρχος Πειραιά και Πρόεδρος Ολυμπιακού




Το Πνευματικό Κέντρο που δεν έγινε...

Σχέδιο του Πνευματικού Κέντρου στην Πλατεία Κοραή


Το κτήριο της Επαγγελματικής Σχολής που κατεδαφίστηκε προκειμένου
τη θέση του να καταλάβει το "Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς".

του Στέφανου Μίλεση

Ήταν Νοέμβριος του 1961 όταν έγινε για πρώτη φορά γνωστό, μέσω των τοπικών εφημερίδων, το σχέδιο για την ανέγερση Μεγάρου ως "Πνευματικού Κέντρου" στο κέντρο της πόλης, στη Πλατεία Κοραή. Μάλιστα για το σκοπό αυτό ο Δήμος Πειραιώς είχε λάβει και δάνειο ύψους 12 εκατομμυρίων Δραχμών από την τότε Κυβέρνηση, καθώς παρουσίασε έναν ολοκληρωμένο φάκελο για τη σημασία ανέγερσης ενός πνευματικού κέντρου, προκειμένου να στεγάσει τα ιδρύματα και τους φορείς που εκπροσωπούσαν στον πολιτισμό στη πόλη. 

Με βάση λοιπόν το φάκελο που παρουσιάστηκε τότε, προβλεπόταν να ανεγερθεί μέγαρο στη θέση της παλιάς Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής του Δήμου που λειτουργούσε το κτήριο που ακόμη παλαιότερα, στέγαζε το μοναδικό γυμνάσιο της πόλης, το Α΄ Γυμνάσιο Πειραιώς. 

Τα σχέδια προέβλεπαν οκταώροφο κτήριο, με δύο υπόγειες αίθουσες και ημιώροφο, με πρόσοψη στην Πλατεία Κοραή. Μια από τις υπόγειες αίθουσες θα χρησίμευε ως αίθουσα κινηματογράφου, με χωρητικότητα 612 θέσεων. Στο ισόγειο προβλέπονταν να υπάρχουν καταστήματα, ενώ στους ορόφους θα στεγάζονταν οι διάφοροι σύλλογοι πολιτισμού.
Στον 4ο και 5ο όροφο θα στεγαζόταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη με τα αναγνωστήριά της. Στον 6ο και στον 7ο όροφο, θα στεγαζόταν η Επαγγελματική Σχολή Θηλέων που στο μεταξύ θα έμενε άστεγη. 
Τέλος στον 8ο όροφο θα υπήρχε αίθουσα διαλέξεων και πνευματικών συγκεντρώσεων.

Το "Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς" όπως παρουσιάστηκε από τον τοπικό τύπο το 1961 

Το όλον Μέγαρο είχε λάβει εκ προοιμίου και τον τίτλο του ως «Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς». Βεβαίως μιλάμε για το σημερινό Δημαρχιακό Μέγαρο του Πειραιά, που αντικατέστησε το «Πνευματικό».

Το Δημαρχείο Πειραιώς σήμερα από Google maps.


Έτσι εγκαταστάθηκαν σε αυτό, αντί των πνευματικών φορέων, οι υπηρεσίες του Δήμου, ενώ προεβλήθη έντονα το προσωρινό της στέγασης, καθώς υπήρχε σχέδιο να ανεγερθεί ένα άλλο λαμπρό Δημαρχιακό Μέγαρο κάπου στο Κέντρο. Στο μεταξύ βέβαια την «προσωρινή» αυτή εγκατάσταση ο Πειραιάς την πλήρωσε, εκτός του δανείου, με την κατεδάφιση ενός σπουδαίου νεοκλασικού κτηρίου που δέσποζε στη Πλατεία Κοραή, το γεμάτο ιστορία κτήριο του Α΄ Γυμνασίου αρρένων Πειραιώς. Φυσικά το σχέδιο για οριστική μετεγκατάσταση των Δημοτικών Υπηρεσιών, πήγε να πραγματοποιηθεί επί επταετίας Σκυλίτση, με Νομοθετικό Διάταγμα, που ρύθμιζε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οικοπέδου της Ραλλείου Σχολής. Κτήριο που κι αυτό με τη σειρά του κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί το νέο Δημαρχείο, αυτό που μέχρι σήμερα βρίσκεται στα μπετά, ενώ το ιστορικό σχολείο της Ραλλείου για χρόνια μετακόμιζε από το ένα κτήριο στο άλλο, μέχρι που πριν λίγο καιρό μόλις εγκαταστάθηκε στα νέα κτήρια που παρελήφθησαν. 

Τα σχέδια του Δημαρχιακού Μεγάρου που θα ανεγειρόταν στη θέση της Ραλλείου.
Το γνωστό ημιτελές (γιαπί) που ουδέποτε ολοκληρώθηκε με αποτέλεσμα ούτε αυτά τα σχέδια να υλοποιηθούν.

Έτσι όχι μόνο "Πνευματικό Κέντρο" δεν έγινε αλλά με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν είχαν στο μεταξύ κατεδαφιστεί δύο κτήρια, που κατά τύχη ή ατυχία, ήταν και τα δύο σχολεία θηλέων (η Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή Θηλέων και το επίσης θηλέων, Γυμνάσιο της Ραλλείου), ενώ οι πολιτιστικοί φορείς της πόλης, αρρένων και θηλέων, έμειναν άστεγοι αμφότεροι.

Το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο στη θέση της Ραλλείου Σχολής

Συνοψίζοντας λοιπόν το σημερινό Δημαρχείο Πειραιώς στεγάζεται στο κτήριο που προοριζόταν για "Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς", το κτήριο που προοριζόταν για Δημαρχείο Πειραιώς, στο οικόπεδο της Ραλλείου, ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ενώ σήμερα προορίζεται για στέγαση των Δικαστηρίων, παραβλέποντας το γεγονός πως ο αρχικός του προορισμός ήταν για Δημαρχείο! 

Το φαινόμενο αυτό στον Πειραιά, δυστυχώς δεν είναι σημερινό. Μη ξεχνάμε τη ξαφνική μετεγκατάσταση κάποιο πρωινό των υπηρεσιών του Δήμου στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων (στο γνωστό Ρολόι) καθώς κρίθηκε ότι εκεί έπρεπε να στεγάζεται ο Δήμος. Μετά από χρόνια όταν το σύμβολο της πόλης, το ρολόι, όταν έπαψε πια να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του Δήμου, γκρεμίστηκε λες και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άλλους λόγους.



Θεατράκι Νέου Φαλήρου




Του Στέφανου Μίλεση

Η Εταιρεία Σιδηροδρόμων Αθηνών - Πειραιώς όπως είναι γνωστό, είχε προβεί στην ανάπτυξη μεγάλων τεχνικών έργων ανοικοδόμησης στην περιοχή του Νέου Φαλήρου. Τη δεκαετία του του 1890 πληροφορήθηκε πως η ανταγωνίστριά της Εταιρεία Τροχιοδρόμων, αναζητούσε τρόπο να συνδέσει δύο διαφορετικές γραμμές μεταξύ τους σε μια ενιαία που θα ξεκινούσε από τον Πειραιά και θα κατέληγε στην Αθήνα διαμέσου του Νέου Φαλήρου.

 Έτσι είναι γνωστό πως την παρεμπόδισε, τοποθετώντας έργα σε ευθεία γραμμή σύνδεσης των δύο διαφορετικών τροχιοδρομικών γραμμών. Ακόμη και για την περίπτωση της θαλάσσιας σύζευξης έλαβε μέτρα προκειμένου να την παρεμποδίσει, κατασκευάζοντας το 1891 την μακρόστενη θαλάσσια εξέδρα

Μέσα στα ίδια πλαίσια ανταγωνισμού κατασκευάστηκε το θεατράκι του Νέου Φαλήρου, στη μέση ακριβώς του δρόμου από τον οποίο είχε σχεδιάσει η Εταιρεία Τροχιοδρόμων να περάσει τις γραμμές της. Φοβούμενη πως το θεατράκι θα ήταν αποτρεπτικό μεν για την σύζευξη του Τροχιοδρόμου, αλλά επιζήμιο οικονομικά, ως προς την κατασκευή του, για να το κάνει ελκυστικό στον κόσμο, εισήγαγε την τιμή της παράστασης, στο αντίτιμο του εισιτηρίου με επιστροφή του Σιδηροδρόμου, τρεις (3) δραχμές συνολική αξία.

Ωστόσο οι εφημερίδες δεν καταλαβαίνουν τη σκοπιμότητα της επιλογής του συγκεκριμένου σημείου. Μακριά από το κέντρο περιπάτου των Νεοφαληριωτών, δίπλα στον οχετό όπου τα εργοστάσια ρίχνουν τα ακάθαρτα ύδατά τους, κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος που παράγει θόρυβο, δίπλα στον τερματικό σταθμό των Τροχιοδρόμων. Με τα άρθρα τους καυτηριάζουν την επιλογή θέσεως. 

Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ της 20ης Δεκεμβρίου του 1895 όταν ο Διευθυντής της Κουσουλάκος πληροφορείται τη θέση ανέγερσης: "Το νέο θέατρο πρόκειται να οικοδομηθεί εις το αντίθετο μέρος του παλαιού εκεί που ο Σιδηρόδρομος κάμπτει για να κατέλθει εις Πειραιά, εκεί που είναι ο Σταθμός Τροχιοδρόμου Φαλήρου - Πειραιώς, παρά τη παραγωγική μηχανή του ηλεκτρικού φωτός"

Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε "...είναι αδύνατον να μην εκπλαγούν, διότι ποτέ δεν πιστεύουν ότι ήταν δυνατόν να ευρεθεί άνθρωπος όστις να υπεδείκνυε τη θέσιν εκείνη!". Προτείνει μάλιστα σε εκείνον που επέλεξε τη συγκεκριμένη θέση να του απονεμηθεί το παράσημο του... λουτρού!

Πρώτος κύκλος λειτουργίας:

Κι έτσι εγένετο το θεατράκι του Νέου Φαλήρου, που έγινε γνωστό και ως θεατράκι Ε.Η.Σ. ή θεατράκι του Τσίλερ καθώς ανεγέρθηκε σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ και που έμελλε να γίνει διάσημο τα αμέσως επόμενα χρόνια από τις λαμπρές θεατρικές δόξες που θα γνωρίσει. Το θεατράκι ξεκίνησε ενώ παράλληλα γκρεμιζόταν το προηγούμενο μανδροθέατρο στην αντίθετη ακριβώς πλευρά της παραλίας το 1896 και ήταν κι αυτό τύπου "μανδροθέατρο".
 Η γνώση του Τσίλερ για τον Πειραιά και το Νέο Φάληρο, φαίνεται από το σχεδιασμό του, καθώς ακολούθησε την παράδοση των δύο προγενέστερων μανδροθεάτρων (ξύλινου και λιθόκτιστου) που διαδοχικά προυπήρξαν στο Νέο Φάληρο. 




Από το 1898 όμως ξεκίνησε με μεγάλη δυναμική, να φιλοξενεί διάσημα στην εποχή τους ονόματα όπερας και της μετέπειτα οπερέτας, όπως τον Ιταλό τενόρο Ανσέλμι και την πριμαντόνα Βιβιάνι, το Γαλλικό μουσικό θίασο "Πουπέ", τον "τρελό" Αρνιώτη με τα σκυλιά του ο οποίος είχε γυρίσει όλες τις σκηνές τότε υπαίθριες και μη σε Αθήνα και Πειραιά. Βιεννέζικες οπερέτες, ιταλικοί θίασοι, παριζιάνικες θεατρικές ομάδες παρέλασαν από τη σκηνή του. 

Μεταξύ των μεγάλων ονομάτων ήταν και αυτό της Έλσα Ένγκελς που σηματοδότησε την πορεία του μουσικού θεάτρου στην Ελλάδα. Η Ένγκελς γνώρισε μεγάλες μέρες δόξας στο θεατράκι του Νέου Φαλήρου, αγαπήθηκε παράφορα αλλά και η ίδια αγάπησε τόσο την Ελλάδα, που ζήτησε και έλαβε την Ελληνική ιθαγένεια. Το 1915 διενεργούσε γεύματα υπέρ των πτωχών μέσα στο θεατράκι του Νέου Φαλήρου.


24 Ιουλίου 1915 γεύμα υπέρ πτωχών εντός του θεάτρου του Νέου Φαλήρου 


Πέθανε το 1933 και ο θάνατός της θεωρήθηκε μεγάλη καλλιτεχνική απώλεια. 


Η Έλσα Ένγκελς

Το 1905 στο θεατράκι του Νέου Φαλήρου για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσιάστηκαν επί σκηνής γυναίκες με μαγιό! Προτιμήθηκε η παρουσίαση να γίνει στο Νέο Φάληρο λόγω της ύπαρξης των εγκαταστάσεων των θαλασσίων λουτρών. Η παρουσίαση γυναικείας μόδας μαγιό, αποτέλεσε γεγονός που προκάλεσε σκάνδαλο, αλλά έφερε περισσότερο κόσμο και εισπράξεις. 

Το 1916 μια μυθική παράσταση έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην θεατρική ιστορίας της Ελλάδας, ανέβηκε στη σκηνή του. Ήταν το "Ξιφίρ Φαλέρ" του Νικόλαου Λάσκαρη, Μιλτιάδη Λιδωρίκη και Γεωργίου Πωπ με σκηνογραφία του Πειραιώτη Πάνου Αραβαντινού. 




Κόστισε 36 χιλιάδες δραχμές και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη υπερπαραγωγή που ανέβηκε ποτέ στην Ελλάδα. Το ποσό αυτό υπολογίστηκε πως δαπανήθηκε μόνο για τα σκηνικά και τα κοστούμια του Πάνου Αραβαντινού! 

Παρέλασαν επί σκηνής, αποτελώντας μέρος της παράστασης, άνδρες που φέρουν στολές από το 1821 έως την εποχή εκείνη. Το έργο απολαμβάνει την έγκριση του Βασιλέως και στην έκτη σκηνή της Δεύτερης Πράξης ακούγεται ο θούριος του μουσικού Καίσαρη "Του Αετού ο γιος", που έκτοτε έγινε το αγαπημένο άσμα των βασιλικών των επόμενων ετών. 

Παρουσιάζονται επί σκηνής, όλες οι στολές του Ελληνικού Στρατού, Ιππικού, Ναυτικού, επίσημες ή εκστρατείας, σε μια πανδαισία μαγευτική. Οι στολές την περίοδο εκείνη ήταν άλλωστε σχεδιασμένες από τον ίδιο τον Παύλο Αραβαντινό για λογαριασμό του Ελληνικού Κράτους. 


Παρέλασαν επί σκηνής, αποτελώντας μέρος της παράστασης, άνδρες που φέρουν στολές από το 1821 έως την εποχή εκείνη.

Τόσο το πορτραίτο της Έλσα Ένγκελς όσο και άλλα 1.300 έργα του, δωρήθηκαν στον Δήμο Πειραιά με σκοπό την ίδρυση Μουσείου στο όνομά του.   

Δυστυχώς όλες οι σκηνογραφίες του και τα σχέδια των στολών του αποτελούν μόνο μια ανάμνηση καθώς αναμένουν, χρόνια τώρα, την αξιοποίησή τους, καθώς αγνοείται τόσο το μέγεθος του Πάνου Αραβαντινού όσο και το Ξιφέρ Φαλέρ.

Το "Ξιφίρ Φαλέρ" ήταν να ανέβει για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου 1916, όμως λόγω των σφοδρών ανέμων που φυσούσαν αναβλήθηκε η πρεμιέρα για την επομένη. Σημείωσε όμως 133 παραστάσεις κατάμεστες από κόσμο!


Η σκηνή του θεάτρου Νέου Φαλήρου το 1935

Το ΑΚΤΑΙΟΝ την εποχή του Ξιφίρ Φαλέρ το 1916

Η περίοδος πτώσης του:

Το "Ξιφίρ Φαλέρ" αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη στιγμή για το θεατράκι ήταν θα λέγαμε το το Κύκνειο Άσμα  του. Ακολούθησε μια περίοδος με μέτριες παραστάσεις μέχρι που η καταστροφή του 1922 έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Τα καμαρίνια, η σκηνή του, ακόμη και η προαύλια πλατεία του δέχθηκαν πρόσφυγες. Τα χρόνια που ακολούθησαν μόνο σποραδικά εμφανίζονταν θίασοι στη σκηνή του και αυτοί ήταν μέτριας θεατρικής αξίας.

Δεύτερος κύκλος λειτουργίας του (η χαμένη ευκαιρία):

Ακολούθησε μια μακρά περίοδος που διήρκεσε έως την άνοιξη του 1935 που το θεατράκι είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί και κατέρρεε. Ο Ν. Ι. Μαράκης σε άρθρο του στην εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα" (1935), περιγράφει πως το αέτωμα του Τσίλερ γκρεμίστηκε ενώ είχαν σαπίσει ακόμη και τα σανίδια της σκηνής του. Στην καταστροφή συνέβαλε και μια μεγάλη πλημμύρα που έπληξε όλη την περιοχή του Νέου Φαλήρου το 1934. Έτσι το 1935 πενήντα εργάτες κατ΄ εντολή της Σιδηροδρομικής Εταιρείας Αθηνών - Πειραιώς, ανέλαβαν την αναστύλωση του εκ βάθρων. Το θεατράκι ανακατασκευάστηκε και ξανάνοιξε προσδοκώντας εκ νέου να φιλοξενήσει Βιεννέζικη Οπερέτα.




Εντύπωση προκαλεί πως το θεατράκι του Νέου Φαλήρου ήταν ήδη γνωστό στους θεατρικούς κύκλους της Βιέννης! Όταν μέσω της Ελληνικής Πρεσβείας της Βιέννης ανακοινώθηκε η επαναλειτουργία του, ο Αυστριακός θίασος "Τεάτερ Αντερβιν" αποτελούμενος από 43 άτομα υπέβαλλε αίτηση προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια καθόδου και θεατρικής χρήσης της σκηνής του.

 Τότε Έλληνες καλλιτέχνες της ίδιας θεατρικής σκηνής, αντέδρασαν έντονα δια του ημερήσιου Τύπου και το Υπουργείο Εξωτερικών αναγκάστηκε να εκδώσει διαταγή άρσης χορήγησης αδείας στον Αυστριακό θίασο, παρότι είχε ήδη καταβάλλει 70 χιλιάδες δραχμές ως εγγύηση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. 

Μεταξύ άλλων στον θίασο θα πρωταγωνιστούσε και μια ντίβα της Αυστριακής σκηνής η σουμπρέτα Ελισάβετ Σάντνερ καθώς και ο Βερολινέζος Τενόρος Γκούτνερ Φίσσερ. 


Ο Αυστριακός θίασος "Τεάτερ Αντερβιν" θα εγκαινίαζε την επαναλειτουργία του θεάτρου του Νέου Φαλήρου το 1935 δίνοντας σε πενήντα ημέρες 6 οπερέτες μεταξύ των οποίων "Βιεννέζικο Αίμα" του Γ. Στράους, "Η χώρα του μειδιάματος" του Λέχαρ, το "Ονειρώδες βαλς" του Στράους κ.α. ενώ όλα θα καταγραφόντουσαν σε κινηματογραφική ταινία από την ΟΥΦΑ 

Το συμβόλαιο περιλάμβανε και λήψεις κινηματογραφικές των έργων από την ΟΥΦΑ. Με την άρση της εντολής παραχώρησης στη Βιενέζικη Οπερέτα χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο το θεατράκι του Νέου Φαλήρου αλλά και να καταγραφούν σε κινηματογραφική ταινία κάποιες στιγμές από τη λειτουργία του.   


Το θεατράκι Νέου Φαλήρου τα τελευταία χρόνια πριν την κατεδάφισή του

Όμως τα χρόνια άλλαξαν, ο πόλεμος ισοπέδωσε ότι ευγενικό ότι πνευματικό υπήρχε. Μεταπολεμικά το Νέο Φάληρο έπαψε να αποτελεί κέντρο κοσμικής δραστηριότητας, ενώ ή οπερέτα ως είδος από χρόνια είχε χαθεί. Με ό,τι καλό, είχε προικιστεί η περιοχή του Νέου Φαλήρου καταστράφηκε. Η όμορφη φαληρική θάλασσα είχε γεμίσει βρώμα από τον οχετό της Σούδας, το περίφημο φαληρικό μαριδάκι χάθηκε, τα θαλάσσια λουτρά και η εξέδρα είχαν διαλυθεί την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία του Παππά και το Ακταίον είχαν κατεδαφιστεί αφού πρώτα φιλοξενούσαν πρόσφυγες από τη Ρουμανία. Το μικρό θεατράκι του Τσίλερ ακολούθησε κι αυτό την πορεία του και κατεδαφίστηκε το 1968, αφού πρώτα χρησιμοποιήθηκε ως θερινός κινηματογράφος. 


Ο Γιώργος Ιωάννου κατέγραψε σε έναν πίνακα όλα τα σύμβολα του Νέου Φαλήρου. Αριστερά το ξενοδοχείο ΑΚΤΑΙΟΝ και δεξιά του αρχοντικό του Βλάγκαλη όπου το ισόγειό του χρησιμοποιήθηκε ως εκδοτήριο εισιτηρίων και σταθμός του Νέου Φαλήρου. Μπροστά ακριβώς το θεατράκι του Νέου Φαλήρου. Αριστερά από το θεατράκι υπάρχει ο τροχιόδρομος (ΤΡΑΜ). Πιο πίσω η εξέδρα και η Ταραντέλα και στα δεξιά διακρίνεται για λίγο το δεύτερο κιόσκι της παραλίας. Την εικόνα πλαισιώνουν καλοντυμένοι άνδρες και γυναίκες μιας αριστοκρατικής εποχής, πίσω ένας ναύτης, καθώς το Πολεμικό Ναυτικό για χρόνια άρχιζε και τελείωνε τα κατορθώματά του από τα Φαληρικά ύδατα. Στη θάλασσα στο βάθος ναυτοπροσκοπικά λατίνια πλέουν στον ισχυρό άνεμο (Το Νέο Φάληρο είναι χαρακτηρισμένο ως Προσκοπούπολη)  
    
Το θεατράκι στα τελευταία του από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α
Η Εφημερίδα "Κοινωνική" δημοσιεύει τον Ιανουάριο του 1969 την τελευταία φωτογραφία του Θεάτρου του Νέου Φαλήρου του οποίου η κατεδάφιση ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1968.


Διαβάστε επίσης:


Η Εξέδρα του Νέου Φαλήρου






Η νοσταλγία ενός Πειραϊκού καλοκαιριού

Μπάνια στην Πειραϊκή - Ιούλιος 1937


Του Στέφανου Μίλεση

Καθώς το καλοκαίρι πλησιάζει και το σκοτάδι της νύχτας ολοένα και υποχωρεί αφήνοντας περισσότερο χρόνο στη μέρα που διαρκώς μεγαλώνει, οι περισσότεροι, ειδικά τα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση, σκέφτονταν που και πότε θα μπορούσαν να δραπετεύσουν από την πόλη για τη δροσιά κάποιας εξοχής ή για τη θάλασσα κάποιας νησιωτικής ή παράλιας περιοχής. 

Όχι πολύ παλιά όμως, όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η κατάσταση στον Πειραιά ήταν πολύ διαφορετική. Με το που άνοιγε ο καιρός, σπίτι το σπίτι, γειτονιά τη γειτονιά, η όψη του Πειραιά μεταμορφωνόταν. Από τον Απρίλιο ήδη οι περισσότερες νοικοκυρές προετοιμάζονταν για τις εορτές του Πάσχα, προετοιμασία που ταίριαζε περισσότερο με την άφιξη του θέρους. Οι δρόμοι μπροστά από όσους έμεναν ακόμη σε μονοκατοικίες πλένονταν, οι αυλές σουλουπώνονταν, κάγκελα άρχιζαν να βάφονται. Ο ασβέστης συνήθεια παλαιοτέρων χρόνων, απλωνόταν σε μάνδρες και κράσπεδα πεζοδρομίων. Οι γλάστρες με το βασιλικό ποτίζονταν και τακτοποιούνταν ακόμη και σε εκείνους που τις είχαν αραδιασμένες στη σειρά πάνω σε μπαλκόνια ή πεζούλια. Οι ξύλινες κρεβατίνες στις αυλές, που αποτελούσαν τον φυσικό τρόπο σκιάδας, επισκευάζονταν και οι κληματαριές στερεώνονταν καλύτερα πάνω τους. Λέγεται, πως υπήρχε συνήθειο σε εκείνες τις κρεβατίνες να κρεμούν ανάμεσα σκελίδες σκόρδου και γαλάζιες χάνδρες για το «κακό» το μάτι. Τα τραπεζάκια κάτω από αυτές καθαρίζονταν και βάφονταν για να υποδεχθούν τους έγκλειστους από όλο το χειμώνα ενοίκους. Η διάθεση άλλαζε και όλοι είχαν την επιθυμία να έρθουν σε επικοινωνία με το διπλανό τους, με το γείτονά τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες για κοινούς γνωστούς και φίλους. Οι πολυκατοικίες εισέβαλαν στην καθημερινότητα της πόλης από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα και μετά. Μια στη Πλατεία Κανάρη, άλλη στην Φρεαττύδα, περισσότερες στο κέντρο της πόλης. Μέχρι τα μισά της δεκαετίας του εξήντα πολλές γειτονιές είχαν αλλάξει φυσιογνωμία, άλλες κρατούσαν ακόμη τα παλαιότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.  

Πίνακας Ανδρέα Κρυστάλλη με τίτλο "Πειραϊκή"

Η θάλασσα, που οι περισσότεροι θα αποζητούσαν, όταν οι ζέστες θα έζωναν, περιέβαλε ολόγυρα τον Πειραιά με την καθαρότητά της δεδομένη, τουλάχιστον στις συνειδήσεις ακόμη των Πειραιωτών. Κανείς δεν ανησυχούσε για το που θα πάει για παραθερισμό και για θαλάσσια μπάνια, αν και ο θεσμός των εξοχικών σπιτιών είχε αποκτήσει ήδη αρκετούς οπαδούς. Πειραϊκή, Φρεαττύδα, Καστέλλα εξασφάλιζαν άμεσα την πρόσβαση προς τα νερά του Σαρωνικού, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβανόταν για πολλούς Πειραιώτες, ειδικά τους Καστελλιώτες και η παραλία του Νέου Φαλήρου. Βέβαια πολύς κόσμος προτιμούσε τα "εύκολα" σε πρόσβαση σημεία, με άμμο ή βότσαλα όπου τα Σαββατοκύριακα γινόταν πραγματικός συνωστισμός. 


Ωστόσο στα δικά μου παιδικά χρόνια κυριαρχούν οι βουτιές από τους βράχους της Πειραϊκής στους μικρούς κόλπους που σχημάτιζε, όπως στου Κανελλόπουλου, στου Μπαϊκούτση, στου Αργύρη και στου Καλαμπάκα. Οι παλαιότεροι έζησαν την εποχή των μπάνιων στον γραφικό όρμο της Φρεαττύδας με τις παλιές ξύλινες καμπίνες του Κράκαρη. Ακόμη στριφογυρίζουν στο μυαλό μου οι περιγραφές τους για τα μικρά μαγαζάκια κατά μήκος των ακτών, που προσέφεραν συνήθως κάποιο ορεκτικό, για να συντροφεύει περισσότερο τη ρετσίνα. Εκεί κάθονταν συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που συνόδευαν την υπόλοιπη οικογένεια στην παραλία, φορώντας μεγάλα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα για τον ήλιο, ίδια με αυτά των ψαράδων, αλλά κι εκείνοι που αρκούνταν να βλέπουν τη θάλασσα από μακριά χωρίς να θέλουν να βραχούν στα κύματά της. Οι δεύτεροι ήταν συνήθως οι ναυτικοί, υπήρχαν πολλοί τότε στον Πειραιά, που από θάλασσα καθώς ήταν χορτασμένοι δεν μπορούσαν να τη δουν ως μέσο αναψυχής παρά μόνο βιοπορισμού, απέχοντας ηθελημένα από τις χάρες της.

Δεν είχε σημασία εάν η προσφορά του εδέσματος ήταν από καφενέ, ταβέρνα ή μπακαλοταβέρνα. Το μενού που προσέφεραν ήταν σχεδόν το ίδιο, καθώς το καθόριζε η ώρα του σερβιρίσματος και η εποχή και όχι τα «γούστα» του πελάτη. Ελιές, ντομάτα αλατισμένη, κρεμμύδι, τυρί καμιά σαρδέλα τα παλαιότερα χρόνια έγιναν καλαμάρια, χταπόδι και γαύρος. Ο καφές μόνο ελληνικός και μόνο για το πρωί ή για νωρίς το απόγευμα αμέσως μετά τον απαραίτητο μεσημεριανό ύπνο, αφού δεν υπήρχε το συνήθειο της άκρατης κατανάλωσής του σε όλη την διάρκεια της ημέρας έως αργά το βράδυ. Οι φωνές των παιδιών και οι βουτιές από τα βράχια της Πειραϊκής έδιναν κι έπαιρναν ενώ όταν ο καιρός ανέβαζε λιγάκι αέρα ή όταν ένα βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά, τεράστια κύματα κατέφθαναν ειδικά στο σκαφάκι, προκαλώντας ακόμη περισσότερο φωνές ενθουσιασμού των μικρών κολυμβητών.


Μεσημέρι επιστροφή με κυριολεκτική αναρρίχηση πάνω στους βράχους της Πειραϊκής και τα απομεινάρια των τειχών του Κόνωνος, αφού σκάλες ανόδου ή καθόδου ακόμη δεν υπήρχαν. Αλλά και μετά την άνοδο, ακολουθούσε άλλους πορεία κοπιαστική στις απότομες ανηφοριές των δρόμων, με το αρχαίο χώρα από τα βάση των τειχών, να κολλάει πάνω στα βρεγμένα πέδιλα και να τα κάνει να γλιστρούν ακόμη περισσότερο. 


Και ο ήχος της θαλασσινής ηρεμίας να κυριαρχεί στις περισσότερες γειτονιές του Πειραιά, καθώς τα αυτοκίνητα αν όχι ελάχιστα, τουλάχιστον δεν κυριαρχούσαν παντού εκτοπίζοντας τους ανθρώπους. Μόνο κάποια μπουρού από πλοίο του λιμανιού ακουγόταν που σήμαινε κάποια μανούβρα, κάποια αναχώρηση, κάποια στροφή δεξιά ή αριστερά μέσα στο λιμάνι. Απόκοσμη πνοή ήχου έφτανε στη γειτονιά από το πολύβουο λιμάνι. Πλήρη αντίθεση ανάμεσα στον εργατόκοσμο του λιμανιού που εργαζόταν στο λιοπύρι από τα ξημερώματα με τις κοντινές γειτονιές του Πειραιά, όπου ο μόχθος στα παιδικά τουλάχιστον μάτια ήταν άγνωστος, όπως άγνωστα ήταν ακόμα και τα άγχη, τα νεύρα και όλες εκείνες οι «ασθένειες» που γεννά η εξελικτική πορεία του ανθρώπου, όχι προς τα εμπρός, αλλά προς τα άνω δημιουργώντας έτσι μια ανηφοριά, όμοια με εκείνη που ανεβαίναμε παιδιά με βρεγμένα τα πόδια και τα πέδιλα να γλιστρούν. Όλες οι θύμισες, όλες οι περιγραφές ενός Πειραιά, που υπάρχει πια μόνο στις αναμνήσεις, περιγράφεται σε μια λέξη και μόνο: Νοσταλγία.     


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"