Νικόλαος Νικολαΐδης. Ο κορυφαίος Πειραιώτης μαθηματικός




Του Στέφανου Δάφνη

Ζούσε προ ετών στον Πειραιά σε μια κατάσταση παραφροσύνης, που θα την έλεγε κανείς εύθυμη, ένας άνθρωπος, που όχι μόνον υπήρξε ο διασημότερος μαθηματικός της εποχής του αλλά και το πιο έξυπνο πνεύμα, η πιο φλογερή ψυχή. Πρόκειται για τον Νικόλαο Νικολαΐδη, τον συμπαθέστατο εκείνο πειραϊκό τύπο, του οποίου η ζωή υπήρξε σειρά από περίεργες περιπέτειες, δικές του αλλά και οικογενειακές. 

Σοφός στα Πανεπιστήμια, αλλά και μαχητής στα βουνά. Η καταγωγή του Νικολαΐδη ήταν από τη Μάνη. Ο πατέρας του σπούδασε στην Ελβετία όταν άναψαν τα τουφέκια του ’21. Νεαρός και ενθουσιώδης, όπως ήταν, κατέβηκε αμέσως στην Ελλάδα, υπηρέτησε με φιλοπατρία τον Αγώνα, συνέγραψε το πρώτο βιβλίο «Τακτικής», δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή και τέλος έγινε δικαστής, όπου και διέπρεψε. Κατόπιν παντρεύτηκε στην Τρίπολη και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τα οποία κληρονόμησαν τα πνευματικά χαρίσματα του πατέρα τους. 

Η κόρη του έγινε διδασκάλισσα, ο μικρότερος γιος του διέπρεψε ως φιλόλογος, έγραψε τη «Μυρσίνη», πολύ καλό για την εποχή του μυθιστόρημα, όμως σταμάτησε δυστυχώς στην αρχή του σταδίου του: έπαθε τας φρένας. 

Ο άλλος υιός του, ο Δημήτριος, που σπούδαζε μηχανολογία στο Παρίσι, διαγωνίσθηκε με άλλους 250 Γάλλους σπουδαστές και πρώτευσε. Όμως όλους τους αδελφούς τους ξεπέρασε ο πρωτότοκος ο Νικόλαος Νικολαΐδης, ο οποίος λάμπρυνε τη Μαθηματική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου ως καθηγητής. 

Από παιδί ο Ν. Νικολαΐδης μόλις μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων ανέπτυξε έκτακτη ιδιοφυΐα στα Μαθηματικά όπου βρήκε νέες μεθόδους στα θεωρήματα και νέους τρόπους επιλύσεως των μαθηματικών προβλημάτων. Όταν βγήκε από τη Σχολή, νεαρός Ανθυπολοχαγός, η Κυβέρνηση τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι, όπου μετά την πρώτη εξαμηνία φοιτήσεως στην Πολυτεχνική Σχολή, τόλμησε να προσέλθει σε εξετάσεις. Οι Καθηγητές του έμειναν κατάπληκτοι από το πνεύμα του και του έδωσαν το δίπλωμα μηχανικής με άριστα. Αλλά ο δαιμόνιος Έλληνας δεν ησυχάζει. Δίνει αμέσως εξετάσεις και μπαίνει στη Σχολή των Γεφυροποιών. Στη σχολή όμως αυτή φοίτησε ένα μόνο έτος και αποχώρησε για την εξής αιτία. Ένας διαπρεπής καθηγητής του και συγγραφέας, ο Μπραίς, μπερδεύτηκε σε δεινό επιστημονικό καυγά με τον Έλληνα μαθητή του. Ο Νικολαΐδης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη «Μηχανική» του Μπραίς και του το είπε καθαρά:
- Δεν τα λέει, καλά το βιβλίο σας! Θα σας δώσω νέες λύσεις εγώ!
Και ποιος είστε εσείς που τολμάτε μια τέτοια καυχησιολογία; Φώναξε θυμωμένος ο Μπραίς;
Είμαι ένας συμπατριώτης του Πυθαγόρα! Θα δείτε! Απάντησε ο Νικολαΐδης ατάραχος.


Η σκηνή έγινε στην αίθουσα των εξετάσεων, μπροστά σε πολύ κόσμο. Ο Γάλλος Καθηγητής προσεβλήθη κι έδωσε μέτριο βαθμό στον Νικολαΐδη. Ευσυνείδητος όμως επιστήμων, έγραψε στις παρατηρήσεις του βαθμολογικού πίνακος ότι: «ο νεαρός αυτός Έλλην είναι διάνοια έξοχος, αλλά δεν εννοώ διατί δεν δύναται να δαγκάση τη «Μηχανική» μου».

Από το επεισόδιο αυτό ο Νικολαΐδης θύμωσε και εγκατέλειψε τη Σχολή των Γεφυροποιών. Από τότε κυρίως αρχίζει η εποχή της φήμης του, της ανόδου του προς την δόξα. Κλείσθηκε στο δωμάτιό του, κήρυξε αδυσώπητο πόλεμο εναντίον του καθηγητού του που τον αδίκησε, και του κατάφερε άγριες επιστημονικές πληγές. Την πολεμική του την διεξήγε δια του επιστημονικού περιοδικού «Δύο κόσμοι» του οποίου ο διευθυντής Μοανώ ζητούσε συγγνώμη από τους αναγνώστες του όσες φορές δεν κατόρθωνε να έχει άρθρο του Νικολαΐδη! Τόσο ενδιαφέρον είχαν δημιουργήσει τα άρθρα του. 

Ο θρίαμβος του Νικολαΐδη όμως ήταν οι διδακτορικές του εξετάσεις στο Παρισινό Πανεπιστήμιο. Την ημέρα εκείνη, η μεγάλη αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από τους ειδικούς επιστήμονες και τότε συνέβη ένα περίεργο επεισόδιο. Ο Νικολαΐδης άρχισε να λύνει στον τεράστιο μαυροπίνακα ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα των ανωτέρων μαθηματικών. Ξαφνικά αφέθηκε να μένει χωρίς να γράφει σιωπηλός. Πέρασαν δύο, τρία λεπτά, περισσότερα… Όλοι διέπονται από αγωνία, προ πάντων οι παριστάμενοι λίγοι Έλληνες νομίζοντας ότι ο Νικολαΐδης απέτυχε, μη δυνάμενος να επιλύσει την εξίσωση. Τέλος οι εξεταστές έχασαν την υπομονή τους και ο πρόεδρος της επιτροπής ο τότε διάσημος Μπερτράν του είπε:
 Κύριε Νικολαΐδη δεν μπορούμε να σας περιμένουμε περισσότερο. Αφού δεν μπορείτε να προχωρήσετε αποσυρθείτε.
Τότε ο Έλληνας μαθηματικός χαμογελώντας απάντησε.
- Κύριε πρόεδρε, μπορώ να προχωρήσω με τη γνωστή μέθοδο επιλύσεως. Αλλά τη στιγμή αυτή βρήκα άλλον τρόπο, εντελώς νέο και απλούστερο!

Και με μια θριαμβευτική χειρονομία σβήνει με το σφουγγάρι όσα είχε γράψει στον πίνακα και αμέσως προβαίνει στην επίλυση της εξισώσεως με τη δική του μέθοδο, η οποία θύμιζε τη χάρη και τη συμμετρία των αρχαίων ελληνικών επινοήσεων. Η αίθουσα τραντάζεται από τα χειροκροτήματα. Και η επιτροπή ανακηρύσσει τον Νικόλαο Νικολαΐδη αριστούχο διδάκτορα των Μαθηματικών. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε τον τίτλο αυτόν. 

Ο Νικολαΐδης επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε υπηρεσία ως αξιωματικός του Μηχανικού. Συνάμα δίδασκε και στη Σχολή των Ευελπίδων. Κάποτε, για να παίξει, έλυσε ένα πρόβλημα κατά εννέα τρόπους και εξέπληξε τους συναδέλφους του! Ξαφνικά ξέσπασε η Κρητική επανάσταση του 1866 κι έσπρωξε το Νικολαΐδη σε νέο στάδιο. Φιλόπατρις κι ορμητικός, όπως ήταν, σχηματίζει αντάρτικο σώμα, κατεβαίνει στην αγωνιζόμενη μεγαλόνησο, συγκροτεί μάχες και γυρίζει με τρία τραύματα στην Αθήνα. Μετά την επανάσταση, η ληστεία έβραζε στην Ακαρνανία. Ο Νικολαΐδης ζητεί από την Κυβέρνηση την άδεια να καταδιώξει τις ληστρικές συμμορίες και η Κυβέρνηση θέτει στη διάθεσή του ισχυρά στρατιωτική δύναμη. Ο Νικολαΐδης πηγαίνει στο Αγρίνιο. Εκεί, τσακώνεται με τον Δημήτριο Γρίβα, τον υποστράτηγο και άλλοτε υπουργό των Στρατιωτικών τον οποίο καταγγέλλει ότι υποθάλπει τις συμμορίες. Χωρίς δισταγμό τον επικηρύττει ληστή, εκστρατεύει εναντίον του και τον πολιορκεί! Παραλίγο μάλιστα η Ακαρνανία να γίνει είδος Ισπανίας γιατί ο Γρίβας είχε μεγάλη επιρροή στον τόπο του και στρατιωτική δύναμη.

Ευτυχώς, ο Πρωθυπουργός Ζαΐμης ανακάλεσε έγκαιρα τον Νικολαΐδη στην Αθήνα όπου τον επέπληξε. Τότε ο Νικολαΐδης οργίσθηκε και ξεκίνησε να δημοσιογραφεί εναντίον της Κυβερνήσεως. Στο τέλος παραιτήθηκε από τις τάξεις του ελληνικού στρατού και πήγε πάλι στο Παρίσι. Μετά από δύο χρόνια, στα 1870, εξερράγη ο Γαλλογερμανικός πόλεμος. Ο Νικολαΐδης κατατάχθηκε στο γαλλικό στρατό, ανέλαβε τη διοίκηση του 174ου τάγματος των εθνοφυλάκων, διεκρίθη σε διάφορες μάχες και παρασημοφορήθηκε. Αλλά ο πόλεμος κατέληξε με κατατρόπωση των γαλλικών όπλων και ο Νικολαΐδης εγκατέλειψε το έδαφος της ηττημένης Γαλλίας. 

Κουρασμένος, απογοητευμένος, φτωχός ο Νικολαΐδης ξαναγυρίζει στην Ελλάδα και ζει, με πολλές στερήσεις, σε ένα καλυβόσπιτο στους Αμπελοκήπους. Ο μόνος που τον βοηθούσε κάπως ήταν ο φίλος του Πέτρος Κανελλίδης, διευθυντής των «Καιρών». Σε εκείνο το σπιτάκι τον ανακάλυψε ο υπουργός της Παιδείας Πετμεζάς και τον διόρισε καθηγητή της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Ο Νικολαΐδης ξαναβρήκε τον εαυτό του. Ρίχτηκε ασυγκράτητος στις επιστημονικές ανακαλύψεις, δημοσίευε τις εργασίες του στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά περιοδικά και αναστάτωνε την παγκόσμια μαθηματική σκέψη. Υπερήφανος για τις ανακαλύψεις του είπε κάποτε:
-  Όλος αυτός ο κόσμος, θα καταποντισθεί στα ύδατα της Λήθης και μόνο το όνομά μου θα επιπλεύσει! Οι ανακαλύψεις μου θα κατανοηθούν σε όλη τους τη βαθύτητα και θα μελετηθούν με απληστία όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια.


Μελετούσε τα δυσκολότερα ζητήματα με αληθινό πάθος σοφού της αρχαιότητας. Κάποτε εργάστηκε τρεις μήνες για να λύσει ένα πρόβλημα διαστάσεων, που όλοι οι μαθηματικοί του κόσμου το θεωρούσαν άλυτο. Τέλος το έλυσε. Φανταστείτε όμως τη λύπη του όταν έμαθε ότι προ ενός μηνός είχε λύσει το ίδιο πρόβλημα με άλλον τρόπο, ένας Άγγλος μαθηματικός. Τότε ρίχτηκε στην τελειοποίηση της θεωρίας της Ακουστικής και της Οπτικής με προσήλωση κι επιμονή που διατάραξαν τη διάνοια του. Ο Πέτρος Κανελλίδης γράφει κάπου: «Η μεγαλοφυΐα του Νικολαΐδη ευρισκόμενη διαρκώς κάτω από ένταση και κούραση, τελικώς συνετρίβη και κατεστράφη».

 Έπειτα του ήρθαν διάφορα οικογενειακά ατυχήματα και το διαζύγιο με τη γυναίκα του την οποία λάτρευε, κι έτσι ο άτυχος επιστήμονας κατήντησε τρελός. Στην αρχή η παραφροσύνη του είχε τη μορφή μελαγχολίας με τον καιρό όμως έπεσε στην αντίθετη μορφή σε ένα είδος εύθυμης, θορυβώδους εκδηλώσεως. Άλλοτε τραγουδούσε πολεμικά θούρια, φανταζόμενος ότι οδηγεί τους στρατιώτες τους στη μάχη, άλλοτε νόμιζε ότι ευρίσκετο σε πανεπιστημιακή αίθουσα κι άρχιζε να αναπτύσσει θεωρήματα. Μιλούσε σχεδόν πάντοτε με μαθηματικές εκφράσεις. 

Σύχναζε σε ένα καφενεδάκι στο Πασαλιμάνι, και γέμιζε το τραπεζάκι του με σχήματα κι αριθμούς. Καμιά φορά στον ενθουσιασμό του, καλούσε τους πελάτες του καφενείου, βαρκάρηδες και ψαράδες να τους εκθέσει ένα ζήτημα Άλγεβρας ή Διαφορικού Λογισμού!
- Ιδού, έλεγε, ανακάλυψα μια επέκταση του θεωρήματος του Γκωσσύ. Θρίαμβος! Θρίαμβος!

 Και χτυπούσε τη γροθιά του στο τραπέζι γεμάτος χαρά. Άλλοτε βημάτιζε στο μάκρος της ακτής συλλογιζόμενος, κι έφτανε μέχρι το Φάληρο όπου σταματούσε κι έγραφε στην άμμο γεωμετρικά σχήματα. Κι όταν ερχόταν η θάλασσα να του τα σβήσει ο δύστυχος επιστήμονας θύμωνε και χειρονομούσε, φοβερίζοντας τα κύματα.

Ο Παύλος Νιρβάνας που τον είχε φίλο, έλεγε ότι κάποτε βρήκε τον Νικολαΐδη σε ένα λαϊκό ζαχαροπλαστείο να καταβροχθίζει με την λαιμαργία των τρελών λουκουμάδες!
   Μπα, βλέπω κύριε Καθηγητά, του είπε, σας αρέσουν οι λουκουμάδες.
  Καθόλου, απάντησε εκείνος.
-   Μα αφού τους τρώτε με τόση όρεξη!
 Καθόλου, καθόλου, αυτά που τρώγω είναι σφαιροειδή παρακείμενα.

Ο Νικόλαος Νικολαΐδης πέθανε το 1889 στον Πειραιά και κηδεύτηκε φτωχικά ως ο ασημότερος των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"