Η νυχτερινή ζωή του λιμανιού του Πειραιά του 1935

Χειρωνακτική φόρτωση οχημάτων στο λιμάνι του Πειραιά τη δεκαετία του '30



Έτσι αρχίζει πάντα η ιστορία αυτή. Μαζί με το σούρουπο. Πρώτα αρχίζουν ν’  αναβοσβήνουν τα φώτα της μπούκας του λιμανιού. Πράσινο – κόκκινο. Κόκκινο – πράσινο. Ύστερα φεύγει και το τελευταίο καράβι που έχει υψωμένη στο πλωριό άλμπουρο τη γαλάζια σημαιούλα της παρτέντζας. Η δουλειά έχει σταματήσει και το λιμάνι παίρνει μια πένθιμη όψη. Οι σκιές απλώνουν από τη μια ως την άλλη άκρη τα φτερά τους και τα κρέπια της νύχτας χαμηλώνουν, χαμηλώνουν ως τις αντένες των πλοίων που μένουν δεμένα…

Φωτεινά μάτια μονάχα, μέσα σ΄ όλους τους σκοτεινούς τούτους όγκους και στα παράξενα σχήματα που δημιουργούν οι πρύμες των καραβιών, είναι τα φινιστρίνια των υπερωκεανείων της Κιούναρ ή της Μεσαζερί που σπαθίζουν τα νερά με τρέμουσες γραμμές. Είναι οι χαρμόσυνες αυτές λουρίδες φωτός σαν παράτονη πινελιά σ΄ έναν σκοτεινό πίνακα ενός κακότεχνου ζωγράφου δίχως αέρα, δίχως φως. 
 
Μπορεί πιο πέρα, πίσω από την παραλία στα ύποπτα στενά, στους άσκημα φωτισμένους δρόμους, στα χαμηλά μαγαζιά που ‘ναι και καφενεία και ταβέρνες μαζί ν’  ακούς το παράπονο κάποιας φυσαρμόνικας ή το θλιμμένο μπάλο ενός ξυπόλητου αράπη που ξεκίνησε από το Άντεν για να μείνει ξέμπαρκος στον Πειραιά χρόνια τώρα…

Δεν είναι όμως τούτο το νυχτερινό λιμάνι. Υπάρχουν πιο πέρα και καμπαρέ με Τζαζ και σαξόφωνα, υπάρχουν και μπαλαρίνες που χορεύουν και δείχνουν στους ναυτικούς τα κορμιά τους γυμνά χωρίς συστολή, ανάμεσα σε μια μποτίλια μπύρας ή ουίσκι. Δεν είναι όμως τούτο το λιμάνι το αληθινό.

Είναι ο περαστικός κόσμος, οι θερμαστές, οι κοκκινομάλληδες των γερμανικών φορτηγών, είναι οι ναύτες των εγγλέζικων πλοίων, είναι ακόμα και οι σνομπ κυρίες και κύριοι που κατεβαίνουν με συντροφιές από την Αθήνα, για να ζήσουν την ατμόσφαιρα του λιμανιού και νάχουν να λένε ύστερα…



Ακόμα είναι τα μαγαζιά τα νησιώτικα που προσφέρουν γυναίκες και κρασί στις στενές παρόδους στους καινούργιους ναυτικούς που μεθούν και σπάνε, τραγουδούν και χορεύουν από καημό και ντέρτι για τη θάλασσα. Είναι οι καινούργιοι ναύτες που ξεκινούν φορτωμένοι ελπίδες κι όνειρα και καρτερούν να μπαρκάρουν για μακρινά πόρτα. Δεν είναι αυτοί που γυρίζουν. Είναι ακόμα στην αρχή και δεν μπορούν να διακρίνουν το τέρμα.

Δεν είναι αυτό λοιπόν το λιμάνι της νύχτας. Η ζωή του η αληθινή περνάει εκεί στα υπόστεγα, κοντά στις μαούνες, δίπλα στους υψηλούς όγκους που σχηματίζουν οι σωροί των γεμάτων σακιών. Εκεί στο ημίφως, στις σκοτεινές γωνιές βρίσκεται το δράμα του τ’ αληθινό. Όχι ένα. Εκατό, διακόσια δράματα. Κάθε άνθρωπος και τραγωδία, κάθε ψυχή σπαρακτική ιστορία.

Είναι οι γυναίκες που κολλούν στο μπράτσο σας καθώς βαδίζετε αργοπορημένος για τη δουλειά σας. Είναι οι άνεργοι ναυτικοί που σας ξαφνιάζουν απλώνοντας το σκελετωμένο χέρι τους ζητώντας μια δραχμή για ψωμί. Είναι οι αλήτες που σκοντάφτουν επάνω σας καθώς περνάτε αμέριμνος και σας ζητούν με δάκρυα να συμπληρώσετε το ποσό που τους χρειάζεται για να αγοράσουν ηρωίνη. Στήνουν ενέδρες οι γυναίκες όπου μπορούν. Πίσω από ένα στύλο. Στην κόχη μιας πόρτας. Στις σκοτεινές πλευρές του Τινάνειου κήπου, στα σκαλιά της εκκλησίας. Είναι οι ίδιες πάντα. Βρωμούν απελπιστικά κι είναι άσχημα βαμμένες με πρόστυχες πούντρες. Φορούν σκισμένα σκαρπίνια και τα μαλλιά τους δεν έχουν γνωρίσει το χάδι της χτένας. Βλαστημούν και φτύνουν σα ναυτικοί και καπνίζουν αποτσίγαρα που που μαζεύουν απ΄ το δρόμο. Μασούν και μαστίχα για να ξεχνούν πως πεινάνε. Είναι οι ίδιες που πουλούν ναρκωτικά και σας δίνουν οδηγίες πού μπορείτε να βρείτε, αν πληρωθούν ένα τάληρο…

Λιμάνι Πειραιά 1926


Έχουν κάποτε και το μικρό παιδί τους μαζί. Ένα μυξιάρικο κοριτσάκι τυλιγμένο σε ράκη που κλαίει και στριγγλίζει από τον φόβο και την εξάντληση. Με αυτά τα αποφεύγουν οι γυναίκες του λιμανιού. Γιατί οι φωνές τους χαλούν τη δουλειά τους. Κι η δική τους δουλειά θέλει ησυχία και σιωπή. Γιατί αλίμονο αν τις αντιληφθεί ο σκοπός αστυφύλαξ. Θα περάσουν μια άσχημη νύχτα στο κρατητήριο και το πρωί θα δικαστούν επί αλητεία…

Οι πελάτες τους είναι λιγοστοί. Λιγοστοί μα υπάρχουν πάντα. Μεθυσμένοι ναυτεργάτες, φθισικοί αλήτες, βρώμικοι ρακοσυλλέκτες ή φύλακες των παλιών καραβιών. Μπορείτε να σκουντουφλήσετε καθώς περνάτε την παραλία, σ΄ ένα σωρό κουρελιών. Είναι κάποιος αλήτης που ξεχάστηκε στη μέση του δρόμου, όπου έπεσε από εξάντληση, μη μπορώντας πια να βαδίσει. Είναι κι αλλού δύο και τρεις μαζεμένοι σωροί, σωροί που αποτελούν ένα σκοτεινό όγκο. Μαζί αντέχουν πιο πολύ στο κρύο και στην υγρασία που φτάνει ως τα κόκαλα.

Δεν ήταν αλήτες πάντα οι άνθρωποι τούτοι. Μέσα στους σωρούς των άστεγων αυτών κουρελιών ξεχωρίζεις τη γαλάζια τριμμένη μπλούζα της βάρδιας και κάποιο παλιό μαρσεγιέζικο καπέλο. Ήταν ναυτικοί κάποτε. Λοστρόμοι της κουβέρτας, θερμαστές, καρβουνιέρηδες, μπορεί και λαδάδες. Έμειναν μια μέρα χωρίς μπάρκο. Έφαγαν τα χρήματα που τους έμεναν απ΄τη δουλειά τους, περιμένοντας το καράβι που θα τους έπαιρνε για πλήρωμα. Μα δεν ήρθε ποτέ το καράβι αυτό. Γυρνούσαν τις μέρες στους ντόκους, ανέβαιναν στις στέγες του συνδικάτου ζητιανεύοντας εργασία. Μάταια όμως. Έμειναν θλιβεροί επιβάτες άδικα περιμένοντες το πλοίο που θα τους πάρει απ΄  τη στεριά για μακρινά λιμάνια, για τη Σιγκαπούρη, για το Τάϊν, για το Σάντα Φε… 

Τώρα ονειρεύονται σαν κάτι πολύ μακρινό κι απραγματοποίητο ένα κομμάτι ξερής γαλέτας κάτω σ΄ ένα βρώμικο υπόφραγμα φορτηγού. Κι όμως δούλεψαν χρόνια τη θάλασσα και μεγάλωσαν με την αλμύρα του κύματος στα πνευμόνια. Τώρα δεν τους έμεινε τίποτε πια και το λιθόστρωτο τους χρησιμεύει για τελευταίο αποκούμπι…

Μέσα στους ανθρώπους αυτούς στρατολογούν οι έμποροι του λευκού δηλητηρίου τα θύματά τους. Μέσα από αυτούς αν έχουν τύχη διαλέκουνται καμιά φορά και οι πράκτορες της λιανικής πωλήσεως της ηρωίνης. Τούτοι είναι τα κατακάθια του λιμανιού που θα πάρουν με τη σειρά τους τον δρόμο προς τα βαγόνια του Λαρισαϊκού για να περάσουν μια μέρα στο αστυνομικό δελτίο ως θάνατοι από υπερβολική χρήση ναρκωτικών ή ως θάνατοι εξ ασιτίας. 

Το λιμάνι το 1935

Είναι κάποια στενή πάροδος προς το παλιό τελωνείο όπου βρίσκεται ο πρόδρομος –ας τον πούμε έτσι- της αθλιότητας. Πριν καταντήσουν στο λιθόστρωτο και στην ηρωίνη περνούν από κει οι περισσότεροι. Είναι ένα χαμηλό μαγαζί που παρέχει στέγη με δυο μονάχα δραχμές. Στέγη και ύπνο. Τις νύχτες του χειμώνα το δίφραγκο τούτο που θα σου εξασφαλίσει τον ύπνο κοστίζει μια ζωή ολόκληρη. Εκεί κατασταλάζουν όλοι εκείνοι που δεν έχουν σπίτι. Ο ένας πάνω στον άλλο σχεδόν. Έχουν δώσει ένα όνομα στο μαγαζί τούτο: «Του Σαντορινιού» το λένε. Κάποτε είχε διαφορετικό όνομα. Το λέγαν «Ησυχαστήριο του Ναύτη». Κι’  είχε και μια ξεθωριασμένη επιγραφή.

Τα κρεβάτια του είναι κάτι μακρόστενες θήκες από άγριο σανίδι, που μοιάζει με συρτάρι μέσα στο οποίο μπαίνεις με την κοιλιά. Από πάνω σου είναι κι άλλες σειρές συρτάρια τέτοια κι από κάτω άλλα. Η απάνω σειρά πέντε δραχμές το άτομο. Γιατί εκεί πάνω μπορείς κάπως να αναπνεύσεις αφού το στήθος σου δεν το πλακώνει άλλο κρεβάτι, αλλά το ταβάνι που είναι μισό μέτρο ψηλότερα. Σκαρφαλώνεις εκεί πάνω και κοιμάσαι μια νύχτα. Σκεπάσματα και στρώμα δεν υπάρχουν. Από το ταβάνι κρέμεται μια λάμπα του λαδιού χωμένη σε ένα φανάρι με λεκιασμένα τζάμια. Αυτό το λιγοστό φως τελειώνει στις δύο τα μεσάνυχτα. Κι αν χρειαστείς να κατέβεις είναι αδύνατο πια. Το σκοτάδι είναι πηχτό σαν κατράμι και μπορεί να σε σκοτώσουν αν περιπατήσεις και ξυπνήσεις κάποιον. Μπορεί να πατήσεις και κάποιο κεφάλι, μπορεί να πηδήξεις πάνω στο άδειο στομάχι κάποιου… Με δύο δραχμές μόνο και πέντε η απάνω σειρά…


Έχει το «ησυχαστήριο» τούτο μια φριχτή απόπνοια τάφου. Νομίζεις πως οι άνθρωποι που κοιμούνται στα στενά ξύλινα κρεβάτια του είναι αποσυντεθειμένα πτώματα. Δεν τα βλέπεις, μα νιώθεις τη μυρουδιά τους, καταλαβαίνεις την ύπαρξή τους από τη φρίκη της ασφυξία που αισθάνεσαι.

Κι οι άνθρωποι τούτοι δεν είναι τα κατακάθια ακόμη. Δεν έχουν φθάσει στο πεζοδρόμιο. Μα είναι σίγουρο πως θα καταλήξουν κάποτε εκεί. Γιατί η ιστορία τους έχει διαφορετική αρχή, μα σχεδόν πάντοτε το ίδιο τέλος. Ο κατήφορος δεν σταματάει παρά στο θάνατο… Είτε από ναρκωτικά, είτε από ασιτία… Έτσι περνάνε οι νύχτες του λιμανιού χωρίς φιλολογία και χωρίς τζαζ. Έτσι ίδια και απαράλλαχτα. Αρχίζουν μαζί με το σούρουπο και μαζί με το άναμμα των φώτων της εισόδου του πόρτου που αναβοσβήνουν: Πράσινο – κόκκινο. Κόκκινο –πράσινο.  
Ν. Ι. Μαράκης
     
(Άρθρο του Ν. Ι. Μαράκη με τίτλο "Το δράμα του Ναύτου. Το λιμάνι του Πειραιώς". Νυχτερινή ζωή, Εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», Εσπέρα Πέμπτης, 16 Μαΐου 1935, σελίδα 5.)

Διαβάστε επίσης:

Οικογένεια Μαράκη. Από τη Σκλαβοπούλα της Κρήτης στον Πειραιά.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"