Ο Πειραιάς της δεκαετίας του 1960 σε 30 έγχρωμες φωτογραφίες



του Στέφανου Μίλεση

Η δεκαετία του 1960 εισέρχεται δυναμικά στην πόλη του Πειραιά και στο λιμάνι. Η προηγούμενη δεκαετία του 1950 η αλλιώς η δεκαετία της ανόρθωσης, με τις εκβαθύνσεις του λιμανιού, με την οικοδόμηση εκ του μηδενός της πόλης και των λιμανιών τελείωσε οριστικά. Ο φόβος της κατοχής σταδιακά ξεχνιέται, παύει να την θυμίζει ο ερχομός των πλοίων της ΟΥΝΡΑ. Μια εποχή αισιοδοξίας γεννιέται που φαίνεται ακόμα και στις φωτογραφίες που δεν απεικονίζουν πλέουν ερείπια βομβαρδισμών και κατεστραμμένες γερανογέφυρες, αλλά γερανούς που εργάζονται πυρετωδώς, εργάτες που φορούν ομοιόμορφες στολές και κράνη και πλατείες όπου τα πάντα είναι τακτοποιημένα. 


Κλινική Παπαδόπουλου στην Πλατεία Δηλιγιάννη. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας άδεια από σταθμευμένα αυτοκίνητα.



Ο Άγιος Νικόλαος με κόκκινους τρούλους.

Το 1961 αποφασίζεται να οικοδομηθεί στην Πλατεία Κοραή μέγαρο Πνευματικού Κέντρου. Ο Δήμος λαμβάνει από την κυβέρνηση δάνειο ύψους 12 εκατομμυρίων δραχμών. Το κτήριο θα ανεγερθεί στη θέση της Δημοσυντήρητης Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, της οποίας η στέγαση προβλέπεται να γίνει στον έκτο όροφο του μεγάρου. 

Ο Μουσουργός Μενέλαος Παλλάντιος δίνει σειρά διαλέξεων στον Πειραϊκό Σύνδεσμο με θέμα «Οι τρεις εποχές της Ελληνικής μουσικής». Ο κόσμος που ενδιαφέρεται κάνει ουρά για να τον ακούσει. Ο ελληνικός εφοπλισμός την ίδια χρονιά ανθεί. Νέα υπερωκεάνια σκάφη που φέρουν την κυανόλευκο σημαία στον ιστό τους δρομολογούνται από το λιμάνι του Πειραιά. Η Εταιρεία Χανδρή αγοράζει το «Βρετάνη» που μέχρι τότε ανήκε στους Γάλλους. Άλλα υπερωκεάνια εξυπηρετούν τις γραμμές Πειραιάς – Νέα Υόρκη και Πειραιάς – Αυστραλία. Οι αδελφοί Τυπάλδου αγοράζουν το «Αθήναι» και το «Ακρόπολις» και τα δρομολογούν σε μεσογειακές γραμμές. Η μικρή Ελλάδα το 1961 κάνει αισθητή την παρουσία της στην απεραντοσύνη των θαλασσών. 




Το Πέραμα που σπανίως αποτελούσε θέμα φωτογράφησης...




Το 1962 οι στήλες των εφημερίδων τοπικών και πανελληνίων γεμίζουν από Πειραιά! Ειδήσεις και σχόλια για τις θριαμβευτικές πρεμιέρες του «Πειραϊκού Θεάτρου» όχι στον Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς αλλά στο… Βουκουρέστι με το έργο «Ηλέκτρα». Ο Ροντήρης μεταφέρει την ελληνική τραγωδία και τον ελληνικό τρόπο ερμηνείας της σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα αναγνωστήρια της δημοτικής βιβλιοθήκης σημειώνεται συνωστισμός! Σε ένα τυχαίο μήνα καταγράφονται περίπου 39.000 αναγνώστες και αναγνώστριες.  Το 1962 πεθαίνει ο μεγαλοεισαγωγέας σίτου Κωνσταντίνος Μπάκαλας. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που ενώ αντιπαθούσε την κοινωνικότητα και ήταν «κλειστός» δεν έπαυε να προσφέρει μεγάλες δωρεές στον Πειραιά που συνολικά ξεπέρασαν τις 300 χιλιάδες χρυσές λίρες. Σε αυτόν οφείλονται τα κτήρια του Πατριωτικού ιδρύματος (ΠΙΚΠΑ), η ανοικοδόμηση του Χατζηκυριάκειου Ορφανοτροφείου, τα δύο περίπτερα στη Βούλα για τα παιδιά του Ιδρύματος. Τέλος τη ίδια χρονιά με δικά του χρήματα είχε ξεκινήσει η ανέγερση παιδιατρικής κλινικής και Πολυιατρείων Πατριωτικού Ιδρύματος στην διασταύρωση Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καραολή και Δημητρίου. Το καλοκαίρι του 1962 στην Σπηλιά του Παρασκευά κάθε Σάββατο ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα δίνουν την δική τους ερμηνεία σε ένα πρόγραμμα που τιτλοφορείται «Περασμένες αγάπες». 




Οι αποθήκες της ελευθέρας ζώνης Πειραιώς


Αχθοφόροι του λιμανιού με κατάλληλο εξοπλισμό δεν θυμίζουν τις προηγούμενες δεκαετίες

Οι κατεστραμμένοι γερανοί από τη γερμανική αποχώρηση αντικαταστάθηκαν και οι φορτοεκφορτώσεις γίνονται με πυρετώδη ρυθμό. Η εισαγωγή τεχνολογικών υποδομών στο λιμάνι το ανεβάζει στην κλίμακα του ανταγωνισμού.

Το 1963 η Τρούμπα ανακηρύσσεται σε «Σόχο του Πειραιά». Στα σοκάκια της λειτουργούν 16 καμπαρέ και 57 νυχτερινά μαγαζιά. Γράφει ο Γιάννης Φύτρας στην εφημερίδα «Εμπρός» (φ. 23.2.1963) «πάντα στο μέρος εκείνο του λιμανιού θα υπάρχει μια Ίλια για κάθε ναυτικό, για κάθε γεροντοπαλίκαρο...». Αντί της Ίλιας όμως ένα χρόνο αργότερα το 1964 προκύπτει ένα σκάνδαλο που ακούει στο όνομα Κριστίν. Η «Κριστίν» ήταν Βασίλης που είχε μάλιστα θαυμαστές. Ντυνόταν ως γυναίκα και υποβαλλόταν σε ορμονοθεραπεία. Ήθελε να αποκτήσει καλλίγραμμο στήθος. Επρόκειτο για έναν άνδρα 29 ετών από το Ρέθυμνο που είχε επιλέξει ως νέο όνομα το Κριστίν Παπαδοπούλο.  


Στην δεκαετία του 1960 οι εισαγωγές των αυτοκινήτων δίνουν την εικόνα παροξυσμού! Μεγάλα οχηματαγωγά πλοία προσεγγίζουν την αποβάθρα "Βασιλέως Κωνσταντίνου" (Τρούμπα) και αδειάζουν το εμπόρευμά τους που είναι επιβατικά αυτοκίνητα.

Η εκκαθάριση του βυθού από παλαιά ναυάγια του 2ου Π.Π. συνεχίζεται. Οι ρυθμοί όμως δεν θυμίζουν σε τίποτα την προηγούμενη δεκαετία που το λιμάνι είχε κριθεί στα περισσότερα σημεία του ως επικίνδυνο.


Τον Ιούνιο του 1965 ξεκινά η κατεδάφιση της Επαγγελματικής σχολής στην Πλατεία Κοραή σε εφαρμογή της απόφασης που όπως είδαμε είχε ληφθεί το 1961! Το Νοέμβριο του 1965 αποφασίζεται ο παλαιός ναός του Αγίου Διονυσίου στην Ακτή Κονδύλη να κατεδαφιστεί και στη θέση του να οικοδομηθεί ένας νέος που θα μοιάζει πολύ με τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδας. Τον ίδιο χρόνο αποφασίζεται η περιοχή των «Λεμονάδικων» να αποδοθεί στην ακτοπλοΐα. Καθώς οι προβλήτες του λιμανιού στο κεντρικό του τμήμα, δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση του διαρκώς αναπτυσσόμενου επιβατικού στόλου η διοίκηση του ΟΛΠ θέλει να χρησιμοποιήσει και την περιοχή των «Λεμονάδικων». Συναντά αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες 37 καταστημάτων της περιοχής και από τον κόσμο για συναισθηματικούς λόγους.


Μέσα δεκαετίας 1960. Το Δημαρχείο Πειραιά (Ρολόγι) στέκεται ακόμα στη θέση του. Πίσω του ο νέος ναός της Αγίας Τριάδας



Γιοτ και πολυκατοικίες στο λιμάνι της Ζέας που αν εξαιρέσουμε το τύπο των σκαφών κατά τα άλλα δεν διαφέρει σε τίποτα με τη σημερινή εικόνα.

Τελευταίες μέρες για το λιμάνι της Ζέας που ακόμα θυμίζει λίμνη. Σύντομα προβλήτες και αποβάθρες κατά μήκος της ακτής αλλά και κάθετα σε αυτήν θα δεχθούν τα εκατοντάδες ιδιωτικά σκάφη αναψυχής. 

Εργασίες εκβάθυνσης στο λιμάνι Ηρακλέους

Το 1966 ο Πέτρος Κλουδάς ξεκινά από τον Πειραιά με ένα καγιάκ. Αφού μετρήθηκε με την μανία της θάλασσας και κινδύνεψε πολλές φορές σοβαρά, κατάφερε να φτάσει στην Ιταλία ύστερα από 24 ημέρες. Στη συνέχεια η υποδοχή του στον Πειραιά ήταν συγκινητική όπου πλήθη κόσμου τον αποθεώνουν.  Το 1967 διορίζεται από τη Χούντα των Συνταγματαρχών δήμαρχος Πειραιά ο Αριστείδης Σκυλίτσης. Το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο για τους Πειραιώτες όλων των εποχών! Από τη μια κατασκευάζει ογκώδη τσιμεντένια οικοδομήματα και από την άλλη κατεδαφίζει τα ιστορικά σύμβολα της πόλης.  Το 1968 δεν αποτελεί ένα καλό έτος για τον Δήμο Νέου Φαλήρου. Παύει τη λειτουργία του ως δήμος και προσαρτάται ολόκληρος στον Δήμο Πειραιώς. Την ίδια χρονιά κατεδαφίζεται το ιστορικό ρολόι «δια ψήφων 15 υπέρ και δύο μόνο εναντίον». Το 1968 πεθαίνει ο ακαδημαϊκός και ομότιμος καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου Δημήτρης Πικιώνης που διακρίθηκε για τον αγώνα που έκανε να σωθούν τα νεοκλασικά κτήρια της γενέθλιας πόλης του. 




Το μέγαρο ΝΑΤ με το σήμα που σχεδίασε ο Αριστείδης Σκυλίτσης, το "πουλί της Χούντας" στην πρόσοψή του.

Εκφόρτωση αυτοκινήτων καθημερινά. Η αποβάθρα της Τρούμπας γεμίζει με νέα μοντέλα. Η ανάπτυξη είναι τετράτροχη και έρχεται από τη θάλασσα...

Η Παγόδα του ΟΛΠ υπό κατασκευή. Ο θόλος της ανολοκλήρωτος. 

Σχολές "Αριστοτέλης" ηλεκτρολόγων, ηλεκτροτεχνιτών και σχεδιαστών επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το ίδιο κτήριο μεταγενέστερα θα στεγάσει τα φροντιστήρια "Πανελλήνιο" ενώ σήμερα κατάστημα τροφών κατοικίδιων ζώων. 

Ο αλλοτινός γραφικός όρμος του Λάμπρου Πορφύρα, ο όρμος της Φρεαττύδας χάθηκε οριστικά.... Η νέα Μαρίνα Ζέας αποτελεί τη νέα πραγματικότητα. Πολλά έργα που είχαν ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ολοκληρώθηκαν επί των ημερών του Σκυλίτση και ταυτίστηκαν ως έργα του. Τόσο το πνευματικό κέντρο της Πλατείας Κοραή όσο και η μετατροπή του όρμου της Φρεαττύδας σε Μαρίνα, ολοκληρώθηκαν και εγκαινιάστηκαν επί των ημερών του, είχαν όμως ξεκινήσει χρόνια πριν.




Το 1969 αναρτώνται στο κωδωνοστάσιο της Αγίας Τριάδας οι οκτώ καμπάνες του νέου ναού. Φέρουν πάνω τους χαραγμένα τα ονόματα των ευεργετών μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Σκυλίτσης.  Βρίσκονται τα οστά του ήρωα της επανάστασης Γεωργίου Καραϊσκάκη εντός δύο ξυλοκιβωτίων σε μια αποθήκη στην οδό Κανελλόπουλου στο Νέο Φάληρο. Η μετακομιδή των οστών είχε γίνει με σκοπό τη μεταφορά του μνημείου του Στρατάρχη της Ρούμελης. Η «Εθνική Κυβέρνησις» μετονομάζει τον Δήμο Δραπετσώνας σε Δήμο Θεμιστοκλέους. Η νέα ονομασία επιλέχθηκε ανάμεσα στις ονομασίες «Αναγέννησις», «Φοίνιξ» και «Ποσειδών». Ανάδοχος ήταν ο δημότης Αθηναίων Ευάγγελος Πατούσης.




Τελωνείο Λιμεναρχείο μπροστά. Ακολουθεί η Ακτή Μιαούλη με τον νέο σταθμό τελωνείου του Ιωάννη Μεταξά του 1938 να βρίσκεται ακόμα στο κέντρο της προβλήτας Βασιλέως Κωνσταντίνου (Τρούμπα). Στο βάθος το Ωρολόγιο στέκει ακόμα. 

Διαμόρφωση Πλατείας Αλεξάνδρας και της έναντι ακτής του λιμένος της Ζέας. Τα έργα είχαν ξεκινήσει και βρίσκονταν σε εξέλιξη πολλά χρόνια πριν τη χούντα.

Η Πλατεία Κοραή με το Δημοτικό θέατρο που στη μετόπη του φέρει ακόμα το βασιλικό θυρεό. Στην Πλατεία έχουν στηθεί βάσεις τεντών για να ακολουθήσει υπαίθρια έκθεση. Στο κέντρο της Πλατείας Κοραή δεσπόζει ένα ναυτικό ιστίο.

Το Ρολόι του Σιλό έχει ξεκινήσει τη λειτουργία του. Μετά την κατεδάφιση του Δημαρχείου θα απομείνει το μοναδικό ρολόι στο λιμάνι



Ο Ιανουάριος του 1970 ξεκινά με τον Κόκοτα να εμφανίζεται στο Δημοτικό θέατρο. Το καλοκαίρι του 1970 είναι το καλοκαίρι των εγκαινίων. Τον Ιούλιο εγκαινιάζεται ο νέος επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ (Παγόδα) που συμπίπτει με τον εορτασμό των 40 ετών από τη λειτουργία του ΟΛΠ. Αποφασίζεται να οικοδομηθεί στον Πειραιά «Ναυτική Εστία» κατά τα πρότυπα του κτηρίου της ναυτικής εστίας της Αμβέρσας. Εγκαινιάζεται επίσης η Μαρίνα Ζέας εντός της οποίας μεταφέρεται το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος. Κατεδαφίζεται η οικία του Μιαούλη (Χατζοπούλου) μπροστά από τον Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνα και έτσι ο «Άγιος» βλέπει ύστερα από πολλά χρόνια θάλασσα. Μια δεκαετία τελειώνει και μια άλλη αρχίζει. 




Ο γραφικός όρμος Σκαφάκι που μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο θαλάσσιων λουτρών για όσους αψηφούν τη ρύπανση




Το κατόρθωμα του ατμόπλοιου «Πέλοψ»

Το Ατμόπλοιο "Πέλοψ" στο λιμάνι του Πειραιά


του Στέφανου Μίλεση

Σε μια από τις πολλές απεικονίσεις επιστολικών δελταρίων (καρτ ποστάλ) αρχών του 20ου αιώνα, υπάρχει μια φωτογραφία στην οποία δεσπόζουν με την παρουσία τους μπροστά-μπροστά, δύο καράβια εκ των οποίων το πρώτο προβάλλει το όνομά του γραμμένο με κεφαλαία γράμματα ΠΕΛΟΨ. Ωστόσο φαίνεται ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο στους φωτογράφους της εποχής, όταν έστρεφαν τα κλείστρα των φωτογραφικών τους μηχανών για να παγώσουν για πάντα το χρόνο, μετατρέποντας τη φθαρτή πραγματικότητα σε άφθαρτη εικόνα. 

Μια από τις πολλές ιστορίες που έχει να επιδείξει το συγκεκριμένο πλοίο, αναφέρεται, στο περιθώριο θα λέγαμε της αφήγησης άλλων σημαντικών γεγονότων, τα οποία κατέγραφε με την πένα του ο Σπύρος Μεταξάς (1897-1961) όταν συνέγραφε το έργο του με τίτλο «Ιστορία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού 1821 – 1924». Σύμφωνα με αυτήν, το θρυλικό Θωρηκτό πλοίο του στόλου μας «Αβέρωφ», βρισκόταν όταν κηρύχθηκε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος, έξω από τα Δαρδανέλια στην κυριολεξία άνευ πυρομαχικών! 

Κι αυτό διότι το «Αβέρωφ» όταν είχε αγοραστεί από τα ναυπηγεία Ορλάνδο είχε παραδοθεί άνευ πυρομαχικών. Η σχετική παραγγελία τους έγινε τρεις μήνες μετά από την έλευση του πλοίου στην Ελλάδα. Επίσης άλλα 50 βλήματα για τα πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος είχαν φορτωθεί απευθείας στον «Αβέρωφ» όταν είχε μεταβεί στην Αγγλία το καλοκαίρι του 1911 για τις εορτές της Στέψεως. Όταν λοιπόν εξερράγη ο πόλεμος οι αποθήκες του ναυτικού δεν είχαν την απαιτούμενη ποσότητα πυρομαχικών που θα χρειαζόταν μια τέτοια πολεμική μονάδα που ήταν έτοιμη να εμπλακεί σε έναν πόλεμο, καθώς ήταν μάλιστα και η βασικότερη μονάδα του στόλου. 

Τα πυρομαχικά είχαν παραγγελθεί από την Αγγλία από το εργοστάσιο Φέρθ και οι πυροσωλήνες τους από το εργοστάσιο Άρμστρονγκ. Από τη μια η παράδοσή τους καθυστερούσε ενώ από την άλλη υπήρχε αδημονία καθώς ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο πόλεμος πλησίαζε. Όταν το Υπουργείο Ναυτικών, ζήτησε τηλεγραφικώς πληροφορίες για τις ελλείψεις των πυριτιδαποθηκών του «Αβέρωφ» η απάντηση ήταν ότι διέθεταν τα μισά ακριβώς πυρομαχικά από εκείνα που έπρεπε να διαθέτουν. 

Η σχετική αναφορά επιβεβαιώνει το γεγονός. Τα ταχυβόλα των 234 χιλ. διέθεταν 106 γομώσεις και 103 βλήματα. Τα ταχυβόλα των 190 χιλ. 387 γομώσεις και 424 βλήματα. Τέλος τα ταχυβόλα των 76 χιλ. 1.669 φυσίγγια. Το τι θα συνέβαινε εάν ο «Αβέρωφ» έμενε από πυρομαχικά δεν θέλει ιδιαίτερη ανάλυση για να γίνει κατανοητό. 

Ο πόλεμος κηρύχτηκε επίσημα στις 5 Οκτωβρίου και η κατάσταση απαιτούσε ένα ελληνικό ατμόπλοιο να μεταβεί στην Αγγλία, να φορτωθεί με πυρομαχικά και να επιστρέψει το συντομότερο δυνατόν. Τότε ανατέθηκε στο ΠΕΛΟΨ το έργο αυτό. Το 700 περίπου τόνων ελληνικό επίτακτο ατμόπλοιο έβαλε πλώρη για Αγγλία, εισήλθε στον ποταμό Τάμεση και αφού φορτώθηκε τα πυρομαχικά απέπλευσε αμέσως. Όταν όμως εξήλθε στο πέλαγος συνάντησε πρωτοφανή κακοκαιρία και αναγκάστηκε να πλεύσει στο λιμάνι του Φάλμουθ. Όταν όμως εκεί οι λιμενικές αρχές διαπίστωσαν όταν το ατμόπλοιο ήταν κατάφορτο πυρομαχικών έθεσαν ζήτημα ασφάλειας του πληθυσμού της πόλης και ζήτησαν από το ΠΕΛΟΨ να εξέλθει του λιμένος διαφορετικά θα προχωρούσαν σε κατάσχεση των πυρομαχικών

Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του ελληνικού ατμόπλοιου γνωρίζοντας την εθνική αξία του φορτίου που μετέφεραν για το πολεμικό μας ναυτικό, έλαβαν την απόφαση να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα με όποιον καιρό κι αν έκανε. Επρόκειτο για μια γενναία απόφαση που ομόφωνα έλαβε πλοίαρχος και πλήρωμα. 
Την 22α Οκτωβρίου φάνηκε στον κόλπο του Μούδρου το επιταγμένο για τις ανάγκες του πολέμου ΠΕΛΟΨ κατάφορτο με πυρομαχικά που προορίζονταν αποκλειστικά για το «Αβέρωφ». 

Η εμφάνισή του προκάλεσε ανακούφιση όχι μόνο στο πλήρωμα του θωρηκτού αλλά και στην ηγεσία του ναυτικού. Το βραδυκίνητο ατμόπλοιο εμφανίστηκε ως μητέρα τροφός που την κατάλληλη στιγμή εμφανίστηκε να προσφέρει φαγητό στα πεινασμένα παιδιά της. 

Στο βιβλίο «Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού 1909 – 1913» του Ιωάννου Θεοφανίδου (ΤΥΠΟΙΣ Π.Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, 1923), σημειώνεται διαφορετική ημερομηνία άφιξης του ΠΕΛΟΨ στο Μούδρο της Λήμνου. Υποστηρίζεται ότι το επίτακτο ατμόπλοιο έφτασε να τροφοδοτήσει με πυρομαχικά το «Αβέρωφ» αρχές Νοεμβρίου. Ακόμα όμως κι έτσι, η προσφορά του ΠΕΛΟΨ στο ναυτικό αγώνα παραμένει σημαντική. Το μικρό ατμόπλοιο πέρασε στο περιθώριο της ιστορίας μπροστά στις ιστορικές νίκες διαμέσου των οποίων το «Αβέρωφ» εδραίωσε την ελληνική υπεροχή στη θάλασσα του Αιγαίου.  

Φυσικά η συμμετοχή ενός εμπορικού ατμόπλοιου, του ΠΕΛΟΨ, σε αποστολές κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων δεν ήταν η μοναδική. Ο στόλος του εμπορικού μας ναυτικού στάθηκε επάξια δίπλα στο πολεμικό διαθέτοντας στο σύνολο 97 ατμόπλοια

Από αυτά τα 6 ατμόπλοια που ήταν ταχυδρομικά (ακτοπλοϊκά) έφεραν πάνω τους μάλιστα και ταχυβόλα εκτελώντας πολεμικές αποστολές όπως τα εύδρομα της εποχής. Αυτά ήταν τα «Εσπερία», «Μακεδονία», «Αρκαδία», «Μυκάλη», «Αθήναι» και το «Θεμιστοκλής». Δύο άλλα ταχυδρομικά μετασχηματίσθηκαν σε πλωτά νοσοκομεία ένα για τις ανάγκες του στρατού ξηράς και το άλλο για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Δύο ατμόπλοια χρησιμοποιήθηκαν στη γραμμή Πειραιώς Μούδρο ως διαρκή ανθρακοφόρα του στόλου ενώ ένα ακόμα ήταν πετρελαιοφόρο. Τα υπόλοιπα ατμόπλοια του εμπορικού μας ναυτικού φορτηγά και υπερωκεάνια χρησιμοποιήθηκαν για κάθε μεταφορά υλικού ή ανδρών για τις ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων. Σε όλη την διάρκεια των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων ο πατριωτισμός και η προθυμία των κυβερνητών και των πληρωμάτων του εμπορικού μας ναυτικού άγγιζε τα όρια του ηρωισμού και είναι γεγονός ότι η προσφορά του εμπορικού ναυτικού όπως και τα διάφορα κατορθώματα των μονάδων του σπανίως αναφέρονται.

Πέρα όμως όλων αυτών θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ατμόπλοιο "Πέλοψ" διαθέτει και μια ακόμα ιστορία συνδεδεμένη με την ιστορία του Πειραιά. Το 1891 ξέμεινε μια… αρχαία μαρμάρινος ακέραια ανάγλυφος στήλη (1,5 Χ 1,5 μ.), που είχε βρεθεί στην Βόνιτσα (Ακαρνανίας) και απεστάλη από τον ανθυπομοίραρχο, Χ. Παπαγεωργίου, με το ατμόπλοιο «Πέλοψ» της ελληνικής ατμοπλοΐας, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων στον Πειραιά! Εικόνιζε έναν οπλίτη όρθιο, που είχε τα χέρια του τεταμένα προς τα εμπρός, και φαινόταν να κρατούσε στο δεξί του χέρι δόρυ, που έλειπε. 

Όπως έγραψε ο Γιώργος Λεκάκης σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2016 στο Πειραιόραμα ο οπλίτης που εικόνιζε η ανάγλυφη στήλη ομοίαζε με το γνωστό ανάγλυφο του Μαραθωνομάχου, του μετενεγκόντος στην πόλη των Αθηνών το άγγελμα της νίκης, και εκπνεύσαντος.   Αλλά ενώ το ακαρνανικό ανάγλυφο ήταν τέτοιας αξίας… έστεκε ξεφορτωμένο και ριγμένο στον παραλιακό βραχίονα Τζελέπη! Εκεί ακριβώς που οι ναυτικοί αποβίβασαν τον αρχαίο επιβάτη! Εκτός του κινδύνου της φθοράς, υπήρχε και ο κίνδυνος μήπως κλαπεί κάποια νύκτα. Η εφημερίς «Εφημερίς» έκανε ρεπορτάζ, γνωστοποίησε το γεγονός, ζητώντας η αστυνομία να μεταφέρει τον αρχαίο οπλίτη, τουλάχιστον, στο αστυνομικό τμήμα προς προφύλαξη «αφού η Εφορεία δεν πολυφροντίζει, φαίνεται, δια τοιαύτα αντικείμενα»! Την επομένη της γνωστοποιήσεως από την εφημερίδα, ευαισθητοποιήθηκε ο γεν. έφορος και απέστειλε ανθρώπους της Εφορείας στον Πειραιά να παραλάβουν το αρχαίο αντικείμενο τέχνης από την παραλία… Το μετέφεραν στο ενταύθα Μουσείο Αρχαιοτήτων. «Το περίεργον είναι ότι περί αυτού δεν είχεν ειδοποιηθή ούτε ο εν Πειραιεί έφορος των αρχαιοτήτων ίνα τουλάχιστον φροντίση εγκαίρως περ της παραλαβής του»… (βλ. εφημ. «Εφημερίς», αρ. φύλ. 259, 16 και 17.9.1891).

Διαβάστε επίσης:

Το ατμόπλοιο που λεγόταν "Άνδρος" της Νανάς Ιωαννίδου



Ο κουρέας του Πειραιά που βασανίστηκε διότι ανήγγειλε μια καταστροφή


Κουρέας - Ταναγραίο σύμπλεγμα από πηλό


του Στέφανου Μίλεση

Ο Πλούταρχος στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι, Νικίας», μας εξιστορεί για έναν κουρέα του Πειραιά, που κατέληξε να βασανίζεται στον τροχό λες και ήταν ο υπεύθυνος της συμφοράς που αυτός πρώτος έτυχε να αναγγείλει… 

Οι κάτοικοι του Πειραιά ως λιμάνι της Αθήνας είχαν την τύχη ή την ατυχία κατά περίπτωση, να πληροφορούνται πρώτοι τις διάφορες ειδήσεις που έφταναν με τα πλοία. Τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου βρισκόταν σε εξέλιξη η Σικελική εκστρατεία (415 - 413 π.Χ.) η οποία ήταν ζωτικής σημασίας για την έκβαση της πολεμικής σύρραξης. Η εκστρατεία αυτή έληξε με μια καταστροφική ήττα των Αθηναίων που ύστερα από αυτήν πίστεψαν ότι όλα θα τελείωναν, ωστόσο ο πόλεμος συνεχίστηκε για εννιά χρόνια ακόμα. 

Ωστόσο η άφιξη της είδησης της ήττας έφτασε στην Αθήνα με κάποιο παράξενο, ας το πούμε, τρόπο. Κάποιος ταξιδιώτης από τη Σικελία έφτασε με εμπορικό πλοίο στον Πειραιά και πήγε σε ένα από τα κουρεία του εμπορικού λιμανιού για να κουρευτεί. Όπως ακριβώς γίνεται μέχρι και σήμερα, ο κουρέας του έπιασε τη συζήτηση καθώς τα κουρεία όπως και η αγορά, ήταν μέρη που οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν. Εκεί πάνω στη συζήτηση ο ταξιδιώτης και έχοντας λανθασμένα την εντύπωση ότι οι Αθηναίοι είχαν ήδη πληροφορηθεί περί των εξελίξεων στη Σικελία, άρχισε να περιγράφει στον Πειραιώτη κουρέα τα γεγονότα σαν να ήταν ήδη γνωστά. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι κανένα πρόσφατο μαντάτο δεν είχε φτάσει ακόμα στην Αθήνα και ότι αυτός ήταν ο πρώτος μαντατοφόρος! Ο κουρέας μαθαίνοντας αυτή την τόσο σοβαρή είδηση αμέσως έκλεισε το κουρείο του και σχεδόν τρέχοντας ανέβηκε στην Αθήνα να ειδοποιήσει την Εκκλησία του Δήμου για όσα είχε μάθει. Προς δυστυχία του όμως αντί να τον επαινέσουν που αμέσως έτρεξε από τον Πειραιά να τους πληροφορήσει, ζήτησαν να τους πει ποιος ήταν εκείνος που διέδωσε τη φήμη μιας τόσο μεγάλης συμφοράς. 

Φυσικά ο κουρέας πάνω στην αγωνία του να μεταδώσει τα νέα, δεν είχε σκεφτεί να μάθει περισσότερα για τον ταξιδιώτη από τη Σικελία. Ούτε τον άνθρωπο γνώριζε, ούτε πλέον μπορούσε να μάθει κάτι περισσότερο για αυτόν. Έτσι αδυνατούσε να απαντήσει στο ερώτημα που του έθεταν. Τότε οι Αθηναίοι του Δήμου εξοργίστηκαν μαζί του, αμφισβητώντας την αλήθεια των ειδήσεων, πιστεύοντας ότι απλώς επρόκειτο για κάποιον διασπορέα ψευδών ειδήσεων, που σκοπό είχε να κάμψει το ηθικό των κατοίκων της πόλεως.

Εξοργισμένοι οι δημοτικοί άρχοντες διέταξαν το βασανισμό του άτυχου κουρέα στον τροχό! Και ενώ ο δυστυχισμένος κουρέας βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη να βασανίζεται πάνω στον τροχό όπου του εξαρθρώνονταν τα οστά, έφτασαν και από άλλους αγγελιαφόρους οι ειδήσεις της εκστρατείας. Τότε οι άρχοντες που άδικα είχαν παραγγείλει το βασανισμό του κουρέα αντί να τον ελευθερώσουν ή έστω να κοιτάξουν να επανορθώσουν τη ζημιά που του προξένησαν, τον παράτησαν πάνω στο τροχό κι έτρεξαν πανικόβλητοι να μάθουν περισσότερα, ενώ άλλοι έτρεξαν αμέσως στα σπίτια τους για να θρηνήσουν με τους οικείους τους, καθώς γνώριζαν τα δεινά που θα έφερνε στην πόλη η ήττα της Σικελικής εκστρατείας. 

Φυσικά εκείνο το καλοκαίρι του 413 π.Χ. η ήττα στη Σικελία δεν έφερε και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος τερματίστηκε εννιά χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 404 π.Χ. (στο μεταξύ είχε προηγηθεί η ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς έγινε το Σεπτέμβριο του 405 π.Χ.).




Ο κουρέας από τον Πειραιά, έμεινε για ώρες δεμένος και ξεχασμένος πάνω στον τροχό, από τον οποίο ελευθερώθηκε, άγνωστο με ποιο τρόπο, ώρες αργότερα. Η περιέργεια λοιπόν σκοτώνει κι αν δεν σκοτώνει οπωσδήποτε προκαλεί παθήματα, τα οποία θα έπρεπε να είχαν γίνει μαθήματα και μάλιστα "επί τροχού" για τον κουρέα. Για τους κουρείς λοιπόν και τη διαχρονική συνήθειά τους να μιλούν, ταιριάζει εκείνο που γράφτηκε στην «Εστία» (φ. 21ης Αυγούστου 1877- άρθρο «Ο Βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας»). Όταν ο Βασιλιάς Αρχέλαος της Μακεδονίας ρωτήθηκε από τον κουρέα του πώς να τον κουρέψει, εκείνος απάντησε «Σιωπώντας!».       

Δημοσθένης και Πειραιάς

Ο Δημοσθένης ασκείται στις ακτές του Φαλήρου (έργο Ευγένιου Ντελακρουά)


του Στέφανου Μίλεση

Στον Πειραιά, στην καρδιά της δημοτικής αγοράς, υπάρχει σήμερα η «οδός Δημοσθένους» προς τιμή του μεγαλύτερου ίσως ρήτορα της αρχαιότητας. Όπως είναι γνωστό καμιά ονοματοθεσία δρόμου από τη σύσταση του Δήμου Πειραιά (1835) κι ύστερα, δεν ήταν τυχαία αλλά βασιζόταν πάνω σε μια ιστορία έγγραφη ή άγραφη, που γεννούσε ένα δεσμό ανάμεσα στο αντικείμενο της ονοματοθεσίας και στην πόλη. Έτσι και η ύπαρξη ενός δρόμου που φέρει το όνομα του Δημοσθένη δεν φαίνεται να έγινε τυχαίως, αλλά διότι στην αρχαιότητα υπήρχε σχέση του Πειραιά με τον μεγάλο ρήτορα, καθώς του άρεσε να συχνάζει και να χάνεται μέσα στο πλήθος των μετοίκων που κυκλοφορούσαν τότε στον Πειραιά για να μην αισθάνεται άσχημα για την καχεξία του.

Η οδός Δημοσθένους στην καρδιά της αγοράς του Πειραιά


Η ιστορία όμως της σχέσης του Πειραιά με τον Δημοσθένη δεν είναι μικρή, ούτε τυχαία για αυτό θα πρέπει να τη δούμε από την αρχή της. 
Ο Δημοσθένης ο μέγιστος των ρητόρων ξεκίνησε βραδύγλωσσος από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Παιανία Αττικής και από τη μικρή του ηλικία βρέθηκε σε μειονεκτική θέση καθώς τα παιδιά της γειτονιάς του τον κορόιδευαν και του φώναζαν «Βάταλο» δηλαδή ψευδό. Από τα παιδικά του χρόνια επιδόθηκε σε έναν διαρκή αγώνα να ξεπεράσει και τη βραδυγλωσσία του αλλά και τη σωματική του καχεξία. Διότι εκτός από τον τραυλισμό του και το σώμα του ήταν στη κοψιά του τόσο άσχημο, που δεν πάτησε το πόδι του σε παλαίστρα όπως συνήθιζαν οι άλλοι νέοι της εποχής του. Ήδη από την ηλικία των επτά ετών, είχε μείνει ορφανός από πατέρα ενώ η μητέρα του η Κλεόβουλη (η οποία ήταν Σκύθα στην καταγωγή) στενοχωρημένη για τα προβλήματα του φιλάσθενου γιου της στην προσπάθειά της να τον προστατεύσει μάλλον του επιδείνωνε το πρόβλημα κρατώντας τον μέσα στο σπίτι. Από την άλλη δεν είχε την οικονομική δυνατότητα που στο παρελθόν διέθετε. Κι αυτό διότι ο άνδρας της όταν ζούσε είχε συγκεντρώσει χρήματα πολλά προερχόμενα από δύο εργαστήρια, ένα «μαχαιοποιείον» και ένα «θρονοποιείον». 

Λιοντάρια και άλλα εκθέματα στο παλαιό αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά
(Φωτογραφία από Θεόδωρο Μεταλληνό). 


Η περιουσία αυτή όμως μετά από το θάνατό του κατασπαταλήθηκε από τους διαφόρους επιτρόπους στους οποίους είχε ανατεθεί η διαχείρισή της. Ο Δημοσθένης παρά τα προβλήματά του αγωνιζόταν μόνος του με τη μελέτη να γίνει ρήτορας καθώς είχε κάποτε παρακολουθήσει ένα δικαστήριο και τον είχε εντυπωσιάσει η ευφράδεια των αντιδίκων που αναγόρευαν σε αυτό. Είχε καθηγητή ρητορικής τον Ισαίο παρότι την ίδια εποχή λειτουργούσε σχολείο και ο Ισοκράτης. Ωστόσο όμως η φτώχεια στην οποία είχε περιπέσει ο Δημοσθένης με τη μητέρα του δεν τους επέτρεπε να καταβάλουν τα δέκα τάλαντα μηνιαίως που ζητούσε ο Ισοκράτης κι έτσι ο μικρός Δημοσθένης πήγε στον Ισαίο. Όταν όμως κάποτε ήρθε η στιγμή να εμφανιστεί στο δημόσιο βήμα, ο παράξενος τρόπος της ομιλίας του, οι λάθος αναπνοές κατά την διάρκεια του λόγου του, που προκαλούσαν διακοπές εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, προξένησαν γέλια στο ακροατήριο. Καταντροπιασμένος με καλυμμένη την κεφαλή του για να μην αναγνωρίζεται κατέφυγε στον Πειραιά, που ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. 

Ο Δημοσθένης ντροπιασμένος για να μην αναγνωρίζεται καλύπτεται με μανδύα. Κατεβαίνει στον Πειραιά ενώ στις ακτές του Φαλήρου ασκείται απαγγέλοντας αφού προηγούμενα έχει τοποθετήσει στο στόμα του βότσαλα.


Εκεί πλανιόταν δεξιά κι αριστερά σκεπτικός στους δρόμους της πόλης, μέχρι που τον είδε και τον αναγνώρισε ένας σοφός γέροντας ο Εύνομος ο Θριάσιος και τον επέπληξε. Του είπε ότι οι λόγοι που εκφωνεί έχουν την ομορφιά των λόγων του Περικλή αλλά ο ίδιος φταίει για το κατάντημά του, διότι εκφωνεί τις ομιλίες του με ατολμία και μαλθακότητα. Ακόμα του είπε ότι δεν διέθετε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον όχλο που τον ακούει, να επιβληθεί δια της ομιλίας του και να τον πείσει. Το ίδιο του είπε ότι πράττει και με το σώμα του που το αφήνει αγύμναστο και μαλθακό να μαραίνεται. Με αυτά τα λόγια ο Εύνομος στον Πειραιά έδειξε στον Δημοσθένη ότι ήταν στο χέρι του να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Ο Εύνομος πρότεινε στον Δημοσθένη να ακολουθήσει τις οδηγίες του Σάτυρου, ενός σπουδαίου ηθοποιού που επίσης έμενε στον Πειραιά, δίνοντας παραστάσεις στα δύο θέατρα της πόλης, έχοντας δημιουργήσει μια σπουδαία φήμη. 

Η γνωριμία μεταξύ Δημοσθένη και Σάτυρου πραγματικά έγινε. Ο ηθοποιός μπήκε στο σπίτι του Δημοσθένη όπου τον βρήκε να κάθεται και να οδύρεται για τα παθήματά του. «Πώς είναι δυνατόν», ρώτησε ο Δημοσθένης τον Σάτυρο, «να ανεβαίνουν στο βήμα της αγοράς για να μιλήσουν ναύτες των πλοίων ή άνθρωποι αμόρφωτοι ή άλλοι που το μόνο που κάνουν στη ζωή τους είναι να ξενυχτούν και να είναι βυθισμένοι στην κραιπάλη ενώ εγώ που μελετώ τη ρητορική δεν καταφέρνω να πείσω κανέναν από το πλήθος;». 

Τότε ο Σάτυρος του είπε «Αληθινά Δημοσθένη, μπορώ να θεραπεύσω την αιτία της αποτυχίας σου, εάν όμως σταθείς μια στιγμή και μου απαγγείλεις μια περικοπή του Ευριπίδη η του Σοφοκλή». Πραγματικά ο Δημοσθένης απήγγειλε όπως του ζήτησε ο Σάτυρος. Αμέσως μετά όμως ο ίδιος ο Σάτυρος απήγγειλε το ίδιο κείμενο που προηγούμενα είχε διαβάσει ο Δημοσθένης. Όμως αυτή η δεύτερη επανάληψη ουδεμία σχέση είχε με την πρώτη! Ο λόγος του ηθοποιού Σάτυρου, ήταν γεμάτος ποίηση, χάρη, στολισμό και υποκριτική, στοιχεία που κατανόησε ο Δημοσθένης ότι του έλειπαν. Κατανόησε ότι η ρητορεία δεν είναι μόνο παράθεση καταλλήλων επιχειρημάτων, αλλά περιλαμβάνει και την τέχνη της απαγγελίας. Πρέπει να γνωρίζεις τον τρόπο που θα σαγηνεύσεις το ακροατήριο, τον τρόπο που θα το πείσεις να αποδεχθεί τα λεγόμενά σου ακόμα και αν σφάλεις! 

Η υποκριτική δεν ήταν τέχνη μόνο του ηθοποιού αλλά και του ρήτορα. Τότε ο Δημοσθένης επιδόθηκε με μανία στη βελτίωση της τεχνικής του. Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού του στον Πειραιά, σε ένα πραγματικό εργαστήριο. Είχε τοποθετήσει ένα τεράστιο κάτοπτρο για να βλέπει τον εαυτό του εάν είναι αρκετά πειστικός όταν μιλάει. Είχε κρεμάσει ένα σπαθί από το ταβάνι το οποίο άγγιζε σχεδόν τον ώμο του. Αν την ώρα που μιλούσε κουνιόταν ασκόπως, όπως στο παρελθόν συνήθιζε να κάνει, τότε η μύτη του σπαθιού τον τρυπούσε! Έμαθε έτσι να μιλάει για τα μεγαλύτερα θέματα και να είναι ακίνητος και ανέκφραστος όταν έπρεπε. Συνέχιζε όμως να ασκείται στην ανάβαση των απότομων λόφων του Πειραιά απαγγέλλοντας παράλληλα στίχους ή απήγγειλε κείμενα στην ακτή του Φαλήρου έχοντας θέσει στο στόμα του βότσαλα. Για να υπερνικήσει τις στιγμές της αδυναμίας του, τότε που του γεννιόταν έντονη επιθυμία να τα παρατήσει όλα και να διακόψει τη μελέτη, έκανε το εξής. Ξύριζε το μισό του κεφάλι, ώστε ακόμα κι αν ήθελε να μη μπορούσε να εξέλθει από το υπόγειο του σπιτιού του, για ένα διάστημα δύο περίπου μηνών, αφού τόσο έκαναν τα μαλλιά του μισού του κεφαλιού για να μεγαλώσουν και πάλι. Μέχρι που ο καιρός πέρασε και ο Δημοσθένης ένιωσε έτοιμος για τη μεγάλη του επιστροφή. 

Δημοσθένης απαγγέλλει στο Φάληρο - γκραβούρα 1885


Τη σιωπή της εξαφάνισής του στον Πειραιά θα ακολουθούσε η βροντερή του παρουσία στα δικαστήρια της Αθήνας. Ξεκίνησε με το να κυνηγήσει δικαστικά τους τρεις επιτρόπους που καταλήστευσαν την περιουσία του πατέρα του. Σε εκείνες τις επανεμφανίσεις του το ακροατήριο έμεινε κατάπληκτο. Όλοι θυμούνταν έναν βραδύγλωσσο και καχεκτικό Δημοσθένη και ξαφνικά αντίκρισαν μπροστά τους έναν άνθρωπο διαφορετικό στην όψη, στην εμφάνιση, στον τρόπο. Ένας μεγάλος ρήτορας έχει εμφανιστεί από τον Πειραιά! Διότι σε αυτόν είχε φύγει καταφρονημένος από την Αθήνα, έχοντας καλυμμένο το κεφάλι του με μανδύα για να μην αναγνωρίζεται. Στον Πειραιά δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη. Πολυπολιτισμική κοινωνία με μεγάλο αριθμό μετοίκων να έχουν εγκατασταθεί στην πόλη μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα. Άνθρωποι από διάφορες γωνιές της Μεσογείου εμπορεύονταν και είχαν επιλέξει να ζουν στην πόλη των μεγάλων ευκαιριών. Η αγορά του Πειραιά από μόνη της ήταν ένα πραγματικό σχολείο. Δεν αισθανόταν πλέον άσχημα για τη μητέρα του που είχε καταγωγή από τη Σκυθία αφού στον Πειραιά Σκύθες διέμεναν πολλοί. Ο Πειραιάς του εμπορίου, της ναυτικής ανάπτυξης, των δεκάδων ιερών που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές ανάγκες διαφορετικών φυλών και ανθρώπων, της ανεκτικότητας αλλά και της προστασίας των ντόπιων από την κακή επιρροή των ξένων (διαφορετικές αγορές, πλατείες, οριοθετημένοι δρόμοι κλπ), έθρεψαν τον Δημοσθένη και τον μετέβαλλαν σε θερμό προασπιστή της Δημοκρατίας για τριάντα ολόκληρα χρόνια (από το 352 έως το 322 π.Χ.). Ο Δημοσθένης πρωτοστατεί τόσο κατά του Φιλίππου όσο και εναντίον του Αλεξάνδρου. 



Κατηγορείται αδίκως από τον Αισχίνη, ότι βοήθησε τον Άρπαλο, έναν διεφθαρμένο ταμία και καταχραστή περιουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να διαφύγει αποκομίζοντας χρήματα. Ο Δημοσθένης καταδικάζεται σε εξορία και παραμένει στην Αίγινα μέχρι που ο Αλέξανδρος πεθαίνει. Η επιστροφή του στον Πειραιά είναι θριαμβευτική. Οι άρχοντες και λαός της πόλης κατεβαίνουν στο εμπορικό λιμάνι να τον υποδεχθούν. Τον τιμούν όπως έναν ήρωα! Στο έργο του Πλουτάρχου "Βίοι Παράλληλοι, Δημοσθένης" πληροφορούμαστε ότι έστειλα μάλιστα από τον Πειραιά τριήρη για να τον παραλάβει από την Αίγινα. Καθώς όμως η χρηματική ποινή που του είχε επιβληθεί παρέμενε (ποινή που αδυνατούσε να πληρώσει για αυτό και εξορίστηκε), σκέφτηκαν το εξής. Επειδή συνήθιζαν να δίνουν χρήματα σε όσους αναλάμβαναν τη θυσία προς τιμή του ιερού του Σωτήρος Διός στον Πειραιά, ανέθεσαν στον Δημοσθένη το έργο αυτό ώστε να μπορέσουν να του δώσουν στο χέρι τα χρήματα που δήθεν αντιστοιχούσαν στο έργο της θυσίας, ενώ στην ουσία επρόκειτο για το ποσό που αντιστοιχούσε στην πληρωμή του προστίμου του!

Όμως οι διώξεις δεν σταματούν και έτσι το 322 π.Χ. αυτοκτονεί πίνοντας δηλητήριο στο Ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (Πόρο) για να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του. Σε όλη του τη ζωή ο Δημοσθένης δεν ξέχασε ποτέ τους δασκάλους του στον Πειραιά τόσο τον Εύνομο τον Θριάσιο, αλλά ειδικά τον Σάτυρο στον οποίο οφείλει το ξεπέρασμα των τρομερών προβλημάτων του. Για αυτό και όταν ρωτούσαν τον Δημοσθένη να απαριθμήσει τα τρία σημαντικότερα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ο ρήτορας εκείνος απαντούσε με μια μόνο λέξη «η ηθοποιία!».

Η γνώση του Δημοσθένη για την πόλη του Πειραιά φαίνεται σε πολλά κείμενά του. Στο έργο του "Κατά Αριστοκράτους" παρουσιάζει ως απόδειξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας τον τρόπο δόμησης των ιδιωτικών αλλά και των δημοσίων κτηρίων της. "Αν ρωτήσει κάποιος" μας λέει "πού βρίσκεται το σπίτι του Θεμιστοκλή ή του Μιλτιάδη δεν θα λάβει απάντηση, διότι κανείς δεν γνωρίζει τα σπίτια τους παρά το γεγονός ότι αυτοί υπήρξαν οι λαμπρότεροι και επιφανέστεροι των Αθηναίων. Διότι τα σπίτια τους είναι ίδια με των υπολοίπων, απλά χωρίς πολυτέλεια". Αυτό το στοιχείο αποτελεί από μόνο του βεβαίωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκεί που τα σπίτια των ιδιωτών είναι ίδια αλλά τα δημόσια μέγαρα ξεχωρίζουν. "Τα προπύλαια, οι ναύσταθμοι, οι στοές, ο Πειραιάς, όλα όσα βλέπετε να στολίζουν την πόλη μας" (Προπύλαια, ταύτα, νεώσοικοι, στοαί, Πειραιεύς, τάλλ΄ οίς κατεσκευασμένην οράτε την πόλιν). Αντίθετα σε ένα τυραννικό πολίτευμα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τα σπίτια κάποιων είναι πλούσια πραγματικά μέγαρα, αφού αυτοί έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους τη δύναμη, από την άλλη όμως τα δημόσια οικοδομήματα της ίδιας περιόδου είναι μικρά και ασήμαντα. 

Διαβάστε επίσης:


Λυσίας και Πειραιάς (η πόλη του μεγάλου ρήτορα και λογογράφου)

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"