Το πειραϊκό "Σπίτι του Στρατιώτη" της μεταπολεμικής περιόδου

Το Μέγαρο Κανέττη το 1947



του Στέφανου Μίλεση

Το κτήριο που βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου με τη Σωτήρος Διός, που είναι γνωστό με την ονομασία "Μέγαρο Κανέττη" ή αλλιώς "μέγαρο με θόλο", αφού όπως έγραφε επί χρόνια και η σχετική διαφήμιση στις εφημερίδες, ήταν το "μοναδικόν με θόλον εις Πειραιά οικοδόμημα" είναι λίγο πολύ γνωστό στους Πειραιώτες. Λειτουργούσε ως εμπορικό κατάστημα του Ηλία Κανέττη για πολλά χρόνια.

Αυτό που ίσως δεν είναι γνωστό, είναι το γεγονός ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση το συγκεκριμένο κτήριο αποτέλεσε την έδρα για το "Σπίτι του Στρατιώτη".

Η ιστορία με την επιλογή του ως κατάλληλου οικοδομήματος έχει ως εξής.

Ο Πειραιάς αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών υπήχθη στην 82η στρατιωτική περιφέρεια της ελληνικής διοίκησης. Διοικητής της περιφέρειας αυτής ήταν ο Ταξίαρχος Στεργιόπουλος.
Μόλις οι Γερμανοί έφυγαν, ο Στεργιόπουλος αναζήτησε σε όλο τον Πειραιά κατάλληλο κτήριο για να στεγάσει τη λέσχη των Ελλήνων στρατιωτών της περιφέρειάς του. Το βλέμμα του τράβηξε το μέγαρο Κανέττη με την ιδιότυπη κατασκευή του και τον παράξενο θόλο του, επί της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου και Σωτήρος Διός.



Το κτήριο αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών είχε καταληφθεί από αγγλικά στρατεύματα. Το χρησιμοποιούσαν ως "καντίνα" δηλαδή ως τόπο διανομής αγγλικών παρασκευασμάτων που ο αγγλικός στρατός τροφοδοτούσε τα στελέχη του. Η εγκατάσταση των Άγγλων ήταν προσωρινή σε αυτό και εκκενώθηκε ύστερα από την άφιξη του Ελληνικού στρατού. Το κτήριο παραλήφθηκε από την Ελληνική Διοίκηση. Ωστόσο καθώς χρήματα δεν υπήρχαν ο Ταξίαρχος Στεργιόπουλος πρότεινε σε αρχές και συλλόγους της πόλης να βοηθήσουν προς το σκοπό αυτό. Διάφοροι Πειραιώτες συνέστησαν τότε ένα σύνδεσμο με την επωνυμία "Σύνδεσμο Φίλων του Στρατού". Αυτός ο σύνδεσμος συγκέντρωσε χρήματα με προορισμό τον ευπρεπισμό του κτηρίου που είχε δεινοπαθήσει από τους βομβαρδισμούς και τον πόλεμο και που από τύχη και μόνο είχε διασωθεί.

Ο σύνδεσμος αυτός διοργάνωσε την πρώτη μεταπολεμική εποχή στον Πειραιά θεατρικές παραστάσεις, χορούς και διαλέξεις για να καλλωπιστεί το μέγαρο Κανέττη που σκοπό είχε τη φιλοξενία, σίτιση και διασκέδαση των στρατιωτών της περιφέρειας Πειραιά. Πραγματικά ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, στο ισόγειο χώρο διαμορφώθηκε αναψυκτήριο με τραπεζάκια, καρέκλες και καναπέδες. Αυτό όμως που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι δύο τεράστιες ελαιογραφίες είχαν φιλοτεχνηθεί στους τοίχους του Μεγάρου, οι οποίες αναπαριστούσαν σκηνές από το έπος του στρατού στο Αλβανικό μέτωπο.

Στον πρώτο όροφο είχε δημιουργηθεί βιβλιοθήκη προερχόμενη αποκλειστικά από δωρεές βιβλίων. Στον Δεύτερο όροφο τέλος ήταν η αίθουσα ψυχαγωγίας όπου διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια ώστε να περνούν τις ελεύθερες ώρες οι στρατευμένοι. Αν και το μέγαρο έφερε την ονομασία "Σπίτι του Στρατιώτη" προοριζόταν για όλους τους ένστολους όλων των όπλων και των σωμάτων. Το πειραϊκό "Σπίτι του Στρατιώτη" λειτούργησε με αυτή τη μορφή για τέσσερα περίπου χρόνια. Το κτήριο έκτοτε άλλαξε πολλές χρήσεις και περισσότερους ενοίκους. Έγινε γνωστό και ως κατάστημα των "ΑΚΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛ".

Σήμερα ανακαινισμένο φιλοξενεί τραπεζικό κατάστημα. Ωστόσο θα ήταν πραγματικά υπέροχο να είχαν διασωθεί οι ελαιογραφίες του ισογείου χώρου εκείνης της περιόδου.

Διαβάστε επίσης:


Το λιμάνι του Πειραιά την εποχή της δημοτικής εποπτείας (1836 – 1911)



του Στέφανου Μίλεση

Όταν ξεκίνησε το 1835 η ίδρυση της πειραϊκής πολιτείας το αλλοτινό κραταιό λιμάνι της αρχαίας δόξας του Πειραιά, δεν διατηρούσε κανένα ίχνος ανθρώπινης δράσης, φροντίδας ή συντήρησης.
Επί 18 αιώνες, ερημιά βασίλευε στον Πειραιά. Το λιμάνι χρησιμοποιείτο μόνο ως ορμητήριο επιδρομέων όπως Γότθων και Ερούλων (267 μ.Χ.) και οι αναφορές για αυτό τόσο στα Βυζαντινά χρόνια όσο και στην περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν σπάνιες. 

Το 1806 ο Σατομπριάν επισκεπτόμενος την περιοχή καταγράφει στο "Itinaire de Paris a Jerusalem" ότι καταλαμβάνεται από μελαγχολία καθώς παρατηρεί τη θάλασσα χωρίς πλοία και τους λιμένες του Φαλήρου, της Μουνυχίας και του Πειραιά παντελώς έρημους.
  
Διαβάζουμε στα χρονικά της επανάστασης ότι όταν τον Απρίλιο του 1827 βομβαρδιζόταν από τους Έλληνες το τουρκοκρατούμενο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, το ατμόπλοιο «Καρτερία» του Άστιγξ επιχείρησε να εισέλθει εντός του λιμανιού. Η επιχείρησή του χαρακτηρίσθηκε ισοδύναμη με αποστολή αυτοκτονίας καθώς η χρόνια εγκατάλειψή του λιμανιού είχε δημιουργήσει σε πολλά σημεία αβαθή, στα οποία κινδύνευε να «κολλήσει» και να βρεθεί ακινητοποιημένο αποτελώντας έναν εύκολο ακίνητο στόχο στα τουρκικά πυρά. 

Πραγματικά τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όσο και αμέσως μετά, στο λιμάνι του Πειραιά μπορούσε κάποιο πλοίο να εισπλεύσει ακολουθώντας συγκεκριμένη πορεία από την οποία εάν παρέκκλινε κινδύνευε να υποστεί σοβαρή αβαρία. Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου άρχισαν στο λιμάνι να καταφθάνουν συστηματικά διάφορα πλοία μεταφέροντας τα όργανα της διοίκησης, ανθρώπους και εμπορεύματα.

Το λιμάνι του Πειραιά το 1836

Η δημιουργία της νέας πολιτείας απαιτούσε την εκ μηδενός εκκίνηση, αφού δεν υπήρχε καμία υποδομή πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί τόσο η νέα πρωτεύουσα, όσο και η πόλη του Πειραιά. Αταξία και αγωνία κυριαρχούσαν στην είσοδο – έξοδο πλοίων, συχνά σημειώνονταν σοβαρές συγκρούσεις εντός του λιμανιού, ενώ η κυριότερη απειλή όλων ήταν ο περιβόητος ύφαλος στο κέντρο του λιμανιού που στάθηκε αιτία να κινδυνεύσουν πολλά σκάφη. 

Όλη η αριστερή πλευρά του λιμανιού είχε μεταβληθεί σε έναν δυσώδη βαλτότοπο με βούρλα, ενώ σε ορισμένα σημεία σχηματίζονταν πραγματικοί βούρκοι ο μεγαλύτερος των οποίων δέσποζε με την παρουσία του στο σημείο του αρχαίου όρμου των Αλών που οι πρώτοι έποικοι αποκαλούσαν παραστατικά βρωμολίμνη

Η κατάσταση του λιμανιού αποτέλεσε βασικό μέλημα των πρώτων κατοίκων του Πειραιά, οι οποίοι με διαρκείς επιστολές στη βασιλική γραμματεία των εσωτερικών προσπαθούσαν να περιγράψουν τη μιζέρια που επικρατούσε η οποία δεν αποτελούσε κίνδυνο μόνο για τα πλοία αλλά και για τους ανθρώπους, αφού πλήθη κουνουπιών είχαν δημιουργήσει αποικίες στα εγκαταλελειμμένα σημεία του λιμανιού. Από τη συνολική υδάτινη επιφάνεια του πειραϊκού λιμένα μόνο ένα μικρό μέρος ήταν αξιοποιήσιμο, το ευρισκόμενο μπροστά από το Μοναστήρι και σε κάποια έκταση δεξιά κι αριστερά του.

Βυθοκόρος παλαιού τύπου κατά τα έργα εκβάθυνσης του λιμανιού
Βυθοκόρος γαλλικής αποστολής

Τα τρία τέταρτα του λιμανιού ήταν μη προσεγγίσιμα για αυτό και όταν στα 1825 οι ψαριανοί προσπάθησαν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν συνοικισμό σε αυτό το μοναδικό ένα τέταρτο του λιμανιού που εξακολουθούσε να είναι υγιές οι κτηματίες της Αθήνας έπεσαν πάνω τους να τους εκδιώξουν αφού θα προσπορίζονταν το μοναδικό εκμεταλλεύσιμο σημείο του λιμανιού! 

Όταν έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά ο Βασιλιάς Όθωνας αποβιβάσθηκε στην ξηρά πατώντας πάνω σε μια σανίδα για να μη βυθιστεί στο βούρκο. Η κατάσταση του λιμανιού ήταν τόσο άθλια από την πολυετής και τέλεια εγκατάλειψή του, ώστε η μορφή του είχε μεταβληθεί. Από τα όμβρια ύδατα που επί αιώνες κατέβαιναν από τα γύρω υψώματα συμπαρασύροντας λάσπη είχε μεταβληθεί το βάθος του λιμανιού καθιστώντας τις προσορμίσεις των πλοίων αδύνατες.  

Για αυτό μαζί με τις πρώτες αποφάσεις της δημοτικής αρχής ήταν και η αναζήτηση χρημάτων για την ανάπτυξη υποδομής του λιμανιού. Τα χρήματα βρίσκονται καθώς από το 1834 έχει ορισθεί η είσπραξη δικαιωμάτων στα λιμάνια της επικράτειας ανάλογα με το μέγεθός τους, τη σύνθεση του πληρώματος, τα μεταφερόμενα εμπορεύματα κ.ο.κ. Αυτά τα δικαιώματα όμως από το 1836 (16 Οκτωβρίου) καθορίζεται να τα διαχειρίζεται τριμελής Επιτροπή Μωλικού Ταμείου Πειραιώς η οποία ελέγχεται πλήρως από τον Δήμο Πειραιώς. Η Επιτροπή εισπράττει τα δικαιώματα από τα πλοία που εισέρχονται στο λιμάνι και τα αξιοποιεί σε έργα υποδομής του. 

Χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τα δικαιώματα
που θα καταβάλουν τα πλοία στους λιμένες


Ιδρύεται υπολιμεναρχείο με πρώτο λιμενάρχη τον Γάλλο Λεών Μπαντέν (Leon Badin), που μέχρι τότε υπηρετούσε στο Ναύπλιο. Ο Πειραιάς ως πόλη και το λιμάνι του ως προς το μέγεθος διακίνησης προσώπων και αγαθών εμφανίζει τόσο μικρά στατιστικά κίνησης, που ο έλεγχός του υπάγεται διοικητικώς στον Κεντρικό Λιμενάρχη της Ύδρας! Ο Γάλλος υπολιμενάρχης όταν αφικνείται στον Πειραιά αδυνατεί να βρει κατάλληλο σημείο να στεγαστεί και τελικά αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ως κατοικία του καμπίνα του κανονιοφόρου «Ανδρούτσος», ενώ διατηρεί μικρό οίκημα ως γραφείο στη στεριά.

Όπως η πόλη του Πειραιά άρχισε να λαμβάνει υπόσταση μέσω ρυμοτομικού σχεδίου του Γερμανού μηχανικού Σάουμπερτ και του Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη, έτσι και το λιμάνι πρέπει να αποκτήσει τη δική του ρυμοτομία για να λειτουργήσει ξανά. Τέλματα και έλη κάλυπτα τα πάντα.  Παρόλα αυτά το λιμάνι κινείται! Ταχυδρομικά πλοία του επιχειρηματία Φεράλδη, εκτελούν δρομολόγια για Σύρα, Σμύρνη, Μυτιλήνη με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη (Β.Δ. που έχει υπογραφεί από 9 Δεκεμβρίου 1835 "Περί διατιμήσεως του ναύλου των ταχυπλόων του Κ. Φεράλδη και αντικαταστάσεως του ατμόπλοιου Ανατολή" μεταξύ Σμύρνης, Σύρας και Πειραιώς". 

Το ατμόπλοιο "Ανατολή" από το Νοέμβριο του 1835 αναχωρεί από τον Πειραιά εκτελώντας δρομολόγια κάθε δεύτερη Παρασκευή δηλαδή κάθε δεκαπέντε ημέρες.   

Λιμένας Αλών - του Κωνσταντίνου Ρωμανίδη

Μια από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν ήταν η μεταφορά του καταστήματος της Διαμετακομίσεως (Δογάνας) που υπήρχε από την εποχή της τουρκοκρατίας και που λειτουργούσε με έναν Τούρκο τελώνη στη σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη. Το Τελωνείο εγκαταλείπει το παλαιό άθλιο κτήριο όπου στεγαζόταν και μεταφέρεται έναντι του Αγίου Νικολάου σε ένα από τα πρώτα αξιόλογα δημόσια κτήρια του Πειραιά, εντός του οποίου συστεγάζονται επίσης το ναυτοδικείο, το λιμεναρχείο, το ταχυδρομείο και το υγειονομείο. Δίπλα τους ένα οίκημα στεγάζει το λοιμοκαθαρτήριο. Παράλληλα δημιουργούνται και αποθήκες διαμετακομίσεως εμπορευμάτων. Πολλές είναι ιδιωτικές άλλες του Τελωνείου Πειραιώς. Ιδιωτικές ή όχι υπάγονται στη νομοθεσία "περί συστάσεως Διαμετακομίσεως εις Πειραιά" (Β.Δ. 9 Απριλίου 1835). Μια εξ αυτών διασώζεται μέχρι σήμερα δίπλα στο ναό του Αγίου Νικολάου που αποδίδεται ως κατασκευή στον Κλεάνθη και που στη συνέχεια φιλοτεχνήθηκε σε πίνακα από τον Τσαρούχη. 


Οι εμπορικές συναλλαγές την εποχή των πρώτων χρόνων δείχνουν ότι τα πάντα φτάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, τροφοδοτώντας δύο πόλεις, Αθήνα και Πειραιά, ενώ λίγα εξέρχονται μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση κατέχουν οι βδέλλες!  Με διάταγμα του Αντιβασιλέα Άρμανσπεργκ απαγορεύεται η εξαγωγή βδελλών χωρίς κρατική άδεια που θεωρείται λαθρεμπορική πράξη για όποιον δεν είναι εφοδιασμένος με ανάλογο έγγραφο. (Β.Δ. 3 Μαρτίου 1836 "Περί εξαγωγής βδελλών"). Προηγούμενα έχει αναγνωριστεί το επάγγελμα του φλεβοτόμου, εκείνου δηλαδή που χρησιμοποιεί ευρέως τις βδέλλες.  

Πειραιάς 1852


Αυτά ωστόσο που έπρεπε να γίνουν άμεσα στο λιμάνι του Πειραιά ήταν πολλά και άμεσα.
Έπρεπε να κατασκευαστούν κρηπιδώματα, να τοποθετηθούν δέστρες, να αποκτήσει το λιμάνι σε όλη την έκτασή του βάθος τουλάχιστον 3,5 – 4 μέτρων, να ορισθούν αγκυροβόλια, να δημιουργηθούν οι απαιτούμενες υπηρεσίες υποστήριξης, να φύγει ο ύφαλος του δέσποζε στο κέντρο του! 

Είναι απίστευτο το πλήθος των λεπτομερειών που πρέπει να προβλεφθούν και να καταγραφούν σε διατάξεις διαταγμάτων. Καθώς τα πλοία που έρχονται στο λιμάνι του Πειραιά, εκτός από εμπορεύματα και ανθρώπους φέρνουν μαζί τους και μολυσματικές ασθένειες αλλά και νεκρούς, καθορίζονται εκτός από τα λιμενικά δικαιώματα και υγειονομικά δικαιώματα το ύψος των οποίων προβλέπεται πάλι -όπως και τα λιμενικά- από το μέγεθος του πλοίου, το πλήρωμά του, τους επιβάτες που  μεταφέρει κ.ο.κ. 

Και καθώς οι νεκροί που εκφορτώνονται από αυτό θάπτονται ανεξέλεγκτα, αλλά και για την ανεξέλεγκτη στο σύνολό της ταφή θανόντων, πιθανών εκνόμων πράξεων,  εκδίδεται βασιλικό διάταγμα "Περί νεκροσκοπίας" (ΦΕΚ 22/1835),  στο οποίο προβλέπεται ότι:
"Δια να εμποδίσουμε τον απερίσκεπτον ενταφιασμόν ανθρώπων νεκρών μόνον κατά το φαινόμενον, και να προλάβωμεν εν ταυτώ την διάδοσιν λοιμωδών αρρωστημάτων, δίδοντες αφορμήν να ανακαλύπτωνται δικαστικώς λαθραίοι ή βίαιοι θάνατοι..... θέλουσι διορισθή πολλοί νεκροσκόποι καθ΄ έκαστον Δήμον του Βασιλείου". Έτσι καθιερώνεται το επάγγελμα του νεκροσκόπου, προγόνου δηλαδή του σημερινού ιατροδικαστή. 

Άποψη Πειραιά 1852


Το 1848 η κίνηση του λιμανιού ανέρχεται στις επτά χιλιάδες πλοία(αφίξεις και αναχωρήσεις) από τα οποία τα 250 είναι ατμοκίνητα. Ο ατμός κάνει δυναμικά την εμφάνισή του και το λιμάνι πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα εποχή. Για αυτό και κατασκευάζεται μια μεγάλη αποβάθρα που φέρει πάνω της δημοτικό φρεάτιο, εκ του οποίου υδρεύονταν δια αντλήσεως τα ατμόπλοια εξ ου και η προβλήτα αυτή έλαβε την δημώδη ονομασία «Τρούμπα».  Όσον αφορά την εμπορική κίνηση του λιμανιού το 1850 ανέρχεται σε αξία εμπορευμάτων για τα με εισερχόμενα 3,5 εκατομμύρια δραχμών, για τα εξερχόμενα μόλις 400 χιλιάδων δραχμών. 

Μετά το 1850 κατασκευάζεται η προκυμαία της Ακτής Μιαούλη η οποία ήταν πλακόστρωτη μήκους 1508 μέτρων με πεζοδρόμιο.  

Κατασκευάστηκε η Βασιλική Αποβάθρα, ενώ από τη νέα θέση του Τελωνείου στον Άγιο Νικόλαο έως την Ακτή Τζελέπη κατασκευάστηκαν κρηπιδώματα στα οποία υπήρχαν τοποθετημένοι μαρμάρινες ευπαρουσίαστες κολώνες χαμηλού ύψους που απείχαν η μια από την άλλη απόσταση οκτώ μέτρων και χρησίμευαν ως δέστρες για τα ιστιοφόρα πλοία. 
Επιχωματώσεις επίσης έγιναν στις εκτάσεις εκείνες που ήταν τέλματα, όπως η επιφάνεια της περιοχής του λιμανιού Αλών, μπροστά από το σημερινό ηλεκτρικό σταθμό. 

Το 1869 ένα ακόμα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα, έργο που συνετέλεσε στην αύξηση της κίνησης του λιμανιού.


Αρχές του 20ου αιώνα. Μεταφορά από τα πλοία στην προκυμαία με βάρκες και αντιστρόφως
Εκφόρτωση με τα χέρια


Τότε όμως η εκάστοτε δημοτική αρχή του Πειραιά είχε όραμα ανάπτυξης όχι μόνο για την πόλη αλλά και για το λιμάνι. Το 1848 συγκροτείται επιτροπή με αποστολή την υπό κατασκευή προκυμαία του Πειραιά. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από τρία μέλη εκ των οποίων το ένα διορίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά, το δεύτερο από τον υπουργό των εσωτερικών και το τρίτο είναι ο διευθύνων τις εργασίες μηχανικός της προκυμαίας. Τα μέλη της Επιτροπής αυτής με εξαίρεση τον μηχανικό της προκυμαίας, αναλαμβάνουν θητεία τριών ετών. Η Επιτροπή αυτή αντικαθιστά την προγενέστερη της 16ης Οκτωβρίου του 1836, την οποία μάλιστα ο υπουργός εσωτερικών Ρούφος, απονέμει ευαρέσκεια για το πολυετές διάστημα που κατέβαλε άμισθους και έντιμους υπηρεσίες. Πρόεδρος αυτής της επιτροπής όπως και της προηγούμενης αλλά και της επόμενης είναι ο διορισμένος εκ του Δήμου, κατά συνέπεια είναι εκείνος που κατευθύνει το έργο της επιτροπής εκφράζοντας τη θέληση του εκάστοτε δημάρχου Πειραιά. 

Διαδοχικά τα όργανα με τα οποία οι Δήμαρχοι έχουν λόγο στο λιμάνι ήταν: 
η Επιτροπή Μωλικού Ταμείου (1836 – 1848), 
η Επιτροπή Προκυμαίας Πειραιώς (1848 – 1861) και τέλος 
η Εφορευτική Επιτροπεία του Λιμένος (1861 – 1911).

Η Επιτροπή Προκυμαία Πειραιώς
λειτουργούσε από το 1848 έως το 1861


Ο καθαρισμός του λιμένα Αλών που έμοιαζε περισσότερο με λιμνοθάλασσα, επέτρεψε αρχικά την πλεύση μόνο κάποιων ελαφριών λέμβων και απαιτείτο αρκετός χρόνος ακόμα μέχρι την οριστική εκβάθυνση. Αυτά όλα ήταν έργα που συντελέστηκαν εκείνη την εποχή που πρόεδροι της Επιτροπείας του Λιμανιού ήταν οι Δήμαρχοι Πειραιά. 

Για αυτό και τα μεγάλα έργα στον Πειραιά δεν έγιναν τυχαία έχοντας ως κεντρικό άξονα το λιμάνι, αφού το ίδιο πρόσωπο (ο Δήμαρχος) ασκούσε έργο τόσο εντός όσο και εκτός της λιμενικής ζώνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σιδηροδρομικές γραμμές των διαφόρων σιδηροδρομικών δικτύων (Αθηνών – Πειραιώς, Πελοποννήσου και Λαρισαϊκού) που κατασκευάστηκαν να έχουν πάντα τερματικό σταθμό το λιμάνι. 

Κατασκευή προκυμαίας στο λιμάνι του Πειραιά 1850

Σημαντικός τομέας ανάπτυξης αποτέλεσε και η κατασκευή μονίμων δεξαμενών στον Πειραιά η θεμελίωση των οποίων έγινε στις 25 Απριλίου του 1899. Ήταν ένα κρίσιμο έργο το οποίο εξαγγελθεί από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη όταν στις 7 Μαρτίου του 1891 υπέβαλε στη Βουλή σχέδιο νόμου περί ιδρύσεως μόνιμης δεξαμενής στον Πειραιά. Η πρώτη δημοπρασία του έργου έγινε επί κυβερνήσεως Τρικούπη στις 13 Ιουνίου του 1892. 

Όμως τίποτα δεν προχώρησε και κανένας άλλος λόγος δεν έγινε περί ίδρυσης μόνιμης δεξαμενής στον Πειραιά μέχρι το 1895 που ο Δηλιγιάννης με υπουργό εσωτερικών τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (διατηρούσε έπαυλη στην Καστέλλα) επανέφεραν το έργο στο προσκήνιο. 

Όλα αυτά συνετέλεσαν στην άνοδο του πειραϊκού λιμανιού συμπαρασύροντας το εμπόριο και τη βιομηχανία αλλά και το εργατικό δυναμικό που σπεύδει να βρει απασχόληση στο λιμάνι. Η εφημερίδα Σφαίρα γράφει σε φύλλο της το 1899 για τον Πειραιά ότι έχει «αμερικανικώς αυξάνοντα πληθυσμό, παγκάλους οικοδομάς και οδούς κατασκευασμένους από χρηστή δημοτική διοίκηση»

Η κατασκευή των δεξαμενών περατώθηκε το 1912 με πρώτο πλοίο να εισέρχεται σε αυτήν δια καθαρισμό να είναι το θωρηκτό «Ψαρά».
Κατασκευή μόνιμης δεξαμενής εις λιμένα Πειραιώς
1913 - Το Θωρηκτό "Ψαρά" εντός της μόνιμης δεξαμενής
Περπατώντας στην προβλήτα του λιμανιού 

Αυτού του είδους η άσκηση εποπτείας εκ μέρους του Δήμου διατηρήθηκε μέχρι το 1911 που δημιουργήθηκε η Επιτροπεία Λιμένος Πειραιώς (20 Ιανουαρίου 1911) πρόγονος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς. 

Συνεπώς το 1911 αποτέλεσε ένα έτος ορόσημο για το λιμάνι του Πειραιά, καθώς τότε υπήρξε η διοικητική του αυτοτέλεια και η απαγκίστρωση από τον Δήμο Πειραιά. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο Πειραϊκός λιμένας από ένα άσημος και επικίνδυνος όρμος που είχε καταλήξει να είναι όταν ανέλαβε η Επιτροπή Μωλικού Ταμείου μέχρι το 1880 για παράδειγμα, είχε ανέβει στην τέταρτη θέση στα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Δηλαδή μέσα σε μόλις 44 χρόνια δημοτικής μέριμνας είχε αναρριχηθεί σε μια πολύ σημαντική θέση. Η βασική αιτία αλλαγής και μετατροπής σε αυτόνομο οργανισμό σύμφωνα με το σκεπτικό της εποχής ήταν η απομάκρυνση ανάμιξης πολιτικής στη διοίκηση του λιμένος, γεγονός που επιτεύχθηκε μόνο με τη μετατροπή του σε αυτοδιοικούμενο οργανισμό. 

Ατμόπλοια στο λιμάνι

7 Μαΐου 1931 - Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης εγκαινιάζει την προσέγγιση όλων των πλοίων στις πειραϊκές προβλήτες. Ένας μεγάλος κύκλος λιμενικών έργων που έχουν ξεκινήσει από το 1924 ολοκληρώθηκε.


9 Απριλίου 1912. Άφιξη και υποδοχή στο λιμάνι του Πειραιά των πρώτων αεροπλάνων εντός ξύλινων κιβωτίων. Η αεροπορία στην Ελλάδα "γεννήθηκε" από τη θάλασσα

Η ανάληψη διοίκησης από την αυτόνομη πλέον Επιτροπεία Λιμένος Πειραιώς προκαλεί αλλαγή στόχου καθώς στο κέντρο βρίσκεται το λιμάνι και όχι η πόλη. Πρόκειται για μια πολυμελής επιτροπή που συντάσσει σχέδια ανάπτυξης και αναθέτει την υλοποίησή τους. Το 1914 το πειραϊκό λιμάνι βρέθηκε στη δεύτερη θέση, με πρώτη την Κωνσταντινούπολη την οποία πολύ σύντομα ξεπέρασε. Τα μεγαλύτερα λιμενικά έργα που γνώρισε ποτέ το λιμάνι αρχίσουν να υλοποιούνται την περίοδο 1924 – 1931. Κατασκευάστηκαν κρηπιδώματα μήκους 2.756 μέτρων, ανεγέρθηκαν πέντε διώροφα υπόστεγα κ.α. 

Η ένταση της κίνησης του λιμανιού ήταν πλέον τεράστια, ενώ η πόλη φάνταζε αδιάφορη και απόμακρη στο βάθος. Υπόστεγα επί υποστέγων ξεφύτρωναν ολοένα κατά μήκος της παραλίας, αποκόβοντας την ορατότητα από τη στεριά προς τη θάλασσα, ενώ γίνονταν διαρκείς επιχωματώσεις για να αυξηθεί η επιφάνεια των μόλων. Οι ανάγκες αυξάνονταν και το λιμάνι ασφυκτιούσε. Χωροταξικοί επανασχεδιασμοί αναζητούσαν την καλύτερη γεωγραφική κατανομή των διαφόρων υπηρεσιών. Μεταφέρονται οι ταρσανάδες από την Ακτή Ξαβέρη προς την έρημη ακόμα ακτή Αγίου Διονυσίου (σημερινή Κονδύλη). Το ίδιο συνέβη με τα Καρβουνιάρικα και με τις διάφορες ακτοπλοϊκές γραμμές. Τα ξύλινα υπόστεγα, τα κιόσκια και οι παράγκες κατά μήκος της πειραϊκής ακτής έδιναν στον ταξιδιώτη που πλησίαζε την πόλη και την έβλεπε από τη γέφυρα του πλοίου την εντύπωση μιας σεισμόπληκτης πόλης.

Εικόνα από το λιμάνι Πειραιά το 1900

Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν μια περισσότερο εξειδικευμένη υπηρεσία διαχείρισης του λιμανιού που να οδηγούσε σε ριζική μεταβολή του συστήματος οργάνωσης, στον ευπρεπισμό του και στην αυτοματοποίηση των υπηρεσιών του, αλλά το κυριότερο η υπαγωγή όλων των υπηρεσιών του λιμανιού υπό ενιαία διοίκηση. Μέχρι τότε διάφοροι τομείς λειτουργίας του λιμανιού βρίσκονταν σε χέρια ιδιωτών. Δια της υπαγωγής όλων σε έναν οργανισμό οι διαδικασίες συντομεύθηκαν, η πολυαρχία εξαλείφθηκε, ενώ σταμάτησε η υπέρμετρη επιβάρυνση του κόστους διακίνησης εμπορευμάτων που αποτελούσε ένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα του πειραϊκού λιμανιού μέχρι τότε. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς που συνέβαλε αποφασιστικά στην άνοδο του λιμανιού.

Άποψη λιμένος το 1932
Το λιμάνι με την Πλατεία Καραϊσκάκη στις αρχές του 1922

Η θαλασσομάχος Καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη και ο Πειραιάς



του Στέφανου Μίλεση

Η Δόμνα Βισβίζη, υπήρξε μια όμορφη φυσιογνωμία της ελληνικής επανάστασης, μια δυνατή καπετάνισσα και αρχόντισσα της Θράκης. Το όνομά της ίσως να μην είναι τόσο γνωστό, όσο της Μπουμπουλίνας ή της Μαυρογένους, ωστόσο η φήμη της για την τόλμη της και τη γενναιότητά της, για την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία που τη διέκρινε ήταν μεγάλη. 

Αυτή η ηρωική μορφή της εθνικής μας παλιγγενεσίας στο τέλος της ζωής της, ύστερα από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, πίκρες και απογοητεύσεις, θα πεθάνει μακριά από τη γενέτειρα γη της, που ήταν η πόλη της Αίνου Θράκης, πάμπτωχη και ξεχασμένη σε ένα φτωχικό σπιτάκι στον Πειραιά. 

Φαίνεται ότι ο Πειραιάς προσέλκυσε πολλούς από τους ναυμάχους και οπλαρχηγούς της επανάστασης, που επέλεγαν να αφήσουν την τελευταία τους πνοή δίπλα στη θάλασσα του Σαρωνικού. Δεν ήταν μόνο η περίπτωση του Νικήτα Σταματελόπουλου (του Νικηταρά) που πέθανε ξεχασμένος κι έρημος στον Πειραιά σε ηλικία 68 ετών, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849. 

Πολλοί αγωνιστές και ήρωες της επανάστασης, επέλεγαν κάτω από ακραίες συνθήκες φτώχειας και καταφρόνησης, να ζήσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στη μικρή κι ασήμαντη ακόμα πολίχνη του Πειραιά, που κινείτο αθόρυβα δίπλα στο κέντρο εξουσίας που ήταν η Αθήνα. 

Δεν γνωρίζουμε τι ήταν εκείνο που προσέλκυσε τους αλλοτινούς ήρωες να καταφύγουν στον Πειραιά για να ξοδέψουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Να ήταν άραγε οι ακτές που βρέχονταν από θάλασσα και που θύμιζαν στους νησιώτες την ιδιαίτερη πατρίδα τους; Ή μήπως το απόμερο που προσέφερε η μικρή πολίχνη, που βρισκόταν όμως κοντά στο πολύβουο κέντρο;  



Για τον Νικηταρά φυσικά γνωρίζουμε ότι οι αρμόδιες αρχές εκτιμώντας τον αγώνα του, εξέδωσαν στον Πειραιά άδεια επαίτη! Του όριζαν μάλιστα και συγκεκριμένο σημείο στο οποίο και μόνο επιτρεπόταν να επαιτεί. Όμως για τη Δόμνα Βισβίζη και την εγκατάστασή της στον Πειραιά γνωρίζουμε πολύ λίγα, όσον αφορά τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της που τα πέρασε στην πόλη μας. Γνωρίζουμε μόνο ότι κάθε μέρα πρόβαλε στο κατώφλι του φτωχικού της για να κοιτάζει τη θάλασσα που αγάπησε και που στάθηκε το δικό της πεδίο μάχης και συνεισφοράς στον αγώνα της ανεξαρτησίας.

Η Δόμνα γεννήθηκε το 1783 στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Στα 24 χρόνια της η Δόμνα παντρεύτηκε τον εύπορο Αντώνη Βισβίζη που αργότερα θα γίνει και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Η Δόμνα από το γάμο της απέκτησε πέντε παιδιά. Και παρότι η οικογένεια είχε ανάγκες ο σύζυγός της Αντώνης ξόδευε τα χρήματα για τις ανάγκες της Φιλικής Εταιρείας. Παρόλο που η Δόμνα προερχόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων μέσω της επαφής που είχε από τις επιχειρήσεις του συζύγου της Αντώνη άρχισε να αγαπάει τη θάλασσα. 

Τα Χριστούγεννα του 1820 ο Αντώνης αγόρασε ένα πλοίο που ήταν εντυπωσιακό από το μέγεθός του. Στην πλώρη του έγραφε με τεράστια γράμματα «Καλομοίρα». Εκτός από το μέγεθός του το πλοίο αυτό ήταν εξοπλισμένο με 16 κανόνια, είχε πλήρωμα 140 άτομα, ενώ διέθετε μια τεράστια σάλα συνεδριάσεων που χωρούσε πολλά άτομα για αυτό και εντός αυτής θα συνεδριάζει αργότερα η προσωρινή κυβέρνηση. 

Όταν ξέσπασε η επανάσταση ο Αντώνης Βισβίζης, γεμάτος ενθουσιασμό είπε στη γυναίκα του ότι αν ήθελε να τον ακολουθήσει, θα έπρεπε να αφήσει στην άκρη το σπίτι τους και όλα τους τα υπάρχοντα, να λάβει μαζί της τα παιδιά τους και να επιβιβαστούν στο μεγάλο και νεόδμητο καράβι τους, ώστε να ακολουθήσουν τον ψαριανό στόλο. Και η νεαρή γυναίκα χωρίς να σκεφτεί ούτε μια στιγμή την τεράστια περιουσία που άφηνε πίσω της, την ασφάλεια του σπιτιού της και την άνετη ζωή της, άφησε για πάντα τη ζωή που μέχρι τότε έκανε και μπλέχτηκε στις περιπέτειες του αγώνα. 

Πολεμώντας διαρκώς έφτασε μαζί με άλλα πλοία στον Άθω όπου αποβίβασαν τον Εμμανουήλ Παππά για να κηρύξει την επανάσταση στη Μακεδονία. Η επαναστατική διοίκηση στη συνέχεια διέταξε τον Αντώνη Βισβίζη να τραβήξει κατά τον Ευβοϊκό για να βοηθήσει τον Υψηλάντη που ήδη μαχόταν εκεί μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Νικήτα Σταματελόπουλο. Μέσα στη σάλα του πλοίου "Καλομοίρα" συνεδρίαζε η ηγεσία του αγώνα για τον πόλεμο της Εύβοιας. 

Την ώρα της συνεδρίασης μαντάτο έφτασε στο πλοίο ότι οι Τούρκοι πίεζαν τους Έλληνες να τους πετάξουν στη θάλασσα. Τότε ο Βισβίζης διέκοψε τη συζήτηση και φώναξε να κατεβάσουν γρήγορα τις βάρκες του πλοίου για να προστρέξουν να βοηθήσουν τους Έλληνες στη στεριά. Λίγο πριν πηδήξει από το κατάστρωμα του πλοίου στη βάρκα γύρισε στη γυναίκα του και της φώναξε: 
- "Δόμνα αν δεν γυρίσω πίσω πάρε τη διοίκηση του καραβιού και συνέχισε να πολεμάς ώσπου να ελευθερωθεί η Ελλάδα μας. Ο Θεός είναι μαζί μας". 

Όμως ο Αντώνης Βισβίζης ευρισκόμενος ακόμα μέσα στη βάρκα δέχθηκε μια σφαίρα και πέθανε. Η Δόμνα χωρίς άλλη καθυστέρηση ανέβηκε στη γέφυρα και άρχισε να δίνει τις απαραίτητες διαταγές με θαυμαστό τρόπο λες και ήταν καπετάνισσα από χρόνια.

Για περισσότερο από τρία χρόνια η Δόμνα κατάφερνε να τριγυρίζει ανάμεσα στα τουρκικά πλοία και να μεταφέρει πολεμοφόδια. Δύο φορές ο Πασάς της Χαλκίδας προσπάθησε να αποβιβαστεί στη Βοιωτία. Τα  κανόνια της Δόμνας όμως τον εμπόδισαν. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγραψε με ευγνωμοσύνη πώς σώθηκε αυτός και οι άνδρες του χάρη στην επέμβαση της Δόμνας με το πλοίο της. Η Δόμνα έφτασε να αποκαλείται Κυρά των Θαλασσών. Ήταν ο τρόμος των Τούρκων στα νερά της Ευβοίας.  Όμως όσο μεγάλη όμως κι αν ήταν η περιουσία της δεν θα μπορούσε αμείωτα να συντηρεί ένα πολεμικό καράβι. Έτσι κάποτε έβαλε πλώρη για την Ύδρα και παρέδωσαν το διαλυμένο από τις μάχες πλοίο στις αρχές του νησιού. 

 Η καπετάνισσα είχε ξοδέψει όλη της περιουσία στην υπόθεση του Αγώνα. Από το λαιμό της είχε βγάλει και είχε πουλήσει μέχρι και τα κοσμήματά της για να αγοραστούν με τα χρήματα από αυτά μπαρούτι και όπλα. Κι όταν δεν είχε πια τι άλλο να πουλήσει, παρέδωσε το πλοίο της στην Κυβέρνηση για να το χρησιμοποιήσει όπως εκείνη πίστευε καλύτερα. Πήγε αρχικά στη Μύκονο όπου αυτή και τα παιδιά της ζούσαν στοιβαγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο. Κάποτε έφτασε μια πληροφορία στο νησί. Ο Μιαούλης ναυμαχούσε λυσσαλέα του Τούρκους. Πάνω στο καπνό και στην αντάρα της μάχης ο Ανδρέας Πιπίνος πλησίασε με ένα μπουρλοτιέρικο πλοίο το "Καλομοίρα" και ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα «Χοσνέ Γκεμισί» μαζί με τους 300 άνδρες της. Και το μπουρλοτιέρικο αυτό πλοίο ήταν της Δόμνας Βισβίζη! 

Η ανταμοιβή της Δόμνας για τη συμμετοχή της στους αγώνες της ανεξαρτησίας ήταν η πείνα και η εξαθλίωση για την ίδια και τα παιδιά της. Άστεγη πλέον τριγυρνούσε δώθε κείθε αναζητώντας τρόπους επιβίωσης. Ναύπλιο, Ερμιόνη, Ερμούπολη, Άργος. Κρατούσε στα χέρια της τα διάφορα πιστοποιητικά που της είχαν χορηγήσει ο Υψηλάντης, ο Ανδρούτσος και άλλοι οπλαρχηγοί τα οποία βεβαίωναν την πολεμική της δράση. Στεκόταν στις ουρές των διαφόρων επιτροπών όπου την περιγελούσαν ή την αμφισβητούσαν. Αντί της αποζημίωσης που με τόσο ευκολία χορηγούσαν σε αμφισβητούμενους οπλαρχηγούς, η δράση των οποίων ήταν άγνωστη, στην Δόμνα Βισβίζη χορήγησαν τελικώς μόνο μια μηνιαία σύνταξη τριάντα δραχμών. Την κατώτερη! 

Από το 1845 επέλεξε να ζήσει πλάι στο κύμα της θάλασσας στον Πειραιά, άγνωστο ακριβώς πού. Πέθανε το 1850 λίγους μόλις μήνες ύστερα από το θάνατο του Νικηταρά. Τον ακολούθησε φαίνεται στην κοινή πορεία που η μοίρα είχε χαράξει να βρεθούν μαζί. Πεδίο της μάχης, Πειραιάς, θάνατος στην απόλυτη φτώχεια. 



Η κηδεία της όμως δεν είχε καν το χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε έναν αγωνιστή όπως τουλάχιστον συνέβη με τον Νικηταρά. Η προτομή της σήμερα βρίσκεται στο Πεδίο του Άρεως τοποθετημένη μόλις το 2005 και αλλοιωμένη από τα σπρέι των σύγχρονων "επαναστατών". 
Στον Πειραιά η Δόμνα, η Κυρά των Θαλασσών παραμένει φυσικά μια τελείως άγνωστη μορφή.


Πηγή: Από το έργο της Μιχ. Αβέρωφ «Γυναίκες του ‘21», Αθήνα, 1966

Τρεις θανατικές εκτελέσεις με λαιμητόμο στον Πειραιά του 1887

Ο Πειραιάς τη χρονιά της τριπλής καρατόμησης των καταδικασμένων σε θάνατο (1887)


του Στέφανου Μίλεση

Η μεταφορά της λαιμητόμου και των δημίων στα διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας όπου είχε αποφασισθεί να γίνουν εκτελέσεις δια καρατομήσεως, γινόταν από το Ναύπλιο (ήταν η μόνιμη έδρα τόσο της λαιμητόμου όσο και των Δημίων) με πλοία του πολεμικού ναυτικού.

Στον Πειραιά οι εκτελέσεις γίνονταν πίσω από το κοιμητήριο της πόλης, που τότε ήταν το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Εκεί στο ίδιο σημείο οι καταδικασμένοι εκτελούνταν είτε δια τουφεκισμού, είτε δια καρατόμησης. 

Το Νοέμβριο του 1887 το πλοίο του πολεμικού ναυτικού "Ευρώτας" αναχωρεί από τον Πειραιά, με σκοπό να μεταφέρει τη λαιμητόμο και τους δήμιους από το Ναύπλιο, στα πλησιέστερα λιμάνια των περιοχών όπου θα γίνονταν εκτελέσεις. Και αυτοί οι προορισμοί της λαιμητόμου ήταν η Λάρισα, η Καλαμάτα, η Ιτέα, η Κέρκυρα, το Ληξούρι και τέλος ο Πειραιάς.  

Ο "Ευρώτας" προσέγγιζε τα πλησιέστερα λιμάνια προς τον τόπο εκτέλεσης των ποινών και από εκεί η λαιμητόμος μεταφερόταν οδικώς. Ο αριθμός των καταδικασθέντων εκείνη τη χρονιά φτάνει στους πενήντα σε όλη την επικράτεια! 

Οι εκτελέσεις προγραμματίζονταν να γίνουν ομαδικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε όλη την Ελλάδα, με ένα ταξίδι του "Ευρώτα", καθώς τα δρομολόγια για μια μόνο εκτέλεση κόστιζαν... Στο συγκεκριμένο ταξίδι του οι Δήμιοι με το θανατηφόρο εξάρτημά τους, τη Λαιμητόμο, θα εκτελούσαν εννέα συνολικά καταδικασθέντες. 

Σε αυτό το παράξενο ταξίδι ο "Ευρώτας" είχε ως τελευταίο σταθμό εκτελέσεων τον Πειραιά. Ύστερα λαιμητόμος και δήμιοι θα επέστρεφαν και πάλι στο Ναύπλιο. Στον Πειραιά ήταν προγραμματισμένη να γίνει τριπλή καρατόμηση! 

Πραγματικά ο "Ευρώτας" αφού ολοκλήρωσε την προγραμματισμένη περιοδεία, κατέπλευσε στον Πειραιά στις 16 Δεκεμβρίου του 1887 όπου άφησε πρώτα τη λαιμητόμο για να στηθεί στον Άγιο Διονύσιο. 

Το πλοίο αναχώρησε αυθημερόν για την Αίγινα καθώς έπρεπε να μεταφέρει τους μελλοθανάτους από τις φυλακές της Αίγινας όπου κρατούνταν. Στον Πειραιά εκτελούνταν συνήθως οι ποινές για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη θάλασσα εντός ή εκτός χωρικών υδάτων αν επρόκειτο για πλοία με ελληνική σημαία. 

Το ατμόπλοιο "Ευρώτας"


Στις 17 Δεκεμβρίου οι κρατούμενοι ετοιμάζονταν να μεταφερθούν από τα ιδιαίτερα δωμάτια των φυλακών της Αίγινας όπου κρατούνται για τον Πειραιά. Πρόκειται για τους Μικ. Παρώδη ή Αγγελέτο, Νικόλαο Λεοντόπουλο  ή Λέοντα και Μανώλη Βλαχοπαναγιώτη ή Αχλάδα. Με τον τελευταίο όμως δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς στεκούμενος στη θύρα του κελιού του, κρατώντας δύο μαχαίρια απειλούσε ότι θα σκοτώσει όποιον τον πλησίαζε. 

- "Δεν παραδίδομαι" έλεγε "τουφεκίστε με"

Η εκτέλεση δια τουφεκισμού αποτελούσε πάντα μόνιμο αίτημα των καταδικασμένων που τον προτιμούσαν συγκριτικά με τη λαιμητόμο. Τελικώς ο Βλαχοπαναγιώτης πείσθηκε και ύστερα από διαπραγματεύσεις παραδόθηκε. 
Η μεταγωγή τελικώς αναβλήθηκε για την επομένη μέρα.

Πραγματικά στις 18 Δεκεμβρίου οι τρεις καταδικασμένοι μετήχθησαν τον Πειραιά. Επί του πλοίου υπήρχε και ένας ακόμα μελλοθάνατος ο Ξηραδάκης, η εκτέλεση του οποίου όμως θα γινόταν σε άλλο χρόνο στην Αθήνα.
Ο Λεοντόπουλος ήταν 36 ετών, με καταγωγή από την Άμφισσα Παρνασσίδας, ο Βλαχοπαναγιώτης 34 ετών από την Κυνουρία και ο Παρώδης 26 ετών με καταγωγή από την Άνδρο. 

Όλοι τους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο, διότι τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου του 1886, στη θάλασσα του Μαρμαρά, επιτέθηκαν κατά του αγκυροβολημένου ελληνικού πλοίου "Ποσειδών", όπου σκότωσαν τον κυβερνήτη του Μακρή, και άρπαξαν 19 χιλιάδες χρυσά φράγκα που είχε κρυμμένα κάτω από το μαξιλάρι του. 
Στο δικαστήριο βασικός μάρτυρας κατηγορίας υπήρξε ο ναύτης του πλοίου Παλαιοκρασσάς, ο οποίος είχε δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές, αλλά είχε καταφέρει να επιβιώσει. 

Η τριάδα αυτών των πειρατών είχε δημιουργήσει τρομερή φήμη γύρω από το όνομά τους. Η σκληρότητά τους ήταν ιδιαίτερη ενώ σχεδόν πάντα ύστερα από τις πράξεις τους επιδίδονταν σε άκρατη οινοποσία. Άλλωστε σε τέτοια κατάσταση τους συνέλαβαν αργότερα σε ταβέρνα της Κωνσταντινούπολης. Αφού οδηγήθηκαν στην ελληνική προξενική αρχή, ομολόγησαν τα εγκλήματά τους. 

Παρά το γεγονός ότι το 1887 η πειρατεία είχε παταχθεί σε μεγάλο βαθμό, είχε σχεδόν εξαφανιστεί, σποραδικά υπήρχαν κρούσματα. Και οι ποινές για τα εγκλήματα αυτά συνέχιζαν να είναι εξοντωτικές. Τα εφετεία ποτέ δεν μετέβαλαν την ποινή της θανατικής καταδίκης που είχε επιβληθεί για πειρατεία.


Στις 4 μ.μ. ο "Ευρώτας" εισήλθε στο λιμάνι του Πειραιά. Καθώς η είδηση είχε διαδοθεί στην πόλη, λέμβοι πολλοί ανέμεναν την άφιξη του πλοίου, ενώ κατά μήκος της παραλίας περίεργοι και μη είχαν σχηματίσει μια ανθρώπινη γραμμή μεγάλους μήκους. Ο Κυβερνήτης του "Ευρώτα" Πλωτάρχης Μπούμπουλης και ο ύπαρχος Κριεζής επέτρεψαν την άνοδο στο πλοίο μόνο σε δημοσιογράφους. Οι τρεις καταδικασμένοι κάπνιζαν διαρκώς. Ο Παρώδης ήταν ο μόνος από τους τρεις που ήταν ομιλητικός. 

Κι αυτό διότι ήθελε να πει τον πόνο του σε όσους τον πλησίαζαν. Και ο πόνος του δεν ήταν η επικείμενη εκτέλεσή του αλλά η απόρριψη και εγκατάλειψη εκ μέρους της γυναίκας του, της Φραντζέσκας, που τον εγκατέλειψε.
Δεν τον επισκέφθηκε ούτε μια φορά στις φυλακές της Αίγινας να τον δει. Απογοητευμένος καθώς ήταν με τη συμπεριφορά της, έγραψε μια επιστολή που της έλεγε ότι είχε κρυμμένα χρήματα από τις ληστείες. Μόνο τότε εκείνη πήγε να τον συναντήσει κι έτσι ο Παρώδης βεβαιώθηκε ότι παρακινήθηκε από τη φιλοχρηματία της και όχι από αισθήματα προς το πρόσωπό του. 

Ο Παρώδης ήταν ερωτευμένος μαζί της. Παρότι πολύ νεώτερός της την είχε νυμφευθεί και η μελαχρινή και ζωηρά Φραντζέσκα απολάμβανε τα χρήματα προϊόν της πειρατείας του, ωστόσο μόλις συνελήφθη τον εγκατέλειψε και αυτό κόστισε πολύ στον τρομερό πειρατή.

Στο πλοίο ύστερα από τους δημοσιογράφους ανέβηκε ο ιερέας για την καθιερωμένη εξομολόγηση. Σε διπλανή καμπίνα βρίσκονταν οι Δήμιοι οι οποίοι όπως και η λαιμητόμος είχαν μόνιμη έδρα στο Ναύπλιο. Το όνομα του ενός ήταν Τελώνης και του δευτέρου Αμοιραδάκης. 
Ο Τελώνης κυκλοφορούσε πάντοτε με μια ρόμπα έχοντας δύο σκυλιά να τον συνοδεύουν, τον Οσμάν και την Ελπίδα. Ο Αμοιραδάκης εμφανιζόταν έχοντας μια γάτα στα πόδια του. 
Όταν τους συνάντησαν οι δημοσιογράφοι εκείνοι τους είπαν:
- "Ας ευχηθούμε αυτή η εκτέλεση να είναι η τελευταία στη θητεία μας. Ο νόμος τους καταδικάζει και εμείς είμαστε τα όργανά του. Όλοι οι άνθρωποι κάνουν σφάλματα. Ξέρουμε και παπά που έκανε κακούργημα". 

Η εκτέλεση είχε κανονιστεί να γίνει στις 19.30', ώρα που περίπου ο ήλιος έδυε, ώστε οι καταδικασμένοι να αντικρίσουν την δύση για τελευταία φορά. Συνήθως οι εκτελέσεις γίνονταν ώρες ανατολής ή δύσης ώστε οι καταδικασμένοι να βλέπουν για τελευταία φορά την ανατολή ή την δύση του ηλίου. 

Εκτός από τους περίεργους Πειραιώτες υπήρχε πολύς κόσμος από την Αθήνα που επίσης επιθυμούσε να δει την τριπλή εκτέλεση του Πειραιά. Είχε κατακλύσει από νωρίς τα καφενεία της περιοχής ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που από την προηγούμενη νύχτα -μη βρίσκοντας κλίνες στα διάφορα ξενοδοχεία του Πειραιά καθώς όλα ήταν κατάμεστα- είχαν αναγκαστεί να μείνουν άυπνοι όλη τη νύχτα περιμένοντας στο χώρο πίσω από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Εκεί όπου δηλαδή που είχε συναρμολογηθεί και ήταν έτοιμη να λειτουργήσει η απαίσια μηχανή.  

Η τελευταία δημόσια εκτέλεση με χρήση λαιμητόμου στη Γαλλία το 1939


Δύο ώρες πριν την εκτέλεση, στις πέντε το απόγευμα, υπολογιζόταν ότι ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ξεπερνούσε τα 20 χιλιάδες άτομα! 
Μεγάλο μέρος του είχε κατέβει από την Αθήνα πεζοπορώντας ή με το σιδηρόδρομο αλλά και με άμαξες. Κανείς ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πλήθος σε εκτέλεση. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν ότι ο αριθμός του κόσμου ξεπερνούσε ακόμα και τους αντίστοιχους απαγχονισμούς που γίνονταν στο Λονδίνο. 

Στις 18.30 ώρα έφτασαν οι δήμιοι συνοδευόμενοι από χωροφύλακες. Η εμφάνισή τους συντάραξε το πλήθος. Ο ένας εκ των δύο δημίων, ο Τελώνης, ακολουθείτο από τον έναν από τους δύο σκύλους του και ήταν εμφανώς μεθυσμένος, ενώ ο άλλος ο Αμοιραδάκης καθόταν αδιάφορος. Κατά τις επτά και τέταρτο ακούστηκαν φωνές από τον κόσμο
- "Τους φέρνουν, τους φέρνουν" φώναζαν.

Φάνηκαν να έρχονται τρεις άμαξες συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων. Οι κατάδικοι είχαν φτάσει ο καθένας σε ξεχωριστή άμαξα. Μόλις τους κατέβασαν από τις άμαξες ζήτησαν να κοινωνήσουν επί της προκυμαίας. Συνοδευόμενοι με έναν ιερέα και οι τρεις ξεκίνησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν νεκρώσιμος ακολουθία. Φορούσαν σωφρονιστικό μανδύα με αποτέλεσμα τα χέρια τους να μην είναι ελεύθερα. Καθένας ενώ ήταν όρθιος δενόταν πάνω σε μια όρθια σανίδα. Στη συνέχεια έπιαναν τη σανίδα και την ξάπλωναν πάνω στο μηχάνημα ώστε το κεφάλι του καταδίκου που εξείχε να εφαρμόζει στην υποδοχή της λαιμητόμου. 

Το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου όπισθεν του οποίου εκτελούνταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο δια τουφεκισμού ή δια καρατομήσεως.
Η φωτογραφία είναι του 1917, τριάντα δηλαδή χρόνια αργότερα.


- "Αδέλφια εγώ ποτέ το χέρι μου δεν το έβαψα με αίμα, ούτε έκλεψα. Πηγαίνω άδικα. Ας όψονται οι πατριώτες του συγχωρεμένου. Εγώ πήγαινα για λαθρεμπόριο μονάχα" είπε ο πρώτος που ήταν ο Βλαχοπαναγιώτης.

Μετά από αυτό οι δήμιοι τον ασπάστηκαν κατά την πρακτική τρεις και τέσσερις φορές και σπρώχνοντας τη σανίδα προς τη λαιμητόμο τον καρατόμησαν. Μετά τον Βλαχογιάννη προσήγαγαν τον Παρώδη. Ζήτησε λίγο νερό και του έδωσαν από το δοχείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για να ξεπλύνουν τη λαιμητόμο. 

- "Αφήστε με μωρέ μάτια μου να μιλήσω δυο λόγια" είπε στους Δημίους ο Παρώδης. Αυτοί διαφώνησαν μεταξύ τους για το αν θα έπρεπε να τον αφήσουν να μιλήσει. Και ενώ οι δήμιοι μιλούσαν μεταξύ τους αυτός βρήκε την ευκαιρία να πει:
- "Εγώ δεν πήγαινα με κακό σκοπό, αλλά με έφαγε η πλεονεξία. Τώρα εδώ που με έφεραν κόβομαι δικαίως, αυτό δε το κάνει ο νόμος για να παραδειγματιστείτε". 

Αφού και αυτός καρατομήθηκε ακολούθησε ο τελευταίος που ήταν ο Λεοντόπουλος. Έδειξε πραγματικά ατάραχος μπροστά στη λαιμητόμο. Πριν ανέβει στο ικρίωμα μίλησε με τον εισαγγελέα που επέβλεπε τις εκτελέσεις, τον Γαλιάτσα, τον οποίο παρακάλεσε να μεριμνήσει για την τύχη της αδελφής του Ελένης που ήταν άπορη. 

Όταν όλα τελείωσαν ανέβηκε κάποιος στο ικρίωμα που δήλωσε ιατρός ο οποίος άρπαξε μια εκ των κεφαλών από το καλάθι και αφού τη σήκωσε ψηλά, σε κοινή θέα, εστίασε πάνω της και οι γύρω από αυτόν τον άκουσαν να λέει "Κρίμα, κρίμα...". 



Κατά τη διάλυση του πλήθους ακούστηκαν και ολίγα γιούχα κατά των δημίων που αναχωρούσαν. Οι συγγενείς του Βλαχοπαναγιώτη που ανέμεναν, παρέλαβαν το πτώμα και το έθαψαν εντός πολυτελούς φέρετρου. Τους άλλους τους μετέφεραν με το κάρο της δημαρχίας στο διπλανό κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. 

Όσο για τον Δήμιο Λάμπρο Τελώνη στις 21 Δεκεμβρίου του 1895 όταν γύρισε στο χωριό του στην Φθιώτιδα, περιφρονήθηκε από τους κατοίκους και ντροπιασμένος τριγυρνούσε μόνο. Προτίμησε να απαγχονιστεί με το σχοινί του κωδωνοστασίου. Έτσι ο άνθρωπος που είχε γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα ως Δήμιος με καρμανιόλα έφτασε να απαγχονιστεί. 

Οι καρατομήσεις στην Ελλάδα:

Η θανατική ποινή εφαρμόστηκε στην Ελλάδα με ιδιαίτερο ζήλο και οι καρατομήσεις (εκτελέσεις δια της λαιμητόμου) από τη σύσταση του Ελληνικού Βασιλείου αποτελούσαν μια συνηθισμένη τακτική. Πριν από το 1860 στατιστικά στοιχεία εκτελέσεων με χρήση λαιμητόμου δεν υπάρχουν και ότι απόμεινε βασίζεται μόνο σε δημοσιεύματα εφημερίδων περί εκτελέσεων καθώς και κατά τόπους παραδόσεις. 

Έτσι παρά το γεγονός ότι επί Οθωνικής περιόδου η λαιμητόμος είχε "πάρει φωτιά", το κράτος ευρισκόμενο ακόμα ανοργάνωτο δεν κρατούσε αρχεία εκτελέσεων. Μετά το 1860 άρχισαν οι αρμόδιες υπηρεσίες να τηρούν σχετικό αρχείο. Η καταπολέμηση των ληστρικών συμμοριών αποτελούσε πάντα για την Ελλάδα, ένα δεύτερο εσωτερικό μέτωπο, παράλληλα με όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει. Η θανατική ποινή θεωρήθηκε τότε ως το μόνο φάρμακο για την αντιμετώπιση όσων διαπράττουν ληστεία, και σπανίως δινόταν βασιλική χάρη σε ληστές και σε φονιάδες. Η ληστεία και η πειρατεία ήταν τα πλέον καταδιωχθέντα εγκλήματα που έπρεπε να εξαλειφθούν.  


Χαρακτηριστικό παράδειγμα μη καταγραφής ομαδικής εκτέλεσης αποτελεί και η περίπτωση συμμορίας αποτελούμενης από 15 άνδρες και μια γυναίκα που όλοι καρατομήθηκαν την ίδια ημέρα με συνοπτικές διαδικασίες. Και καθώς η γυναίκα ήταν παχύσαρκη και δεν μπορούσε να φτάσει το κεφάλι της στη λαιμοδόχο, ο δήμιος δήλωσε ότι η γυναίκα δεν ήταν δυνατόν να καρατομηθεί λόγω της σωματικής της διάπλασης.

Τότε ο εισαγγελέας που παρίστατο του απάντησε:
"Κόψε το κεφάλι της με το μαχαίρι σου". 

Η οργή του πλήθους που είχε παρακολουθήσει τις 15 εκτελέσεις που είχαν προηγηθεί (είχαν αφήσει τελευταία τη γυναίκα από λεπτότητα!), ξέσπασε σε φρικτό λιθοβολισμό ενώ οι στρατιώτες που περιφρουρούσαν την εκτέλεση αδυνατούσαν να σώσουν εισαγγελέα και δήμιο από τα χέρια του πλήθους. Τέτοια περιστατικά εκτελέσεων διασώζονται πριν από το 1860 στα οποία δυστυχώς δεν αναφέρονται οι τόποι που έλαβαν χώρα, ούτε οι χρονολογίες τους. Περιγράφονται στις εφημερίδες ως αναμνήσεις βαρβαρότητας άλλων εποχών.

Κάθε εκτέλεση θανατικής ποινής αποτελούσε όντως και μια διαφορετική ιστορία βαρβαρότητας, ειδικά όπως είπαμε πριν από το 1860 που κανένα στοιχείο ανθρωπισμού δεν κρατείτο και καμία συγκεκριμένη διαδικασία δεν εφαρμοζόταν. Η εκτέλεση για να θεωρείται πετυχημένη θα πρέπει να προκαλεί μέχρι εσχάτων ώστε να αποτελεί παράδειγμα για όσους την παρακολουθούν. Και πρόκληση θεωρείται να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο φρικαλέα και βδελυρή. 

Στη Χαλκίδα (την περίοδο πριν από το 1860), η κεφαλή καρατομηθέντος εκτέθηκε στην αγορά και καθώς ήταν Πάσχα, όλοι οι διερχόμενοι προς προμήθεια πασχαλινού κρέατος που την έβλεπαν αμέσως έφευγαν. Και η αποστροφή ήταν τόσο μεγάλη που κανένας αμνός εκείνη τη χρονιά δεν πωλήθηκε.     

Όταν ύστερα από το 1860 άρχισαν να τηρούνται αρχεία δικαστικών αποφάσεων, αμέσως έγινε αντιληπτό ότι η Ελλάδα καρατομούσε ανθρώπους με ιδιαίτερη ευκολία. Παρά το γεγονός ότι σήμερα έχουμε τη εντύπωση, ότι η εκτέλεση δια της λαιμητόμου αποτελούσε μια "ξενόφερτη" τακτική θανάτωσης, άμεσα συνδεδεμένη με τη Γαλλία όπου πρωτοεφαρμόστηκε, τα στατιστικά από το 1860 και ύστερα δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα τουλάχιστον για συγκεκριμένη περίοδο διατηρούσε τα σκήπτρα καρατομήσεων. 


Καρατομηθέντες την περίοδο 1860 - 1887
μόνο στην δικαστική περιφέρεια της Αθήνας. Οι περισσότεροι εξ αυτών αποτελούσαν μέλη ληστρικών συμμοριών που δρούσαν στην κυριολεξία "δέκα βήματα" έξω από τα όρια της Αθήνας.

 Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι για την περίοδο από το 1866 έως το 1873 καταδικάστηκαν στην Ελλάδα να εκτελεστούν με λαιμητόμο ή με τουφεκισμό 131 άτομα σε μια χώρα που τότε αριθμούσε περίπου 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Από αυτά τα 131 άτομα, τα 124 θανατώθηκαν με λαιμητόμο. Την ίδια ακριβώς περίοδο στη Γαλλία των 40 εκατομμυρίων κατοίκων εκτελέστηκαν με λαιμητόμο 95 άτομα. 

Θα πρέπει να προστεθεί ότι στην περίοδο σύγκρισης καρατομήσεων μεταξύ Ελλάδας - Γαλλίας, ένας μεγάλος αριθμός καταδικασθέντων σε θάνατο αφέθηκε στην Ελλάδα να φύγουν από τις φυλακές, καθώς μεσολάβησε η εκθρόνιση του Όθωνα και καθώς θεωρήθηκε ότι φυλακίστηκε μεγάλος αριθμός επαναστατών, μαζί με αυτούς αφέθηκαν ελεύθερα και μέλη ληστρικών συμμοριών. Καταλαβαίνουμε ότι αν δε μεσολαβούσε η εκδίωξη του Όθωνα, ο αριθμός καρατομηθέντων για την ίδια περίοδο θα ήταν πολύ μεγαλύτερος.

Εισαγωγή της λαιμητόμου στην Ελλάδα:

 Η πρώτη λαιμητόμος αγοράσθηκε επί Όθωνα από τη Γαλλία. Μαζί με αυτήν έφτασε στην Ελλάδα και Γάλλος Δήμιος για να εκπαιδεύσει ντόπιους υποψηφίους. Η λαιμητόμος μετά τον διαφόρων εξαρτημάτων της συσκευασμένη σε κιβώτια μεταφερόταν από πόλη σε πόλη όπου είχε γίνει έγκλημα. Επειδή τελικώς η μεταφορά προκαλούσε δαπάνες στο δημόσιο, καταργήθηκε η περιφορά της στην επαρχία και όλες οι εκτελέσεις γίνονταν στο Παλαμήδι του Ναυπλίου. Η τελευταία χρήση της λαιμητόμου έγινε το 1911 όπου εκτελέσθηκαν 22 εγκληματίες. Η λαιμητόμος όταν καταργήθηκε δωρήθηκε το 1934 στην Ιατροδικαστική υπηρεσία Αθηνών.   

   Διαβάστε επίσης:


Το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"