Ο πόλεμος της Κορέας όπως καταγράφηκε στις προβλήτες και στους δρόμους του Πειραιά

Η Ακτή Βασιλειάδη γεμάτη από τα μεταλλικά φέρετρα με τις σωρούς των ανδρών του Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος


του Στέφανου Μίλεση


Δεν ήταν μεγάλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του αδελφοκτόνου εμφυλίου που ακολούθησε, όταν η Ελλάδα βρέθηκε και πάλι μπλεγμένη σε μια πολεμική σύρραξη που γινόταν σε έναν τόπο μακρινό. 

Ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 1950 οι προβλήτες της Ακτής Βασιλειάδη γέμισαν από στρατιωτικά οχήματα από τα οποία εξήλθαν εκατοντάδες Έλληνες στρατιώτες με σκοπό να επιβιβαστούν σε πλοίο με προορισμό τη μακρινή Κορέα. 

Όλα ξεκίνησαν όταν στις 25 Ιουνίου του 1950 η Βόρεια Κορέα εισέβαλε αιφνιδιαστικά στη Νότια και κατέλαβε την πόλη της Σεούλ. Το πώς και το γιατί βρέθηκε η χώρα μας να συμμετάσχει στο συγκεκριμένο πόλεμο, δεν αποτελεί σκοπό της παρούσας ιστοριογραφίας. Επίσημα η αιτία εμπλοκής της είχε να κάνει με την έκδοση αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το οποίο έκρινε ως αναγκαία την επέμβαση μιας Διεθνούς Δύναμης για να αποκατασταθεί η τάξη στην περιοχή. 

Στα πλαίσια αυτής της απόφασης συγκροτήθηκε μια ελληνική δύναμη η οποία έλαβε το όνομα Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚ.Σ.Ε.) με αποστολή να πολεμήσει στο πλευρό της Νότιας Κορέας, φυσικά κάτω από τις διαταγές της Αμερικανικής διοίκησης.

Αφού η δύναμη αυτή εκπαιδεύτηκε για ένα δεκαπενθήμερο σε στρατόπεδο στη Λαμία, στις 15 Νοεμβρίου του 1950 μεταφέρθηκε οδικώς στον Πειραιά, στην Ακτή Βασιλειάδη, όπου επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό "Τζένεραλ Χαν". 

Ο Δημήτρης Σέρβος κατέγραψε (F1), χωρίς να είναι επίσημα επιβεβαιωμένο ότι είχε προηγηθεί πρόταση, η μεταφορά του στρατού να γίνει με ελληνικό πλοίο. Κατά σειρά προτάθηκαν τα "Ελένη", "Ολυμπία", "Μ. Λύρα", "Ολύμπικ Τσάρτερ" των οποίων όμως τα πληρώματα αντέδρασαν και αρνήθηκαν να μεταφέρουν στρατό και πολεμικό υλικό στα λιμάνια της Νότιας Κορέας. Έτσι αποφασίστηκε τελικώς η μεταφορά να γίνει με το αμερικανικό οπλιταγωγό. Η δύναμη παρατάχθηκε στο λιμάνι όπου εκφωνήθηκαν λόγοι αποχαιρετισμού.

Ο Αμερικανός Αντιστράτηγος Τζένκινς προσέφερε στους αξιωματικούς της ελληνικής δύναμης από ένα περίστροφο. 
Ο στρατιωτικός διοικητής Πειραιώς προσέφερε μια εικόνα της Παναγίας. Το δώρο που προσφέρει ο καθένας εξ αυτών είναι ενδεικτικό για το που στηρίζει τις ελπίδες του.  
Στο αμερικανικό οπλιταγωγό ακολούθως, έγινε υποστολή της αμερικανικής σημαίας και έπαρση της σημαίας του Ο.Η.Ε.  

Ύστερα από ένα ταξίδι 24 ημερών η ελληνική δύναμη έφτασε στο λιμάνι Μπουσάν (ή Πουσάν) της Νότιας Κορέας όπου εντάχθηκε στο 7ο Σύνταγμα Αμερικανικού Ιππικού. 


Άνδρες του Εκστρατευτικού Σώματος επί αμερικανικού πλοίου εκτελούν το δρομολόγιο Πειραιάς  - Κορέα μέσω Ινδικού ωκεανού

Εκτός από την ενεργή συμμετοχή της χώρας μας με την αποστολή στρατιωτικής δύναμης, υπήρξε και άμεση εμπλοκή της ίδιας της πόλης Πειραιά στην κορεατική υπόθεση, εμπλοκή που ήταν πολυδιάστατη και δεν αφορούσε μόνο στη χρήση του εμπορικού της λιμένα. 

Από τις προβλήτες της πόλης αναχωρούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στρατιώτες για την Κορέα, καθώς η αναχώρηση δεν ήταν μόνο εκείνη του Νοεμβρίου του 1950.

Κι αυτό διότι αποφασίστηκε οι άνδρες της ελληνικής δύναμης να παραμένουν στην Κορέα επί εξαμήνου και στη συνέχεια να αναπληρώνονται από ανάλογο αριθμό. Έτσι σε εφαρμογή αυτής της απόφασης έφταναν στον Πειραιά άνδρες από την Κορέα, έχοντας συμπληρώσει εκεί την εξάμηνο παραμονή τους, ενώ άλλοι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν προς αντικατάστασή τους.

Αυτή η αλλαγή "φρουράς" τυποποιήθηκε καθώς ήταν συνεχής και η μεν επιστροφή ονομάστηκε επαναπατρισμός, η δε αποστολή νέων δυνάμεων κλήθηκε αντικατάσταση.


   

4 Μαρτίου 1955 - Οι επαναπατρισθέντες Σμηνίτες του Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος (ΕΚ.Σ.Ε.) παρελαύνουν επί της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Α', μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς

Στην πάνω φωτογραφία οι ζωντανοί παρελαύνουν. Σε αυτή ο θρήνος στέκει βουβός και ακίνητος. Στο βάθος το αμερικανικό πλοίο "General R.M. Blatchford" το οποίο είχε το θλιβερό καθήκον της μετακομιδής των λειψάνων.



Από εκείνο το Νοέμβριο του 1950 που σημειώθηκε η πρώτη αναχώρηση, έως στις 27 Ιουλίου του 1953 που υπογράφηκε η ανακωχή (οριστική επιστροφή της στρατιωτικής δύναμης έγινε τον Δεκέμβριο του 1955), ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών που μετείχαν διαδοχικά στις επιχειρήσεις της Κορέας ανήλθε στους 10.255 άνδρες (669 αξιωματικοί και 9.586 οπλίτες). 

Οι απώλειες της ελληνικής πενταετούς εμπλοκής έφτασαν στους 186 Αξιωματικούς και στρατιώτες (12 άνδρες από την Πολεμική Αεροπορία) και στους 610 τραυματίες

Θλίψη και οδυρμός όταν επρόκειτο για επαναπατρισμό σωρών, χαρά από νεαρές γυναίκες κατά κύριο λόγο αλλά και από μέλη οικογενείας, που κατέφταναν στο λιμάνι του Πειραιά, από κάθε γωνιά της Ελλάδας, για να αγκαλιάσουν, να φιλήσουν, να υποδεχθούν τον δικό τους άνθρωπο όταν αυτός επέστρεφε σώος και αβλαβής.  










Μια έντονη φημολογία επικρατούσε σχετικά με τη σύνθεση των ανδρών του Εκστρατευτικού Σώματος. Άτομα όπως ο Δημήτρης Σέρβος που ανήκαν στο χώρο της αριστεράς υποστήριξαν ότι στη δύναμη συμπεριλαμβάνονταν και στρατιώτες που προέρχονταν από το 596 Τάγμα Πεζικού το οποίο είχε συγκροτηθεί στη Μακρόνησο από πρώην πολιτικούς κρατουμένους. Ωστόσο επίσημα αυτή η πληροφορία ουδέποτε επιβεβαιώθηκε. 


Στρατιώτες του 596 Τάγματος που αποτελείτο από πρώην κρατουμένους της Μακρονήσου που σύμφωνα με τη φήμη ενσωματώθηκαν Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος.

Ανάμεσα στους 186 νεκρούς, βρίσκονται και Πειραιώτες. Από το σχετικό κατάλογο που δημοσίευσε το περιοδικό "Στρατιωτική Επιθεώρηση" (F2) βρέθηκαν να αναγράφονται οκτώ πεσόντες Πειραιώτες αν και τελικώς οι πεσόντες είναι εννέα για λόγους που θα εξηγήσουμε. 

Στην Κορέα έπεσαν οι Πειραιώτες:

Λοχίας Σαφλίδης Θεόφιλος, έπεσε στις 2 Μαρτίου 1951
Δεκανέας Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος, έπεσε στις 22 Ιουνίου 1953
Δεκανέας Μυτιληναίος Νικόλαος, έπεσε στις 18 Ιουνίου 1953
Στρατιώτης Δρακόπουλος Σταύρος, έπεσε στις 5 Ιανουαρίου 1951
Στρατιώτης Μιτσινίγκος Δημήτριος, έπεσε στις 30 Ιανουαρίου 1951
Στρατιώτης Νικολάου Ευάγγελος, έπεσε στις 27 Ιανουαρίου 1951
Στρατιώτης Χατζηγιάννης Αθανάσιος (από το Πέραμα), έπεσε στις 3 Οκτωβρίου 1951

Από την αεροπορία:
Σμηνίας Ελευθερίου Αλέξανδρος, έπεσε στις 22 Δεκεμβρίου 1952   


Ένας Πειραιώτης δυστυχώς καταλαμβάνει και μια θλιβερή πρωτιά. Είναι ο πρώτος νεκρός Αξιωματικός της Κορέας!

Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Απόστολος Σταθιάς.
Ο πρώτος νεκρός αξιωματικός της Κορέας.
Πρόκειται για τον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Απόστολο Σταθιά
Σκοτώθηκε τα ξημερώματα της 30ης Ιανουαρίου του 1951 πολεμώντας με το Ελληνικό Τάγμα στο ύψωμα 381. 

Οι Έλληνες δεχόμενοι επίθεση Κινεζικού Συντάγματος αμύνονται ηρωικά. Ο Απόστολος Σταθιάς, Διμοιρίτης του τρίτου λόχου, υπήρξε ο πρώτος νεκρός Αξιωματικός. 

Ο Απόστολος Σταθιάς είχε γεννηθεί σε μαιευτήριο Αθηνών αλλά ο ίδιος όπως και η οικογένειά του ήταν κάτοικοι Πειραιά και συγκεκριμένα στην περιοχή της Καστέλλας (F3). Ο Σταθιάς ήταν ο ένατος νεκρός. 


Έλληνας στρατιώτης στην Κορέα φωτογραφίζεται με φόντο τη φωτογραφία της Βασίλισσας Φρειδερίκης για λογαριασμό του περιοδικού LIFE (Φεβρουάριος 1951) 

1955 - Στην συγκεκριμένη προβλήτα γίνονταν οι επιβιβάσεις - αποβιβάσεις των ανδρών του ΕΚ.Σ.Ε. Δυστυχώς στο ίδιο σημείο γινόταν και η εκφόρτωση των σωρών εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στην Κορέα. Πίσω και αριστερά διακρίνεται το εργοστάσιο των Λιπασμάτων. Η πινακίδα καλωσορίσματος φέρει τα αρχικά JOINT UNITED STATES MILITARY AID GROUP TO GREECE
(Φωτογραφία από Διονύση Άννινο)

Φωτογραφίες από το μνημείο που ανεγέρθηκε στην Κορέα στις 3 Οκτωβρίου 1974, προς τιμή των Ελλήνων στρατιωτών:


Το μνημείο πεσόντων Ελλήνων στην Κορέα
(http://blog.daum.net)
Τα ονοματεπώνυμα των 186 ανδρών που αναχώρησαν από το λιμάνι του Πειραιά και δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω
(http://blog.daum.net)

Το μνημείο Πεσόντων Ελλήνων στην Κορέα
(Πηγή: http://m.blog.daum.net)

Το μνημείο Πεσόντων Ελλήνων στην Κορέα
(Πηγή: http://m.blog.daum.net)
Στο πάρκο της Busan όπου αποβιβάστηκε για πρώτη φορά το Εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδος  όταν ξεκίνησε από τον Πειραιά, βρίσκεται σήμερα μια πινακίδα που αναγράφει τον Εθνικό μας ύμνο.
(Φωτογραφία από facebook με την ένδειξη ότι είναι της Καλλιόπης Φωτεινού)
Στις 4 Μαρτίου του 1955 έγινε ο επαναπατρισμός των σωρών εκείνων που έχασαν τη ζωή τους αλλά και η επιστροφή των ζωντανών πίσω στις οικογενειακές τους εστίες. 
Η Ακτή Βασιλειάδη γέμισε αυτή τη φορά από μεταλλικά φέρετρα σκεπασμένα με την ελληνική σημαία. Ο θρήνος από τα συγγενικά επισκιάζει κάθε άλλη απόδοση τιμής εκ μέρους της πολιτείας. Οι ζώντες παρελαύνουν στους δρόμους γεμάτοι καμάρι και τιμή. Όσο για τους υπόλοιπους πένθος βαθύ σκεπάζει τις οικογένειές τους.  

Οι φωτογραφίες από τη συλλογή του Ε.Λ.Ι.Α. καταγράφουν πλήρως το γεγονός.






  


F1 & F3: "που λες ... τον Πειραιά" του Δημήτρη Σέρβου, Αθήνα 1996.
F2: Από το άρθρο του Λοχαγού Ιωάννη Γεμενεντζή με τίτλο "Το εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα 1950 - 1955", τεύχος 108, Μαρτίου - Απριλίου 2004.

Η έξωση του Όθωνα από τον Πειραιά (12 Οκτωβρίου 1862)




Του Στέφανου Μίλεση

Μια αναδρομή στο παρελθόν του πειραϊκού λιμανιού είναι αρκετή να μας τροφοδοτήσει με μοναδικές ιστορικές στιγμές, που άλλοτε γέννησαν χαρά, άλλοτε λύπη, όχι μόνο στους Πειραιώτες αλλά σε ολόκληρο το πανελλήνιο.  Τα γεγονότα του Πειραιά δεν ήταν συνήθως τοπικής, αλλά πανελλήνιας σημασίας. Το λιμάνι του Πειραιά προκαλούσε στο έθνος ανάμικτα αισθήματα είτε με την έλευση σημαντικών προσώπων, βασιλέων, πρωθυπουργών, προέδρων δημοκρατίας, είτε με την έξοδό τους, που πολλές φορές δεν ήταν ειρηνική αλλά βίαιη! 

Μια τέτοια βίαιη έξοδος υπήρξε και αυτή της έξωσης του Όθωνα, που διαδραματίστηκε στον προλιμένα του εμπορικού μας λιμανιού. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια που έκανε ο τότε βασιλιάς Όθωνας με το πλοίο, που έφερε το όνομα της συζύγου του, το «Αμαλία», επέστρεφε από την Πελοπόννησο. Στο τιμόνι του πλοίου βρισκόταν ένας διακεκριμένος αξιωματικός ο Λεωνίδας Παλάσκας, στον οποίο σήμερα το πολεμικό μας ναυτικό χρωστά πολλά, όπως για παράδειγμα την οργάνωσή του, τους κανονισμούς του, και πολλά άλλα που του κληροδότησε ο ιδιοφυής αυτός Ηπειρώτης αξιωματικός. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που σήμερα το μεγαλύτερο κέντρο εκπαίδευσης του πολεμικού μας ναυτικού φέρει το όνομά του «Κέντρο Εκπαίδευσης Παλάσκας». 

Στις 11 Οκτωβρίου του 1862 το «Αμαλία» με κυβερνήτη όπως είπαμε τον Λεωνίδα Παλάσκα κατέπλευσε στον Πειραιά, την ίδια ακριβώς στιγμή που η Αθήνα τους είχε εκθρονίσει. Οι βασιλείς όμως το αγνοούν. Βέβαια την προηγούμενη μέρα που το πλοίο βρισκόταν στο Γύθειο, ο Όθωνας είχε λάβει το μήνυμα πως στην Πάτρα έγινε επανάσταση. Παραδόξως όμως δεν έκανε τίποτα διαφορετικό, παρά ακολούθησε το πρόγραμμά του που προέβλεπε την επιστροφή τους στον Πειραιά. Θα προκαλούσε εντύπωση ο συγκεκριμένος βασιλιάς να αντιδράσει, καθώς ήταν, σχεδόν μόνιμα, αναποφάσιστος. Ακόμα και η υπογραφή διορισμού ενός δασκάλου, σε κάποια μακρινή επαρχία της χώρας, αποτελούσε πραγματικό βασανιστήριο για τον Όθωνα, καθώς διάβαζε και ξαναδιάβαζε το ίδιο έγγραφο, διόρθωνε τα σημεία στίξης του, άλλαζε τη σειρά των προτάσεων, έσβηνε και έγραφε νέες λέξεις, αλλά ποτέ δεν το υπόγραφε! Και όταν κάποια στιγμή έφευγε από το παλάτι για μια εθιμοτυπική επίσκεψη στην επαρχία, έδραττε η Αμαλία την ευκαιρία και υπέγραφε όλα εκείνα τα ανυπόγραφα που είχαν συσσωρευτεί πάνω στο γραφείο του. Έτσι σήμερα τα περισσότερα διατάγματα και οι κανονιστικές πράξεις, είναι υπογεγραμμένα από την Αμαλία και λιγότερα από τον Όθωνα. Οι της αυλής γνώριζαν ότι ο Όθωνας βασίλευε δια της απραξίας, πολιτική που δυστυχώς και σήμερα πολλοί πολιτικοί μας εφαρμόζουν, επικαλούμενοι δήθεν ψυχραιμία, ηρεμία, ή νηφαλιότητα όπως βαπτίζουν συνήθως την αδράνεια, την αμηχανία και την απραξία. 



Έτσι με την επιμονή του Όθωνα στην απραξία, το πλοίο έφτασε έξω από τον Πειραιά. Εκεί τους περίμενε ο Γάλλος υποναύαρχος Τουσάρ που ανέβηκε πάνω στο «Αμαλία» και τους ανήγγειλε ότι δεν ήταν πλέον βασιλείς! Τότε ο Όθωνας κατά την προσφιλή του συνήθεια, διάβαζε και ξαναδιάβαζε την προκήρυξη των επαναστατών, που τους δοθεί μεταφρασμένη στα γαλλικά και γραμμένη πρόχειρα με ένα μολύβι. Ίσως να ένιωσε την επιθυμία να αλλάξει τα σημεία στίξης της ή να προβεί σε διορθώσεις επί του περιεχομένου της! Αυτή η προκήρυξη είχε γραφεί πάνω σε κανόνι του λιμανιού του Πειραιά από τον Δεληγιώργη και περίπου ανακοίνωνε με τηλεγραφικό τρόπο την κατάργηση της βασιλείας. Μετά την επίδοσή της προκήρυξης αυτής ακολούθησαν δραματικές στιγμές που τις περιγράφει με μοναδικό τρόπο ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο έργο του «Όθων» (βιβλιοπωλείον της «Εστίας»).

Η πρώτη ενέργεια, μας πληροφορεί ο Παπαντωνίου, πάρθηκε από τον Παλάσκα, που απομάκρυνε το πλοίο από την είσοδο του λιμανιού και το άραξε έξω από την Ψυτάλλεια.  Η πράξη του αυτή αποσκοπούσε αφενός στην απομάκρυνση από την ακτίνα των χερσαίων πυροβόλων του λιμανιού, αφετέρου στην διατήρηση της ψυχολογίας του πληρώματος. Ήταν γεγονός ότι οι φωνές του επαναστατημένου πλήθους έφταναν από την παραλία ως το βασιλικό πλοίο, και ο Παλάσκας ένιωθε τον κίνδυνο που διέτρεχε από την μεταβολή της στάσης του πληρώματος, που άκουγε τους χιλιάδες επαναστάτες να του φωνάζουν να συμπαραταχθεί μαζί τους. Όμως ακόμα και σε αυτή την μικρή μετακίνηση της θέσης του πλοίου, ο Όθωνας αντέδρασε διότι δεν επιθυμούσε γενικώς καμία μεταβολή. Ψέλλισε ότι ήθελε να παραμείνει κοντά στο λιμάνι για να συνομιλήσει με τους Πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων. 


Τότε η βασίλισσα μπροστά στον Παλάσκα χτύπησε αποφασιστικά το πόδι της στο κατάστρωμα του πλοίου και είπε:
 «Όθωνα! Άφησε τους διπλωμάτες, μη χάνουμε τον πολύτιμο καιρό μας. Ας γυρίσουμε στην Καλαμάτα ή στη Μάνη»

Κι αυτό διότι στην Καλαμάτα και στη Μάνη λίγες μόλις μέρες πριν, οι κάτοικοι τους είχαν υποδεχθεί με ενθουσιασμό. Εκεί θα ήταν ασφαλείς, μέχρι το ναυτικό που δεν συμμετείχε στην επανάσταση, να τους ενίσχυε και με άλλα πολεμικά πλοία. Ο Όθωνας αν και άκουσε με προσοχή τα λόγια της Αμαλίας δίσταζε και πάλι. Τότε έλαβε το λόγο ο Γάλλος Ναύαρχος και είπε ότι από την πείρα του τα επαναστατικά αισθήματα θα μεταδίδονταν αστραπιαία και στο λαό της Μάνης. Οι χθεσινοί φίλοι του Όθωνα γρήγορα θα μεταστρέφονταν σε αμείλικτους διώκτες του. Πάνω σε αυτόν τον προβληματισμό του Γάλλου ναυάρχου, γαντζώθηκε ο Όθωνας και άδραξε την ευκαιρία να μείνει άπραγος, όπως συνήθως έκανε. 

Στο μεταξύ από την προκυμαία του Πειραιά μια βάρκα είχε ξεκινήσει με προορισμό το πλοίο. Ήταν ο Δημήτριος Σαχτούρης που ερχόταν με διαταγή από τους επαναστάτες να αναλάβει τη διοίκηση του «Αμαλία», που θεωρήθηκε περιουσία του λαού και συνεπώς κρίθηκε ότι κακώς πλέον το χρησιμοποιούσε ο Όθωνας. Τριάντα χρόνια βασιλιάς και σε μια μόλις στιγμή αποφασίστηκε ότι καταχράται τη λειτουργία του πλοίου που επέβαινε! Ο Παλάσκας τότε ένιωσε μεγάλη απειλή διότι η παρουσία του Υδραίου Σαχτούρη θα μπορούσε να μεταστρέψει το πλήρωμα κατά του ίδιου και των βασιλέων. Έκρινε ότι με τίποτα ο Υδραίος αξιωματικός δεν θα έπρεπε να βρεθεί στο κατάστρωμα του πλοίου. 
- «Τι θέλεις;» ρώτησε τον Σαχτούρη που μαζί με τον Κριεζή ξεκίνησαν να ανεβαίνουν τη σκάλα του πλοίου. 
- «Έχω μια διαταγή να σας μεταφέρω» είπε ο Κριεζής. 
- «Διαταγή ποιανού;» ρώτησε ο Παλάσκας. 
- «Της νέας κυβέρνησης» απάντησε πάλι ο Κριεζής.  
- «Εδώ εγώ έχω τον βασιλιά της Ελλάδος, δεν δέχομαι διαταγή από κανέναν. Παρακαλώ φύγετε» είπε ο Παλάσκας. 
- «Μα πρέπει να πάρετε το έγγραφο» επέμεινε ο Κριεζής. 
- «Καλά, δώστε το. Όμως φύγετε». 
Τότε μίλησε για πρώτη φορά ο Σαχτούρης 
- «ώστε μας διώχνεις;» ρώτησε.  

Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες οι δύο αξιωματικοί έφυγαν. Στις 11 το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου του 1862 ο Όθωνας αποσύρθηκε στην καμπίνα μόνος του. Εκεί έμεινε όλη τη νύχτα άγρυπνος. Κλήθηκε να λάβει τη μεγαλύτερη απόφαση, εκείνος που δεν είχε λάβει ποτέ του απόφαση για τίποτα. 
- «Όσο βρίσκομαι στην Ελλάδα, έχω απαυδήσει από τις πολλές επαναστάσεις» επαναλάμβανε διαρκώς. 

Και αφού πέρασε μια δραματική σε σκέψεις νύχτα, κάλεσε το πρωί τον Παλάσκα να μπει στην καμπίνα του για να του ανακοινώσει την απόφασή του. Θα εγκατέλειπε το «Αμαλία», αφού οι Έλληνες το ζητούσαν κι αυτό πίσω. Θα επέβαινε στο αγγλικό πλοίο «Σκύλλα» που παρακολουθούσε τα γεγονότα από κοντά, και θα επέστρεφε πίσω στην πατρίδα του. Ο Παλάσκας σάστισε καθώς γνώριζε ότι το «Αμαλία» ήταν μια υπέρτατη πολεμική μηχανή της εποχής. Θα μπορούσε να μείνει στα ανοιχτά και είχε τη δυνατότητα με τα κανόνια του να κρατήσει οποιοδήποτε πλοίο προσέγγιζε σε απόσταση. Θα μπορούσαν να επιστρέψουν στη Λακωνία εφαρμόζοντας το σχέδιο της Αμαλίας ή να καταφύγουν σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Όλα τα σχέδια όμως, προέβλεπαν εμφύλιο πόλεμο ή αιματοκύλισμα. Και ο Όθωνας ήταν μεν αναποφάσιστος, αλλά ουδέποτε υπήρξε πολέμιος του ελληνικού γένους, τόσο ώστε να το αιματοκυλίσει. Αφού δεν τον ήθελαν θα έφευγε. 

Κι ενώ οι ετοιμασίες για την μετεπιβίβαση είχαν αρχίσει, 500 επαναστατημένοι από την ακτή είχε προβεί στην κατάληψη ενός πλοίου του «Αφρόεσσα». Σε κατάσταση τρέλας, πήγαιναν να καταλάβουν δια της βίας το «Αμαλία». Κρατώντας στα χέρια τους σημαίες και σπαθιά είχαν χαράξει πορεία προς το βασιλικό σκαρί, το οποίο με μια ομοβροντία του θα μπορούσε να τους εξαφανίσει από προσώπου θαλάσσης. Ο Όθωνας όμως ήθελε να φύγει ειρηνικά. 

Έτσι βιαστικά διαδραματίστηκε έξω από τον Πειραιά μια σκηνή που αποτυπώθηκε σε πίνακα ζωγραφικής και έμεινε ως μια από τις δραματικότερες στην ιστορία. Χωρίς καν τα υπάρχοντά τους, αυτά είχαν μείνει πίσω στο παλάτι, οι βασιλείς φορώντας ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες κατέβηκαν τη σκάλα του «Αμαλία» και επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα. Η Αμαλία έκλαιγε διαρκώς ενώ ο Όθωνας σκούπιζε τα μάτια του με την άκρη της φουστανέλας του. Μαζί τους και ο πιστός κυβερνήτης τους ο Λεωνίδας Παλάσκας που θα τους ακολουθήσει στην εξορία τους. Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Οκτωβρίου του 1862. 

Το «Αμαλία» μετά την αποχώρηση του Όθωνα, μετονομάστηκε σε «Ελλάς». Ένα χρόνο περίπου χρόνο, μετά την έξοδο του Όθωνα από τον Πειραιά, ένας άλλος βασιλιάς εισήλθε με το ίδιο πλοίο. Ήταν ο επόμενος βασιλιάς ο Γεώργιος ο Α’ που μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 17 Οκτωβρίου του 1863. 

Άφιξη του Γεωργίου Α΄στον Πειραιά με το ίδιο πλοίο το "ΕΛΛΑΣ" (πρώην "ΑΜΑΛΙΑ") συνοδευόμενος από πλοία των μεγάλων δυνάμεων.


Ο ίδιος λαός που ήθελε να βυθίσει το ίδιο πλοίο, τώρα είχε συγκεντρωθεί στην ίδια παραλία της ίδιας πόλης και επευφημούσε τον επόμενο βασιλιά που ήταν Δανός και που ερχόταν μήνα Οκτώβριο, ίδιο δηλαδή μήνα που είχε φύγει και ο προηγούμενος βασιλιάς ο Βαυαρός, με το ίδιο πλοίο! 
Ίδιες σκηνές χαράς διαδραματίζονταν ξανά στις ίδιες προβλήτες του Πειραιά, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως κάτι είχε αλλάξει.

Στις 14 Μαρτίου του 1913 το λιμάνι του Πειραιά θα δεχόταν το πλοίο "Αμφιτρίτη" το οποίο μετέφερε τη σωρό του δολοφονημένου Γεωργίου Α'. Παράξενη στα αλήθεια, η μοίρα του λιμανιού αυτού της χαράς και της λύπης.


Διαβάστε επίσης:

Η "αναίμακτη" επανάσταση του 1862 (Έξωση του Όθωνα) (όπως την είδε ο Εμμανουήλ Λυκούδης)


  

Η Άφιξη της σορού του Γεωργίου Α΄ στον Πειραιά (1913)




Η κατολίσθηση της ακτής της Καστέλλας το 1930






του Στέφανου Μίλεση


Η έκταση γης που μεσολαβεί σήμερα από τον παραλιακό δρόμο της Καστέλλας μέχρι τη θάλασσα, στην Ακτή Κουντουριώτου, είναι μεγάλη κι αυτό οφείλεται στις επιχωματώσεις που έγιναν μεταγενέστερα. 

Πλέον κάτω από τον παράλιο δρόμο έχουν κατασκευαστεί εγκαταστάσεις θαλάσσιων λουτρών (πλαζ), πισίνες, μικρά γήπεδα ποδοσφαίρου, καφετέριες, μέχρι και θερινός κινηματογράφος. Και η είσοδος του Σηραγγείου (Σπηλιάς του Παρασκευά) από παραθαλάσσια έφτασε να απέχει εκατό μέτρα από τη θάλασσα.  

Το 1930 όμως στο ίδιο σημείο, στη Σπηλιά του Παρασκευά, η θάλασσα απείχε ελάχιστα ενώ ένα μεγάλο κομμάτι γης αιωρείτο μετά τον παράλιο δρόμο, τριάντα μέτρα πάνω από τη θάλασσα.  

Τα ξημερώματα της 5ης Φεβρουαρίου του 1930 μεγάλη βοή δόνησε όλη την περιοχή της Ακτής Κουντουριώτου. Ο κόσμος πετάγεται έντρομος από τα κρεβάτια του φωνάζοντας "σεισμός, σεισμός". 


Ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης απλώθηκε και κάλυψε σαν πέπλο όλη εκείνο το τμήμα την ακτογραμμής της Καστέλλας πάνω από τη Σπηλιά του Παρασκευά. 

Το θέαμα που σταδιακά εμφανίζεται είναι απίστευτο. Ένα σημαντικό τμήμα εδάφους, που υπήρχε μετά τον παράλιο δρόμο, είχε αποσπαστεί και είχε καταβυθιστεί στη θάλασσα η οποία από το δειλινό της προηγούμενης ημέρας ήταν φουρτουνιασμένη και τα κύματά της κτυπούσαν σκληρά την απότομη ακτή. 




Πολύς κόσμος συνέρρευσε επί τόπου για να δει τι συνέβη.  Το έδαφος από τη θάλασσα μέχρι τον παράλιο δρόμο είχε διαιρεθεί σε μεγάλα τμήματα, τα οποία το ένα ύστερα από το άλλο κατέρρεε. 

Επί 6 ώρες η γη υποχωρούσε πέφτοντας τμηματικά προς τη θάλασσα, όμοια με τα παγόβουνα που διαλύονται και χάνουν σταδιακά μεγάλα κομμάτια που αποσπούνται και βουτάνε στο νερό. Κάθε φορά ο θόρυβος της κατακρήμνισης τεράστιων βράχων και χωμάτων συνοδευόταν από τη βοή του πλήθους για αυτό που έβλεπε να συμβαίνει. 



Ειδικοί και μη, αστυνομία από τη στεριά και βαρκάρηδες από τη θάλασσα, προσέγγιζαν όσο μπορούσαν, για να δουν ανθρώπους που πιθανόν να βρίσκονταν θαμμένοι μέσα σε τόνους χωμάτων. 

Ο μηχανικός Ιμπρίαλος και το αρχιτέκτονας Κουτσούρης εξήγησαν τα αίτια της καταστροφής. 

"Ο μηχανικός που έφτιαξε το μικρό παράλιο δρόμο της Καστέλλας το 1890, είχε διαγνώσει ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν στεκόταν καλά και την είχε στηρίξει τον δρόμο με τοιχοποιία στην εξωτερική του πλευρά. Και αυτά τα προστατευτικά μέτρα ήταν αρκετά για να τον κρατάνε τριάντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Είχε επιπλέον θέσει και προστατευτικά κρηπιδώματα στην εξωτερική πλευρά της έκτασης που αιωρείτο.  Όμως με τις αλλεπάλληλες βροχές τα υποστυλώματα δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το αφόρητο βάρος και υποχώρησαν."

Η ακτή μετά την κατακρήμνιση παρουσίαζε ένα θέαμα τραγικό. Τα σπίτια ψηλά πάνω, που είχαν θεμελιωθεί κοντά στον δρόμο και που τα περισσότερα ήταν πολυτελείς επαύλεις κινδύνευαν!






Οι ίδιοι μηχανικοί επίσης εκτίμησαν ειδικά για τρεις θαυμαστές και αξιοζήλευτες οικίες, που κινδύνευαν να καταστραφούν εάν συνεχιζόταν η κατολίσθηση. Του Καλλιμασιώτη (αποθανόντος προέδρου της Λιμενικής Επιτροπής), του εφοπλιστή Λύρα και του Τσοκαρόπουλου.

Εκτός όμως από αυτά απεφάνθησαν ότι και όλη η παραλία βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς δεν στηρίζεται παρά μόνο σε ολίγους βράχους φαγωμένους κι αυτούς από τη θάλασσα. Στην καθίζηση συντελούσε και η γεωλογική σύσταση του εδάφους της περιοχής, το οποίο αποτελείτο από άθροισμα βράχων μεταξύ των οποίων είχαν εισχωρήσει ξένα γεωλογικά στρώματα τα οποία εμποτισμένα από τα νερά των βροχών, συντελούσαν στη χαλάρωση της γης. 

Ανάμεσα στους μηχανικούς και στους γεωλόγους που είχαν σπεύσει, βρίσκονταν και πολλοί μηχανικοί της εταιρείας "ΠΑΟΥΕΡ" διότι από τον παράλιο δρόμο διερχόταν το τραμ.

Στο σημείο βρέθηκε και ο τότε Δήμαρχος Πειραιά Τάκης Παναγιωτόπουλος. 

Ύστερα από γεωλογική μελέτη διαπιστώθηκε ότι οι επαύλεις του παράλιου δρόμου δεν κινδύνευαν καθώς το έδαφος στο οποίο είχαν θεμελιωθεί ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχε κατακρημνισθεί. 

Ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας "Ημερήσιος Τύπος" (φ. 5.2.1930), που δηλώνει γνώστης της περιοχής, καταγράφει σε άρθρο του* τα εξής: 

"Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, τον καιρό που ήμουν ακόμα μαθητής στον Πειραιά, που μας πήγαιναν περίπατο στην Καστέλλα. Αποτραβηγμένος στους βράχους που ξεφυτρώνουν από τη θάλασσα, παρατηρούσα την απόκρημνη ακτή. Είχε φαγωθεί από τη θάλασσα. 

Και επειδή στην ιδιαίτερη πατρίδα μου είχα δει να γκρεμίζονται ολόκληρα βουνά στη θάλασσα όπως στο πέρασμα του χρόνου ο μανιασμένος βοριάς σηκώνοντας πελώρια τα κύματα τα έριχνε στις απόκρημνες ακτές έκανα το συλλογισμό. Θα πέσει κάποτε και η Καστέλλα και θα έχουμε ντράβαλα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μάλιστα τόσα σπίτια, όπως σήμερα στο χείλος της ακτής. Λιγοστές ήταν οι βίλες των πλουσίων που είχαν την ευτυχία να υψώσουν ένα παλατάκι εκεί και να αγναντεύουν τον Σαρωνικό, ήσυχο κι ακύμαντο το πλείστον όπως δεν τον πειράζουν οι "δυνατοί καιροί". Τότε το κακό που θα συνέβαινε δεν θα ήταν μεγάλο.

Η ακτή το 1904, 26 χρόνια πριν από την μεγάλη κατολίσθηση


Όταν όμως, με το πέρασμα του χρόνου, είδα τα μέγαρα, τα σπίτια να υψώνονται στην απόκρημνη ακτή, να μοιάζουν σαν πύργοι έτοιμοι να αποκρούσουν τους κουρσάρους επιδρομείς, κάθε φορά που περνούσα από την Καστέλλα ένιωθα ένα χτυποκάρδι. Και να που δεν βγήκα γελασμένος...

Και θα είμαστε Ανατολίτες περισσότερο από ότι φαινόμαστε, αν δεν φροντίσουμε αντί να κλαίμε τα πεσμένα "τείχη της Ιεριχούς" να στερεώσουμε την ακτή με όλα τα νεώτερα μηχανικά μέσα ώστε να παύσει η ακτή της Καστέλλας να κατολισθαίνει."   


Την αμέσως κιόλας ημέρα (6 Φεβρουαρίου) η κατολίσθηση της ακτής θα περάσει στα "ψιλά" των εφημερίδων, καθώς θα ανακοινωθεί η ανακήρυξη της Αλίκης Διπλαράκου ως της ωραιότερης γυναίκας της Ευρώπης, είδηση που θα μονοπωλήσει για πολύ καιρό τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Παρά τη κατολίσθηση τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν ελάχιστα και πρόχειρα. Το πρόβλημα επιλύθηκε όταν ο Δήμαρχος Μιχάλης Μανούσκος θα διαμορφώσει το γνωστό "ρομαντικό περίπατο" της Καστέλλας, έργο που αποδόθηκε στους Πειραιώτες λίγο πριν από την κήρυξη το Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Όλη η διαδρομή κατά μήκος της Ακτής Κουντουριώτου, πρώην Λεωφ. Βασιλέως Παύλου (νυν Α. Παπαναστασίου), υποστυλώθηκε.

Τα έργα του Μανούσκου το 1939

Την περίοδο της δεκαετίας του '70 σε όλο το μήκος της ακτής έγιναν μεγάλες επιχωματώσεις και προστέθηκαν νέα έργα στήριξης. 







*: Το άρθρο το υπογράφει ως "Κ".

Διαβάστε επίσης:

Ο «Ρομαντικός περίπατος της Καστέλλας»



"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"