Η χαμένη ευκαιρία της Αρετούσας


Του Στέφανου Μίλεση

Η θρυλική Σπηλιά της Αρετούσας, στη κορυφή σχεδόν το Λόφου της Καστέλλας, αποτελούσε μια θαυμαστή παρέμβαση της ανθρώπινης διάνοιας, στη διαμόρφωση της φύσης, αφού επρόκειτο περί ενός φυσικού σπηλαίου, εντός του οποίου έγιναν ανθρώπινες παρεμβάσεις. Σκοπός ήταν η άντληση των πηγών που υπήρχαν σε μεγάλο βάθος για την ύδρευση των προϊστορικών κατοίκων του Πειραιά, τους θρυλικούς Μινύες που εκτός από καταπληκτικοί ναυτικοί ήταν και θαυμάσιοι κατασκευαστές. 

 Ο ιστορικός Ι. Μελάς πιστεύει, ότι αυτοί ισοπέδωσαν και την κορυφή του λόφου του σημερινού Προφήτη Ηλία, που πρέπει να κατέληγε σε συστάδα ανώμαλων βράχων, για να κατασκευάσουν τη δική τους ακρόπολη κατά το πρότυπο της ακρόπολης του Ορχομενού Βοιωτίας από όπου και προήλθαν. Εμπλούτισαν την κορυφή αυτή τόσο με κατασκευές που απέβλεπαν στην εξασφάλιση νερού όσο και στην δυνατότητα διαφυγής. 

Βεβαίως σκοπός του παρόντος άρθρου, δεν είναι η περιγραφή του πολιτισμού των Μινυών και των θαυμαστών έργων τους, αλλά η αναφορά σε μια ακόμη χαμένη ευκαιρία αξιοποίησης ενός έργου πολιτισμού, που θα πρόσφερε πολλά όχι μόνο στον Πειραιά αλλά και Πανελλήνια. Και λέω θα προσέφερε, καθώς το τέλος της Σπηλιάς επήλθε ουσιαστικά το 1926, όταν το στόμιο και μοναδική είσοδός της καλύφθηκε (μπαζώθηκε), προκειμένου να γίνει διαπλάτυνση της οδού που οδηγεί μέχρι σήμερα στην κορυφή του λόφου, δηλαδή της οδού Ρήγα Φεραίου.  

Η είσοδος της σπηλιάς βρισκόταν ουσιαστικά στο κέντρο της Ρήγα Φεραίου στο ύψος της οδού Τσαμαδού (νοητά ευθεία από τα σκαλάκια, εκεί ακριβώς που η Ρήγα Φεραίου μετονομάζεται σε Ίδης). Πριν την διαπλάτυνση του 1926 η Ρήγα Φεραίου ήταν στενότερη και περνούσε παραπλεύρως της εισόδου. Η διαπλάτυνση τότε έγινε με σκοπούς στρατιωτικούς, καθώς το ύψωμα αποτελούσε στρατιωτικό πυροβολείο, αλλά τελείως αυθαίρετα αφού οι εργάτες του Δήμου που επιλήφθηκαν αγνοώντας τη σπουδαιότητα της Σπηλιάς, έριχναν μπάζα και υλικά (χώματα και πέτρες) στο στόμιο μέχρι που αυτό καλύφθηκε ή καλύτερα εξαφανίστηκε τελείως. Αν η είσοδος είχε καλυφθεί με μια σιδερένια πλάκα έστω, θα υπήρχε η δυνατότητα σήμερα περαιτέρω έρευνας. 

Πολλοί ιδιοκτήτες τότε, το 1926, βλέποντας το πολιτισμικό έγκλημα που διεπράχθη, κατέφυγαν στη δικαστική συνδρομή για να την εμποδίσουν. Τότε λοιπόν, στην προσπάθειά τους οι Πειραιώτες να σώσουν ένα «μια πολιτιστική μαρτυρία» ενός ανώτερου πολιτισμού, από την επιχωμάτωση, περιέγραφαν στις εφημερίδες ό,τι ο καθένας γνώριζε περί αυτού. Σε μια από τις περιγραφές εκείνες, ξεχωρίζουμε του τελευταίου ιδιοκτήτη του οικοπέδου, εντός του οποίου υπήρχε το άνοιγμα-είσοδος της σπηλιάς. Πρόκειται για τη μαρτυρία του Βασίλειου Αναγνωστόπουλου, του οποίου η περιγραφή είναι συγκλονιστική :

«Στο μέσο του βουνού» λέει «διανοίγεται τεράστια πλατεία με στοές που φωτίζεται από έναν φωταγωγό στο κέντρο του! Εάν ληφθεί υπόψη ότι όλο το βουνό είναι εσωτερικό άδειο (κούφιο), το σπήλαιο είναι τεράστιο. Η εξερεύνησή του δεν είναι εφικτή λόγω του σκοταδιού, εάν όμως γίνει ηλεκτρική εγκατάσταση εύκολα το σπήλαιο θα μπορούσε να χωρέσει χιλιάδες ανθρώπους».

 Η εντυπωσιακή αυτή περιγραφή δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Δήμαρχο Πειραιώς Μιχάλη Μανούσκο, ο οποίος κατ’ εντολή του Ιωάννη Μεταξά το 1939, θέτοντας τον Πειραιά σε πολεμική προετοιμασία, προσπάθησε να βρει την είσοδο της σπηλιάς προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει ως αντιαεροπορικό καταφύγιο. Μάταια όμως, καθώς τον πρόλαβε ο πόλεμος και η σπηλιά έχασε την ευκαιρία να αποκαλυφθεί. 



Και η λεγόμενη πρόοδος στο μεταξύ δεν έχασε χρόνο στον Πειραιά. Πρόοδος που για τους σύγχρονους Έλληνες μεταφράζεται σε τσιμέντο, άσφαλτο και μπετόν. Μέσα σε τέτοια μίγματα θάφτηκε και η ιστορία που άφησαν οι Μινύες, στον λόφο αυτόν της Μουνυχίας, που από «κοίλος, υπόνομος και πολύ ιερός φύσει τε και επίτηδες ώστε οικήσεις δέχεσθαι» του Στράβωνα, έγινε φιλέτο για ανεγέρσεις πολυκατοικιών με απεριόριστη θέα. Έτσι η είσοδος της αρχαίας Σπηλιάς της Αρετούσας, παρέμεινε μπαζωμένη και ανεξερεύνητη. Στο μεταξύ πολυκατοικίες και μεζονέτες χτίστηκαν πάνω από στοές λαξευμένες χιλιάδες έτη πριν, αρδευτικά φρέατα, και ένας υπόγειος κόσμος που ξεχάστηκε με το αθωωτικό άλλοθι του "ίσως κάποιος ιστορικός ή αρχαιολόγος του μέλλοντος καταφέρει να ασχοληθεί".



Τα χρόνια πέρασαν, όταν το 1964 το πόδι μιας μικρής μαθήτριας του δημοτικού της Σταματίνας Γιαννίρη, σφηνώθηκε απρόβλεπτα σε ένα σημείο στην συμβολή των οδών Ρεθύμνης και Γενναδίου στον Προφήτη Ηλία. Το κορίτσι για καλή του τύχη κρατήθηκε στην επιφάνεια. Ο κόσμος που έτρεξε να το κρατήσει, είδε με τρόμο πως το κορίτσι ουσιαστικά κρεμόταν στην άκρη ενός βαράθρου, που μέχρι εκείνη την στιγμή όλοι αγνοούσαν. Εάν έπεφτε μέσα, θα είχε άσχημο τέλος. Επρόκειτο για ένα άνοιγμα, μια μαύρη τρύπα στο κενό, που ήταν σκεπασμένη μόνο από ένα λεπτό στρώμα χώματος και πάνω σε αυτό ο κόσμος στέκονταν ή περπατούσε αμέριμνος για χρόνια. 

Ειδοποιήθηκαν οι αρχές οι οποίες ανήμπορες να καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο, ειδοποίησαν με την σειρά τους την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, τη μόνη που διέθετε αρμόδιο εξοπλισμό για τέτοιες περιστάσεις. Την εποχή εκείνη, στο τιμόνι της Σπηλαιολογικής Εταιρείας, βρισκόταν η μεγαλύτερη μορφή της και Πρόεδρος της η κ. Άννα Πετροχείλου που μαζί με τους Δημ. Λιάγκο και Κυριακού έσπευσαν στο σημείο (πρώτη φωτογραφία ανάρτησης). Τότε διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο περί κατακόρυφου φρέατος, βάθους 32 μέτρων, ανθρώπινης κατασκευής αφού το φρέαρ ήταν λαξευμένο και επιμελώς επενδυμένο στην αρχή του, με πωρόλιθους και σε μήκος 6,40 μέτρων. 

Στην εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ" της 17ης Ιουλίου 1964 δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο "Αρχαίο βάραθρο πάνω από το Τουρκολίμανο". Η κ. Πετροχείλου υποβάλλει σημείωμα περί διάνοιξης νέας εισόδου προς την Σπηλιά της Αρετούσας, παραπλεύρως της αρχικής που έχει ασφαλτοστρωθεί, και προτείνει όπως πραγματοποιηθεί και η εξερεύνηση του σπηλαίου. Βέβαια τίποτε δεν έγιναν από αυτά. 

Ο Δήμος στην χαλαρή νηφαλιότητα του, χρόνια τώρα περιλαμβάνει στους τουριστικούς οδηγούς που εκδίδει την Σπηλιά της Αρετούσας, που η φυσική της είσοδος εδώ και μισό αιώνα είναι φυσικά φραγμένη. Ακόμα σε φυλλάδια του Πειραιά που διανέμονταν κατά χιλιάδες, πριν δυο τρία χρόνια, στην έκθεση του βιβλίου στο Πασαλιμάνι, συμπεριελάμβαναν το σημείο ως «μέγιστου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος» που πρέπει ο επισκέπτης οπωσδήποτε να επισκεφθεί. Σήμερα ποίος είναι εκείνος που δεν δυσανασχετεί βλέποντας τις καταστροφές των αρχαίων στην Παλμύρα; Κι όμως το μπάζωμα της Σπηλιάς της Αρετούσας ήταν για τον Πειραιά, μια μικρή Παλμύρα. 

Βέβαια θα ήταν πολύ εύκολο, μέσα στην ανικανότητά μας, εμείς οι ασήμαντοι και αδιάφοροι κληρονόμοι της πλούσιας προίκας των Μινυών, αφού δεν μπορέσαμε να αποφράξουμε την είσοδο μιας σπηλιάς, να είχαμε τοποθετήσει πλησίον του σημείου, τουλάχιστον μια επιγραφή, ώστε να ενημερώνεται ο επισκέπτης τι θαυμαστός πολιτισμός υπήρξε κάποτε σε αυτά τα χώματα, που εμείς μάθαμε να χρησιμοποιούμε μόνο για καταστρέφουμε και να μπαζώνουμε. 


Διαβάστε επίσης:


Σπηλιά της Αρετούσας (Μινύες: Ιστορικό λατρείας - ήθη και έθιμα)

1 σχόλιο:

George Girnas είπε...

Δυστυχώς έτσι λειτουργούμε και σαν ΛΑΟΣ. Προσπαθούμε μόνο να τα ''σκεπάσουμε''

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"