Ο Πειραιώτης ιατρός Γεώργιος Σουσάνας

Ο ιατρός Γεώργιος Σουσάνας

του Στέφανου Μίλεση


Σπουδαίες μορφές λάμπρυναν με την παρουσία τους τον Πειραιά στο παρελθόν που δυστυχώς όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, λησμονήθηκαν παρά το σημαντικό έργο που επιτέλεσαν. Μια τέτοια περίπτωση είναι και του Γεωργίου Σουσάνα

Γεννημένος στον Πειραιά το 1866, ουδέποτε άφησε τη πόλη του αλλά σε όλη του τη ζωή διέμενε σε αυτήν υπηρετώντας την μάλιστα ως ιατρός. Το σπίτι του ήταν επί της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου στο ίδιο σημείο που κάποτε προϋπήρχε μια ταπεινή κατοικία των γονιών του. Ευτυχώς το έργο του Σουσάνα κατεγράφη από τον δημοσιογράφο Γ. Μπουκουβάλα σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Κοινωνία» που έφερε τίτλο «Αυτοδημιούργητοι Έλληνες». Μάλιστα η δημοσίευση των άρθρων αυτών έγινε το 1940 λίγες μόλις ημέρες πριν τη κήρυξη του πολέμου. 

Ο Σουσάνας υπήρξε άνθρωπος γεμάτος από αναμνήσεις καθώς πέρασε όλη τη μικρή του ηλικία παίζοντας στα χωράφια, στις έρημες εκτάσεις και στους βαλτότοπους που ήταν γεμάτη ακόμη η πολίχνη που καλείτο Πειραιάς. Ο Σουσάνας βεβαίως δεν γεννήθηκε πλούσιος καθώς η οικογένειά του ήταν φτωχή και επιπλέον ήταν και πολυμελής. Είχε έναν αδελφό τον Κωνσταντίνο Σουσάνα που σπούδασε φαρμακοποιός και τρεις αδελφές. Ωστόσο από τα μαθητικά του χρόνια ήδη ο Γιώργος Σουσάνας είχε αποφασίσει να γίνει ιατρός. 

Τελείωσε στον Πειραιά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο και πέρασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναγκάστηκε να φύγει από τον Πειραιά και να εγκατασταθεί στην Αθήνα προκειμένου να τελειώσει τις σπουδές του. Καθώς δεν διέθετε χρήματα ζούσε ως φοιτητής με ελάχιστους πόρους νοικιάζοντας ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο στην οδό Σόλωνος. Αυτό το μικρό δωμάτιο έμοιαζε με κελί μοναστηριού καθώς ο Σουσάνας αποσύρθηκε στην κυριολεξία από τα εγκόσμια διαβάζοντας ατέλειωτες ώρες μέρα και νύχτα. Διάβαζε από τις σημειώσεις που κρατούσε τις ώρες των παραδόσεων καθώς στερούμενος χρημάτων δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράζει τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Μόνη του έξοδος αποτελούσαν οι δανειστικές βιβλιοθήκες στις οποίες ο Σουσάνας κατέφευγε προκειμένου να δανείζεται τα βιβλία που δεν μπορούσε να αγοράσει. 

Η σπιτονοικοκυρά του Σουσάνα στο μικρό δωματιάκι της οδού Σόλωνος, συχνά αναρωτιόταν αν ο παράξενος νοικάρης της ζούσε και του χτυπούσε κατά καιρούς την πόρτα για να λάβει μια απάντηση, δείγμα ζωής, από τον ασκητικό φοιτητή. Ο Σουσάνας έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του μελετώντας για μέρες αντιμετωπίζοντας επικίνδυνα το φαινόμενο του υποσιτισμού αφού το μόνο που έβαζε στο στόμα του ήταν νερό και καφές που ο ίδιος έφτιαχνε μέσα στο δωμάτιό του σε ένα μικρό καμινέτο, μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο. Όταν κάποτε ο Σουσάνας τελείωσε τις ιατρικές του σπουδές επέστρεψε πίσω στον Πειραιά. Εκείνη την εποχή στρατεύθηκε και ονομάστηκε Ανθυπίατρος. Ωστόσο κλήθηκε αργότερα και πάλι την περίοδο του 1915 – 16 για να λάβει μέρος στις εκστρατείες εκείνης της περιόδου κατατασσόμενος στο Α’ Σώμα Στρατού. Αμέσως μετά επιδόθηκε με πίστη στο ιατρικό του λειτούργημα παρέχοντας τις ιατρικές του γνώσεις στον πληθυσμό μιας πόλης που είχε ανάγκη από ιατρούς και γρήγορα έγινε αναγνωρίσιμος από την πειραϊκή κοινωνία. 

Ο Σουσάνας τέλεσε γάμο με την Χρυσανθοπούλου η οποία καταγόταν από τον Πόρο. Παράλληλα ήταν και πιστός χριστιανός, επισκεπτόμενος κατ΄ επανάληψη τα Ιεροσόλυμα και τους Άγιους Τόπους. Σε εκείνες τις επισκέψεις του παρείχε τις ιατρικές του φροντίδες σε ασθενείς του Πατριαρχείου και στους χριστιανούς των περιοχών που επισκεπτόταν. Για αυτή την προσφορά του το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων του απένειμε το Μεγαλόσταυρο του Πανάγιου Τάφου. Αλλά και στον Πειραιά ο Σουσάνας είχε στενές σχέσεις με την εκκλησία, καθώς προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Τ.Α.Κ.Ε. που ήταν το Ταμείο Εισπράξεων υπέρ του Κλήρου της Ελλάδος που έδρευε στο Ναό της Αγίας Τριάδος. Ως γιατρός ο Σουσάνας απέκτησε καλή φήμη στον Πειραιά και για αυτό τον τιμούσαν εκλέγοντάς τον Δημοτικό Σύμβουλο. Πρώτη φορά ανέλαβε καθήκοντα Δημοτικού Συμβούλου επί Δημαρχίας Τρύφωνα Μουτζόπουλου (1899 – 1903). 








Ήταν εποχή που στον Πειραιά δυστυχώς τα άπορα και "νόθα" παιδιά οι μητέρες τους  τα εγκατέλειπαν σε βρεφοδόχους στην Αθήνα. Η συνήθεια αυτή αποτελούσε πραγματική μάστιγα τόσο μεγάλη, που ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης έκανε παραστάσεις διαμαρτυρίας στον Δήμαρχο Πειραιώς Τρύφωνα Μουτζόπουλο για να σταματήσει επιτέλους η αποστολή βρεφών από τον Πειραιά στην Αθήνα. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα στις αρχές τους εικοστού αιώνα γνωστό ως θέμα εκθέτων βρεφών. Μέχρι που ένα πρωινό στους βρεφοδόχους των Αθηνών βρέθηκαν δεκαπέντε βρέφη αδήλωτα που οι μαρτυρίες των περιοίκων ήθελαν να έχουν τοποθετηθεί εκεί από απελπισμένες γυναίκες που ανέβαιναν από τον Πειραιά. Τότε ήταν που ο Μερκούρης έφτασε να θυμώσει τόσο πολύ, ώστε ειδοποίησε τον Μουτζόπουλο  πριν ακόμα ξημερώσει να στείλει άμαξες για να τα πάρει πίσω στον Πειραιά. Τότε ο Μουτζόπουλος περιήλθε σε αμηχανία καθώς δεν γνώριζε τι θα μπορούσε να πράξει για αυτά τα παιδιά και ειδοποίησε αμέσως τον Σουσάνα που ήταν Δημοτικός του Σύμβουλος αλλά και Γραμματέας του Δήμου. Ο Σουσάνας κατάφερε με υπεράνθρωπες προσπάθειες να βρει τροφούς Πειραιώτισσες για να αναλάβουν τα βρέφη που οι ασυνείδητες μητέρες τους είχαν εναποθέσει σε βρεφοδόχους. Για αυτή την παρέμβαση ο Γεώργιος Σουσάνας τιμήθηκε με πρόταση του Δημάρχου και την ομόφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς με το παράσημο του Σωτήρος. 

Βρεφοδόχος Αθηνών το 1929

Ο Σουσάνας εξελέγη δημοτικός Σύμβουλος και κατά τις περιόδους 1925 – 1929 και 1929 – 1933. Παράλληλα διακρίθηκε και ως Πρόεδρος του Προσκοπικού Συνδέσμου Πειραιώς, που ήταν ο πρόδρομος του θεσμού των Ενώσεων Παλαιών Προσκόπων που λειτουργούν σήμερα σε ολόκληρη τη χώρα. Πλούσια αρθρογραφία του Σουσάνα συναντούμε σήμερα σε πολλές εφημερίδες της εποχής, καθώς διατήρησε ζωντανή τη μνήμη του από τα παιδικά του χρόνια που ο Πειραιάς ήταν ακόμα αδιαμόρφωτος. 

Στα ιστορικά του σημειώματα ο ίδιος έχει καταγράψει ότι:

«Οι πρώτοι οικιστές του Πειραιά αμέσως μετά την εθνική επανάσταση, ήλθαν ιδίως εξ Ύδρας οίτινες ηγόρασαν οικόπεδα εις μικράν τιμήν και έκτισαν οικίας παρά τον Άγιον Νικόλαον, δημιουργήσαντες ούτω την μεγάλη συνοικίαν των Υδραίικων. Κατόπιν επακολούθησεν η μετανάστευσις των Σπετσιωτών και των Πελοποννησίων. Μεταξύ των Υδραίων ήτο και ο παππούς μου ο Ιώαννης Σουσάνας όστις εγκατεστάθη στον Πειραιά το έτος 1827, ηγόρασε δε κατά τον σωζόμενον τίτλον εις θέσι «Κερατοχώρι» ή «Φραγκοκκλησιά» το ήδη επί της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου και μέχρι της οδού Ζωσιμαδών κτίσμα εκ πήχεων οκτακοσίων εβδομήκοντα αντί δραχμών αργυρών ταμιακών οκτακοσίων εβδομήκοντα. Η κύρια είσοδος του κτιρίου το οποίον ανήγειρε ήτο επί της οδού Ζωσιμαδών διότι η της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου ήτο βραχώδης και αδιάβατος»

Τέτοιες σημαντικές πληροφορίες κατέγραφε διάσπαρτα σε τοπικές εφημερίδες ο Σουσάνας. Σε άλλο άρθρο του κατέγραφε ότι ο χώρος από τη Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου μέχρι τη κορυφή του Προφήτη Ηλία και της εισόδου εκεί κοντά της «Σπηλιάς της Αρετούσας» ήταν γεμάτος από παπαρούνες και χαμομήλι. Κάπου – κάπου μόνο υπήρχε κι ένα σπιτάκι. Άνθρωποι σαν την περίπτωση του Γεωργίου Σουσάνα υπήρξαν πολλοί, αλλά δυστυχώς η προσφορά τους όπως συνέβη και με τους ίδιους χάθηκε στην καθημερινότητα.     



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"