Το ρημαγμένο εργοστάσιο του Δημοσθένη Βουτυρά


Ο Δημοσθένης Βουτυράς το 1901 όταν περίπου συνέβησαν τα γεγονότα του "ρημαγμένου εργοστασίου"

του Στέφανου Μίλεση


Ο Δημοσθένης Βουτυράς γεννήθηκε πάνω σε ένα αυστριακό πλοίο που ταξίδευε προς την Κωνσταντινούπολη. Κυκλαδίτης στην καταγωγή (από την Κέα). Σε ηλικία μόλις πέντε ετών βρέθηκε στον Πειραιά καθώς ο πατέρας του Νικόλαος διορίσθηκε συμβολαιογράφος. Το 1902 ο πατέρας του άλλαξε επάγγελμα και άνοιξε χυτήριο στο Νέο Φάληρο που σύντομα άρχισε να οδηγείται στη χρεωκοπία. 

  Ο Δημοσθένης Βουτυράς θυμάται έντονα τα γεγονότα εκείνης της περιόδου και τα περιγράφει στο διήγημά του «Το ρημαγμένο εργοστάσιο» {F1} καθώς και τον αγώνα τόσο του πατέρα του όσο το δικό του, να κρατήσουν σε λειτουργία ό,τι είχε απομείνει από το χυτήριο του Φαλήρου. Το εργοστάσιο είχε περιέλθει σχεδόν ανενεργό αφού νέες παραγγελίες δεν έρχονταν. 

Ένα μόνο καμίνι λειτουργούσε, καθώς τα υπόλοιπα είχαν σταματήσει και από το πλήθος των εργατών είχαν απομείνει μόνο τρεις με έναν καμιναδόρο. Το χυτήριο είχε πλέον ερημώσει από τα πολλά μηχανήματα. Τα είχε πωλήσει ο πατέρας του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το σώσει από τη χρεωκοπία. Η αποθήκη του εργοστασίου που άλλοτε έβαζαν τα καλούπια για τα μεταλλικά κρεβάτια που κατασκεύαζαν, τα κάγκελα και τα άλλα είδη που τους παρήγγειλαν, ήταν παντελώς άδεια, δείγμα ότι η παραγωγή ήταν μηδενική. Οι φούρνοι είχαν καταστραφεί, ενώ γενικά το εργοστάσιο στην όψη του έδινε μια εικόνα εγκατάλειψης. 

Σε παλαιότερες εποχές όταν το εργοστάσιο Βουτυρά εκτελούσε παραγγελίες οι φλόγες από τα καμίνια ορθώνονταν ψηλά στον ουρανό του Φαλήρου δίνοντας την εντύπωση, σε κάποιον που κοιτούσε από έξω, ότι μια τρύπα ηφαιστείου είχε ανοίξει από όπου εξέρχονταν οι φλόγες από το εσωτερικό της γης. Ο πατέρας του έφτασε στο σημείο να διαλύσει μέχρι και το οίκημα που στέγαζε το γραφείο της επιχείρησης για να πωλήσει όσο-όσο τα έπιπλα. Μέχρι και τα τούβλα με τα ξύλα πούλησε που για λίγο καιρό σχημάτιζαν ένα σωρό στη θέση του οικήματος του γραφείου. Στα μάτια του νεαρού Δημοσθένη ο πατέρας του φαινόταν να επιδίδεται όχι σε μια προσπάθεια διάσωσης του εργοστασίου, αλλά στη συστηματική καταστροφή του. Κάθε εργαλείο ή μηχάνημα που μπορούσε να πιάσει κάτι, πωλείτο. Σα να είχε πέσει πάνω στο χυτήριο κάποιος δαίμονας καταστροφής. 

Μέχρι που ο πατέρας του μη έχοντας κάτι άλλο να πουλήσει, αυτοκτόνησε. Έτσι όλη η ευθύνη της κατεστραμμένης επιχείρησης έπεσε πάνω στον Δημοσθένη. Και ξαφνικά λες και κάτι διαφορετικό συνέβη και το κοιμισμένο από την αδράνεια εργοστάσιο έλαβε μια μεγάλη παραγγελία. Έπρεπε να κατασκευάσει χιλιάδες στηρίγματα για οικοδομές. Θα έδινε δουλειά και θα προσέφερε την πολυπόθητη σωτηρία στον Δημοσθένη και σε όσους είχαν απομείνει να εργάζονται. Βέβαια ήταν από εκείνες τις παραγγελίες που απαιτούσε πολύ εργασία και μικρό κέρδος. Αλλά μπρος στο τίποτα… 



Η φωτιά άναψε και πάλι, τα μηχανήματα πήραν μπροστά. Ο Δημοσθένης αγόρασε πετροκάρβουνο και παλιά σίδερα με όσα χρήματα του είχαν απομείνει από την πώληση των διαφόρων πραγμάτων. Θα έλιωνε τα παλιά σίδερα στη φωτιά και με τα καλούπια που θα κατασκεύαζε θα έφτιαχνε τα στηρίγματα. Καθώς έλειπαν οι εξειδικευμένοι μάστορες θα εργάζονταν μέρα και νύχτα. Και παρά το γεγονός ότι ήταν βαρύς χειμώνας ο Δημοσθένης είχε αρπάξει μια βαριοπούλα και σφυρηλατούσε το σίδερο στο αμόνι, μια βαριά εργασία που την εκτελούσε κανονικά ένας γεροδεμένες εργάτης που τον έλεγαν βαριολόγο. Και ενώ ο βοριάς λυσσομανούσε μέσα στο χυτήριο οι ελάχιστοι εργάτες που είχαν απομείνει, μαζί τους και ο Δημοσθένης, πολεμούσαν για ώρες να εκτελέσουν την παραγγελία που θα τους εξασφάλιζε τη σωτηρία του εργοστασίου και κατά συνέπεια τη δική τους επιβίωση. 

Βιοτεχνική περιοχή στον Πειραιά τη δεκαετία του '80


Μια τέτοια νύχτα, προχωρημένη ώρα ο Δημοσθένης κατάκοπος με βαριά βήματα πήγε να ξεκουραστεί για λίγο στο σπίτι του που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο εργοστάσιο. Θα έπιανε και πάλι την εργασία νωρίς το πρωί, ίσα να αναπαύσει για λίγο το πονεμένο από την εργασία σώμα του. Όταν κάποιος που είναι αμαθής πιάσει την εργασία της βαριοπούλας, καμία ολιγόωρη ανάπαυση δεν είναι ικανή να τον απαλλάξει από τα χέρια και τα πόδια που πονούν αφάνταστα ή από τη μέση που δίνει την εντύπωση ότι έχει καταστραφεί σε βαθμό παραλυσίας. 



Εκείνες τις δύσκολες ώρες που από τη μια έχεις μπροστά σου την οικονομική καταστροφή και από την άλλη η σωτηρία σου βρίσκεται στην εκτέλεση της παραγγελίας, που όμως είναι δύσκολο να υλοποιηθεί, αφού εργάτες και μηχανήματα δεν υπάρχουν, εμφανίστηκε στον Δημοσθένη ένας μακρινός συγγενής του που του πρότεινε να καταπιαστούν με καθρέπτες μέσα από την οδό της πίστωσης.

- «Έχεις καλό όνομα Δημοσθένη» του είπε. «Μπορείς να λάβει ό,τι θες με πίστωση». 

Μα την επομένη ημέρα που ξαναπήγε του αποκάλυψε το πραγματικό σχέδιο που είχε συλλάβει στο μυαλό του. 

- «Άκου Δημοσθένη. Θα πάρουμε τα χρήματα της πίστωσης για τους καθρέπτες και θα προχωρήσουμε. Και μόλις προχωρήσουμε και θα 'χουμε βάλει στο χέρι τους εμπόρους, θα βαρέσουμε κανόνι. Κι έτσι θα βάλουμε πάνω από εκατό χιλιάδες φραγκάκια στη τσέπη μας. Θα βάλουμε το καπέλο μας στραβά και θα φύγουμε!». Αυτό ήταν λοιπόν το σχέδιο! 

Ο Δημοσθένης πάγωσε. Άρχισε να λέει στο συγγενή του ότι δεν ήταν στην πρόθεσή του κάτι τέτοιο, κυρίως διότι με την παραγγελία που είχε ήδη αναλάβει το εργοστάσιο, ίσως να σωζόταν. 

- «Μπα μπα μπα, αν δεν φας θεριό δεν θεριεύεις» του απαντούσε ο συγγενής του. Και για να τον πείσει άρχισε να του αραδιάζει διάφορα ονόματα «σεβαστών» επιχειρηματιών του Πειραιά και του Φαλήρου που είχαν ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο. 

- «Τους βλέπεις όλους αυτούς σοβαρούς… σεβαστούς; Κάτω τα καπέλα όλοι! Δόλια χρεωκοπία. Έκαναν τους κακόμοιρους για κάμποσο καιρό κι έπειτα παρουσιάστηκαν με χρήματα πολλά. Αν πάρεις από αυτούς χρήματα με τον ίδιο τρόπο και θελήσουν να πούνε κάτι, θα το πούνε σιγά για να μην ακουστεί ότι κι αυτοί έκαναν το ίδιο καθώς ξέρουν ότι έκαναν έγκλημα και φοβούνται την τιμωρία!». 

Και ο καημένος ο Δημοσθένης που είχε μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα άρχισε να το σκέφτεται. «Θα σου πω αύριο οριστικά» απάντησε στο συγγενή του. Και γύρισε στο σπίτι του γεμάτος μαύρες βασανιστικές σκέψεις που τον κρατούσαν ξάγρυπνο όλη τη νύχτα. Κάποτε ξημέρωσε και ο Δημοσθένης κάλεσε το συγγενή του να του πει ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα μπορούσε να κάνει μια τέτοιου μεγέθους μπαγαποντιά. Τότε ο συγγενής του φεύγοντας θυμωμένος γύρισε και του είπε 

- «Εύχομαι να μη μετανιώσεις. Η ζωή είναι μια ψευτιά. Κι ό,τι κάνεις καλό ή κακό ψεύτικο είναι. Και για αυτό πρέπει να αδιαφορεί κανείς και να μη ξεχωρίζει. Να κοιτάζει μόνο τη δουλειά του. Διαφορετικά; Φάε τιμή έπειτα!».

Έτσι ο Βουτυράς που σπατάλησε την εφηβεία του στον Πειραιά μαλώνοντας για το ξένο δίκιο, δεν μπόρεσε να δώσει δίκιο στον εαυτό του. Και έγινε έρμαιο της μοίρας που αποφασίζει διαφορετικά από τη θέληση του ανθρώπου. «Εσύ θες να πας από εκεί, εγώ όμως θα σε πάω από εδώ» λέει γελώντας ειρωνικά συνήθως η μοίρα στο μυαλό κάθε ανθρώπου. 

Στην ουρά, αναμένοντας για εργασία


Το εργοστάσιο δεν απέφυγε τη μοίρα του κι έκλεισε. Και η μόνη εργασία που γνώριζε και θα μπορούσε να κάνει ο Βουτυράς, ήταν να τραγουδάει! Αυτό σπούδαζε για χρόνια στα ωδεία που πήγαινε, την εποχή που η οικογένειά του ήταν σε ανθηρά οικονομική κατάσταση.  Όμως καθώς είχε πάθει πνευμονία από τη βαριοπούλα που δούλευε γυμνός από τη μέση και πάνω μέσα στο κρύο του χειμώνα και φωνή δεν έβγαινε! Την ίδια εποχή τυχαία είχε στείλει κάτι να δημοσιευτεί στο «Περιοδικό μας» του Βώκου. Και παρότι αυτό δημοσιεύτηκε δεν κίνησε το ενδιαφέρον του Δημοσθένη να γίνει «γραφιάς» καθώς η δημοσίευση προκάλεσε την εχθρότητα των άλλων λογοτεχνών του Πειραιά που ρίχτηκαν πάνω του με μανία. Είναι αυτή τη ταπεινότητα των ανθρώπων που σχηματίζουν και μέχρι σήμερα σχηματίζουν κλίκες, εμποδίζοντας κάτι καινούργιο να εμφανιστεί και περισσότερο να ανθίσει. 

Μέχρι που έλαβε ένα γράμμα από τον Γ. Καμπύση που του έλεγε τα καλύτερα λόγια. Ήταν η πρώτη παρότρυνση, το πρώτο θετικό στοιχείο, το μοναδικό φως στο απόλυτο σκοτάδι που βίωνε. Το εργοστάσιο κατεστραμμένο, ο ίδιος με πνευμονία χωρίς να μπορεί να κάνει αυτό που είχε σπουδάσει, δηλαδή να τραγουδήσει, με το στίγμα της αυτοκτονίας του πατέρα του και της χρεοκοπίας που περιέβαλλε το όνομά του στον κύκλο του εμπορίου. Έτσι άρχισε να γράφει διηγήματα. Και καθώς ζούσε αποκλειστικά από αυτά, επιδόθηκε σε μια κουραστική όπως την έλεγε εργασία επιβίωσης. 

- «Εγώ είμαι υποχρεωμένος να γράφω διαρκώς για να ζήσω… Πρέπει να ζήσω με τα διηγήματα. Ο βιοποριστικός όμως σκοπός δεν αδυνατίζει την ευθύνη μου για ό,τι γράφω. Όταν τα αρχίζω γίνεται πια δική μου υπόθεση… Τι να κάνω όμως; Εγώ δεν έχω άλλη δουλειά. Ποιος να με διορίσει εμένα; Έτσι καταδικάστηκα να αγωνίζομαι 35 τώρα χρόνια για να κρατήσω τη φτώχεια…»  δήλωνε σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα "Ηχώ της Ελλάδος" {F2} από τις ελάχιστες που έδινε, στο ταπεινό σπίτι του στην οδό Ανδρούτσου στο Κουκάκι όπου ο διηγηματογράφος ζούσε με την πικρία του παραγνωρισμένου. 

Ο Βουτυράς όμως υπήρξε εκείνος που έφερε έναν ολόκληρο κόσμο από τα παρασκήνια και το περιθώριο, στο προσκήνιο και το φως. Το έργο του δημοσιευμένο διάσπαρτα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά είναι μοναδικό, ανάμεσά τους και το συγκλονιστικό ημερολόγιο των ημερών της κατοχής. Ο Πειραιάς είχε την τύχη να έχει στους κόλπους του τον Δημοσθένη Βουτυρά που έζησε ακλόνητος και πέθανε σχεδόν παράλυτος και ξεχασμένος.  


{F1}: Περιοδικό "Νεοελληνικά γράμματα" τ. 17 Ιουλίου 1938, "Το ρημαγμένο εργοστάσιο" του Δημοσθένη Βουτυρά.
{F2}:  φ. 19ης Μαΐου 1935, άρθρο με τίτλο "Μια ώρα με τον κ. Βουτυρά" του Α. Δαράκη.       



"Το ρημαγμένο εργοστάσιο"

Σε κάτι μέρες, που δεν αισθάνομαι καλά τον εαυτό μου με λύπη στρέφω το νου μου και ζητώ μέσα στο σκοτεινό παρελθόν κάτι κακό, που αν τόκανα όμως τότε, της μοίρας το σκληρό χέρι θα 'πεφτε παράλυτο. Και πάλι σήμερα το ζήτησα. Και γιατί; Έτσι, για να αισθανθώ την πίκρα, να πικράνω σαν από εκδίκηση, τον εαυτό μου…
Και σα νάδα πάλι το κοκκινωπό χρώμα του τοίχου του εργοστασίου, την καφετιά μεγάλη πόρτα, και τη φωτιά του καμινιού, κι έπειτα τον άνθρωπον εκείνον που φαινόταν τότε, σαν άνθρωπος σατανάς, ν' άρχεται στις νύχτες, στις ώρες τις βαρειάς δουλειάς…

Το καμίνι μόνο δούλευε πια. Τα άλλα είχαν σταματήσει. Και τρία παιδιά και ο καμιναδόρος απ’  τους τόσους τεχνίτες, είχαν απομείνει. Τα δύο στα δράπανο να φρεζάρουν τα μάσκουλα, τα στηρίγματα, και τ' άλλο στο φυσερό. Στον πάγκο κανείς. Κ' έρημο το μεγάλο κατάστημα από μηχανήματα. Ο μεγάλος δράπανος δεν υπήρχε πια, ούτε η μηχανή το φυσερό του χυτηρίου, του φούρνου. Και τα καλούπια των κρεβατιών. Η αποθήκη, η μακρόστενη, δεν είχε τίποτα μέσα. Γκρεμισμένο και το τζάκι, που κάποτε, κάναμε και βερνίκι μαύρο…

Το μεγάλο χυτήριο πάλι βρισκόταν ακόμα, με τα χώματα ανακατεμένα, όπως τάφησαν την τελευταία φορά του χυτηρίου, που έβγαζαν τα χυμένα πράγματα. Τα χωνιά πεταμένα, μεγάλα, μικρά, με τα χερούλια τους, τα μακρυά σίδερα. Και η τρύπα στον τοίχο του χυτηρίου… Α, πια δεν θα 'τρεχε απ’  εκεί το λυωμένο σίδερο, το μαντέμι, σα μέλι στο χρώμα, μέλι φλογερό….

Ο φούρνος ο μεγάλος απ΄ έξω στην αυλή, του μαντεμιού, δεν υπήρχε, ούτε ο μικρός. Σωροί χωμάτων, σκουργιές και σπασμένα τούβλα της φωτιάς ήταν εκεί ρημαγμένα τώρα. Ούτε το πατάρι, που τάιζαν το φούρνο ρίχνοντας στο φλογερό του στόμα κοκ και κομμάτια μαντεμιού… Πια τις νύχτες σε πανύψηλες φλόγες του μεγάλου φούρνου, δε θα φωτίζουν όλα γύρω με την άγρια λάμψη τους, ούτε ο κόσμος θα μαζεύεται στον πέρα λόφο για να δει τη μεγάλη κείνη φωτιά να δουλεύει ταραγμένη, σα νάχε ανοίξει κάποιο ηφαίστειο κάτω κει… 

Μα και το γραφείο μου δεν υπήρχε πια. Είχε γκρεμιστεί κι αυτό. Τα ξύλα και τα τούβλα είχαν πουληθεί, όπως είχαν πουληθεί και τ' άλλα. Σα να' χε πέσει κάποιος δαίμονας καταστροφής μέσα κει απ΄ την ημέρα της αυτοκτονίας του πατέρα μου όλο κατέστρεφε, κατέστρεφε! Στο γραφείο εκείνο είχα γράψει το «Λαγκά», είχα κάνει δηλαδή, το πρώτο βήμα, για να μπω σε μια καταραμένη εργασία… Δουλιά δεν υπήρχε παρά μικρή. Μικροδουλιές. Το καμίνι μόλις άναβε κάποτε. Αλλά να ξαφνικά μας ήρθε δουλιά μεγάλη. Ήταν όμως απ΄εκείνες: Πολύ δουλιά και λεφτά λίγα. Έπρεπε να κάνουμε χιλιάδες στηρίγματα για οικοδομές… Απ΄ τα λεφτά που είχα πάρει απ΄ τα ξεπουλήματα πολλών πραγμάτων, αγοράσαμε κάρβουνο, πετροκάρβουνο και παλιά σίδερα.

Ένα κάρρο είχε έρθει και ξεφόρτωσε οκάδες πολλές. Τα βρήκαμε και φτηνά. Αλλά τα περισσότερα ήταν χοντρά και χρειαζόταν κόπος μεγάλος να τραβηχτούν στο καμίνι και στ' αμόνι, για να γίνουν στηρίγματα. Τι έπρεπε να γίνει; Χρειαζόταν βαριολόγος…. Ο βαριολόγος όμως ήθελε λεφτά πολλά για τη σκληρή αυτή δουλιά, και που θα εργαζόμαστε και μερικώς ώρες τη νύχτα. Εγώ το αποφάσισα. Είχα από καιρό γυμναστεί στη βαριά παίζοντας και χτυπούσα θαυμάσια σαν καλός βαριολόγος. Έκλεισα τότε τη μεγάλη εξώπορτα του εργοστασίου, τα εξώφυλλα των παραθύρων κι άφησα να φωτίζεται το κατάστημα απ’  το φεγγίτη της σκεπής και από την αυλή. Και αρχίσαμε. Και πάλι μύρισε το κατάστημα απ΄ την ωραία μυρουδιά του πετροκάρβουνου του Κάρδιφ, ή Νιοκάστελ. 

Και ο καπνός του ανέβαινε – ανέβαινε ψηλά στην καπνοδόχο αφού τύλιξε και τον καμιναδόρο και τον έκανε να φανεί σα γέννημά του. Και η φλόγα έπειτα ξεπετάχτηκε σα ναρκωμένη νάταν, κοιμισμένη και ζήτησε να σηκωθεί. Μα γρήγορα τη σκέπασε ο μαστρο Σπύρος από ψιλό πετροκάρβουνο που το κατάβρεξε έπειτα. Και δεν πέρασε και πολύ και ακούστηκε ο αρμονικός χτύπος του αμονιού. Και ύστερα το χτύπημα της βαριάς και του σφυριού πάνω στο πυρωμένο σίδερο…

Ίδρωσα, μουσκέφτηκα και γιαυτό το βράδυ πέταξα και το πουκάμισο ακόμα κιέμεινα γυμνός από τη μέση κι έτσι άρχισα. Και ήταν χειμώνας δυνατός…Το βράδυ που δουλεύαμε μου φαινόταν καλύτερα, γιατί δεν φοβόμουν να 'ρθει κάποιος να μας ενοχλήσει. Και ήταν σχεδόν σκοτάδι σόλο το μεγάλο ερημωμένο εργοστάσιο. Δυο λυχναράκια υπήρχαν το 'να σ’  ένα στύλο κοντά στο καμίνι και τ' άλλο στο δράπανο, που δούλευαν τα παιδιά, και φώτιζε μόνο το δράπανο. Η αποθήκη που δεν είχε πόρτα προς το κατάστημα σκοτεινή. Οι σκιές μας έμπαιναν κάποτε μεγαλωμένες, όταν το κατάστημα φωτιζόταν απ΄ τη φλόγα του καμινιού. Και τότε αισθανόμουν κι εγώ κάποια χαρά… 

Ο βορριάς απ΄ έξω φυσούσε, ακουγόταν να ουρλιάζει, να σφυρίζει, αλλ’  εγώ αν και γυμνός έως τη μέση, ίδρωνα, ίδρωνα. Ο ιδρώτας έμπαινε στα μάτια στο στόμα σου. Θάλασσα σωστή! Πόσο πικρός είνε ο ιδρώτας αυτής δουλιάς! Και ίδρωνε και το χέρι μου. Και συχνά τότε, το ξύλο της βαριάς σφύρας γύριζε στην παλάμη κ' έπεφτε η βαριά με τα πλάγια πάνω στο πυρωμένο σίδερο. Και δεν ήθελα, πειραζόμουν να βλέπει τέτοια χτυπήματα ο μαστρο-Σπύρος. 

Με κατακομμένο σώμα πήγαινα στο σπίτι. Μα ήμουν κ’  ευχαριστημένος. Είχαμε δουλιά. Πρωί πρωί, σκοτεινά ακόμα, θα πήγαινα ν' ανοίξω το κατάστημα. Κάποτε καθώς δούλευα μ' έπιανε ζάλη, η δίψα μεγάλη. Τότε ο μικρός άφινε το σχοινί του φυσερού κι έτρεχε να φέρει ένα μεγάλο ποτήρι κρασί. Το έπινα γρήγορα και έσβυνε αυτό τη δίψα, ή ησύχαζε τη ζάλη, τη σκόρπιζε. Οι χύτες, όταν διψούν την ώρα της δουλιάς, μέσα σε κείνη την τρομερή ζέστη του λυωμένου σίδερου και του φούρνου, πίνουν ούζο ή ρακί. Και πίνουν πολύ χωρίς να μεθούν… 

Πάνω σ’  αυτή την εργασία ένα απόγευμα παρουσιάστηκε κάποιος συγγενής ή καλύτερα συγγενής του πατέρα μου. Δεν τον ήξερα διόλου. Είχα ακούσει όμως τ' όνομά του, και μάλιστα από έναν άλλο συγγενή του πατέρα, που θαύμαζε την εξυπνάδα του και την τέχνη του. Ήτανε περίφημος καθρεφτάς, όπως έλεγε. Πιάσαμε ομιλίες για τις δουλιές, αφού έφερε γύρο το κατάστημα όλο. Την άλλη μέρα πάλι ήρθε. Και ήρθε το βράδυ καθώς εγώ δούλευα. Του είχα πει, πως δουλεύουμε και τη νύχτα. Πρόφτασα κι έβαλα το σακκάκι μου, αλλά αναγκάστηκα να του το πω, γιατί αυτό μόνον είχα προφτάσει να φορέσω. 

- Βρε, βρε, βρε! Έκαν. Τα’ είναι αυτά!... Βρε να πάρει ο διάολος!... Εσύ!...

Ο μαστρο – Σπύρος ζητουσε ψιλά σίδερα, για να εργάζεται μόνος. Τα παιδιά του δράπανου, στον ξένο είχαν το νού τους. Η δουλιά δεν πήγαινε καλά. Έμεινε σιωπηλός και φαινόταν να σκέπετεται. Ύστερα μου λέει:

- Αυτό πρέπει να πάψει!... Για έλα απ΄ εδώ, έχω κάποιο σχέδιο…

Προχωρήσαμε στο βάθος. Και κει μου είπε, πως το καλύτερο ήταν το κατάστημα να γίνει καθρεφτάδικο. Είχε αυτός τα μέσα να βάλει εμπρός…

Σα να φωτίστηκε το κατάστημα όλο από ρόδινο φως, μου φάνηκε. Τα σκοτάδια εχάθηκαν με μιας. Κι αισθάνθηκα τη φευγάτη ελπίδα να ξαναγυρίζει στα παλιά της λημέρια. Εδέχτηκα. Άρχισε ν' άρχεται ταχτικά. Ένα απόγευμα μου λέει: 

- Έχεις καλό όνομα και όλοι θα σου δώσουν πράμμα όσο θέλεις! Με πίστωση…

Κι έπειτα μου εξηγήθηκε. Είχε ρωτήσει εμπόρους κρυστάλλων, αν θα μας έδιναν πίστωση, που θα κάναμε αυτή τη δουλιά, και του απάντησαν, όση θέλουμε!...

Αλλά την άλλη μέρα στο κολατσό, που πήγαμε και καθίσαμε σε μια ταβέρνα για να φάμε κάτι και να πιούμε λίγο κρασί, μου είπε κ’ ένα μυστικό. Μου είπε, πως άμα προχωρούσε η δουλιά και γινόταν μεγάλη, θα προσπαθούσαμε να βάλουμε στο χέρι εμπόρους, κιέπειτα ένα κανόνι!... Κ’  έτσι ο καθένας μας θάβαζε από εκατό χιλιάδες κι απάνω, φραγκάκια στην τσέπη και θάβαζε το καπέλλο του στραβά!... Δε θάχε πια κανέναν ανάγκη. Για το κατάστασημ και το σπιτάκι… Μια υποθήκη καλή και στα δυο… Πάγωσα. Και πάλι σα νάδα ένα σκοτάδι νάρχεται και να διώχνει το φως. 

- Τι σκέπτεσαι; Με ρώτησε.

- Για αυτό…

- Α, μην το πολυσκέπτεσαι. Αυτό είνε αν θέλεις να μην έχεις ανάγκη κανέναν! 

Ζήτησα να του πω, να τον πείσω, πως με τη δουλιά μας αν πήγαινε καλά, θα ερχόταν αυτό καλό… Με διέκοψε. 

- Μπα, μπα, μπα, έκανε. Αν δε φας θεριό, δε θεριεύεις!... Μπα, μπα, μπα! Και ποιος το λέει, πως άμα πάμε το σταυρό στο χέρι, δε θα τη πάθουμε μεις;…

Αυτά, άστα, άστα… Για τ' άλλα, για ντροπές και τέτοια; Ε, ε, ε,… Μα δε μου λες… Θέλεις να σου πω ονόματα;… Ε; Τους βλέπεις σοβαρούς, σεβαστούς!... Κάτω τα καπέλλα όλοι!... Και όμως κι αυτοί είχαν ρίξει το κανόνι!... Δόλια χρεωκοπία!... Μάλιστα!... Έκαναν το μισοκακόμοιρο κάμποσο καιρό, κέπειτα παρουσιάστηκαν με χρήματα πολλά!... Μάλιστα!.. Εκείνο; Η δόλια χρεωκοπία; Πετάχτηκε στην άκρη και κανείς δεν τη μελετά!... Κι αν κάποιοι τη θυμηθούν και θελήσουν να πούνε κάτι, θα το πούνε τόσο σιγά για να μην ακουστεί πάρα πέρα σα να φοβούνται ότι κάνουν κακό, έγκλημα και τρομάζουν για την τιμωρία. Μάλιστα!... Λοιπόν, ε, τι λες; Λοιπόν τι λες;…

Του ζήτησα διορία για να σκεφτώ. 

- Ναι μάλιστα είπε. Θάρθω μεθαύριο το βράδυ!...

Φυσούσε δυνατός άνεμος κείνο το βράδυ. Νοτιάς. Και η θάλασσα, που θάταν εκατό μέτρα μακρυά απ΄ το κατάστημα, ακουγόταν να φωνάζει, να μουγκρίζει, αγριεμένη…

Και μέσα κει, στο κατάστημα, έμπαινε η δυνατή πνοή του ανέμου, και το λυχναράκι των παιδιών, η φλόγα του κουνιόταν σα να ζητούσε να του ξεφύγει απ΄ τα χέρια του. Ώρα χτυπούσαμε τα σίδερα χωρίς να μιλάμε. Εμένα με βασάνιζε η σκέψη τι να κάνω, τι να του πω. Τρόμαζα να αρνηθώ, γιατί η δουλιά των στηριγμάτων πόσο θα κρατούσε ακόμα, τρόμαζα όμως και για την κακιά πράξη, που θα 'κανα. Και όταν σταματούσα το χτύπημα της βαριάς για λίγο, μια ερώτηση ερχόταν σα μόνη της:

- Τι να κάνω;

Σε μια στιγμή που είχαμε πάλι σταθεί, περιμένοντας να πυρώσει καλά ένα χοντρό σίδερο, ακούω το μαστρο-Σπύρο να λέει:

- Οι άνθρωποι, όταν πεθαίνουν θα γίνονται δίχως άλλο μύγες! Γιαυτό τι άλλο τους πάει τόσο καλά!...

Ήτανε λόγια δικά μου. Τάχα πει προ καιρού και τα θυμήθηκε. 

- Και είνε σωστό, είπε τότε ο μαστρο – Σπύρος κουνώντας το κεφάλι. Οι άνθρωποι μόνο μύγες μπορούν να γίνουν… Κ’ εγώ μύγα θα γίνω. 

- Όχι, εσύ θα γίνει κρεατόμυγα!

Γέλασε.

- Κρεατόμυγα!... Καλό κι αυτό!... Καλύτερα!.. Από μύγα!... 

Χτυπήσαμε και κείνο το σίδερο, κι έπειτα κοίταξα την ώρα. Έπρεπε να σταματήσω, γιατί θα ερχόταν. Και ήρθε. Η φλόγα του καμινιού είχε ξεπεταχθεί την ώρα κείνη , σα να ήθελε να τον δει, ή να τον υποδεχτεί και φώτιζε το κατάστημα θριαμβευτικά. Αλλά πάλι, ο μαστρο-Σπύρος τη σκέπασε να μην ήθελε να βλέπει και την κατάβρεξε μάλιστα…

- Είσαι ιδρωμένος; Με ρώτησε ο συγγενής μου.

- Α, όχι έχω ξεϊδρώσει…

- Δούλευες πάλι, ε;… Πρέπει να τελειώσει πια αυτό, πρέπει!... Για έλα, λοιπόν, να δούμε τι θα κάνουμε;…

Βγήκαμε έξω κι έκλεισα την πόρτα. Η μεγάλη βουή της θάλασσας υψωνόταν και ακουγόταν τρομαχτική. Και σα να πήγαιναν, νανέβαιναν κλιμακωτά τα κύματα ψηλά, ψηλά, πανύψηλα, να φτάσουν τάστρα…

- Λοιπόν, για λέγε. Τι αποφάσισες τέλος πάντων!...

Κάτι άρχισαν να του λέω….

- Μα πάλι τα ίδια! Με διέκοψε αυτός.  Δεν μπορείς να πάρεις μιαν απόφαση!... Μπα!.. Μα για το καλό σου είνε!.. Θα βρω άλλον, στο λέω!... Και ποιος δε θέλει τα μάτια του!... Εγώ είμαι τεχνίτης, τεχνίταρος, αρχιτεχνίτης ήμουν στη Γερμανία, στο Μόναχο… Και μου είπε, είπε πολλά για να δεχτώ. Αλλ΄ εγώ, ενώ με τρόμαζε η φτώχια, που σα να την έβλεπα, να την ένοιωθα να με παραμονεύει για να ορμήσει, την ώρα κείνη σα συρμένος από κάποια άλλη δύναμη, αρνήθηκα!

- Καλά μου είπε αυτός. Εύχομαι μόνο να μη μετανοήσεις!... Γειά σου!...
Και κινήθηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε και στράφηκε πάλι σε μένα:

- Η ζωή, μου είπε, είνε μια ψευτιά! Και ό,τι κάνεις, καλό ή κακό, ψεύτικο είνε!... Και γι’  αυτό πρέπει να αδιαφορεί κανείς και να μη ξεχωρίζει!... Κατάλαβες;… Να κοιτάζει, μόνο να κάνει τη δουλιά του!... Αμ’ πως έτσι; Φάει τιμή έπειτα!...

Κι έφυγε.

Εγώ στεκόμουν ακίνητος. Εκεί ήταν σκοτάδι σχεδόν, που μόλις τάγγιζε το φως των φαναριών του δρόμου. Τον έβλεπα απ΄ τα σκοτεινά να προχωρεί προς το φως. Μούρθε να τον φωνάξω. Μα δε μπόρεσα. Αυτός εμπήκε στο φωτισμένο δρόμο και σε λίγο τον έχασα. Αισθάνθηκα τότε ότι έχαναν την τελευταία ελπίδα, το τελευταίο λιμανάκι, που μου έμενε. Η γυναίκα μου, τα δυο μικρά κορίτσια μου ήρθαν στο νου μου….

Κι άκουσα τη βουή του ανέμου, το μούγκρισμα της θάλασσας το ατέλειωτο, και σα νάδα τότε καθαρά την εγκατάλειψη, τη φτώχια, τη δυστυχία να με περιμένουν, μόλις θάσβυνε το μικρό φως, η μικρή εκείνη φλόγα που έτρεμε να σβύσει, μέσ’  στο ρημαγμένο εργοστάσιο.

Δημοσθένης Βουτυράς.  


  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"