Ο Νικηταράς, οι Βαυαροί και το τέλος του μεγάλου ήρωα

Ο Νικηταράς μεταφέρει στους ώμους του τραυματία.
Έργο σε πρόπλασμα φιλοτεχνημένο από τον Δ. ΦΥΤΑΛΗ, σε σχέδιο του Ι. ΠΛΑΤΗ.

του Στέφανου Μίλεση


Ο υποστράτηγος και Γερουσιαστής Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) πέθανε στον Πειραιά στις 6 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849, σε ηλικία 68 ετών.  

Είναι από τις ελάχιστες φορές που όσοι ήρωες της επανάστασης βρίσκονταν ακόμα εν ζωή, κατέβηκαν στον Πειραιά προκειμένου να παραλάβουν το νεκρό λείψανο του ήρωα και να το συνοδεύσουν μέχρι το ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα. Εκεί τον αποχαιρετιστήριο λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, παλιός μας γνώριμος στον Πειραιά καθώς υπήρξε ο πρώτος ιδρυτής ιδιωτικού σχολείου στην πόλη μας όταν ο Πειραιάς ήταν ακόμα μια μικρή και ασήμαντος πολίχνη. 

Ακολούθησε η ομιλία του Παναγιώτη Σούτσου του αόρατου εμπνευστή και εισηγητή της εορτής της 25ης Μαρτίου την οποία εορτάζουμε ως ημέρα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας μέχρι και σήμερα. Βέβαια από την 10 σημεία που εισηγήθηκε ο Σούτσος το 1835 ο Όθωνας αποδέχθηκε μόνο το ένα το 1838. Αυτό της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου. Αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό από τη σημερινή μας ομιλία θέμα. 

Ο Όθωνας διέταξε να τηρηθεί πένθος για το θάνατο του Νικηταρά από όλους τους Αξιωματικούς ξηράς για δύο ημέρες. Και όλα φαίνονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή καλά καμωμένα εκ μέρους του Όθωνα και των Βαυαρών συμβούλων του, μέχρι που ο θάνατος του ηρωικού Νικηταρά κατέδειξε τη γύμνια του βαυαρικού συστήματος και την παράδοση άνευ όρων μιας κοινωνίας, της ελληνικής, που μαγεμένη από το νέκταρ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας που μόλις γευόταν, είχε ξεχάσει στο περιθώριο εκείνους που της την χάρισαν. Και ομιλώ για τους Έλληνες οπλαρχηγούς. 

Όλες τις θέσεις και όλα τα στρατιωτικά αξιώματα το παλάτι τα είχε παραχωρήσει σε Βαυαρούς αμφίβολης προέλευσης που ενεργούσαν στην Ελλάδα ως στρατός κατοχής ενώ οι Έλληνες ήρωες της επανάστασης πάνω στη ράχη των οποίων είχε θεμελιωθεί η λευτεριά έμειναν πένητες και καταφρονημένοι, ωθούμενοι πολλοί να βγουν ξανά στο βουνό, ως παράνομοι αυτοί τη φορά για να διεκδικήσουν αυτό που η ελληνική ανεξαρτησία δεν τους απέδωσε. 

Ο Νικηταράς που έζησε άνευ στέγης, πέθανε άνευ χιτώνος και τάφηκε άνευ μνήματος, στάθηκε αιτία κάποιοι λόγιοι της εποχής να ξεσηκωθούν κατά του Όθωνα και των Βαυαρών καταδεικνύοντας τι ακριβώς, το μικρό ελληνικό βασίλειο παρείχε στους παρείσακτους ξένους που δεν ήταν καν Φιλέλληνες αλλά ακολούθησαν τον Όθωνα στην κάθοδό του στην Ελλάδα, και τι ακριβώς είχε στερήσει από τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Σύντομα και μόνο θα αναφέρω μερικά ονόματα. 

Ο Χίτζ έφτασε στην Ελλάδα ως ποινικός εξόριστος και βρέθηκε να κατέχει τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. 
Ο Λόπκοβιτζ ήταν δεκανεύς στα μουλάρια και στην Ελλάδα βρέθηκε Λοχαγός. 
Ο Ράιχεμπαχ ήταν Χαλκοποιός και βρέθηκε Υπολοχαγός. 
Ο Βέλτζε ήταν μπυροπώλης και διορίστηκε ως Ανθυπολοχαγός. 
Ο Χές ήταν Παντοπώλης και διορίσθηκε επίσης Ανθυπολοχαγός. 
Ο Φόκτ ήταν αλευράς και έγινε αξιωματικός,
ενώ ο Χόρμελ που ήταν κουρέας διορίσθηκε ως ιατρός τάγματος. Ο Χόρς δήλωσε αλμπάνης και αμέσως έγινε ιππίατρος. 
Ο Χάϊντζε ήταν γραφεύς και έγινε αρχιτέκτονας. 
Ο Σούλτζ που αγνοείται τι έκανε στην Βαυαρία, στην Ελλάδα κατείχε το βαθμό του υπολοχαγού. 
Ο Ντέλμπρατ ήταν υποκριτής στο θέατρο και έγινε υπολοχαγός. 
Ο Κόχμάϊερ έφτασε άεργος και με έξοδα της Ελλάδας σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όταν την ίδια στιγμή Έλληνες γιοι ηρώων δεν γίνονταν δεκτοί στη σχολή για τον ίδιο λόγο. Για αυτούς η χώρα δεν κάλυπτε τα έξοδα των σπουδών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα λίγο αργότερα στάθηκε αυτό του γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (γιος που έλαβε το όνομα του ετεροθαλή δολοφονημένου αδελφού του), του Πάνου Κολοκοτρώνη, που ως Έυελπις στον Πειραιά η γηραιά μητέρα του, έστειλε επιστολή το 1857 στον Όθωνα ζητούσε να μη διώξουν τον γιο της από τη σχολή γιατί αδυνατούσε να πληρώσει.
Ο Σήλλερ ήταν δεκανεύς στην Βαυαρία, έγινε στην Ελλάδα Αξιωματικός και μετά δύο έτη έγινε διευθυντής του ανθρακωρυχείου Κύμης. 


Σε αντίθεση με αυτά τα λίγα παραδείγματα ας πάμε να ρίξουμε μια ματιά με τους αντίστοιχους Έλληνες στρατιωτικούς. 
Ο Κορωναίος εξήλθε από το Πολεμικό Σχολείο δηλαδή τη Σχολή Ευελπίδων του Πειραιά το 1831 ως ανθυπολοχαγός και μέχρι το 1849 που πέθανε ο Νικηταράς είχε προαχθεί μόνο σε Λοχαγό. 
Ο Πολυμέρης το 1829 είχε εξέλθει από τη Σ.Σ.Ε. και είκοσι χρόνια αργότερα παρέμενε στον ίδιο βαθμό. 
Η μόνιμη δικαιολογία των Βαυαρών ήταν για τους μεν οπλαρχηγούς ότι ήταν αγράμματοι ενώ για τους αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων ότι δεν ήταν στο επιθυμητό επίπεδο. 
Ας πάμε να δούμε λοιπόν τους Έλληνες που σπούδασαν σε σχολές του εξωτερικού που είχαν το επιθυμητό επίπεδο ποια τύχη είχαν. 
Ο Αντωνιάδης εξήλθε της Στρατιωτικής Σχολής Μονάχου το 1833 με το βαθμό του υπολοχαγού και το 1849 τον βρήκε, μα τι άλλο; Υπολοχαγό. 
Αλλά και οι Φλέγγας, Σκούφος, Καγγελάρης, Συνοδινός, Σαρδίλης, Παναγιωτόπουλος, Κωνσταντέλης, Στουρνάρης απόφοιτοι της Σχολής Μονάχου με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού στις αρχές της δεκαετίας του 1830, βρέθηκαν το 1849 να κατέχουν τον ίδιο βαθμό!  

Η Βαυαρική αντιβασιλεία έψαχνε κάθε τρόπο για να αποβάλλει του σώματος τους Έλληνες και να φέρει στη θέση τους βαυαρούς αξιωματικούς.
Όλα αυτά βεβαίως γίνονταν από τους Βαυαρούς έχοντας την πλήρη υποστήριξη Ελλήνων συνεργατών στους οποίους οι Βαυαροί είχαν τάξη θέσεις εξουσίας και χρήματος. 

Αυτές οι συνθήκες επικρατούσαν τότε που διεμήνυαν στον Νικηταρά ότι το κράτος δεν διέθετε περισσότερα χρήματα για το στυλοβάτη της επανάστασης. Ο Νικηταράς ήταν γαμπρός του αρματωλού Ζαχαρία και ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κάποτε βρέθηκε στη Ζάκυνθο μαζί με τον Θείο του τον Κολοκοτρώνη. Πολλοί αγωνιστές της ελευθερίας κατέφευγαν τότε στα Ιόνια νησιά που βρισκόντουσαν υπό Αγγλική κατοχή. Με τον θείο του καθόντουσαν στις ακτές της Ζακύνθου κοιτάζοντας πέρα στο βάθος του ορίζοντα τα βουνά της Ελλάδας. Και καθόντουσαν ώρες σιωπηλοί και μόνοι με μάτια δακρυσμένα. Τους είχαν μάθει και οι κυβερνώντες Άγγλοι και μια μέρα ένας Άγγλος αξιωματούχος περνώντας από δίπλα τους είπε: «Τραγουδήστε άσματα της πατρίδα σας». Τότε ο Νικηταράς γύρισε και του είπε: «Μα πώς μπορώ να τραγουδήσω άσματα της πατρίδας, μακριά από την πατρίδα;»

Θα ήταν αδύνατο να περιγράψουμε όλη τη ζωή και τους αγώνες του Νικηταρά καθώς θα χρειαζόμασταν πολύ περισσότερο χρόνο. Θα σταθούμε μόνο σε κάποια σημεία της ζωής του «Νέου Αχιλλέα» καθώς έτσι αποκαλούσαν τον Νικηταρά.

Ο Νικηταράς έλαβε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος μετά τη μάχη στα Δερβενάκια. Ήταν η εποχή που έφτασε ο Δράμαλης να καταστείλει την επανάσταση. Μόλις το έμαθε ο Νικηταράς κατέβηκε γρήγορα από την Θεσσαλία όπου βρισκόταν μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Υψηλάντη προερχόμενοι από τη μάχη της Αγίας Μαρίνας. Με τους άνδρες που τον ακολουθούσαν που ήταν περίπου 400 καταλαμβάνει στα Δερβενάκια το στένωμα του Άγιου Σώστη. Ο Υψηλάντης με τον Παπαφλέσσα καταλαμβάνουν με άλλους 450 άνδρες το διπλανό ύψωμα. Απέναντί τους βλέπουν να έρχεται ο Δράμαλης με έναν στρατό που φτάνει τους 28 χιλιάδες Οθωμανούς με καμήλες, άλογα, μουλάρια και ακόμα πιο πίσω να ακολουθούν υπηρέτες, δούλοι, ιπποκόμοι, χαρέμια. Το Οθωμανικό Ασκέρι ήταν τόσο μεγάλο που χιλιόμετρα μακριά υψωνόταν σκόνη από το πέρασμά τους όμοια με τον καπνό της φωτιάς. Τότε πρώτος από όλους ο Νικηταράς μέσα στη βουβαμάρα και στη σιγή που είχε απλωθεί στα ελληνικά ταμπούρια τράβηξε το σπαθί του, αυτό για το οποίο αργότερα όλη η Ελλάδα θα μιλούσε, και φώναξε. «Πέρσες, Πέρσες, Οι Έλληνες σας φάγαμεν! Εγώ είμαι ο Νικήτας!» 

Τότε και μόνο τότε, που άκουσαν οι Έλληνες τη φωνή του Νικηταρά αναθάρρησαν γιατί ήξεραν ότι πίσω τους έχουν τον μέγα στρατηλάτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μπροστά τους τον «Νέο Αχιλλέα» τον Νικηταρά. Οι Έλληνες πέφτουν πάνω τους με τέτοια ορμή που πολλοί στην προσπάθειά τους να κατέβουν γρήγορα τον λόφο γκρεμίζονται. Βλέποντας ο Δράμαλης το ένα τρίτο του στρατού μέσα σε μια στιγμή να έχει αφανιστεί στρέφεται και αρχίζει να υποχωρεί προς την Κόρινθο. 

Και πάλι ο Νικηταράς τον καταδιώκει σκοτώνοντας ακόμα 1.500 τούρκους. Έκτοτε καλείται Τουρκοφάγος. Και αυτό το σπαθί που έγινε σύμβολο ανδρείας του αγώνα, ο φτωχός Νικηταράς πήγε να το προσφέρει προς συνδρομή του ναυτικού αγώνα. Συγκεκριμένα το 1823 όταν ο εχθρός ερχόταν δια θαλάσσης ο στόλος μας στερείτο πολεμοφοδίων. Τότε πολλοί Έλληνες πλούσιοι ή φτωχοί έδιναν ότι διέθετε ο καθένας για την αγορά μπαρουτιού και εφοδίων. Και ο Νικηταράς μη έχοντας τίποτα άλλο να δώσει προσέφερε το σπαθί του, το σπαθί των Δερβενακίων. Το έστειλε πεσκέσι στον Μιαούλη με ένα γραπτό μήνυμα που έλεγε «Πούλησέ το». Τότε ο Μιαούλης με ευλάβεια το επέστρεψε πίσω στον Νικηταρά με ένα άλλο μήνυμα που έγραφε «Φόνευε».

Ο Νικηταράς υπήρξε ο μόνος αγωνιστής της επανάστασης που έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες. Ήταν πανταχού παρών. Όταν αργότερα κατέφθασε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ενώ οι Έλληνες ήταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες, ο μόνος που στάθηκε να τον ντουφεκίσει ήταν ο Νικηταράς. Τον ντουφέκισε στην Καστανίτσα, τον ντουφέκισε στα όρη της Μεγαλόπολης και έξω από την Τρίπολη έσφαξε 3 λόχους αράβων. Ο Νικηταράς ήταν παρών και στο Μεσολόγγι και στην ηρωική έξοδο των υπερασπιστών του. 

Ο Νικηταράς πολέμησε στη Πελοπόννησο, πολέμησε στην Αττική, έδρασε στη Θεσσαλία, έδρασε στην Αιτωλία. Δεν υπάρχει λόφος και βουνό που να μην γνώρισε τα πατήματά του. Πολέμησε όλες τις Φυλές των Οθωμανών αλλά και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Πολέμησε κατά Γάλλων που συνέδραμαν ως Αξιωματικοί τον Οθωμανικό στρατό, πολέμησε κατά Τουρκαλβανών, κατά Αιγυπτίων, Τυνησίων, Αλγερινών, Μαροκινών, Βοσνίων. Πολέμησε λαούς ανατολικούς ή δυτικούς που κατά καιρούς έφταναν στην Ελλάδα απεσταλμένοι των Οθωμανών για να καταπνίξουν την επανάσταση.

Ο Νικηταράς είχε νυμφευθεί την Αγγελίνα με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Γιάννη και δύο κόρες. Κάποια στιγμή θέλοντας να δείξει την αγάπη του για εκείνη και καθώς δεν είχε ούτε λεφτά για να τις αγοράσει κάποιο δώρο αλλά ούτε και κάτι άλλο πολύτιμο της έστειλε ένα μικρό πακέτο. Όλοι νόμιζαν ότι θα είχε μέσα χρυσό ή κόσμημα. Θα ήταν εύκολο για τον Νικηταρά να αποκτήσει γιατί μετά τις μάχες ακολουθούσε συνήθως πλιάτσικο στο οποίο δυστυχώς λάμβαναν μέρος οι Έλληνες παίρνοντας ό,τι πολύτιμο ήθελε ο καθένας. Ο μόνος που δεν συμμετείχε ήταν ο Νικηταράς και διαφωνούσε μάλιστα και με αυτό. Καθώς οι άλλοι όμως οι μακρινοί δεν το γνώριζαν υπέθεσαν ότι το πακέτο προς την γυναίκα του την Αγγελίνα θα είχε μέσα κάποιο σπουδαίο δώρο. Το μόνο που βρήκε μέσα η Αγγελίνα ήταν μια ξύλινη ταμπακιέρα. Ο δύστυχος Νικηταράς δεν είχε κάτι άλλο να της στείλει. Βρήκε όμως κι ένα σημείωμα που έγραφε «Το σπαθί που είχα το χάρισα στην Διοίκηση στην Ύδρα για να χρησιμεύσει για το αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται η πατρίδα. Την ταμπακιέρα τη στέλνω σε σένα που είσαι το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο, ύστερα από την πατρίδα».

Αυτός ήταν ο Νικηταράς. Και κάποτε τελείωσε ο αγώνας και ο Νικηταράς βρέθηκε στο περιθώριο της ιστορίας. Αλλά έπρεπε να ζήσει. Και καθώς δεν γνώριζε τίποτε άλλο πέρα από την τέχνη του πολέμου επιχείρησε να καταπιαστεί με έργα της ειρήνης. Έχοντας ως συνεταίρο τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό έφτιαξαν μαζί ένα χαρτοποιείο. Όμως τα χαρτιά που έφτιαχναν έμεναν στα αζήτητα. Τότε ο Νικηταράς στράφηκε στον Κυβερνήτη Καποδίστρια και ζήτησε τη βοήθειά του. Απάντηση δεν έλαβε ποτέ.

Τα πράγματα άρχισαν να βαίνουν ακόμη χειρότερα με την άφιξη του Όθωνα και των Βαυαρών στην Ελλάδα. Ήταν γνωστό πως ο Νικηταράς ήταν Ναπιαίος ήταν δηλαδή οπαδός του Ρωσικού Κόμματος που οι Βαυαροί δεν ήθελαν. Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνωμοσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Στο καταστατικό της η Φιλορθόξη Εταιρεία είχε ως στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Οι Βαυαροί όμως που έψαχναν για ευκαιρία ώστε να τον φυλακίσουν δεν τα έβλεπαν αυτά. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε. 

Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον  φυλάκισε στην Αίγινα.  Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον  χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη  κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια. Έμεινε σχεδόν τυφλός. Οι εχθροί του ήθελαν να τον εξαφανίσουν. Τον προσήγαγαν σε δίκες καθιστό καθώς από την αδυναμία δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Μόνο ο Μακρυγιάννης τον θυμήθηκε κάποια στιγμή και μεσολάβησε για την αποφυλάκισή του. 

Επέστρεψε πίσω στο πατρικό του σπίτι στο Άργος. Για να ζήσει πήγε να καλλιεργήσει κάποια οικόπεδα στη θέση Σερεμέτι, θέση που βρίσκεται εκεί που σήμερα είναι Νέα Κίος. Όμως τα οικόπεδα αυτά ήταν πλημμυρισμένα. Απαιτούσαν αποξήρανση, πώς άραγε ο άρρωστος Νικηταράς θα μπορούσε να την κάνει; Αναγκάστηκε να δανειστεί δημιουργώντας νέες οφειλές. Και λέω νέες καθώς είχε δανειστεί και παλαιότερα για τις ανάγκες του αγώνα. Έτσι το κράτος για το οποίο ο ίδιος είχε αγωνιστεί να δημιουργήσει και χωρίς να παρανομήσει του εκπλειστηρίασε το σπίτι του και τη γη την οποία προσπάθησε να καλλιεργήσει. Του εκπλειστηρίασε την περιουσία του γιατί λόγω του πατριωτισμού του δανείσθηκε για να αγοράσει όπλα για τους άνδρες του. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πάμπτωχος και καταφρονημένος έφτασε να ζήσει στον Πειραιά ως επαίτης. Οι αρμόδιες αρχές εκτιμώντας τον αγώνα του Νικηταρά του εξέδωσαν άδεια επαίτη. Του όριζαν μάλιστα και συγκεκριμένο σημείο στο οποίο και μόνο επιτρεπόταν να επαιτεί που ήταν εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς που τότε φυσικά ακόμη δεν είχε θεμελιωθεί. 

Ο Νικηταράς από την επαιτεία ζούσε λοιπόν, μέχρι την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.  Μόνο μετά την παραχώρηση συντάγματος επήλθε για τον Νικηταρά ένας διορισμός με τον οποίο γινόταν μέλος της Γερουσίας, διορισμός με τον οποίο έλαβε μια πενιχρή σύνταξη για να σταματήσει την επαιτεία.



Θα κλείσω με μια ρήση του Νικηταρά:
 «Αδελφοί η Ελλάς πάσχει και κινδυνεύει να χαθεί όχι βέβαια από τους εχθρούς της αλλά από την ασυμφωνία των τέκνων της» (Νικηταράς προς Κουντουριωταίους 22.12.1823).




-Ομιλία χαιρετισμού εκδήλωσης στον Πειραϊκό Σύνδεσμο την 23η Μαρτίου 2017, με θέμα τον Νικηταρά, με κύριο ομιλητή τον Ομότιμο Καθηγητή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριο Ανδριόπουλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"