Οι μικροί Γαβριάδες του λιμανιού (Τα παιδιά του Πειραιά)


του Στέφανου Μίλεση

Το λιμάνι του Πειραιά από το 1860 και ύστερα αποτέλεσε ένα πόλο έλξης για γρήγορο μεροκάματο αλλά και συνάμα ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Παιδιά που δούλευαν στο δρόμο, που κοιμόντουσαν όπου και όπως εύρισκαν, σε κασόνια και σε βάρκες που τις άφηναν παρατημένες τη νύχτα στην αποβάθρα. Αποτελούσαν μια γνώριμη εικόνα του λιμανιού.

Ιδρύματα όπως το "Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων" υπήρξαν μια κάποια σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο ο αριθμός των παιδιών που παρέμεναν στους δρόμους ήταν δραματικός ως προς το μέγεθός του. Ολοένα περισσότερα παιδιά εμφανίζονταν στο λιμάνι, καθώς οι γονείς τους μετακόμιζαν στον Πειραιά για να βρουν εργασία σε κάποια φάμπρικα, ο μισθός των οποίων όμως, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Παιδιά ορφανά από γονείς, παιδιά πρόσφυγες, παιδιά από οικογένειες που αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν, κατέφευγαν στο λιμάνι να βρουν το δικό τους δρόμο.

Όμως και αυτά τα παιδιά του λιμανιού είχαν δικαιώματα. Επιθυμούσαν ένα πιάτο φαγητού, ένα παιχνίδι, μια γωνιά να κοιμηθούν.


Ήταν οι μικροί Γαβριάδες, από τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρος Ουγκώ στο έργου του "Οι Άθλιοι", που ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες και δημοσιογράφους της προπολεμικής εποχής να τους αποδώσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όλη τη δεκαετία του 1920 και του 1930 τα αλάνια του λιμανιού, τα παιδιά του Πειραιά, είχαν αποκτήσει το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό "μικροί Γαβριάδες".
Τα παιδιά του Πειραιά ήταν όντως παιδιά!

Για τους υπόλοιπους που αγνοούσαν τόσο τον Ουγκώ όσο και τους "Άθλιους" ήταν απλώς τα αλητόπαιδα ή αλλιώς τα χαμίνια του λιμανιού. Ήταν οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι, άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με ιμάντα από το λαιμό τους, πωλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα.

Κηδεία παιδιού σε προσφυγικό συνοικισμό

Ο Πειραιάς κατείχε την θλιβερή πρώτη θέση στον τομέα της παιδικής εργασίας. Το λιμάνι, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες είχαν ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων προσλάμβαναν και παιδιά.

Η "Λέσχη εργαζόμενου παιδιού" προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση στα παιδιά αυτά, ορίζοντας μάλιστα και ώρες όπως γινόταν με τα μαθήματα.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Κυριακής ανέγραφε: "Διασκέδαση από 18.00 έως 19.30' ώρα".

Στα παιδιά έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. "Ποτέ την Κυριακή!" το σύνθημα.

Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης.

1938 Βραδυνή Διδασκαλία στη "Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού". Η Λέσχη αποτελούσε ένα μέρος του ευρύτερου προγράμματος του σωματείου με την επωνυμία "Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Εργαζόμενου Παιδιού". Στον Πειραιά η Λέσχη βρισκόταν εγκατεστημένη σε ένα κτήριο στην Αγία Σοφία επί της οδού Παλαμηδίου.


Τα χαμίνια του λιμανιού, οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν ρημάδια της θλιβερής μοίρας που περιφέρονταν στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν. Περιφέρονταν σαν χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μεγαλύτερα παιδιά, τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους.

Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Οι Γαβριάδες ταύτισαν την ύπαρξή τους με το μεγάλο λιμάνι, κατά συνέπεια με τον Πειραιά!

Άπορα παιδιά επιστράτων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 13

Ο αριθμός των παιδιών - χαμινιών είχε φτάσει σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά, τα θεωρούσαν πλέον ως μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού, ένα "αναγκαίο κακό" για το οποίο δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το μεταβάλουν. Αυτά ήταν τα "Παιδιά του Πειραιά" στην πραγματική ζωή, πριν χρόνια αργότερα γίνουν τραγούδι και ταινία.

Και φυσικά αυτά τα παιδιά, όταν δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, "επιστρατεύονταν" να επιτελέσουν ένα ρόλο, σε κάποια από τις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου, που δεν έχαναν την ευκαιρία της εκμετάλλευσης. Οι δουλείες του "ποδαριού" απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα. Και αυτά τα χαρακτηριστικά τα διέθεταν τα παιδιά.

Ρακένδυτα παιδιά περιφέρονταν στις προβλήτες αναζητώντας τρόπους επιβίωσης

Ιούλιος 1917


Τα παιδιά του Πειραιά, οι μικροί Γαβριάδες, αποτελούσαν το ένα μέρος του σκηνικού. Το άλλο μέρος του ήταν οι αχθοφόροι, οι βαρκάρηδες, οι γεμιτζήδες, οι αραμπατζήδες και οι ναυτικοί.

Μεγάλος αριθμός από τα παιδιά του Πειραιά δούλευαν στα δεξιά όπως βλέπει ο επισκέπτης το λιμάνι, προς του Ξαβέρη τα καρνάγια. Άλλα στα Καρβουνιάρικα κατάμαυρα από τη σκόνη, ήταν πολύ εύκολο να τα καταλάβεις.

Αυτά της Πλατείας Καραϊσκάκη και του Τζελέπη ήταν περισσότερα ευάλωτα στην ανομία καθώς εκεί σύχναζαν οι "περίεργοι" του λιμανιού. Όπου πολύς κόσμος και οι ευκαιρίες...

Άλλα εργάζονταν έξω από το λιμάνι, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά γνωρίσματα. Περιφέρονταν με βρομισμένα ή σχισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα.

Μετακίνηση των Γαβριάδων με το Τραμ
Η περίθαλψη και η περισυλλογή αυτών των παιδιών του λιμανιού, δεν αποτελούσε μόνο καθήκον της Λέσχης του εργαζόμενου παιδιού. Υπήρξαν πολλά σωματεία, ενώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα που προσπάθησαν να προσφέρουν ό,τι μπορούσε το καθένα για την ανακούφιση των παιδιών του λιμανιού.

Η εικόνα αυτή, είχε μεταφερθεί και στο εξωτερικό. Το 1934 η Λαίδη Κρόσφιλντ δημιούργησε στον Πειραιά την "Παιδική Στέγη" τη διαχείριση της οποίας είχε αναλάβει η Κική Παπαστράτου.

Η "Παιδική Στέγη" περισυνέλεγε τα παιδιά των βιοπαλαιστών γονέων που περιφέρονταν στους δρόμους και τους προσέφερε τροφή και ψυχαγωγία. Το ίδρυμα αυτό της Λαίδης Κρόσφιλντ λειτούργησε για πρώτη στο τότε νεοσύστατο Δήμο Αγίου Γεωργίου (Κερατσίνι). Μη ξεχνάμε ότι το 1934 ήταν το έτος κατακερματισμού του Πειραιά σε Δήμους και σε κοινότητες. Η "Παιδική Στέγη" είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της κυρίως στα παιδιά των Ταμπουρίων και της Δραπετσώνας.

Τα χαμίνια του Πειραϊκού Λιμένα τριγυρνούν γυμνά -μόλις έχουν βγει από τη θάλασσα όπου έκαναν μπάνιο- ανάμεσα από τους Γάλλους στρατιώτες. Βρισκόμαστε στην Γαλλική Κατοχή του Πειραιά του 1917
Μόνο όποιος είχε ζήσει αυτή τη ζωή του λιμανιού μπορούσε να εκτιμήσει την αξία ενός ζεστού πιάτου φαγητού, τη θαλπωρή ενός κρεβατιού που προσέφερε προστασία από το κρύο και τις βροχές του χειμώνα.

Πολλά από αυτά τα παιδιά του λιμανιού, μεγαλώνοντας έγιναν πετυχημένοι επαγγελματίες χωρίς να λησμονήσουν όμως ποτέ τη μίζερη ζωή των παιδικών τους χρόνων. Και υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες, ειδικά για αυτά τα παιδιά του Πειραιά που κάποτε υπήρξαν και οι ίδιοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μπάκαλα. Υπήρξε κι εκείνος ένας Γαβριάς!

Το έργο του στη συνέχεια μεγάλο. Αναλαμβάνει επικεφαλής του Πατριωτικού Ιδρύματος του Πειραιά το οποίο βρίσκεται άνευ στέγης. Διαθέτει ιδιόκτητο μέγαρο στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας και Καραΐσκου. Δημιουργεί περίπτερα στις εξοχές της Βούλας για να παραθερίζουν τα παιδιά, ενώ διαθέτει και μια έκταση επί της Λεωφόρου Σωκράτους και Ναυάρχου Μπήττυ (Ηρ. Πολυτεχνείου και Καραολή και Δημητρίου σήμερα), στην οποία ανεγείρεται το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ.

Στο πλευρό των παιδιών του Πειραιά στάθηκε και η Αθηνά Δηλαβέρη καθώς προσέφερε καθημερινώς από 1.300 έως 1.900 γεύματα, ενισχύοντας τα μαθητικά συσσίτια.

Όλες οι παραπάνω αναφορές είναι βεβαίως ενδεικτικές, αφού εκκλησίες και ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, σχολεία, προσπαθούσαν προς τον σκοπό αυτό. Τα παιδιά του Πειραιά αποτελούσε φαινόμενο κυρίως της προπολεμικής εποχής.

Η δίνη του αιματηρού Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δημιούργησε την κατοχική και την μεταπολεμική περίοδο, ανάλογο πρόβλημα σε κάθε ελληνική πόλη.

Τα παιδιά του Πειραιά, του λιμανιού, τα χαμίνια, τα αλητόπαιδα, οι μικροί Γαβριάδες, όπως κι αν τα έλεγαν, όταν κάποτε μεγάλωναν και εντάσσονταν ομαλά στην ελληνική κοινωνία, αποτελούσαν σημείο αναφοράς και θαυμασμού για τις αρχές από τις οποίες διακατέχονταν.

Πολλά από τα παιδιά αυτά στην εφηβεία τους, όσα δεν κατέληξαν στην παρανομία, φοίτησαν σε νυχτερινές επαγγελματικές σχολές, έγιναν σπουδαίοι μηχανικοί, στελέχωσαν το εμπορικό ναυτικό και τις μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Έγιναν σπουδαίοι μάστοροι.


"Τα παιδιά του Λιμανιού" από ΕΛΙΑ


Γίνονταν άνθρωποι αυθεντικοί, απαλλαγμένοι από υποκρισίες και συμπλέγματα, ζυμωμένοι στον δρόμο και στις προβλήτες του λιμανιού. Γνωρίζοντας τη σκληρότητα και τη βία από πρώτο χέρι και μάλιστα στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία των παιδικών χρόνων, είχαν αναπτύξει έντονα αισθήματα και ευαισθησίες, χαρίσματα θα λέγαμε που γενικώς είχαν εκλείψει στον υπόλοιπο κοινωνικό περίγυρο.

Οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν μόνιμο θέμα στην προπολεμική λογοτεχνία, αρθρογραφία καθώς και στα χρονογραφήματα των εφημερίδων. Τα παιδιά του λιμανιού που παρέμεναν στο κοινωνικό περιθώριο ή στην παρανομία μετατρέπονταν σε "Παιδιά της πιάτσας".





Κατόπιν αυτών, θεωρώ λανθασμένη την αποδιδόμενη έννοια της λέξης "Γαύρος" για τους φιλάθλους της ομάδας του Ολυμπιακού, που δήθεν κρατά την προέλευσή της από το γνωστό ψάρι.

Τα φρέσκα αλιεύματα, ειδικά την προπολεμική εποχή δεν αποτελούσαν διατροφική προτίμηση και μάλιστα φθηνή όπως κάποιοι νομίζουν. Τα ψάρια τότε δεν μπορούσαν να διατηρηθούν φρέσκα. Δεν υπήρχαν μηχανήματα να τα διατηρήσουν ώστε να φτάσουν φρέσκα από την αλίευση στον καταναλωτή. Αυτό που ισχύει σήμερα δεν ίσχυε τότε! Το ψάρι γαύρος σήμερα είναι φθηνότερο από τα υπόλοιπα ψάρια. Τότε όλα τα φρέσκα αλιεύματα ήταν ακριβά αλλά το σπουδαιότερο δεν αποτελούσαν πρωτεύουσα επιλογή της εργατικής τάξης.





Τα ψάρια προπολεμικά καταναλώνονταν παστά από τους φτωχούς ανθρώπους οι οποίοι τα αγόραζαν από τα μπακάλικα της γειτονίας τους. Ακόμα και η ίδια η ονομασία του ψαριού "γαύρος" δεν βρισκόταν σε χρήση την προπολεμική εποχή, καθώς ο παστός γαύρος λεγόταν τότε αντζούγια. Οι περίφημες και γνωστές αντζούγιες όπως και οι παστές σαρδέλες ήταν στον Πειραιά εδέσματα που συνόδευαν την κατανάλωση ρετσίνας.


Μικρός λούστρος διαβάζει στα σκαλιά της εκκλησίας - 1933



Για να επιστρέψουμε όμως στα παιδιά του λιμανιού, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των μικρών Γαβριάδων, αποτέλεσαν θέμα και τίτλο κινηματογραφικών ταινιών αλλά και τραγουδιών. Τα παιδιά του Πειραιά μπορεί να έγιναν παγκοσμίως γνωστά από την Μελίνα Μερκούρη στην ταινία "Ποτέ την Κυριακή" με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά για μεγάλη χρονική διάρκεια πριν γίνουν τραγούδι, αποτελούσαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είχε λάβει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις.

Την κατοχική περίοδο αλλά και μεταπολεμικά ο όρος "Γαβριάς" ή "Γαβριάδες" χάθηκε, διότι η αθλιότητα λόγω πολέμου γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηλικίες. Η φτώχεια έπαψε να αποτελεί "προνόμιο" των παιδιών του λιμανιού. Όλοι πλέον λιμοκτονούσαν. Άλλωστε ποιος γνώριζε τον μικρό Γαβριά του Ουγκώ; Πολύ εύκολα ο "Γαβριάς" έγινε "Γάβρος".

Οι Γαβριάδες με την κοινωνική ανάπτυξη άρχισαν να χάνονται από το λιμάνι. Συνέχιζαν όμως να παραμένουν στη θύμηση όλων εκείνων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ζώντας στις κασέλες και στα πρόχειρα παραπήγματα του Πειραϊκού λιμένα.



Διαβάστε επίσης:

Κωνσταντίνος Μπάκαλας. Ο ευεργέτης των παιδιών του Πειραιά


Ορφανοτροφείο Αρρένων Ελένης Ν. Ζαννή



Η ζωή του ποιητή Γεωργίου Σουρή και η σύζυγός του Μαρία Κωνσταντινίδη Σουρή

Ελαιογραφία του Γεωργίου Σουρή φιλοτεχνημένη το 1889 από τον Τρ. Καλογερόπουλο.
Ανήκει στην κόρη του ποιητή Μυρτώ Λουμπιώτη




του Στέφανου Μίλεση

Ο πατέρας του Γεωργίου Σουρή ήταν γεννημένος στα Κύθηρα. Η μητέρα του στη Χίο ενώ ο ίδιος είχε γεννηθεί το 1853 στη Σύρο. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Νέο Φάληρο όπου και πέθανε το έτος 1919. 

Η μητέρα του τον προόριζε για ιερέα, όμως παρά τη μητρική φιλοδοξία ο Σουρής βρέθηκε να εργάζεται κοντά σε συγγενή του που ήταν σιτέμπορος στο Αζόφ. Γρήγορα επέστρεψε στην Αθήνα όπου άρχισε να εργάζεται στο συμβολαιογραφείο του Γρυπάρη, πατέρα του μετέπειτα επιφανούς πολιτικού και διπλωμάτη. Και η εργασία που προσέφερε εκεί ο Σουρής ήταν στην ουσία εκείνη του αντιγραφέα, δηλαδή του γραφέα που αναπαρήγαγε αντίγραφα από το πρωτότυπο συμβόλαιο.  

Την περίοδο εκείνη της ζωής του, γνώρισε από συνοικέσιο τη μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Κωνσταντινίδη (που όλοι θα γνωρίζουν στη συνέχεια ως Μαρία Σουρή). Οι περισσότεροι γάμοι την εποχή εκείνη, γίνονταν συνεπεία συνοικεσίου, στο οποίο μάλιστα εξέφραζαν γνώμη όχι μόνο οι γονείς, αλλά και οι γνωστοί της κάθε οικογένειας. Έτσι ο φίλος της οικογένειας Κωνσταντινίδη, ο Ανδρέας Συγγρός, είχε αντιταχθεί στο συγκεκριμένο συνοικέσιο, καθώς δεν θεωρούσε τον Σουρή αντάξιο της Μαρίας. Αντιθέτως ένας άλλος σπουδαίος φίλος της οικογενείας Κωνσταντινίδη, ο Μιχαήλ Μελάς, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων, όχι μόνο είχε εγκρίνει αυτό το συνοικέσιο, αλλά ανέθεσε και στη μεγαλύτερη κόρη του να στεφανώσει το νεαρό ζευγάρι. 

Από την εποχή που ο Σουρής γνώρισε την Μαρία ήδη είχε ξεκινήσει τη συγγραφή στίχων, τους οποίους όμως αργότερα δεν θεωρούσε καλούς και διαρκώς παρότρυνε τη σύζυγό του να τους καταστρέψει. Παράλληλα συμμετείχε και σε θεατρικούς ερασιτεχνικούς θιάσους, τους οποίους όμως σύντομα διέκοψε. Στράφηκε στη σατιρική ποίηση γράφοντας σε ανάλογα έντυπα της εποχής όπως "Αριστοφάνης" του Πηγαδιώτη, "Ασμοδαίον", "Ραμπαγάς" και το "Μη χάνεσαι" του Γαβριηλίδη. 

Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε καθώς απέτυχε στο μάθημα της μετρικής! Τότε ήταν που αποφάσισε την έκδοση του δικού του σατυρικού περιοδικού του "Ρωμηού" το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου γραμμένο με μέτρο. Εκείνος που κρίθηκε ως ακατάλληλος στο Πανεπιστήμιο στο μάθημα της μετρικής, επί 36 χρόνια συνέγραφε έντυπο που στηριζόταν εξ ολοκλήρου στο μέτρο!

Η πρώτη ημέρα που κυκλοφόρησε τον "Ρωμηό" ήταν η 2α Απριλίου του 1883, όταν ο ποιητής ήταν 30 ετών. 
Ο Ρωμηός κυκλοφορούσε επί 36 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τις 26 Αυγούστου του 1919 ημερομηνία θανάτου του ποιητή. 

Ο Σουρής διέκοπτε την έκδοση του περιοδικού αυτού για δύο μήνες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού καθώς ήθελε να απολαμβάνει το Νέο Φάληρο. Ωστόσο είχε τη βεβαιότητα ότι η φήμη του κάποτε θα απογειωνόταν και ότι θα αναγνωριζόταν η ποιητική του ικανότητα. Αυτή την αίσθηση την επαναλάμβανε διαρκώς στη σύζυγό του Μαρία. Και πραγματικά έτσι συνέβη, καθώς η δημοτικότητά του γρήγορα απογειώθηκε. Ο μόνος στην εποχή του, στο ίδιο είδος ποίησης, που μπορούσε να τον πλησιάσει σε δημοτικότητα ήταν ο Αχιλλέας Παράσχος.

Η μορφή του έγινε γρήγορα αναγνωρίσιμη. Όταν το 1908 ανέβηκε σε ένα μπαλκόνι στην οδό Ερμού για να παρακολουθήσει τον Επιτάφιο -ήταν Μεγάλη Παρασκευή- δύο χωρικοί από το Μενίδι, φορώντας την τοπική τους ενδυμασία, στέκονταν κάτω από το μπαλκόνι κι αντί να κοιτάνε τον Επιτάφιο, έδειχναν ο ένας τον άλλον το μπαλκόνι και φώναζαν "Να ο Σουρής".





Ο σατυρικός ποιητής σε όλη του τη ζωή, ήταν δοσμένος εξ ολοκλήρου στην ποίηση σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο μόνος του. Ο Σουρής έλεγαν, γράφει ποίηση και όλα τα υπόλοιπα είναι ευθύνη της Μαρίας. Ακόμα και τα γυαλιά του, από τη σύζυγό του τα ζητούσε. Υπήρξαν φορές, που ο ποιητής έγραφε για μέρες σκυμμένος πάνω από το επόμενο φύλλο του Ρωμηού του, αρνούμενος να πάει οπουδήποτε ακόμα και για κούρεμα! Τότε η σύζυγός του Μαρία αναλάμβανε και χρέη κουρέα.  

Στην έπαυλή του στο Νέο Φάληρο συγκεντρώνονταν όλοι οι θαυμαστές του και οι φίλοι του για να απολαύσουν το περίφημο λογοτεχνικό σαλόνι του Σουρή που ήταν και συνάμα παράξενο καθώς οι βραδιές σε αυτό δεν είχαν μόνο λογοτεχνικό χαρακτήρα.

Όλος αυτός ο κόσμος που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι του, ερχόταν για τα πάντα σε επαφή με την Μαρία Σουρή. Ο ποιητής ή έγραφε ή αναπαυόταν. Το κουδούνι χτυπούσε από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ. Πότε ο τυπογράφος, πότε ο ταχυδρόμος, πότε ο εκδότης. Όλοι κανόνιζαν την εργασία τους με την Μαρία.  


Η ακάματος σύζυγος του ποιητή,
η Μαρία Κωνσταντινίδη - Σουρή
Ακόμα και δουλειές που απαιτούσαν σωματική εργασία και καταπόνηση, έρχονταν εις πέρας από την Μαρία Σουρή. Με τη βοήθεια ενός μικρού βοηθού του Νίκου, που είχε το παρατσούκλι "Νίκος ο Πράσινος", ετοίμαζαν τα δέματα για την αποστολή του Ρωμηού στην επαρχία.

Ο Σουρής για τη συγγραφή του Ρωμηού είχε καθορίσει ένα πρόγραμμα το οποίο τηρούσε σε κάθε περίπτωση. Κάθε εβδομάδα, τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, τα πρωινά, κλεινόταν σε ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου του σπιτιού του στο Νέο Φάληρο. Σε αυτό υπήρχε μόνο ένα τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν αραδιασμένες όλες οι εφημερίδες της εποχής. Από αυτές ο Σουρής μάθαινε τα γεγονότα τα οποία καλούνταν στη συνέχεια να αποδώσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. 

Μέχρι την Πέμπτη το απόγευμα έπρεπε η συγγραφή του τεύχους του Ρωμηού να έχει τελειώσει. Την Πέμπτη το βράδυ ο ποιητής κατέβαινε στο σαλόνι του σπιτιού του όπου παρουσία της Μαρίας και φίλων, διάβαζε τα όσα είχε γράψει. Από αυτή την ανάγνωση, εισέπραττε τις πρώτες εντυπώσεις και έκανε τις τελευταίες μικροδιορθώσεις πριν αποστείλει την εφημερίδα στο τυπογραφείο. 

Η Μαρία Σουρή είχε δώσει αυστηρά εντολή στον τυπογράφο, μετά την εκτύπωση της εφημερίδας, να της επιστρέφει τα χειρόγραφα. Είχε δημιουργήσει έτσι, ένα αρχείο χειρογράφων του ποιητή, χρονικής διάρκειας 36 ετών. 

Όλοι ανέμεναν με πραγματική αγωνία να διαβάσουν το Σαββατοκύριακο τον "Ρωμηό" που έθιγε όλα τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε. Ο Ρωμηός ήταν ο καθρέπτης της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας όλα τα προτερήματα και ελαττώματά της. Ο Σουρής δεν ήταν απλώς ένας σατυρικός ποιητής. Ήταν ένας φιλόσοφος! Υπήρξε δε και άριστος μεταφραστής αρχαίων κειμένων, όπως είχε πράξει με τις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη.  

Κάθε βράδυ, όλες τις ημέρες της εβδομάδας στο σαλόνι του σπιτιού τους γίνονταν συγκεντρώσεις, που πάντα ξεκινούσαν με παιχνίδια τράπουλας (του Σουρή του άρεσε να παίζει μάους ή πόκερ). Μετά τα χαρτιά συνήθως απήγγειλαν ποιήματα και στη συνέχεια επιδίδονταν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις για τις οποίες πολλά έχουν γραφτεί. 

Σχετικό το παλαιότερο αφιέρωμα με θέμα:   

Το παράξενο σαλόνι του Σουρή


Φωτογραφία που ανήκει στην Μυρτώ Δουμπιώτη, δευτερότοκο κόρη του Γεωργίου Σουρή. Το θέμα της είναι φυσικά το "Φιλολογικό Σαλόνι του Σουρή".
Σε μια και μόνο φωτογραφία καταγράφονται: Ι. Δαμβέργης, Μπάμπης Άννινος, Γεώργιος Ροϊλός, Άδωνις Κύρου, Κρίτων Σουρής (γιος του Σουρή), Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Στρατήγης, Ιωάννης Πολέμης, Περικλής Γιαννόπουλος, ο ίδιος ο ποιητής, η κόρη του Έλλη Σουρή Μοσχονά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Γεώργιος Πωπ, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (γνωστός ως Ζαν Μωρεάς), η Δέσποινα Κωνσταντινίδου (πεθερά του Γεωργίου Σουρή) και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. 


Η έπαυλη του Σουρή στην οποία διέμενε μέχρι του θανάτου του, λέγεται ότι σε μεγάλο βαθμό υπήρξε δωρεά των φίλων του και των θαυμαστών του. 

Σχετικό το παλαιότερο αφιέρωμα για την: 

Η απήχηση του Σουρή οφειλόταν στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας του ίδιου του ποιητή και η ακεραιότητά του, περνούσαν μέσα από τις στήλες του Ρωμηού στους αναγνώστες,  εκφράζοντας τον μέσο άνθρωπο της εποχής έναντι των διαφόρων γεγονότων κοινωνικού ή πολιτικού χαρακτήρα. 

Ο Ποιητής Γεώργιος Σουρής όπως σχεδιάσθηκε την 20η Δεκεμβρίου του 1902 από τον σπουδαίο Έλληνα ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό


Ο Σουρής έκανε για πολλά χρόνια τους Έλληνες να ευθυμούν παρότι ο ίδιος ήταν ολιγόλογος και στην όψη μελαγχολικός. Αποτελούσε πρότυπο χριστιανού και καλού οικογενειάρχη. Στο Νέο Φάληρο συνήθιζε να εμφανίζεται πάντα με τη σύζυγό του. Γρήγορα στο τραπέζι στο οποίο κάθονταν, συμπληρώνονταν διαρκώς με άτομα και γρήγορα το τραπέζι του Σουρή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του καταστήματος που εκείνος καθόταν.   

Κι αν το σπίτι του Σουρή  ήταν ανοιχτό για όλους, ο ίδιος σύχναζε και διατηρούσε φιλία με τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό ο οποίος είχε διαμορφώσει το ένα πυργόσπιτο της Καστέλλας σε ατελιέ. Εκτός από τον Σουρή στο ατελιέ του Ροϊλού στην Καστέλλα σύχναζε και ο τρίτος φίλος της παρέας ο Παύλος Νιρβάνας που όπως έγραψε ο ίδιος στο περιοδικό "Νέα Εστία" πήγαινε για να δει από κοντά τον Ροϊλό να εργάζεται.

Από αυτή τη γνωριμία ο Γεώργιος Ροϊλός εμπνεύστηκε έναν από τους ομορφότερους πίνακές του στον οποίο απεικονίζει τόσο τον Σουρή όσο και τον Νιρβάνα. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο "Ποιηταί" ο οποίος έχει ως κεντρικό του θέμα τον Αριστομένη Προβελέγγιο να διαβάζει ένα ποίημα σε συγκέντρωση ποιητών. Από αριστερά της ελαιογραφίας προς τα δεξιά απεικονίζεται ο επίσης Πειραιώτης Γεώργιος Στρατήγης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Σουρής και τέλος ο Προβελέγγιος που κρατά στο χέρι του ένα χαρτί από το οποίο απαγγέλλει το ποίημά του. 

Οι ποιητές του Γεωργίου Ροϊλού. Ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο Γεώργιος Σουρής.Το πρωτότυπο έργο ανήκει στον Φιλολογικό Σύλλογο "Ο Παρνασσός".  
  

Ο Γιώργος Σουρής πέθανε στις 26 Αυγούστου του 1919, ενώ η Μαρία Σουρή πέθανε στις 23 Απριλίου του 1934. Λίγο πριν το θάνατό της, είχε την τύχη να παραστεί η ίδια με τον γιο της και τις κόρες της στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Σουρή στο Ζάππειο.  Ήταν Ιούνιος του 1932  όταν ο Φιλολογικός Σύλλογος "Παρνασσός" έκανε τα αποκαλυπτήρια της προτομής του ποιητή παρουσία επισήμων και κόσμου.  


Διαβάστε επίσης:

Γεώργιος Σουρής. (Αφιέρωμα του 2014 με την ευκαιρία συμπλήρωσης 95 χρόνων από την απώλειά του)



Πηγές: Πολιτική ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος, Εκδόσεις Πάπυρος, 1964
Εφημερίδες εποχής (23ης, 24ης και 25ης Απριλίου 1934 που αναφέρονται στο θάνατο της Μαρίας Σουρή).

Ο πίνακας "Τερψιθέα" του Βασιλείου Χατζή




του Στέφανου Μίλεση

Μια από τις σπουδαιότερες απεικονίσεις ενός σημείου του Πειραιά του 1884 διασώθηκε χάρη στον πίνακα του Βασιλείου Χατζή με τον τίτλο "Τερψιθέα"

Ο Βασίλειος Χατζής αν και έχει καταταχθεί στους θαλασσογράφους, μας δίνει έναν θαυμάσιο πίνακα που απεικονίζει έναν Πειραιά, η ανάπτυξη του οποίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη προσήλωση των φιλοπρόοδων Δημάρχων του, των πρώτων ετών της δημιουργίας του. 

Ο Χατζής γεννήθηκε το 1875 στην Καστοριά αλλά από μικρή ηλικία βρέθηκε στην Πάτρα. Πέθανε νεότατος το 1915. Ήταν μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα αλλά και του Κωνσταντίνου Βολανάκη και ταύτισε το όνομά του με τη ναυτική εποποιία των Βαλκανικών πολέμων. 

Ο πίνακας ανήκε στη συλλογή του Ευριπίδη Κουτλίδη και μια φωτογραφική απεικόνιση από το πρωτότυπο πέτυχε ο Π. Ευαγγελάτος για λογαριασμό του Σπύρου Μαρκεζίνη που την εποχή εκείνη συνέγραφε το έργο του, με τίτλο "Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος"

Από αυτό έγινε αφορμή να αναπαραχθεί σε εκατοντάδες αντίγραφα και να γίνει ευρύτατα γνωστός.

Ο Χατζής επέλεξε στον πίνακά του να απεικονίσει τους κήπους της Τερψιθέας καθώς αποτελούσαν το ωραιότερο πάρκο εκείνη την εποχή, ευρισκόμενο επί της άλλοτε Λεωφόρου Σωκράτους, μετέπειτα Βασιλέως Κωνσταντίνου και σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου. 

Ο ατμήλατος σιδηρόδρομος άφησε πολλές αναμνήσεις στους Πειραιώτες τον οποίο αποκαλούσαν "Κολοσούρτη". Διερχόταν από τους κήπους της Τερψιθέας ανάμεσα σε στοιχισμένες ομοιόμορφα δενδροστοιχίες που πλαισίωναν τη διαδρομή του. Ο ζωγράφος Χατζής επέλεξε στο έργο του να απεικονίσει και τον σιδηρόδρομο, διασώζοντάς τον για πάντα στη συλλογική μνήμη. Η μικρή ατμομηχανή σέρνει αγκομαχώντας τρία βαγόνια έχοντας πίσω της ως φόντο τα υπέροχα νεοκλασικά αρχοντικά της Τερψιθέας.

Ο ατμοκίνητος αυτός σιδηρόδρομος που εκτελούσε τη γραμμή Άγιος Βασίλειος - Νέο Φάληρο θα μετατραπεί πολλά χρόνια αργότερα (το 1907) σε ιπποκινούμενος μετά το τραγικό δυστύχημα της Γαργαρέττας. 
Στο ίδιο σημείο του πίνακα του Χατζή, ο ιπποκινούμενος σιδηρόδρομος θα κατασκευάσει τον έναν από τους δύο σταθμούς αντικατάστασης των αλόγων (θα είναι το γνωστό ως ιπποστάσειο Τερψιθέας). 


Μπροστά από τον ατμοκίνητο διακρίνεται ιπποκίνητη άμαξα να διέρχεται την δενδροφυτεμένη λεωφόρο


Την ιστορία του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου που απεικονίζεται να διέρχεται από τους κήπους της Τερψιθέας μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Η συνοικία Τσίλλερ (Καστέλλα) το 1884 έχει ήδη οικοδομηθεί αλλά η αίγλη της Τερψιθέας διατηρείται ακόμα καθώς συνεχίζει να αποτελεί τον κύριο τόπο περιπάτου των Πειραιωτών. 

Ο πίνακας απεικονίζει θερινή περίοδο αφού οι διερχόμενες κυρίες κρατούν ομπρέλες, για προστασία από τον ήλιο, ενώ στα αριστερά τρία καλοντυμένα παιδιά αστικής τάξης παίζουν με τα νερά του σιντριβανιού, φορώντας τα δύο από αυτά ψάθινα καπέλα. Το αγόρι, είναι ντυμένο ναυτάκι, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. 
Το 1878 κατασκευάστηκε από τον Ιωάννη Λαζαρίμο το συντριβάνι των κήπων. 

Τις μαρμάρινες σκάλες των κήπων ετοιμάζεται να ανέβει ένας άνδρας ντυμένος με την παραδοσιακή μακριά φουστανέλα, δημιουργώντας αντίθεση με τις υπόλοιπες ενδυμασίες που είναι αστικές και κύρια με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της προόδου όπως τονίζεται από την ύπαρξη της ατμομηχανής. 


Ο φουστανελοφόρος που ετοιμάζεται να ανέβει τα μαρμάρινα σκαλιά της Τερψιθέας


Την ιστορία της Πλατείας Τερψιθέας μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

Σήμερα η μοναδική κατασκευή που έχει μείνει αναλλοίωτη είναι ο τοίχος που διαχωρίζει το άνω με το κάτω διάζωμα των κήπων. 



    

Τα αχθοφορικά δικαιώματα που εξελίχθηκαν σε βεντέτα (12 Φεβρουαρίου 1906)


του Στέφανου Μίλεση


Ένα ταξίδι από τον Πειραιά προς κάθε νησιωτικό ή στεριανό προορισμό ή και αντιστρόφως στα τέλη του 19ου αιώνα στις αρχές του 20ου, αποτελούσε από μόνο του μια πραγματική Οδύσσεια και μια απόδειξη αντοχής, της άριστης φυσικής κατάστασης αλλά και της διατήρησης της ψυχικής υγείας του ίδιου του ταξιδιώτη. Αναφερόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι χερσαίοι προορισμοί εκτελούνταν ακόμα με πλοία, καθώς οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι, το οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ενώ οι σιδηροδρομικές μεταφορές ήταν υποτυπώδεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μόνο μέσο που απέμενε για να πας στο Βόλο, στην Πάτρα, στην Κόρινθο και βέβαια σε όλα τα νησιά, ήταν ο βαπόρι. 


Η όλη η ταλαιπωρία του ταξιδιού, δεν ήταν μόνο στο ίδιο καθεαυτό ταξίδι, αλλά και στην προσπάθεια επιβίβασης στο πλοίο ή αποβίβασης από αυτό.


Στην επιβίβαση στα πλοία ο υποψήφιος ταξιδιώτης έπρεπε καταρχάς να βρει τρόπο να φτάσει στο σταθμό του Θησείου (τα πρώτα χρόνια) ή της Ομονοίας (στα επόμενα) για να επιβιβαστεί στο σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς και να κατευθυνθεί προς το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πραγματικό χάος, αφού τα πλοία δεν πλεύριζαν στο λιμάνι αλλά απείχαν από τις προβλήτες τόσο, όσο χρειάζονταν για να καθίσταται αναγκαία η περίφημη μεταφορά επιβατών και αποσκευών με βάρκες. Πριν όμως από την επιβίβαση στις βάρκες, προηγείτο η έρευνα στις αποσκευές, καθώς τότε εφαρμόζονταν τα περίφημα «Διαπύλια Τέλη»

Επρόκειτο για έναν φόρο που αποτελούσε το κυριότερο δημοτικό έσοδο, και αφορούσε συγκεκριμένα προϊόντα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος στην Αθήνα ή στον Πειραιά, αλλά δεν επιτρεπόταν να τα εξάγει εκτός των ορίων των πόλεων αυτών. Στην περίπτωση εξαγωγής τους, που ήταν συνηθισμένη καθώς η λίστα περιελάμβανε μεγάλο αριθμό προϊόντων, επιβαλλόταν ένα μικρό τέλος. Για αυτό το μικρό όμως τέλος, γινόταν ενδελεχής έρευνα είτε από τελωνοφύλακες μέσα στο λιμάνι, είτε από υπαλλήλους του Δήμου εντός του σιδηροδρομικού σταθμού. Μάλιστα τους κεντρικούς δρόμους εισόδων – εξόδων πόλεων, όπως η οδός Πειραιώς,  υπήρχαν και κατάλληλα οικήματα για την είσπραξη των τελών αυτών. Στο Νέο Φάληρο, στην παραλία, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, διατηρείτο ακόμα ένα τέτοιο οίκημα, που αποκαλείτο «καπέλο» καθώς όλη η κατασκευή θύμιζε ένα πηλήκιο! 

Τα διαπύλια Τέλη του Νέου Φαλήρου το 1935 στο γνωστό οίκημα ως "Καπέλο"


Μόλις λοιπόν ο υποψήφιος επιβάτης έφτανε σαστισμένος στον σιδηροδρομικό σταθμό στον Πειραιά, ως πρώτη προϋπόθεση του ταξιδιού του ήταν να υποστεί έρευνα των αποσκευών του, είτε επί τόπου στον σταθμό, είτε αμέσως μετά από τους τελωνοφύλακες στις αποβάθρες του λιμανιού. Αμέσως μετά, έπρεπε να αποφασίσει με ποιο πλοίο θα ταξιδέψει, καθώς τα βαπόρια τότε ήταν τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Διέφεραν σημαντικά στην ταχύτητα, στις τιμές των εισιτηρίων, στην ενδιαίτηση εντός του πλοίου, στα ενδιάμεσα λιμάνια που έπιαναν και σε τόσα άλλα που καθιστούσαν την απόφαση, όμοια με απόφαση ζωής και θανάτου! Άλλα από αυτά ήταν ατμόπλοια κι άλλα ιστιοφόρα, σε άλλα κοιμόσουν στο κατάστρωμα, σε άλλα σε αιώρα και σε κάποια εντός καμπίνας! Και η πληροφόρηση καθίστατο ακόμα πιο δύσκολη, καθώς οι υπάλληλοι των πλοίων οι γνωστοί «κράχτες» ήταν ειδικοί στην παραπληροφόρηση! Έλεγαν ψέματα για τα άλλα πλοία προς το δυσμενέστερο, ψέματα για τα πλοία που αντιπροσώπευαν προς το ευμενέστερο, έλεγαν ψέματα γενικώς κατά όπως τους συνέφερε. Οι υποψήφιοι επιβάτες αποτελούσαν εν δυνάμει υποψήφια θύματα και μάλιστα πρώτης τάξεως!



Αλλά κι αν ο υποψήφιος επιβάτης κατάφερνε να επιλέξει σε ποιο από τα πλοία θα επιβιβαζόταν, μεσολαβούσε ο γνωστός και μη εξαιρετέος αχθοφόρος. Ήταν ο υπάλληλος του λιμανιού ο οποίος άρπαζε υποχρεωτικά τη βαλίτσα από το χέρι του ταξιδιού για να του ελαφρύνει όχι τα χέρια, αλλά την τσέπη. Διότι το δεκάδραχμο, για τα αχθοφορικά δικαιώματα, ήταν υποχρεωτικό ακόμα κι αν στο χέρι κρατούσες μια ομπρέλα! Τότε ο αχθοφόρος την άρπαζε κι άρχιζε να τρέχει μπροστά όχι προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αλλά προς εκείνη που ο ίδιος ήθελε να επιβιβάσει τον υποψήφιο επιβάτη. Ο αχθοφόρος παρά την όποια επιλογή του ταξιδιώτη, προσπαθούσε να τον πείσει για κάτι διαφορετικό, παρουσιάζοντάς του ανύπαρκτα μειονεκτήματα για το πλοίο που επέλεξε ή εξίσου ανύπαρκτα πλεονεκτήματα για το πλοίο που ο ίδιος πρότεινε, καθώς εάν τον έπειθε, θα λάμβανε τα «μεσιτικά» από εκείνον που το πρακτόρευε.  Και ήταν γεγονός ότι τα βαπόρια που πρότειναν οι αχθοφόροι ήταν τα χειρότερα, για αυτό άλλωστε και οι πράκτορές τους κατέβαλαν τα «μεσιτικά».

Ακτή Μιαούλη 1900

Εάν ο ταξιδιώτης ωστόσο κατάφερνε να μείνει ακλόνητος στην απόφασή του και να συνεχίσει σταθερά προς τον προορισμό του, θα έπρεπε να περάσει έναν ακόμα σκόπελο, χειρότερο του προηγούμενου, που ήταν ο βαρκάρης. Όπως ο αχθοφόρος προσπαθούσε να μεταπείσει τον επιβάτη στη στεριά, όμοια και ο βαρκάρης στη θάλασσα. Αν και η επίσημη αποστολή του βαρκάρη ήταν η μεταφορά του ταξιδιώτη από την άκρη της προβλήτας έως το πλοίο, που συνήθως έστεκε πρυμνοδετημένο λίγα μέτρα πιο κάτω. 


Οι βαρκάρηδες ωστόσο δεν περίμεναν μέσα στις βάρκες τους  επιβάτες, αλλά στην άκρη της προβλήτας. Μόλις πλησίαζε ο αχθοφόρος έτρεχαν να αρπάξουν τη βαλίτσα από το χέρι του, να την πετάξουν μέσα στη βάρκα, ώστε να ακολουθήσει υποχρεωτικά και ο επιβάτης. Οι αχθοφόροι έκαναν συνεργασίες «κολεγιές» με τους βαρκάρηδες για συγκεκριμένα πλοία. Συνέβαινε πολλές φορές, εάν ο επιβάτης είχε πολλές βαλίτσες, μια να αρπαχθεί από έναν λεμβούχο και η δεύτερη από κάποιον άλλον! Όμοια οι λεμβούχοι, όπως και οι αχθοφόροι, είχαν επίσης «πιαστεί» από τις εταιρείες ώστε να προτείνουν συγκεκριμένο πλοίο ο καθένας. Έτσι είχε συμβεί η μια βαλίτσα να τραβούσε προς ένα πλοίο, η δεύτερη σε άλλο και ο ίδιος ο επιβάτης σε μια τρίτη βάρκα να κινείται σε διαφορετικό πλοίο.


Ακτή Μιαούλη 1903


Αλλά και η αντίστροφη διαδρομή της αποβίβασης στο λιμάνι του Πειραιά είχε τους δικούς της νόμους, αλλά με την αντίστροφη διαδρομή. Από το πλοίο στον βαρκάρη κι από εκεί στην προβλήτα και στο αχθοφόρο για την αίθουσα του Τελωνείου. Έλεγχος αποσκευών και πεζοπορία για τον σιδηροδρομικό σταθμό.   






Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία οι παρεξηγήσεις δίνανε και παίρνανε. Δεν ήταν λίγο πράγμα να σου επιτεθεί κάποιος στα ξαφνικά και να βάζει χέρι στις αποσκευές σου ή να στις αρπάζει με το έτσι θέλω τρέχοντας προς μια κατεύθυνση.
Μετά από καυγάδες με αγριοφωνάρες και απειλές, προς όλες τις κατευθύνσεις, οι παρεξηγήσεις λύνονταν  με ένα «παρντόν» ή «με το συμπάθιο» σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Όχι όμως πάντοτε.

Τον Φεβρουάριο του 1906 το ιταλικό ατμόπλοιο «Φλόριο» καταπλέει από τα Χανιά στον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες που αποβιβάζονται και δεκαπέντε Κρητικοί του οπλαρχηγού της κρητικής επανάστασης του Καπετάν Βάρδα. Οι αχθοφόροι τους αναμένουν, λαμβάνουν τα πράγματά τους και τα μεταφέρουν στο Τελωνείο για τον καθιερωμένο έλεγχο. Από αυτούς δύο έχουν ξεμείνει πιο πίσω, προχωρώντας αργά έχοντας στα χέρια τις βαλίτσες τους. Τότε ένας Μανιάτης αχθοφόρος τους σταματά και κάνει να αρπάξει τις βαλίτσες για να τις μεταφέρει. Έλα όμως που οι κρητικοί δεν κατανοούσαν από βαρκαδιάτικα, αχθοφορικά και τους παράξενους αυτούς λιμανίσιους κανονισμούς;
-  «Μα αφού βλέπεις ότι τα κρατούμε μόνοι μας. Τι μας φορτώνεσαι;» του λένε. Μα ο αχθοφόρος επιμένει. Και κουβέντα στη κουβέντα, ο λόγος γίνεται τραχύς.
-   «Εσείς οι Κρητικοί δεν θα γίνετε άνθρωποι» απαντά ο Μανιάτης αχθοφόρος.
-    «Όχι εσείς οι Μανιάτες» ανταπαντούν οι Κρητικοί. 

Γρήγορα η λογομαχία μετατρέπεται σε συμπλοκή. Ενισχύουν με μιας οι Κρητικοί τους δικούς τους από τη μια και οι Μανιάτες τον συνάδελφό τους από την άλλη. Η διένεξη επιβατών αχθοφόρων μετατρέπεται σε μάχη Κρητικών και Μανιατών. Ο αχθοφόρος ο Μανιάτης που λεγόταν Ευστάθιος Σαραντέας τραβάει μαχαίρι και καταφέρνει μια στον κρητικό που δεν του έδινε τις βαλίτσες τον Γιάννη Πολυμενάκη. Ο αχθοφόρος με τη βοήθεια του βαρκάρη που ήταν η «κολεγιά» του διαφεύγει. Οι βαρκάρηδες στο πλευρό των αχθοφόρων, αφού και οι δύο τάξεις κάνουν το ίδιο πράγμα. Από ξηράς οι πρώτοι, από θαλάσσης οι δεύτεροι. Οι Κρητικοί που θα αντιληφθούν τη συνεργασία βαρκαρο-αχθοφόρων θα σκοτώσουν λίγο αργότερα έναν  βαρκάρη ονόματι Δημήτρη Τζιλιάνο παρότι δεν ήταν από τη Μάνη αλλά από την Κεφαλλονιά. Η είδηση των επεισοδίων μεταδίδεται ταχέως, γρηγορότερα και από το αναστάσιμο φως.

Από τη συνοικία των Κρητικών κατεβαίνουν ομάδες Κρητικών οπλισμένων με ό,τι βρίσκει πρόσφορο ο καθένας, οι οποίοι αναζητούν να βρουν Μανιάτες στον Πειραιά, κυρίως στα λεγόμενα μανιάτικα καφενεία. Γυρνούν μανιασμένα στα σημεία που συνήθως συχνάζουν Λάκωνες. Η πρώτη μάχη γίνεται στο γνωστό «Γιαχνί σοκάκι», στο στενό δηλαδή του Αγίου Σπυρίδωνα. Η δεύτερη στην Τρούμπα. Οι Κρητικοί δεν εμπιστεύονται την επέμβαση της Αστυνομίας καθώς στα αστυνομικά τμήματα του Πειραιά υπηρετούν πολλοί Μανιάτες. Το "Μανιάτης είναι ο Παπάς, Μανιάτης ο Αστυνόμος, Μανιάτικος κι ο νόμος" είναι άλλωστε γνωστό! Αρνήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους και ταμπουρώθηκαν στην κορυφή του λόφου της Καστέλλας.  

Ο Πειραιάς θυμίζει στρατοκρατούμενη πολιτεία. Στο μεταξύ έρχονται στο φως τα πραγματικά περιστατικά. Ο κρητικός Ιωάννης Πολυμενάκης, εκείνος που αρνείτο να δώσει τις αποσκευές του στο λιμάνι, δεν ήταν νεκρός αλλά τραυματισμένος στα νεφρά. Τρεις άλλοι όμως είχαν πέσει νεκροί (ένας Κρητικός, ένας Μανιάτης και ένας Κεφαλλήνιος βαρκάρης) επειδή όλοι πίστεψαν ότι ο Πολυμενάκης είχε πεθάνει. Η υποψία φονικού του ενός, δημιουργεί βεντέτα στην οποία τρεις πέφτουν στην πραγματικότητα νεκροί!


13 Φεβρουαρίου 1906 - Η παρεξήγηση των "αχθοφορικών δικαιωμάτων" που έφτασε να παρουσιαστεί ως "Άγια φυλετική έριδα"


Δεκάδες άλλοι ήταν τραυματίες και ζημιές πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Η σύγκρουση Κρητικών - Μανιατών είχε προκληθεί από μια παρεξήγηση, που είχε να κάνει με τη χαοτική διαδικασία που απαιτούσε η επιβίβαση ή αποβίβαση ταξιδιωτών στα πλοία του λιμανιού του Πειραιά. Τα βαρκαδιάτικα, τα αχθοφορικά, οι κολεγιές, οι αγκαζαρισμένοι αχθοφόρους και βαρκάρηδες, τα διαπύλια τέλη και ο υποχρεωτικός έλεγχος των αποσκευών, δημιούργησαν μια κατάσταση που έφτασε να παρουσιαστεί από τον τύπο της εποχής ως εμφύλιος πόλεμος, φυλετική έριδα και ένοπλος στάσις. Της περίστασης προσπάθησαν να επωφεληθούν οι Κεφαλλήνες οι οποίοι πρότειναν να αναλάβουν τα αχθοφορικά δικαιώματα στη θέση των Λακώνων!    

Ποτέ άλλοτε τόσο ασήμαντες λεπτομέρειες δεν είχαν δημιουργήσει ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα. 

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"