Η αληθινή πειραιώτικη ιστορία μιας ελληνικής ταινίας



του Στέφανου Μίλεση

Το 1969 ανεβαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ελληνική ταινία με πρωταγωνιστή τον Κώστα Κακκαβά, που έχει τίτλο «Θέλω πίσω το παιδί μου». Η συγκεκριμένη ταινία ανήκει στον κύκλο των λεγομένων δραματικών ταινιών, που μεταπολεμικά γυρίζονταν σε μεγάλο αριθμό και που είχαν σημαντική απήχηση σε τμήμα του ελληνικού λαού.

Σήμερα πολλές από αυτές τις ταινίες θεωρούνται ή κρίνονται λανθασμένα ως υπερβολικές, καθώς σε πολλούς φαίνεται ότι τα σενάριά τους αγγίζουν τα όρια της υπερβολής όσον αφορά στη δραματικότητά τους. Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα περισσότερα σενάρια των ταινιών αυτού του είδους, στηρίζονταν πάνω σε αληθινά περιστατικά, επρόκειτο δηλαδή για ιστορίες που μεταπολεμικά απασχόλησαν την κοινή γνώμη. 

Η μεταπολεμική Ελλάδα, είχε πολλές δραματικές ιστορίες να αφηγηθεί προερχόμενες από τα δεινά του πολέμου και της κατοχής. Πρώτη θέση σε τέτοιου είδους ιστορίες κατείχε ο Πειραιάς ο οποίος υπήρξε η περισσότερο από όλους βομβαρδισμένη πόλη την περίοδο του πολέμου.   

Η ταινία με τίτλο «Θέλω πίσω το παιδί μου» στηρίχθηκε σε μια ιστορία που είχε συνταράξει την κοινή γνώμη αλλά και την κοινωνία του Πειραιά. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς του Πειραιά κατά την περίοδο της κατοχής, μια μητέρα τρέχοντας με το παιδί στην αγκαλιά της αναζητώντας ένα ασφαλές καταφύγιο προστασίας, τραυματίζεται, χάνει τις αισθήσεις της και αφήνει το παιδί της εν μέσω βομβαρδισμού στον δρόμο. 

Μια άγνωστη διερχόμενη γυναίκα βλέποντας τη μητέρα ξαπλωμένη κάτω στον δρόμο, νομίζει ότι είναι νεκρή. Παίρνει το παιδί μαζί της και το θέτει υπό την προστασία της μαζί με το δικό της παιδί. Το μεγαλώνει διαιρώντας ουσιαστικά τη φτώχεια της στα τρία, αφού επρόκειτο για μια γυναίκα πάμπτωχη που αγωνιζόταν καθημερινώς για την επιβίωσή της. Για να τα καταφέρει η δύσμοιρη εκείνη φτωχή γυναίκα, φτάνει στο σημείο να γυρίζει μαζί με τα δύο μικρά παιδιά, από πόλη σε πόλη δίνοντας παραστάσεις κουκλοθέατρου για να τους εξασφαλίσει το  φαγητό τους. Οι δουλείες όμως δεν πηγαίνουν καλά, και η γυναίκα φτάνει να μένει για μέρες νηστική η ίδια προκειμένου να ταΐζει τα δύο παιδιά που έχει υπό την προστασία της. 

Στις περιπλανήσεις της συναντάει ένα ζευγάρι Ελληνοαμερικανών που ζητούν να τους δώσει το ένα από τα δύο παιδιά για να το υιοθετήσουν καθώς τυγχάνουν άτεκνοι. Της τάζουν ένα σημαντικό ποσό ως αμοιβή της υιοθεσίας. Η γυναίκα προκειμένου να εξασφαλίσει τόσο στο παιδί που περιμάζεψε μια καλύτερη μοίρα, όσο και να προστατεύσει το δικό της παιδί αφού είχε φτάσει στα όρια της πείνας δέχεται την προσφορά. Το βομβόπληκτο Πειραιωτόπουλο πραγματικά υιοθετείται και ακολουθεί τους νέους του γονείς στις Η.Π.Α.



Τα χρόνια περνούν ενώ η τραυματισμένη μητέρα από τον βομβαρδισμό εκείνο της κατοχής δεν έχει σταματήσει ποτέ την αναζήτηση του χαμένου της παιδιού. Με τη παρότρυνση του τυφλού άνδρα της ο οποίος είχε επιστρέψει σε αυτή την κατάσταση αφού είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε ναζιστικό στρατόπεδο στη Γερμανία, ξεκινά μια εκτεταμένου μεγέθους επιχείρηση, με τη βοήθεια ιδιωτικού ερευνητή προκειμένου να βρουν ή να μάθουν για το παιδί τους. Ύστερα από πολλές έρευνες το παιδί βρίσκεται και η υπόθεση καταλήγει στα δικαστήρια όπου γίνεται ένας δραματικός αγώνας που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, για το ποιος θα κρατήσει το παιδί.

Η ιστορία διχάζει και απασχολεί την πειραϊκή μεταπολεμική κοινωνία, καθώς ήταν δεκάδες εκατοντάδες οι περιπτώσεις των βομβοπλήκτων παιδιών που κατέληξαν σε υιοθεσία στο εξωτερικό, σε ιδρύματα ή παιδιά των οποίων η μοίρα ήταν άγνωστη για τους γονείς τους που τα αναζητούν για πολλά χρόνια. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (!) συνέχιζε τις μεσημεριανές ώρες να ανακοινώνει από τους κρατικούς ραδιοσταθμούς, τα γνωστά εκείνα στους μεγαλύτερους στην ηλικία «δελτία αναζητήσεων», με τα οποία εκατοντάδες γονείς βομβοπλήκτων παιδιών, ήλπιζαν κάποιοι να αφουγκραστούν την αγωνία τους και να τους δώσουν κάποιες πληροφορίες για την τύχη των χαμένων τους παιδιών.

Νοέμβριος 1944 - Διαμαρτυρία βομβοπλήκτων Πειραιωτών στην οδό Σταδίου στην Αθήνα
(Φωτογραφία από D. Kessel) 

Ο Νέστορας Μάτσας παρέλαβε το θέμα της πολύκροτης δίκης της εποχής του, το τροποποίησε και το προσάρμοσε στις κινηματογραφικές ανάγκες που απαιτούσε ένα σενάριο ταινίας. Ωστόσο από εισπρακτικής πλευράς η ταινία απέτυχε. Βρισκόμαστε στο 1969 όπου ο κόσμος έχει ορθοποδήσει, οι καταστροφές του πολέμου έχουν αποκατασταθεί. Η ελληνική κοινωνία έχει πλέον αλλάξει. Αφήνει πίσω της τις πληγές της κατοχής παρότι πολλές από αυτές συνεχίζουν να πονάνε. Οι αλλοτινές εισπρακτικές επιτυχίες αληθινών ιστοριών που γίνονται ταινίες, κόβουν πλέον ελάχιστα εισιτήρια. Παρότι επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος «Θέλω πίσω το παιδί μου» ώστε να καλύπτει τις εκατοντάδες περιπτώσεις των βομβοπλήκτων παιδιών που αναζητούνταν, η ταινία δεν «έπιασε» και αυτό οφειλόταν στην κοινωνική μεταστροφή που αναφέραμε. 



Νέα προσπάθεια έγινε, μετά την κυκλοφορία της ταινίας, με αλλαγή του τίτλου της ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου, καθώς θεωρήθηκε ότι το κοινό θα προσερχόταν στις αίθουσες αν καταλάβαινε ότι το σενάριο της ταινίας αναφερόταν στη δίκη που διεξαγόταν τότε και που απασχολούσε την κοινή γνώμη. Έτσι ο τίτλος άλλαξε και έγινε «Η μεγάλη Δίκη» χωρίς ωστόσο και πάλι να αλλάξει κάτι από εισπρακτικής πλευράς. 


Οι περιπτώσεις μικρών βομβοπλήκτων Πειραιωτών είναι πολλές. Κάθε μια από αυτές θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της μια ξεχωριστή σπουδαία ιστορία. Άλλες έχουν αίσιο τέλος και άλλες όχι. Είναι γεγονός ότι κάθε βομβαρδισμό του Πειραιά την περίοδο της κατοχής, ακολουθούσε ένας αριθμός ανακοινώσεων στο κατοχικό τύπο, με θέμα την ανεύρεση ή την αναζήτηση κάποιου χαμένου και περιφερόμενου παιδιού. 

Σχετική η ανακοίνωση που δημοσιεύεται την 21η Ιουνίου του 1941, με την οποία γίνεται γνωστή η εύρεση ενός μικρού Πειραιώτη (πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης). Επρόκειτο για τον Ανδρέα που έμενε στον Πειραιά και που συνεπεία ενός βομβαρδισμού από τον οποίο καταστράφηκε το σπίτι του –άγνωστο τι συνέβη στους γονείς του- βρέθηκε να περιφέρεται στην Καισαριανή. Οδηγείται στο Τμήμα Αμέσου Περιθάλψεως του Πατριωτικού Ιδρύματος το οποίο εκδίδει τη σχετική αναζήτηση. Δεκάδες τέτοιες οι αναζητήσεις σε όλη την περίοδο του πολέμου. Αληθινά πόσα από τα χαμένα Πειραιωτόπουλα βρέθηκαν, πόσα επέστρεψαν και πόσα υιοθετήθηκαν; Δυστυχώς η δυστυχία και η ορφάνια αποτέλεσε για τον Πειραιά ένα στατιστικό μέγεθος που ουδέποτε μετρήθηκε.   

Οι σιδηροδρομικές κλούβες του Θανάτου (1941-1944).





του Στέφανου Μίλεση

Ένα γεγονός που καταγράφηκε από όλους τους ιστοριογράφους της κατοχικής περιόδου, ήταν ο μεγάλος αριθμός από βαγόνια μετασκευασμένα που ήταν γνωστά ως "κλούβες". 

Και ενώ οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους κατέστρεφαν τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, κτήρια, γραμμές, ατμομηχανές και βαγόνια, οι μόνες που παρέμειναν άθικτες ήταν οι "κλούβες", συνεχίζοντας να προκαλούν τον τρόμο σε όσους τις έβλεπαν. 

Επρόκειτο για ένα ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι που μετατρεπόταν σε μεγάλο κλουβί, εντός του οποίου οι Γερμανοί έβαζαν κρατούμενους. Στη συνέχεια τοποθετούσαν την "κλούβα" μπροστά από τη σιδηροδρομική μηχανή, ώστε σε περίπτωση δολιοφθοράς, να σκοτώνονταν πρώτα οι κρατούμενοι που επέβαιναν σε αυτήν. Η τοποθέτησή τους στην "κλούβα" αποτελούσε μαρτύριο, καθώς από τον Πειραιά έμεναν εντός αυτής μέχρι του προορισμού, άνθρωποι που είχαν συλληφθεί φορώντας πουκάμισα και φανελάκια και γενικώς ήταν απροετοίμαστοι. Αυτοί καλούνταν στη συνέχεια να διεκπεραιώσουν τη διαδρομή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, κρύου, βροχής ακόμα και χιονιού. Ταξίδευαν για ώρες ακάλυπτοι και εκτεθειμένοι χωρίς καμία προστασία, ενώ γνώριζαν ότι η εκεί παρουσία τους δεν θα απέτρεπε τις αντιστασιακές ομάδες από το έργο τους.  



Καθώς ο Πειραιάς διέθετε δύο τερματικούς σταθμούς σιδηροδρόμων (Πελοποννήσου και Λαρίσης) αλλά και επισκευαστική βάση σιδηροδρόμων, οι κλούβες αποτελούσαν σύνηθες κατοχικό θέαμα. Η αγριότητα του πολέμου και η λυσσαλέος αγώνας κατά των Γερμανών ωστόσο δεν εμπόδιζε τις ομάδες αντίστασης να προβαίνουν σε πράξεις δολιοφθοράς.  


Εγκαταστάσεις ΣΕΚ Πειραιώς κατεστραμμένες κατά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων


Τα ξημερώματα της 2ας Ιουνίου του 1943 σε σιδηροδρομικό δρομολόγιο κατάφορτο από Ιταλούς στρατιώτες με προορισμό την Θεσσαλονίκη, σημειώθηκε σαμποτάζ την ώρα που ο συρμός διερχόταν από σήραγγα (τούνελ Νεζερού), στο 252ο χιλιόμετρο της γραμμής. 

Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, ώστε κατέρρευσε το τούνελ προκαλώντας το θάνατο όχι μόνο των 230 Ιταλών στρατιωτών που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία, αλλά και 25 Γερμανών που αποτελούσαν τη φρουρά της σήραγγας. Η αντιστασιακή πράξη έγινε, παρά το γεγονός ότι μπροστά από την ατμομηχανή στο συγκεκριμένο δρομολόγιο υπήρχε "κλούβα" εντός της οποίας υπήρχαν 15 όμηροι.

Η προσέγγιση των ομήρων της "κλούβας" από συγγενείς, φίλους και άλλους (όπως συμβαίνει στην πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης), αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο καθώς μαζί με εκείνους που ήθελαν να μάθουν για την τύχη των οικείων τους, πλησίαζαν και άτομα που ενεργούσαν σε ομάδες δολιοφθοράς με σκοπό τη λήψη πληροφοριών περί του εκτελούμενου δρομολογίου.  Έτσι οι Γερμανοί πολλές φορές συνελάμβαναν και τα άτομα που προσέγγιζαν του ομήρους της "κλούβας" και τα τοποθετούσαν μαζί τους, συμπληρώνοντας τον αριθμό τους. Πολλοί συγγενείς μόλις αντιλαμβάνονταν την πρόθεση των Γερμανών, έτρεχαν αλλόφρονες να γλυτώσουν οι ίδιοι. Η γερμανική βαρβαρότητα δεν υποχωρούσε σε καμία περίπτωση από τις παρακλήσεις και από τους θρήνους των γονιών, των συζύγων, των αδελφών ή των παιδιών των μελλοθανάτων. 

Ο Άγιος Νικόλαος Πειραιώς (Των Υδραίων)

Ο Άγιος Νικόλαος Πειραιώς.
Πίνακας φιλοτεχνημένος από τον Σπυρίδωνα Σκαρβέλη (1868 - 1942).

του Στέφανου Μίλεση

Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου εορτάζει ο Άγιος Νικόλαος, ο προστάτης των θαλασσών μας και των ναυτικών μας. Μαζί του γιορτάζει και όλος ο ναυτικός κόσμος της χώρας μας. Διότι από τα παλιά χρόνια και μέχρι τις μέρες μας, δεν υπάρχει πλοίο πολεμικό ή εμπορικό, υπερωκεάνιο, φορτηγό ή τρεχαντήρι που να μην είναι εφοδιασμένο με την εικόνα του Αγίου, με ένα καντήλι αναμμένο μπροστά του, πραγματικό ή ηλεκτρικό, για να φωτίζει την εικόνα του.

Είναι ο Άγιος στον οποίο θα προσφύγει ο ναυτικός, όταν απελπισμένος δεν θα έχει άλλο μέσο σωτηρίας, όταν το σκάφος του και ο ίδιος, θα βρεθούν στον κίνδυνο της τρικυμίας και της καταιγίδας. Αναρίθμητες οι περιπτώσεις ναυτικών που κινδύνευσαν και που επικαλούμενοι τη βοήθεια του αγίου, σώθηκαν.

Το πιστοποιούν αυτό όχι μόνο οι μαρτυρίες, αλλά τα πολλά τάματα που έχουν δωριθεί στους δεκάδες ναούς που φέρουν το όνομα του Αγίου Νικολάου σε ολάκερη τη χώρα. Τάματα που αντιστοιχούν σε ισάριθμα θαύματα! Και ο Πειραιάς που είναι η πρωτεύουσα πόλη της ελληνικής ναυτιλίας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από μια τέτοια εορτή. Στον Άγιο Νικόλαο των Υδραίων, τον Άγιο Νικόλαο του Πειραιά, τελείται κάθε χρόνο με μεγάλη λαμπρότητα η εορτή του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόλαος τη δεκαετία του '60


Ο εορτασμός περιλαμβάνει μεγάλη περιφορά της εικόνας στους δρόμους της πόλης, ενώ την ίδια στιγμή ο αέρας δονείται από τις μπουρού των βαποριών του λιμανιού που αποδίδουν τιμές στον Άγιο. Τα παλαιότερα χρόνια και οι ίδιοι οι ναυτικοί έδειχναν με τον δικό τους τρόπο την ευλάβεια και την ευσέβεια προς τον προστάτη άγιο, καθώς έβγαζαν από το κεφάλι τους το ναυτικό σκούφο ή το πηλήκιό τους και στέκονταν με δέος προς την κατεύθυνση της φερώνυμης εκκλησίας, ανεξάρτητα με το πού βρίσκονταν οι ίδιοι. Αρκούσαν και μόνο οι χαιρετισμοί των πλοίων και οι καμπάνες των εκκλησιών, για να καταλάβουν ότι ο άγιος βρισκόταν σε περιφορά στους δρόμους της πόλης.



Στον Πειραιά ο ναός του Αγίου Νικολάου είναι ο μεγαλύτερος ναός της πόλης και βρίσκεται στην αλλοτινή ακμάζουσα υδραίικη συνοικία. Τα παλαιότερα χρόνια ο ναός του Αγίου Νικολάου καταλάμβανε και τη μεγαλύτερη σε έκταση ενορία, πριν ακόμα ανεγερθούν οι ναοί του Αγίου Νείλου και της Ζωοδόχου Πηγής

Ο Άγιος Νικόλαος έχει τριπλάσιο μέγεθος και διπλάσιο ύψος από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι Υδραίοι είχαν ζητήσει από τον συμπατριώτη τους Λαζαρίμο, ο δικός τους ναός να είναι μεγαλύτερος από το ναό του προστάτη και πολιούχου της πόλης του Πειραιά, του Αγίου Σπυρίδωνα.  



Από άποψης κατασκευής αποτελεί ένα αληθινό φρούριο που το απέδειξε στην πράξη, καθώς έμεινε όρθιος παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Τα ωστικά κύματα των βομβών τόσο των Γερμανών του 1941, όσο και των «συμμάχων» του 1944, έσκαγαν πάνω του όπως τα κύματα της θάλασσας στους βράχους της παραλίας. Κι αυτός ακλόνητος χάρη στην τοιχοποιία του που στη βάση του έχει πάχος πάνω από ένα μέτρο!

Ο σημερινός ναός, είναι ο τρίτος κατά σειρά, θεμελιώθηκε την ίδια ακριβώς χρονιά που ιδρύθηκε και ο σύνδεσμος, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν και όλοι οι Υδραίοι του Πειραιά. Το 1879!

Μια σημαντική χρονιά αφού τότε συστάθηκε ο Υδραϊκός  Σύνδεσμος Πειραιώς ενώ παράλληλα έγινε η θεμελίωση του σημερινού ναού. Τα θεμέλια τέθηκαν από τον Δήμαρχο Πειραιά Τρύφωνα Μουτσόπουλο, τον Δήμαρχο όλων των μεγάλων έργων στην πόλη. 

Ο ναός τέλεσε τα μεγαλοπρεπή εγκαίνιά του στις 2 Νοεμβρίου του 1886. Μέχρι τότε είχαν δαπανηθεί 200 χιλιάδες δραχμές για την κατασκευή του. Τα εγκαίνια έγιναν ενώ ακόμα ο ναός στερείτο εσωτερικής διακόσμησης και αγιογράφησης, ενώ εξωτερικά στερείτο μαρμάρων. Όμως η Υδραϊκή συνοικία δεν μπορούσε να μείνει χωρίς εκκλησία. Το 1886 υπολογίσθηκε ότι απαιτείτο ακόμα ένα ποσό της τάξης των 300 χιλιάδων δραχμών, μεγαλύτερο δηλαδή κι από το ποσό που απαιτήθηκε για την κατασκευή του. Ο Ιωάννης Λαζαρίμος ειδικά για τον Άγιο Νικόλαο καθώς ήταν ο ναός των συμπατριωτών του, επέβλεπε την οικοδόμησή του μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Ο ναός ολοκλήρωσε την εσωτερική του διακόσμηση το 1902.    

Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Κωνσταντίνου Αθανασίου. Αριστερά διακρίνεται ο δεύτερος κατά σειρά ναός του Αγίου Νικολάου. Πίσω του η αποθήκη της οδού Ευπλοίας.
Στα δεξιά του ναού, κατά μήκος της παραλίας κυριαρχούν οικήματα με τις χαρακτηριστικές νησιώτικες (υδραϊκές) καμάρες. (1875)


Στη θέση του σημερινού ναού υπήρχε αρχικά ένα μικρό εκκλησάκι, ενώ  μπροστά από αυτό υπήρχε μια από τις παλαιότερες πλατείες της πόλης η Πλατεία Αμαλίας, όταν την ίδια εποχή η σημερινή Πλατεία Καραϊσκάκη καλείτο Πλατεία Όθωνος. Αυτό το πρώτο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, είχε θεμελιωθεί στις 22 Ιουλίου 1844 χάρη στην εθελοντική εργασία που είχαν προσφέρει οι κάτοικοι της Υδραίικης συνοικίας έχοντας επικεφαλής έναν από τους ιδρυτές της συνοικίας τους τον Αναστάσιο Ρομπότση, το σπίτι του οποίου βρισκόταν κοντά στους Μύλους στη σημερινή δηλαδή Πλατεία Πηγάδας.

Αναστάσιος Ρομπότσης.
Ο πρωτεργάτης του συνοικισμού των Υδραίων στον Πειραιά και στην οικοδόμηση του ναού του Αγίου Νικολάου. 


Το 1852 ξεκίνησε η οικοδόμηση του δεύτερου κατά σειρά ναού στο ίδιο σημείο, πάλι από τους Υδραίους του Πειραιά, οι οποίοι εφάρμοσαν τις οδηγίες και τα σχέδια που είχαν εκπονήσει ο Βασιλικός μηχανικός Lorenzen και ο Δημοτικός μηχανικός Πετμεζάς, ένα έτος μόλις πριν (1851).

Η διαδοχική αντικατάσταση των ναών αφορούσε αποκλειστικά στο διαρκές αυξανόμενο αριθμό του πληθυσμού της Υδραίικης συνοικίας, που όντως στις αρχές της δεκαετίας του 1880 βρίσκεται στο απόγειο της αριθμητικής της υπεροχής.

Ο Άγιος Νικόλαος δεν είναι μόνο ο μεγαλύτερος ναός του Πειραιά, είναι και ο πιο όμορφος. Παλαιότερα με τους κόκκινους τρούλους του, δέσποζε σε όλη την παραλιακή ακτογραμμή του εμπορικού λιμένα. Σήμερα οι ίδιοι τρούλοι είναι μπλε, ταιριάζοντας περισσότερο με το χρώμα της θάλασσας που ο Άγιος Νικόλαος προστατεύει.

Μέσα από τους κόλπους της ενορίας του Αγίου Νικολάου υλοποιήθηκε η πρωτοβουλία της Ελένης Μαμάη το γένος Λυμπέρη, για την ανέγερση ναού προς τιμή του Αγίου Νείλου στην περιοχή του Χατζηκυριακείου. 
Η αδελφότητα που η Μαμάη ίδρυσε το 1928, έφερε την ονομασία "Αδελφότης των Κυριών, Άγιος Νείλος ο Μυροβλήτης". Γιόρταζε τον Άγιο της Κυνουρίας τελώντας λειτουργίες στο ναό του Αγίου Νικολάου. Από εράνους που η Μαμάη διενεργούσε εντός του Αγίου Νικολάου, συγκεντρώθηκαν άλλωστε πολλά χρήματα για την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Νείλου.  




Τα τελευταία χρόνια, τρία ρολόγια έχουν τοποθετηθεί, δύο στην πρόσοψη και ένα προς την Ακτή Μιαούλη. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι ο ναός περιστοιχιζόταν στη βάση του από πλήθος καταστημάτων τα οποία καταργήθηκαν. Ο ναός του Αγίου Νικολάου αποτελεί το πλέον φωτογραφημένο οικοδόμημα του Πειραιά από τους αφικνούμενους με τα κρουαζιερόπλοια περιηγητές, αφού βρίσκεται έναντι του χώρου άφιξης των πλοίων αυτών.

Τα τελευταία χρόνια, τρία ρολόγια έχουν τοποθετηθεί, δύο στην πρόσοψη και ένα προς την Ακτή Μιαούλη.


Τα παλαιότερα χρόνια από τον επιβατικό σταθμό που λειτουργούσε δίπλα στο Τελωνείο, αναχωρούσαν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες με πλοία της γραμμής που εκτελούσαν δρομολόγια προς Αμερική και Αυστραλία. Οι οικογένειες που αποχαιρετούσαν τους προσφιλείς ανθρώπους τους, άναβαν κεριά και προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλαο, παρακαλώντας να εξασφαλίσει ασφαλές ταξίδι στον οικείο τους, αλλά και πρόοδο και ευημερία στη χώρα που μετανάστευε. Ο ναός του Αγίου Νικολάου καθώς βρισκόταν έναντι του μεγαλύτερου σταθμού αποχωρισμού χιλιάδων Ελλήνων για την ξενιτιά, προσέφερε μια εικόνα παρηγοριάς στις οικογένειες των μεταναστών αλλά και στους ίδιους τους μετανάστες, που τον κρατούσαν ως τελευταία εικόνα στα μάτια τους και στη θύμησή τους, αναχωρώντας για πάντα από την Ελλάδα.
   

Η σημερινή έκταση που βρίσκεται έναντι του ναού, ανάμεσα σε αυτόν και στην «παγόδα» του Ο.Λ.Π. φέρει την ονομασία «Πλατεία Μελίνα Μερκούρη»

Παράρτημα φωτογραφιών για τον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς:





Άγιος Νικόλαος 1917
Ο Άγιος Νικόλαος το 1895
Άποψη της εκκλησίας από την οδό Τομπάζη το 1917.
Στην οδό Τομπάζη γεννήθηκε και ο Ιάκωβος Δραγάτσης.
Η κατασκευή του Αγίου Νικολάου συνεχίζεται. 11 Ιουνίου 1890. Αν και ο ναός εγκαινίασε τη λειτουργία του το 1886 μέχρι το 1902 η κατασκευή του συνεχιζόταν.  
Ο Άγιος Νικόλαος με κόκκινους τρούλου το 1982. Φωτογραφία από JOHN RIPPER
Οι θόλοι του Αγίου Νικολάου δεν είναι τρεις, όπως λανθασμένα έχει καταγραφεί στη σχετική βιβλιογραφία.
6 Δεκεμβρίου 1948. Λιτάνευση εικόνας Αγίου Νικολάου επί της Δευτέρας Μεραρχίας.
Ο Άγιος Νικόλαος των ναυτικών
Ο μαρμάρινος προσκυνητής για συνδρομές υπέρ του ναού του Αγίου Νικολάου, στέκεται σήμερα παρατημένος έξω από την εκκλησία.  
Ακόμα ένας μαρμάρινος προσκυνητής υπέρ του Αγίου Νικολάου, με δωρητή τον ιατρό Ανάργυρο Πατσουράκο (1921) στέκει βουβός επί της Λεωφόρου Χατζηκυριάκου.   
Άγιος Νικόλαος το 1970

Οι μικροί Γαβριάδες του λιμανιού (Τα παιδιά του Πειραιά)


του Στέφανου Μίλεση

Το λιμάνι του Πειραιά από το 1860 και ύστερα αποτέλεσε ένα πόλο έλξης για γρήγορο μεροκάματο αλλά και συνάμα ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Παιδιά που δούλευαν στο δρόμο, που κοιμόντουσαν όπου και όπως εύρισκαν, σε κασόνια και σε βάρκες που τις άφηναν παρατημένες τη νύχτα στην αποβάθρα. Αποτελούσαν μια γνώριμη εικόνα του λιμανιού.

Ιδρύματα όπως το "Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων" υπήρξαν μια κάποια σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο ο αριθμός των παιδιών που παρέμεναν στους δρόμους ήταν δραματικός ως προς το μέγεθός του. Ολοένα περισσότερα παιδιά εμφανίζονταν στο λιμάνι, καθώς οι γονείς τους μετακόμιζαν στον Πειραιά για να βρουν εργασία σε κάποια φάμπρικα, ο μισθός των οποίων όμως, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Παιδιά ορφανά από γονείς, παιδιά πρόσφυγες, παιδιά από οικογένειες που αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν, κατέφευγαν στο λιμάνι να βρουν το δικό τους δρόμο.

Όμως και αυτά τα παιδιά του λιμανιού είχαν δικαιώματα. Επιθυμούσαν ένα πιάτο φαγητού, ένα παιχνίδι, μια γωνιά να κοιμηθούν.


Ήταν οι μικροί Γαβριάδες, από τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρος Ουγκώ στο έργου του "Οι Άθλιοι", που ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες και δημοσιογράφους της προπολεμικής εποχής να τους αποδώσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όλη τη δεκαετία του 1920 και του 1930 τα αλάνια του λιμανιού, τα παιδιά του Πειραιά, είχαν αποκτήσει το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό "μικροί Γαβριάδες".
Τα παιδιά του Πειραιά ήταν όντως παιδιά!

Για τους υπόλοιπους που αγνοούσαν τόσο τον Ουγκώ όσο και τους "Άθλιους" ήταν απλώς τα αλητόπαιδα ή αλλιώς τα χαμίνια του λιμανιού. Ήταν οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι, άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με ιμάντα από το λαιμό τους, πωλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα.

Κηδεία παιδιού σε προσφυγικό συνοικισμό

Ο Πειραιάς κατείχε την θλιβερή πρώτη θέση στον τομέα της παιδικής εργασίας. Το λιμάνι, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες είχαν ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων προσλάμβαναν και παιδιά.

Η "Λέσχη εργαζόμενου παιδιού" προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση στα παιδιά αυτά, ορίζοντας μάλιστα και ώρες όπως γινόταν με τα μαθήματα.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Κυριακής ανέγραφε: "Διασκέδαση από 18.00 έως 19.30' ώρα".

Στα παιδιά έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. "Ποτέ την Κυριακή!" το σύνθημα.

Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης.

1938 Βραδυνή Διδασκαλία στη "Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού". Η Λέσχη αποτελούσε ένα μέρος του ευρύτερου προγράμματος του σωματείου με την επωνυμία "Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Εργαζόμενου Παιδιού". Στον Πειραιά η Λέσχη βρισκόταν εγκατεστημένη σε ένα κτήριο στην Αγία Σοφία επί της οδού Παλαμηδίου.


Τα χαμίνια του λιμανιού, οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν ρημάδια της θλιβερής μοίρας που περιφέρονταν στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν. Περιφέρονταν σαν χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μεγαλύτερα παιδιά, τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους.

Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Οι Γαβριάδες ταύτισαν την ύπαρξή τους με το μεγάλο λιμάνι, κατά συνέπεια με τον Πειραιά!

Άπορα παιδιά επιστράτων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 13

Ο αριθμός των παιδιών - χαμινιών είχε φτάσει σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά, τα θεωρούσαν πλέον ως μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού, ένα "αναγκαίο κακό" για το οποίο δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το μεταβάλουν. Αυτά ήταν τα "Παιδιά του Πειραιά" στην πραγματική ζωή, πριν χρόνια αργότερα γίνουν τραγούδι και ταινία.

Και φυσικά αυτά τα παιδιά, όταν δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, "επιστρατεύονταν" να επιτελέσουν ένα ρόλο, σε κάποια από τις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου, που δεν έχαναν την ευκαιρία της εκμετάλλευσης. Οι δουλείες του "ποδαριού" απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα. Και αυτά τα χαρακτηριστικά τα διέθεταν τα παιδιά.

Ρακένδυτα παιδιά περιφέρονταν στις προβλήτες αναζητώντας τρόπους επιβίωσης

Ιούλιος 1917


Τα παιδιά του Πειραιά, οι μικροί Γαβριάδες, αποτελούσαν το ένα μέρος του σκηνικού. Το άλλο μέρος του ήταν οι αχθοφόροι, οι βαρκάρηδες, οι γεμιτζήδες, οι αραμπατζήδες και οι ναυτικοί.

Μεγάλος αριθμός από τα παιδιά του Πειραιά δούλευαν στα δεξιά όπως βλέπει ο επισκέπτης το λιμάνι, προς του Ξαβέρη τα καρνάγια. Άλλα στα Καρβουνιάρικα κατάμαυρα από τη σκόνη, ήταν πολύ εύκολο να τα καταλάβεις.

Αυτά της Πλατείας Καραϊσκάκη και του Τζελέπη ήταν περισσότερα ευάλωτα στην ανομία καθώς εκεί σύχναζαν οι "περίεργοι" του λιμανιού. Όπου πολύς κόσμος και οι ευκαιρίες...

Άλλα εργάζονταν έξω από το λιμάνι, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά γνωρίσματα. Περιφέρονταν με βρομισμένα ή σχισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα.

Μετακίνηση των Γαβριάδων με το Τραμ
Η περίθαλψη και η περισυλλογή αυτών των παιδιών του λιμανιού, δεν αποτελούσε μόνο καθήκον της Λέσχης του εργαζόμενου παιδιού. Υπήρξαν πολλά σωματεία, ενώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα που προσπάθησαν να προσφέρουν ό,τι μπορούσε το καθένα για την ανακούφιση των παιδιών του λιμανιού.

Η εικόνα αυτή, είχε μεταφερθεί και στο εξωτερικό. Το 1934 η Λαίδη Κρόσφιλντ δημιούργησε στον Πειραιά την "Παιδική Στέγη" τη διαχείριση της οποίας είχε αναλάβει η Κική Παπαστράτου.

Η "Παιδική Στέγη" περισυνέλεγε τα παιδιά των βιοπαλαιστών γονέων που περιφέρονταν στους δρόμους και τους προσέφερε τροφή και ψυχαγωγία. Το ίδρυμα αυτό της Λαίδης Κρόσφιλντ λειτούργησε για πρώτη στο τότε νεοσύστατο Δήμο Αγίου Γεωργίου (Κερατσίνι). Μη ξεχνάμε ότι το 1934 ήταν το έτος κατακερματισμού του Πειραιά σε Δήμους και σε κοινότητες. Η "Παιδική Στέγη" είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της κυρίως στα παιδιά των Ταμπουρίων και της Δραπετσώνας.

Τα χαμίνια του Πειραϊκού Λιμένα τριγυρνούν γυμνά -μόλις έχουν βγει από τη θάλασσα όπου έκαναν μπάνιο- ανάμεσα από τους Γάλλους στρατιώτες. Βρισκόμαστε στην Γαλλική Κατοχή του Πειραιά του 1917
Μόνο όποιος είχε ζήσει αυτή τη ζωή του λιμανιού μπορούσε να εκτιμήσει την αξία ενός ζεστού πιάτου φαγητού, τη θαλπωρή ενός κρεβατιού που προσέφερε προστασία από το κρύο και τις βροχές του χειμώνα.

Πολλά από αυτά τα παιδιά του λιμανιού, μεγαλώνοντας έγιναν πετυχημένοι επαγγελματίες χωρίς να λησμονήσουν όμως ποτέ τη μίζερη ζωή των παιδικών τους χρόνων. Και υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες, ειδικά για αυτά τα παιδιά του Πειραιά που κάποτε υπήρξαν και οι ίδιοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μπάκαλα. Υπήρξε κι εκείνος ένας Γαβριάς!

Το έργο του στη συνέχεια μεγάλο. Αναλαμβάνει επικεφαλής του Πατριωτικού Ιδρύματος του Πειραιά το οποίο βρίσκεται άνευ στέγης. Διαθέτει ιδιόκτητο μέγαρο στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας και Καραΐσκου. Δημιουργεί περίπτερα στις εξοχές της Βούλας για να παραθερίζουν τα παιδιά, ενώ διαθέτει και μια έκταση επί της Λεωφόρου Σωκράτους και Ναυάρχου Μπήττυ (Ηρ. Πολυτεχνείου και Καραολή και Δημητρίου σήμερα), στην οποία ανεγείρεται το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ.

Στο πλευρό των παιδιών του Πειραιά στάθηκε και η Αθηνά Δηλαβέρη καθώς προσέφερε καθημερινώς από 1.300 έως 1.900 γεύματα, ενισχύοντας τα μαθητικά συσσίτια.

Όλες οι παραπάνω αναφορές είναι βεβαίως ενδεικτικές, αφού εκκλησίες και ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, σχολεία, προσπαθούσαν προς τον σκοπό αυτό. Τα παιδιά του Πειραιά αποτελούσε φαινόμενο κυρίως της προπολεμικής εποχής.

Η δίνη του αιματηρού Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δημιούργησε την κατοχική και την μεταπολεμική περίοδο, ανάλογο πρόβλημα σε κάθε ελληνική πόλη.

Τα παιδιά του Πειραιά, του λιμανιού, τα χαμίνια, τα αλητόπαιδα, οι μικροί Γαβριάδες, όπως κι αν τα έλεγαν, όταν κάποτε μεγάλωναν και εντάσσονταν ομαλά στην ελληνική κοινωνία, αποτελούσαν σημείο αναφοράς και θαυμασμού για τις αρχές από τις οποίες διακατέχονταν.

Πολλά από τα παιδιά αυτά στην εφηβεία τους, όσα δεν κατέληξαν στην παρανομία, φοίτησαν σε νυχτερινές επαγγελματικές σχολές, έγιναν σπουδαίοι μηχανικοί, στελέχωσαν το εμπορικό ναυτικό και τις μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Έγιναν σπουδαίοι μάστοροι.


"Τα παιδιά του Λιμανιού" από ΕΛΙΑ


Γίνονταν άνθρωποι αυθεντικοί, απαλλαγμένοι από υποκρισίες και συμπλέγματα, ζυμωμένοι στον δρόμο και στις προβλήτες του λιμανιού. Γνωρίζοντας τη σκληρότητα και τη βία από πρώτο χέρι και μάλιστα στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία των παιδικών χρόνων, είχαν αναπτύξει έντονα αισθήματα και ευαισθησίες, χαρίσματα θα λέγαμε που γενικώς είχαν εκλείψει στον υπόλοιπο κοινωνικό περίγυρο.

Οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν μόνιμο θέμα στην προπολεμική λογοτεχνία, αρθρογραφία καθώς και στα χρονογραφήματα των εφημερίδων. Τα παιδιά του λιμανιού που παρέμεναν στο κοινωνικό περιθώριο ή στην παρανομία μετατρέπονταν σε "Παιδιά της πιάτσας".





Κατόπιν αυτών, θεωρώ λανθασμένη την αποδιδόμενη έννοια της λέξης "Γαύρος" για τους φιλάθλους της ομάδας του Ολυμπιακού, που δήθεν κρατά την προέλευσή της από το γνωστό ψάρι.

Τα φρέσκα αλιεύματα, ειδικά την προπολεμική εποχή δεν αποτελούσαν διατροφική προτίμηση και μάλιστα φθηνή όπως κάποιοι νομίζουν. Τα ψάρια τότε δεν μπορούσαν να διατηρηθούν φρέσκα. Δεν υπήρχαν μηχανήματα να τα διατηρήσουν ώστε να φτάσουν φρέσκα από την αλίευση στον καταναλωτή. Αυτό που ισχύει σήμερα δεν ίσχυε τότε! Το ψάρι γαύρος σήμερα είναι φθηνότερο από τα υπόλοιπα ψάρια. Τότε όλα τα φρέσκα αλιεύματα ήταν ακριβά αλλά το σπουδαιότερο δεν αποτελούσαν πρωτεύουσα επιλογή της εργατικής τάξης.





Τα ψάρια προπολεμικά καταναλώνονταν παστά από τους φτωχούς ανθρώπους οι οποίοι τα αγόραζαν από τα μπακάλικα της γειτονίας τους. Ακόμα και η ίδια η ονομασία του ψαριού "γαύρος" δεν βρισκόταν σε χρήση την προπολεμική εποχή, καθώς ο παστός γαύρος λεγόταν τότε αντζούγια. Οι περίφημες και γνωστές αντζούγιες όπως και οι παστές σαρδέλες ήταν στον Πειραιά εδέσματα που συνόδευαν την κατανάλωση ρετσίνας.


Μικρός λούστρος διαβάζει στα σκαλιά της εκκλησίας - 1933



Για να επιστρέψουμε όμως στα παιδιά του λιμανιού, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των μικρών Γαβριάδων, αποτέλεσαν θέμα και τίτλο κινηματογραφικών ταινιών αλλά και τραγουδιών. Τα παιδιά του Πειραιά μπορεί να έγιναν παγκοσμίως γνωστά από την Μελίνα Μερκούρη στην ταινία "Ποτέ την Κυριακή" με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά για μεγάλη χρονική διάρκεια πριν γίνουν τραγούδι, αποτελούσαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είχε λάβει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις.

Την κατοχική περίοδο αλλά και μεταπολεμικά ο όρος "Γαβριάς" ή "Γαβριάδες" χάθηκε, διότι η αθλιότητα λόγω πολέμου γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηλικίες. Η φτώχεια έπαψε να αποτελεί "προνόμιο" των παιδιών του λιμανιού. Όλοι πλέον λιμοκτονούσαν. Άλλωστε ποιος γνώριζε τον μικρό Γαβριά του Ουγκώ; Πολύ εύκολα ο "Γαβριάς" έγινε "Γάβρος".

Οι Γαβριάδες με την κοινωνική ανάπτυξη άρχισαν να χάνονται από το λιμάνι. Συνέχιζαν όμως να παραμένουν στη θύμηση όλων εκείνων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ζώντας στις κασέλες και στα πρόχειρα παραπήγματα του Πειραϊκού λιμένα.



Διαβάστε επίσης:

Κωνσταντίνος Μπάκαλας. Ο ευεργέτης των παιδιών του Πειραιά


Ορφανοτροφείο Αρρένων Ελένης Ν. Ζαννή



"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"