Τα άψυχα πεθαίνουν μόνο όταν το θελήσουμε





του Στέφανου Μίλεση

Το σχέδιο ξεκίνησε να εφαρμόζεται κύρια τη μεταπολεμική περίοδο, όπου η Πολιτεία με τις πολυπρόσωπες υπηρεσίες της, βάλθηκε να εκσυγχρονίσει τις ελληνικές πολιτείες ανάμεσα στις οποίες φυσικά δέσποζε και ο Πειραιάς με τους δύστυχους κατοίκους του. Έτσι συνέταξε νόμους οι οποίοι καλλιέργησαν παρακίνησαν ώστε να γεννηθεί η μανία οικοδόμησης μεγάρων, πολυκατοικιών και άλλων κολοσσιαίων κτηρίων, έχοντας ως κύριο υλικό δόμησης το μπετόν αρμέ. Και επειδή ένα ταπεινό σπιτάκι με τα τουβλάκια του, με τον κηπάκο του, με τις κληματαριές του, θεωρήθηκε αναχρονιστικό, κατεδαφίστηκε και τη θέση του κατέλαβε μια «μοντέρνα» πολυκατοικία. 

Και μετά τα ταπεινά σπιτάκια, σειρά είχαν τα ταπεινά παρκάκια, τα ταπεινά δενδράκια και οτιδήποτε άλλο θεωρήθηκε ξεπερασμένο για τη νέα εποχή. Αρχοντικά κατεδαφίστηκαν, πλατείες μπαζώθηκαν, δρόμοι έγιναν λεωφόροι, πεζοδρόμια ξηλώθηκαν, σπίτια εξαφανίστηκαν. Ο άνθρωπος έχει το χαρακτηριστικό να θέλει να προχωρά μπροστά, αφήνοντας πίσω του το παλαιό ως αναχρονιστικό. Αυτή η προς τα εμπρός ώθηση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι λελογισμένη. Η υπερδοσολογία αμέσως μεταβάλλει το πλεονέκτημα σε τρομερό μειονέκτημα. Διότι η ριζική αλλαγή της εικόνας της γειτονιάς, του τοπίου, του περιβάλλοντος μετέβαλλε ταυτόχρονα και τη φυσιολογία του ανθρώπου. 

Τα παλαιότερα χρόνια οι άνθρωποι δένονταν με τα αντικείμενα και τα αγαπούσαν. Τους έδιναν κομμάτι από τη ψυχή τους. Ήταν δεμένοι με αυτά. Όταν τα έχαναν πονούσαν και πενθούσαν. Ένα δακτυλίδι θύμιζε έναν γάμο, έναν αρραβώνα. Όταν το έχανες, δεν έχανες μόνο ένα χρυσό αντικείμενο, αλλά μια σελίδα από την ιστορία της ζωής σου. Διότι η ιστορία της ζωής μας γράφεται και με τα αντικείμενα. Ένα παλαιό ρολόι, έστω και αν δεν είχε μεγάλη αξία, κόστιζε πολλά στον κάτοχό του, ειδικά αν ήταν δώρο του πατέρα, της μάνας, της αγαπημένης. Ένας σταυρός θύμιζε τη βάπτιση του παιδιού σου. Ένα σπίτι, το πατρικό σου ή αυτό που έφτιαξες τη δική σου οικογένεια, δεν είναι απλά τέσσερις τοίχοι. Είναι ο τοίχος με τις μολυβιές που σημείωνες το ύψος του παιδιού σου, είναι η κουζίνα όπου η οικογένεια συγκεντρωνόταν όταν μπορούσε, γύρω από το τραπέζι και σχεδίαζε το μέλλον, είναι το γραφείο εκεί στη γωνία με την παλιά βιβλιοθήκη που διάβαζες αδιάκοπα και έγραφες για να πετύχεις, είναι η ζωή, τα σχέδια, τα ονειροπολήματα, η γέννηση των παιδιών του, ο θάνατος των γονέων σου. Είναι η δική σου ζωή. 



Το ίδιο όμως είναι και η γειτονιά σου, η συνοικία σου, η πόλη σου. Τα σκαλιά μιας πλατείας είναι εκείνα που καθόσουν περιμένοντας κάποια αποτελέσματα, είναι τα ίδια που κάθονταν τα παιδιά σου παίζοντας. Ένα άνοιγμα με ορίζοντα τη θάλασσα είναι το σημείο που αγνάντευες το ναυτικό πατέρα σου, είναι τα βουρκωμένα μάτια από κάποιο χωρισμό, είναι η προσδοκία, είναι η προσμονή. Κάποτε συνέβαινε σε δύσκολες εποχές οι άνθρωποι να φτάσουν να ξεπουλήσουν κάποια από τα πολύτιμα σε συναισθήματα αντικείμενά τους για να ζήσουν. Πήγαιναν σε ένα ενεχυροδανειστήριο και με μαύρη τη ψυχή τους παρέδιδαν προσωρινά ένα κομμάτι από τον εαυτό τους και αμέσως έθεταν σκοπό μόλις ανακάμψουν να επιστρέψουν και να το ξαναποκτήσουν. Για αυτό και ο θεσμός των Ενεχυροδανειστηρίων ήταν ας το πούμε περιορισμένος. Τα αντικείμενα αποκτούσαν τη ψυχή του ιδιοκτήτη τους. Ήταν μοναδικά. Είχαν πάντοτε τιμή. Πιθανόν να είχαν και αξία αλλά πάντως τιμή είχαν. Την τιμή που τους απέδιδε ο κάτοχός τους. 

Αν πάτε για παράδειγμα στο ιστορικό και εθνολογικό μουσείο στην Αθήνα ή σε ανάλογα μουσεία στο Ναύπλιο και δείτε τα προσωπικά αντικείμενα των αγωνιστών του 1821 θα εκπλαγείτε όταν μάθετε με το πόσο δεμένοι ήταν με αυτά. Όχι μόνο γιατί ήταν τα δικά τους, αλλά τους συντρόφευαν σε κάθε δύσκολη περίσταση και πιστέψτε με οι δύσκολες περιστάσεις τους ήταν πολλές. Το περίτεχνα φιλοτεχνημένο κομπολόγι του Κολοκοτρώνη που πάντα κρατούσε στα χέρια του ήταν φτιαγμένο από μαύρο κοράλλι, όχι τυχαία αλλά γιατί το κρατούσε κάθε μέρα για μια ζωή. Η ξύλινη ταμπακιέρα του Μακρυγιάννη ή το σπαθί κομψοτέχνημα του Καραϊσκάκη. Μοναδικής αξίας και τιμής αντικείμενα, διότι η ψυχή εκπέμπεται επί του αντικειμένου και εκείνο με τη σειρά του μορφώνει τη ψυχή.  Κατ΄ επέκταση η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, γίνεται κατ’  εικόνα της ψυχής του ανθρώπου. Και διαμόρφωση είναι μόρφωση και το αντίθετο. Όταν ο άνθρωπος μορφώνεται, διαμορφώνεται. Όμοια μόρφωση συμβαίνει και στον τόπο όπου ζούμε. 

Ένα σωστό μορφωμένο περιβάλλον παράγει μορφωμένους ανθρώπους. Όπως και ένα αμόρφωτο περιβάλλον δηλαδή αδιαμόρφωτο, δεν θα είναι σε θέση να μορφώσει τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό, ενώ ταυτόχρονα δείχνει ότι οι άνθρωποι που κατοικούν εκεί είναι ακαλλιέργητοι. Μια γειτονιά σκουπιδαριό δείχνει ότι οι κάτοικοί της στερούνται πρωτίστως παιδεία. Μπορεί να είναι μορφωμένοι, σπουδαγμένοι, να κατέχουν πανεπιστημιακούς ή μεταπτυχιακούς τίτλους, να έχουν όμορφα σπίτια και χρήματα, παιδεία πάντως δεν έχουν. Μήπως σας φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά; Διόλου δεν είναι και σαν απόδειξη αναφέρω ότι όταν ανακαλύφθηκαν στον Πειραιά το 1959 τα σπουδαία χάλκινα αγάλματα οι Πειραιώτες έτρεχαν να τα δουν από κοντά, ενώ θεωρήθηκε ως το σπουδαιότερο γεγονός εκείνου του έτους, όχι μόνο για τον Πειραιά, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Και αυτό το έπραξαν εκείνοι που σήμερα εμείς με τα δικά μας δεδομένα θα τους θεωρούσαμε αμόρφωτους. Τεχνικές σχολές είχαν τελειώσει οι περισσότεροι, εργάτες των μηχανουργείων ή απόφοιτοι ναυτικών σχολών στην καλύτερη περίπτωση. Και όμως έγινε χαλασμός κυρίου όταν ανακαλύφθηκαν τα πειραϊκά αριστουργήματα. Διότι κατανοούσαν τη σχέση των αντικειμένων με τη ψυχή. Υπάρχει μήπως αμφιβολία ότι ο Παρθενώνας, τα έργα τέχνης, τα τέλεια φιλοτεχνημένα αγάλματα των προγόνων μας δεν εμπεριείχαν τη ψυχή εκείνων που τα φιλοτέχνησαν;

Η κατεστραμμένη προτομή του Νικηφόρου Βρεττάκου



Οι ταγοί της νέας εποχής λοιπόν, έβαλαν κάτω όλα αυτά τα στοιχεία, τα μελέτησαν και είδαν ότι αν αποκόψουν τον άνθρωπο από το περιβάλλον, τον αποκόπτουν από την ιστορία της χώρας του, της πόλης του, της συνοικίας του, αλλά και από την δική του ιστορία. Έτσι για να έχουν ευκολόπλαστους ανθρώπους, καλύτερη διαχείριση και εκμετάλλευση ανθρώπινου δυναμικού και περισσότερο κέρδος, φρόντισαν αρχικά να κόψουν κάθε ηθικό δεσμό, κάθε σχέση του ανθρώπου με τα μικρά αντικείμενα της καθημερινότητάς του. Τα έκαναν μιας χρήσεως. Το πολύτιμο ξυράφι μιας ζωής έγινε πλαστικό που ξυρίζεσαι και ύστερα το πετάς. Η μικρή κεχριμπαρένια τσατσάρα έγινε κι αυτή πλαστική. Η ζωή μας όλη κατάντησε ένα βουνό άχρηστης πλαστικαρίας. Τα πάντα έγιναν μιας χρήσης. Τα αυτοκίνητα έπρεπε να αλλάζουν κάθε πέντε χρόνια, τα κινητά κάθε έτος, τα σπίτια κάθε δεκαετία, τα πάντα περιορισμένης ζωής και δράσης.

Οι καταχωμένες αρχαιότητες επί της Λεωφ. Βασ. Γεωργίου Α' 



Και αφού ο κάτοικος εκπαιδεύτηκε να χρησιμοποιεί σπίτια και αντικείμενα και ύστερα να τα πετά, πετούσε ολοένα και ένα κομματάκι της ψυχής του. Έχασε την ιστορία του, ξέχασε το δικό του χθες. Τα παλαιά έγιναν με μιας παλιατσαρία και πετάχτηκαν στα σκουπίδια ή δόθηκαν όσο-όσο. Και τι έγινε θα μου πείτε με αυτό; Έγινε και παράγινε. Οι ψυχές των ανθρώπων εκπαιδεύτηκαν πια να μην ασχολούνται με τα αντικείμενα, ειδικά όταν δεν παράγουν κέρδος. Εκπαιδεύτηκαν στη φτήνια και στην ανάλωση. Στις μέρες μας τα αρχαία της Λεωφόρου Γεωργίου καταχώθηκαν. Ουδείς ενδιαφέρθηκε. Νομίζετε ότι σε παλαιότερες εποχές θα άφηναν οι Πειραιώτες να συμβεί αυτό; Βεβαίως και όχι. Διότι τα αρχαία δεν παράγουν κέρδος, απλά αντικείμενα προς κατάχωση, δηλαδή για πέταμα όπως τα ξυραφάκια μιας χρήσεως. Στο όνομα του κέρδους αφήσαμε και άλλα αντικείμενα και να θαφτούν και να καταστραφούν. Πάνε και τα ξύλινα καραβόσκαρα που κάποτε όργωναν τις θάλασσές μας. Παλιά αντικείμενα κι αυτά σάματις δεν ήταν; 



Μαζί τους παρέα ξεπουλιέται η ψυχή μας μπας και εκμοντερνιστούμε επιτέλους κατά τη βούληση των ταγών μας. Αντίσταση; Ουδεμία. Διότι προ πολλού είχε ξεπουληθεί το εικονοστάσι. Ναι εκείνο που έστεκε ψηλά στον ξεβαμμένο τοίχο, που στεκόταν σιωπηλός μάρτυρας των εξομολογήσεων των γονιών μας. Δόθηκε ως άχρηστο κι αυτό, αφού κέρδος δεν έβγαζε. Μαζί του έφυγε και το καντήλι που άναβε, φωτεινός μάρτυρας κάποιας προσευχής γονέα για την πρόοδο του παιδιού του, για να γιάνει από την αρρώστια, να έχει καλόπλοες θάλασσες. Τα ταπεινά φίλοι μου αντικείμενα της καθημερινότητας μας εκπαιδεύουν να αγαπάμε και να σεβόμαστε. Γκρεμίζοντας τα μικρά, καταστρέφουμε τα μεγάλα. 



Για αυτό όλη η Ελλάδα γέμισε με ενεχυροδανειστήρια στα οποία απροβλημάτιστα «καθαρίζονται» τα παλαιά, «να μην πιάνουν άδικα τόπο» για να χωράνε τα καινούργια, τα μοντέρνα. Αυτή τη νέα εποχή, τη μοντέρνα λοιπόν, της οικονομικής ανάκαμψης, ετοιμαστείτε να τη ζήσετε διότι πλησιάζει. Κι αν κάποτε πιάσετε τους οικονομικούς στόχους, ελπίζω και εύχομαι στο μεταξύ να έχετε βρει μια νέα πόλη για να μείνετε, μια νέα χώρα για να σας υποδεχθεί. Γιατί στη δική μας πολύ σύντομα δεν θα υπάρχουν ούτε ηλιοβασιλέματα, μήτε εικονοστάσια στους δρόμους, ούτε παρελθόν θα υπάρχει. Θα υπάρχουν μόνο τραμ που θα ανεβοκατεβαίνουν και πλοία που θα φέρνουν ξένους για να βλέπουν την πόλη. Όχι όμως τη δική μας πόλη, αλλά άλλη αφού εμείς τη δική μας πόλη, τον Πειραιά, θα τον έχουμε λεηλατήσει! 
Μα στο όνομα του κέρδους φυσικά.  

Διαβάστε επίσης:

Οι μαρμάρινοι προσκυνητές του Πειραιά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"