Η δεύτερη τριήρης από τον Πειραιά. Ο άθλος του πλοίου της σωτηρίας





του Στέφανου Μίλεση

Την άνοιξη του 430 π.Χ. ένα είδος εξανθηματικής ασθένειας, ο λοιμός, εμφανίζεται στον Πειραιά. Προηγούμενα είχε παρουσιαστεί στην Αιθιοπία, όπου διαμέσου της Αιγύπτου και της Λιβύης έφτασε προφανώς με κάποιο πλοίο και στον Πειραιά. Ο λοιμός βρήκε τους Αθηναίους έγκλειστους μέσα στα τείχη της πόλης, καθώς ο Πελοποννησιακός πόλεμος διένυε ήδη τη δεύτερη χρονιά, με τον Βασιλιά Αρχίδαμο να έχει εισβάλλει στην Αττική γη. 

Η συγκέντρωση μεγάλου πλήθους ανθρώπων σε περιορισμένο χώρο (εντός των τειχών) συνετέλεσε στη γρήγορη εξάπλωση της νόσου. Οι ιατροί της εποχής αδυνατούσαν να προσφέρουν βοήθεια, καθώς πρώτη φορά καλούνταν να αντιμετωπίσουν μια άγνωστη μέχρι τότε ασθένεια. Τότε ήταν που εμφανίστηκε από την Κω ο ιατρός Ιπποκράτης, ο οποίος παρατήρησε ότι οι σιδηρουργοί ήταν οι μόνοι που δεν είχαν μεγάλες απώλειες από την μεταδοτική ασθένεια. Έτσι συνέστησε την απολύμανση «δια της φωτιάς» προς αντιμετώπισή της. Η Αθήνα είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο θανάτου, με χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στους δρόμους δίπλα σε δημόσιες βρύσες, σε μια απεγνωσμένη προσπάθειά τους να σβήσουν την ακατάσχετη δίψα, σύμπτωμα της ασθένειας, που προκαλούσε την αίσθηση ότι καίγονταν τα σωθικά τους. 

Καθώς λοιπόν ο κόσμος ένιωθε ότι σωτηρία δεν υπήρχε, παρατηρήθηκε γενική χαλάρωση των ηθών. Οι ζωντανοί στράφηκαν προς τις ηδονές και τις άλλες απολαύσεις. Όλοι κοιτούσαν να ζήσουν τις μέρες που τους απέμεναν αδιαφορώντας για την ηθική, τους νόμους ή τον ανθρωπισμό. Η νόσος προκάλεσε το θάνατο ακόμα και του Περικλή, αφού προηγούμενα είχε χτυπήσει αλύπητα την οικογένειά του. Έτσι στις δύσκολες εκείνες στιγμές χάθηκε μια σπουδαία φωνή σύνεσης και νηφαλιότητας. Ο λαός έμεινε ευάλωτος να διαφεντεύεται από σοφιστές ενώ κυριαρχούσε στην αγορά η ρητορική μίσους. Οι μέρες ήταν πονηρές! Οι άνθρωποι λάμβαναν βιαστικές αποφάσεις, ενεργούσαν κάτω από την πίεση της εσχατολογίας και της εκδίκησης. 

Κάτω από τέτοιες συνθήκες έφτασε στην Αθήνα η είδηση της αποστασίας της Μυτιλήνης. Οι Μυτιληνιοί είχαν προσπαθήσει και παλαιότερα να αποκόψουν την εξάρτησή τους από τους Αθηναίους αλλά είχαν αποτύχει. Τώρα όμως βλέποντας τους Αθηναίους να πολιορκούνται και το λοιμό να τους αποδεκατίζει, θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αποστατήσουν και να ενώσουν όλες τις πόλεις της Λέσβου υπό την κυριαρχία τους. Τότε οι Αθηναίοι έστειλαν στόλο για να καταστείλει με τη βία την αποστασία. Οι Μυτιληνιοί οχυρώθηκαν στα τείχη τους, αναμένοντας βοήθεια από τους Πελοποννησίους. Όμως ο κραταιός αθηναϊκός στόλος αποτελούμενος την εποχή εκείνη από διακόσιες πενήντα τριήρεις κυριαρχεί στις θάλασσες. Οι Μυτιληνιοί από τη μια δεν βλέπουν να εμφανίζεται ο στόλος των Πελοποννησίων, ενώ από την άλλη οι μέρες περνούν με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα αποθέματα του σταριού που εξασφάλιζαν τη σίτισή τους. Υπό το κράτος της απελπισίας παραδίδονται στον Στρατηγό των Αθηναίων Πάχη, ελπίζοντας σε μια ήπια μεταχείριση. Από την πλευρά του ο Στρατηγός αφού στέλνει χίλιους άνδρες των Μυτιληναίων στην Αθήνα (αυτοί θεωρήθηκαν οι πρωταίτιοι), παραμένει ο ίδιος στο νησί αναμένοντας οδηγίες. Στο μεταξύ οι Αθηναίοι βρίσκονται σε παροξυσμό. Ευάλωτοι στους δημαγωγούς, ξενυχτούν, πίνουν και διασκεδάζουν αναμένοντας τη μετάδοση της θανατηφόρας ασθένειας. Νιώθουν ότι ο χρόνος τους συντομεύει και μαζί με αυτόν λιγοστεύει και κάθε στοιχείο ανθρωπισμού. Με ψήφισμα αποφασίζουν όχι μόνο να θανατώσουν τους χίλιους αιχμαλώτους από τη Μυτιλήνη, αλλά να φονεύσουν και όλους τους εφήβους και να εξανδραποδίσουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Διατάσσουν μια τριήρη να αποπλεύσει από τον Πειραιά για τη Μυτιλήνη  με αποστολή τη μεταφορά της διαταγής. Μόλις η τριήρης αναχώρησε από τον Πειραιά, για να μεταφέρει το σκληρό μήνυμα θανάτωσης των Μυτιληναίων, οι Αθηναίοι άρχισαν να σκέφτονται εκ νέου την τρομερή απόφαση που είχαν λάβει. 



Την επόμενη κιόλας ημέρα συγκεντρώθηκαν για δεύτερη φορά στην Εκκλησία του Δήμου όπου οι αντίθετοι στις απόψεις Κλέωνας και Διόδοτος λογομάχησαν μεταξύ τους. Ο δημαγωγός Κλέωνας υποστήριξε ότι η ποινή που επιβλήθηκε, έπρεπε να ισχύσει και να μην μείνει ο λαός της Μυτιλήνης ατιμώρητος, διότι ενωμένος κι αυτός μετά των ολιγαρχικών στράφηκε εναντίον τους. Οι Αθηναίοι θα έπρεπε επίσης να ανησυχούν για την διατήρηση της ηγεμονίας τους και όχι για το καλό τους όνομα, για το αν δηλαδή θα τους χαρακτήριζαν σκληρούς ή απάνθρωπους. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, υπήρχε ο ήρεμος λόγος του ρήτορα Διοδότου που έλεγε ότι όποιος ακολουθεί μια επιτήδεια πολιτική έναντι του εχθρού του είναι ισχυρότερος από το εκείνον που μεταχειρίζεται άστοχα τη βία. (Θουκυδίδης γ’ 48-1). 

Και οι Αθηναίοι ακούγοντας μια τον έναν και μια τον άλλο περιήλθαν σε αμηχανία και δεν ήξεραν τι να αποφασίσουν. Και όταν ήρθε η ώρα της ψηφοφορίας δια ανατάσεως των χεριών, σημειώθηκε σχεδόν ισοψηφία, αλλά υπερίσχυσε η γνώμη του Διοδότου. Έτσι αποφάσισαν να ανακαλέσουν το προηγούμενο ψήφισμά τους και να ματαιώσουν τη διαταγή της φρικτής σφαγής.  Δυστυχώς από την υπαναχώρηση της απόφασης των Αθηναίων δεν εξαιρέθηκαν οι χίλιοι Μυτιληνιοί αιχμάλωτοι οι οποίοι θανατώθηκαν. Τουλάχιστον θα γλίτωναν οι κάτοικοι της Μυτιλήνης.


Όμως ήδη μια τριήρης είχε αναχωρήσει από τον Πειραιά ως αγγελιαφόρος εξόντωσης μιας ολόκληρης πόλης και μάλιστα είχαν περάσει 24 ώρες από την αναχώρησή της. Πώς θα μπορούσε άραγε να μεταδοθεί έγκαιρα η αλλαγή απόφασης με τα τεχνικά μέσα εκείνης της εποχής; Αποφασίστηκε να αποπλεύσει μια δεύτερη τριήρης, η οποία θα κινείτο γρηγορότερα της πρώτης για να την προλάβει! Οι Πρεσβευτές της Μυτιλήνης στην Αθήνα, που προφανώς κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να σώσουν την πόλη τους, κατέβηκαν στον Πειραιά όπου συνάντησαν τους κωπηλάτες της δεύτερης τριήρους και τους υποσχέθηκαν αμοιβή, εάν επιτύγχαναν να κωπηλατήσουν τόσο γρήγορα, ώστε να φτάσουν πριν από την πρώτη τριήρη που είχε αναχωρήσει πριν από ένα μερόνυχτο. Εφοδίασαν το πλήρωμα με άρτο, οίνο και λάδι. Και οι ναύτες ανταποκρινόμενοι κωπηλατούσαν αδιάκοπα, τρώγοντας το ψωμί βουτηγμένο στο λάδι και στο κρασί. Και καθώς είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, η μια κοιμόταν όσο η άλλη κωπηλατούσε. Και συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό και η τύχη στην επίτευξη της αποστολής της δεύτερης τριήρους καθώς δεν φύσηξε αντίθετος άνεμος ή κυματισμός, ούτε προέκυψε κάποια αβαρία που θα μπορούσε να καθυστερήσει το ταξίδι της. Όμως και η πρώτη τριήρης δεν έφτασε στον προκαθορισμένο χρόνο, γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι μάλλον οι κωπηλάτες της, γνώστες της τρομερής διαταγής που κόμιζαν, καθυστερούσαν την άφιξή τους ελπίζοντας ότι ίσως κάτι να αλλάξει. Ανέμεναν στην κυριολεξία ένα θαύμα. 



Και αυτό το θαύμα έγινε! Διότι μπορεί τελικώς η πρώτη τριήρης να έφτασε και πρώτη όπως είχε ξεκινήσει, ο χρόνος όμως που μεσολάβησε μέχρι την άφιξη της δεύτερης τριήρους ήταν μερικά μόνο λεπτά! Αυτή την πληροφορία μας την δίνει ο ίδιος ο Θουκυδίδης καθώς καταγράφει ότι ο χρόνος που μεσολάβησε ήταν «όση ώρα χρειάστηκε ο Πάχης να διαβάσει το ψήφισμα και να ετοιμαστεί να εκτελέσει την διαταγή» (Θουκ. Γ’49-4). Όση ώρα δηλαδή χρειάζεται κάποιος για να αναγνώσει κείμενο ενός σύντομου εγγράφου. Και η Μυτιλήνη σώθηκε για λίγο μόλις χρόνο! Το πλήρωμα της δεύτερης τριήρους είχε πετύχει το ακατόρθωτο. 

Οι άνδρες της ξεκίνησαν από τον Πειραιά με καθυστέρηση 24 ωρών, κι όμως κατόρθωσαν να αφιχθούν στο λιμάνι της Μυτιλήνης, λίγα μόλις λεπτά ύστερα από την έλευση της πρώτης τριήρους. Από μελετητές της αρχαίας ναυτικής τέχνης γνωρίζουμε ότι η μέγιστη ταχύτητα που επιτύγχαναν οι κωπηλάτες μιας τριήρους ήταν 8 - 10 ν. μ. τα οποία όμως προσέγγιζαν για σύντομο χρόνο (ταχύτητα εμβολισμού). Όμως το πλήρωμα της δεύτερης τριήρους όφειλε να εκτελέσει όλο το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη με «ταχύτητα εμβολισμού» (πλήρης ταχύτητα) ώστε να «πιάσει» την προηγούμενη τριήρη που ανυποψίαστη θα ταξίδευε στη μισή ταχύτητα (παραγωγική). Σχετικές έρευνες που διεξήχθησαν στο Πανεπιστήμιο Λιντς (Μεγάλης Βρετανίας) (σχετική δημοσίευσης εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» φ. 12.2.2007 άρθρο Γ. Αγγελόπουλου), κατέγραψαν ότι οι Ερέτες της δεύτερης τριήρoυς για να καλύψουν την απόσταση Πειραιά – Μυτιλήνης που είναι 188 ν.μ., έπιασαν το μέγιστο των δυνατοτήτων ενός ανθρώπινου οργανισμού, και το διατήρησαν επί πολλές ώρες και όχι μόνο για κάποια λεπτά όπως είχαν εκπαιδευτεί να κάνουν στην πλεύση εμβολισμού. 



Το γεγονός δεν διέφυγε της προσοχής του περιοδικού  «Νew Scientist» (τεύχος 2590), που στο σε άρθρο του καταγράφεται ο τίτλος «When men were Gods» (Όταν οι άνδρες ήταν Θεοί).  Τέλος ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται ότι προηγήθηκε κάποια επιλογή των «Αρίστων Ερετών» για την δημιουργία μιας συγκεκριμένης ομάδας, αλλά απλώς καταγράφει «έστειλαν ένα δεύτερο καράβι». Από αυτό συμπεραίνουμε ότι και οι 42.500 στο σύνολό τους Ερέτες, που επάνδρωναν τα πλοία (170 Ερέτες ανά πλοίο Χ 250 τριήρεις) είχαν την ικανότητα να εκτελέσουν με την ίδια επιτυχία τον ίδιο άθλο! 
Η καταγραφή του επιτεύγματος της δεύτερης τριήρους και της σωτηρίας της Μυτιλήνης ίσως περνά απαρατήρητη μπροστά τα γεγονότα της αρχαίας μας ιστορίας που συναρπάζουν, ωστόσο σε κάθε περίπτωση καταγράφεται μια ακόμα εντυπωσιακή ιστορία με αφετηρία τον αρχαίο Πειραιά, αλλά και ένα επίτευγμα της φυσικής ικανότητας του ανθρώπου που έχει τεθεί ήδη προς μελέτη από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού.-

Πηγές:
-Γ.Ν. Φιλάρετος, «Δύο τριήρεις αγγελιαφόροι από Πειραιώς εις Μυτιλήνην», ημερολόγιο Σκόκου του 1902. (Ανατύπωση εκ του τυπογραφείου Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1902).
- - Θουκυδίδη ιστορίαι γ’
- - «Ιστορία της Ελλάδος», Σπυρίδωνος Λάμπρου, Τόμος Β’, Εκδόσεις Πελεκάνος
- - «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος συγγραφείσα υπό του Άγγλου ΘΩΜΑ ΚΕΙΤΛΗ»,
-     Μετάφρασις Σπυρίδωνος Αντωνιάδου, Εν Αθήναις 1850.
- - «Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Περικλής – Φάβιος Μάξιμος», Εκδοτικός Οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1954.
- - Magazine «Νew Scientist», 10 Φεβρουαρίου 2007, τεύχος 2590, άρθρο με τίτλο «When men were Gods» by Stephanie Pain
- - Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», φ. 12.2.2007, άρθρο Γεωργίου Αγγελόπουλου με τίτλο «Σούπερ Αθλητές στις Τριήρεις».
    

.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"