Δημήτρης Πικιώνης: Ένας μεγάλος Δάσκαλος της αρχιτεκτονικής από τον Πειραιά

Δημήτρης Πικιώνης


 "Στον Πικιώνη θα πρέπει να αποδοθεί ο τίτλος ενός πρωτοπόρου της Σχολής, που προσπάθησε να διδαχθεί από τον τόπο, σε αντιδιαστολή από την σχολή που προσπάθησε να διδαχθεί από τις σύγχρονες παγκόσμιες δυνάμεις"
Κωνσταντίνος Δοξιάδης

«Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά˙ οι γονείς µου κατάγονταν από τη Χίο. Η µητέρα του αείµνηστου Πορφύρα κι η δικιά µου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον Πειραιά. Κι όποιος ξέρει τι σηµασία έχει η παρουσία στην κριτική τούτη ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαµπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύµιζε αρχαίον Έλληνα, τον αείµνηστο Ιάκωβο ∆ραγάτση, νοιώθει γιατί οι µαθητές του φυλάγουν σ΄ όλη τους τη ζωή, µέσα στην καρδιά τους, τη µνήµη της µορφής του….

Είχα το σπάνιο προνόµιο να ‘χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόµα του, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού µας, του Σολωµού και των άλλων. Μαγικός κόσµος ανοίχτηκε στα µάτια του παιδιού… Του χρωστώ αιώνια αγάπη κι ευγνωµοσύνη. Κι αναµφίβολα χρέος µου είναι εδώ να µνηµονεύσω τον Νιρβάνα, τον Λαµπελέτ, τον Μελά, τον ζωγράφο Μηλιάδη, που πάντοτε µου παραστάθηκαν…

Εκεί κάτω, εις τα βράχια της Φρεαττύδας που καθηµερινά µας πήγαινε την αδελφή µου κι εµένα η γιαγιά µας ανάµεσα στα τραχιά εκείνα βράχια, όπου η αύρα έσειεν απαλά το µίσχο του φυτού που φύτρωνε στις κουφάλες των βράχων, στο χώµα το θεοφόρο, το σπαρµένο από τα θραύσµατα των αγγείων, ανάµεσα από τα χαίνοντα πηγάδια που µου µιλούσαν για τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης µου, εµόρφωνα τη συνείδησή της, έπλαθα την ιστορία της…»

Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του ζωγράφου, αρχιτέκτονα και Καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Δημήτρη Πικιώνη, του σπουδαίου αυτού Πειραιώτη και Φρεαττυδιώτη, που πέθανε στις 27 Αυγούστου του 1968 και όχι στις 28 που αναγράφεται σχεδόν σε όλες τις βιογραφίες του. Η κηδεία του ήταν που έγινε στις 28 Αυγούστου στο Α' κοιμητήριο Αθηνών. 


Γεννημένος στον Πειραιά το 1887, γράφει στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα για τους Χίους γονείς του, ότι από αυτούς έλαβε διαφορετικά κληρονομικά στοιχεία. Από τη μητέρα του έλαβε τις ηθικές ροπές, ενώ τις αντίστοιχες καλλιτεχνικές από τον πατέρα του. Αυτή η κληρονομιά από τους γονείς του, πότε συνυπήρχε αρμονικά μέσα του, κάποτε όμως τα στοιχεία αυτά βρίσκονται διχασμένα και αντιτιθέμενα.


Ο αλλοτινός γαλήνιος όρμος της Φρεαττύδας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών και σπουδαίων πνευματικών μορφών του Πειραιά.


Ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στον Πειραιά, ενώ από μικρό παιδί θα εκδηλώσει κλίση προς τη ζωγραφική. Με το που τελειώνει το γυμνάσιο νιώθει ότι χάνει μια ευκαιρία να πάει στις Ινδίες όπου ήδη βρίσκονται τα αδέλφια της μητέρας του. Ύστερα από προτροπή των γονιών του δίνει εξετάσεις και εισάγεται στο Πολυτεχνείο στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Την ίδια περίοδο όμως περισσότερο βρίσκεται στους χώρους της Σχολής Καλών Τεχνών όπου γνωρίζει και συνδέεται με στενή φιλία με τον De Chirico που εκείνη την εποχή ζούσε στην Αθήνα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών θα γνωρίσει επίσης τον Γεώργιο Μπουζιάνη όπως και άλλες σπουδαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες όπως τον Κωνσταντίνο Παρθένη που θα σταθεί ο πρώτος δάσκαλος και εκπαιδευτής του στη ζωγραφική.

Οι Παρθένης και Περικλής Γιαννόπουλος είναι εκείνοι που θα μιλήσουν στον πατέρα του και τελικά θα τον πείσουν να στείλει τον Δημήτρη στο Μόναχο για να σπουδάσει τη ζωγραφική. Ακολουθεί το Παρίσι όπου από τύχη συναντά και πάλι τον Παρθένη με τον οποίο αλωνίζουν στην κυριολεξία όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους της γαλλικής πρωτεύουσας. Αν και η αρχιτεκτονική δεν είναι η πρώτη του επιδίωξη θα την ακολουθήσει για την κάλυψη των οικονομικών του αναγκών.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα το 1912 θα συμπέσει με μια πολυτάραχη περίοδο διαρκών πολεμικών επιχειρήσεων. Δύο βαλκανικοί πόλεμοι, εθνικός διχασμός και Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος. Διαρκείς επιστρατεύσεις, στα διαλείμματα των οποίων έρχεται σε επαφή με την ελληνική φύση, με τη λαϊκή τέχνη αλλά και τις βυζαντινές αγιογραφίες, στοιχεία που τον στρέφουν προς μια μορφή «λαϊκής αρχιτεκτονικής» που μελετά ειδικά στο νησί της Αίγινας. Αποτέλεσμα της κυρίευσής του στη μορφή της λαϊκής αρχιτεκτονικής είναι το πρώτο του σπίτι που θα χτίσει το 1923 στις Τζιτζιφιές, στην αριστερή όχθη του Ιλισού. Το 1925 ταυτόχρονα με την δημοσίευση της μελέτης του «Η λαϊκής μας τέχνη κι εμείς» χτίζει το δεύτερο του σπίτι στα Πατήσια.

Το 1930 θα χτίσει το σπίτι του ζωγράφου και φίλου του Σπύρου Παπαλουκά και το 1933 το Δημοτικό Σχολείο του Λυκαβηττού. Από το 1930 ο Πικιώνης είχε γίνει καθηγητής της αρχιτεκτονικής σχολής στην έδρα της διακοσμητικής. Δικό του δημιούργημα και το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης στο οποίο εντάσσονται στοιχεία Βορειοελλαδίτικης αρχιτεκτονικής. Ακολουθεί η πολυκατοικία της οδού Χέυδεν πάνω σε κάτοψη του αρχιτέκτονα Μητσάκη.


Ο Πικιώνης το 1930 θα χτίσει το σπίτι του ζωγράφου και φίλου του Σπύρου Παπαλουκά


Το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Πικιώνη αν είχε πραγματοποιηθεί θα ήταν η οικοδόμηση του συνεταιριστικού οικισμού της Αιξωνής στα νοτιοανατολικά του Λεκανοπεδίου πέρα από τον Υμηττό. Και παλαιότερα ο Πικιώνης είχε δραστηριοποιηθεί σε κάτι ανάλογο μελετώντας μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό την ίδρυση μιας πρότυπης ελληνικής κοινότητας στους Δελφούς.[1]

Ήδη από το 1937 ο Στρατής Μυριβήλης καλούσε τον κόσμο να συμπαρασταθεί στο έργο του Πικιώνη που αποσκοπούσε στη διάσωση των σπιτιών του νεοαθηναϊκού πολιτισμού.

«Πρέπει να ενισχύσουμε όλοι την κίνηση που γίνεται με πυρήνα τον Πικιώνη, για να παύσει η καταστροφή κάθε αρχιτεκτονικής αρχοντιάς που μας παρέδωσε η Αθήνα του πρώτου ημίσεος της εθνικής μας ελευθερίας. Ίσως θα έπρεπε αυτή η κίνηση να άρχιζε κάπως νεώτερα πριν γκρεμισθούν τόσα πολλά συμπαθητικά σπίτια ή μέγαρα που είχαν την αξία τους την αισθητική ή την ιστορική μέσα στη σύντομη και τόσο φτωχή ιστορία του νεοαθηναϊκού πολιτισμού. Διότι είναι η αλήθεια πως έως τώρα η σκαπάνη των βαρβάρων μας τροχαλαστήδων της μεταπολεμικής περιόδου έχει κάμει καταστροφές ανεπανόρθωτες στην παλιά Αθήνα και από την άλλη μεριά έχει σηκώσει ουρανομήκεις ασχημίες, στερεά θεμελιωμένες από τσιμέντο και σίδερο…. Και να συλλογιέται κανείς ότι την σκαπάνη του γκρεμιστή την κρατάνε οι μαστροχαλαστήδες του κακού γούστου. Αυτοί κρατάνε τον παρά και δρουν εκ του ασφαλούς. Γκρεμίζουν χαριτωμένα έργα του Κλεάνθη και χτίζουν πολυκατοικίες. Κόβουν τα θεόχτιστα κυπαρίσσια της Πλάκας και σηκώνουν τσιμεντένιους τοίχους».[2]

Ήδη από το 1937 ο Στρατής Μυριβήλης καλούσε τον κόσμο να συμπαρασταθεί στο έργο του Πικιώνη που αποσκοπούσε στη διάσωση των σπιτιών του νεοαθηναϊκού πολιτισμού


Το 1955 ο Πικιώνης οικοδομεί τον Ξενώνα των Δελφών έχοντας την συναίσθηση της ευθύνης που του επιβάλλει ο ιερός χώρος. Αυτή η ευθύνη είναι που τον οδηγεί να βρίσκεται ο ίδιος καθημερινά στην πραγμάτωση των σχεδίων του. Η αυτεπιστασία κρίνεται από τον ίδιο ως επίπονη αλλά απαραίτητη εργασία, καθώς μειώνεται έτσι ο κίνδυνος «παρερμηνείας» του αρχιτεκτονικού σχεδίου από τους εργολάβους που κινούνται πάντα έχοντας κατά νου το κέρδος. Για να είναι λοιπόν σίγουρος ότι αυτό δεν θα συμβεί βρίσκεται ο ίδιος για ώρες στο εργοτάξιο.

Ακολουθεί η Έπαυλις Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Η διαμόρφωση των χώρων πέριξ της Ακρόπολης και του Λόφου του Φιλοπάππου μαζί με τον Άγιο Δημήτριο Λουμπαδιάρη υπήρξε έργο δικό του.


Το σχέδιο του Πικιώνη για το περίπτερο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη


Το 1957 ο Πικιώνης αποχωρεί από το Πολυτεχνείο συνεχίζοντας ακατάπαυστα τα σχέδια και τις μελέτες. Ανάμεσα στις μελέτες του ξεχωρίζει αυτή του Δημαρχείου Βόλου όπου ο Πικιώνης οραματίζεται να στήσει τις προτομές του Ρήγα και των Φιλικών με τέτοιο τρόπο που μαζί με το οικοδόμημα να αποτελούν ένα μάθημα, μια αναδρομή στην μακρά ιστορία του ελληνικού έθνους. Το 1966 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Καλύτερη όμως κατανόηση του έργου του και του χαρακτήρα του μας δίνει η γραφή του Κωνσταντίνου Δοξιάδη που σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» φ. 1ης Σεπτεμβρίου 1968 που φέρει  τίτλο «Δημήτρης Πικιώνης, ένας μεγάλος Δάσκαλος», καταγράφει τις εντυπώσεις του από την αντίληψη που ο ίδιος είχε διαμορφώσει καθώς είχε υπάρξει και ο ίδιος μαθητής του Πικιώνης και στη συνέχεια φίλος του.

«Εδώ και σαράντα χρόνια έβλεπα να περνάει μπροστά από το σπίτι μας ανεβαίνοντας προς το Γαλάτσι, έναν κοντό και σκυφτό άνθρωπο που κοιτούσε τις πέτρες, τα βράχια και τα άγρια χόρτα του άστρωτου δρόμου, σαν να ζητούσε να τους μιλήσει. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τον Δημήτρη Πικιώνη σαν καθηγητή μου στο Πολυτεχνείο κατάλαβα σιγά – σιγά πως πραγματικά βρισκόταν σε έναν συνεχή διάλογο με ό,τι ήταν φυσικό και απλό στο γύρω του χώρο. Στους μακρινούς περιπάτους που κάναμε μαζί στο Γαλάτσι, στα Τουρκοβούνια κι αργότερα στη Σαλαμίνα και σ’ άλλα νησιά και ακόμα στο σπίτι του ή στην Πλάκα και στις αίθουσες του Πολυτεχνείου, κατάλαβα πως είχε έναν δικό του τρόπο να βλέπει τον κόσμο γύρω του κι έναν δικό του τρόπο να μεταδίδει την γνώση του και να γίνεται σεβαστός από κείνους που μπορούσαν να τον καταλάβουν.

Έτσι γνώρισα τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Μεγάλο Δάσκαλο, που άφησε τον κόσμο αυτό, αλλά που μας άφησε μια μεγάλη κληρονομιά που μας δημιουργεί μεγάλες υποχρεώσεις. Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ο δάσκαλος που μας δίδασκε να προσέχουμε και την πιο ταπεινή εκδήλωση και να αποδίδουμε σημασία στην ποιότητα. Ήταν ο δάσκαλος που μπόρεσε να δέσει την αρχιτεκτονική με κάθε άλλη πνευματική εκδήλωση στη ζωή μας και να την κάνει πραγματικό βιώμά του. Πολλοί τριγύρω μας τον ονόμαζαν δάσκαλο της «λαϊκής αρχιτεκτονικής», μα εκείνος ζητούσε μια καθολική ελληνική έκφραση, θυμίζοντας τον Σολωμό που έλεγε «ελληνικό είναι το αληθινό».

Άλλοι τον θεωρούσαν «αφηρημένο», «ρομαντικό» ή «αισθητικό», ενώ εκείνος έψαχνε να βρει μια αρχιτεκτονική σε ανθρώπινη κλίμακα. Άλλοι πάλι τον θεωρούσαν «συνεπαρμένο» από τα «βυζαντινά», όταν, ας πούμε, έμπαινε να διδάξει Διακοσμητική κι εκείνος άναβε ένα κερί και διάβαζε το Ευαγγέλιο, κι έπειτα το έκλεινε και έφευγε από την τάξη χωρίς να πει άλλο τίποτε, γιατί ζητούσε να μεταδώσει την αλήθεια με μια θρησκευτικότητα. Έτσι ο καθένας σχημάτιζε μια διαφορετική εικόνα για τον Πικιώνη, γιατί στη ζωή του καθώς και στη διδαχή του δεν ακολούθησε την πεπατημένη, αλλά άνοιξε δικούς του δρόμους, που άλλοι τους καταλάβαιναν κι άλλοι όχι και ο καθένας τους καταλάβαινε με τρόπους που βρίσκονταν πιο κοντά στην δική του ιδιοσυγκρασία.

Επισημαίνει πιο κάτω ο Δοξιάδης ότι:
«Ο Πικιώνης δεν γίνεται μόνο ο Μεγάλος Δάσκαλος των αρχιτεκτόνων που σπούδασαν στον τόπο μας, στην τελευταία γενιά, μα ένας Μεγάλος Δάσκαλος που το έργο του έχει σημασία σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν μια μέρα γραφεί η σημασία της συμβολής της κάθε σχολής και του κάθε ατόμου στην δημιουργία μιας πραγματικά καινούργιας αρχιτεκτονικής έκφρασης, τότε μοιραία θα αποδοθεί στον Πικιώνη ο τίτλος ενός πρωτοπόρου της Σχολής, που προσπάθησε να διδαχθεί από τον τόπο σε αντιδιαστολή από την σχολή που προσπάθησε να διδαχθεί από τις σύγχρονες παγκόσμιες δυνάμεις.»[3]

Ο Πικιώνης προσπάθησε να σώσει το ανθρώπινο μέτρο, την αρχοντική λιτότητα, την ηρεμία στην αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων, να διασώσει δηλαδή την ευγένεια της παλιάς Αθήνας ενάντια στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση της αρχιτεκτονικής που έβλεπε να επιβάλλεται. Ο Πικιώνης αποτέλεσε τη συνέχεια της Σχολής της Φρεαττύδας, του μικρού αυτού αλλοτινού όρμου που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών και σπουδαίων πνευματικών μορφών του Πειραιά. 

Διαβάστε σχετικά:

Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή της Φρεαττύδας




[1] Διάλεξη του Π. Ψωμόπουλου με την ευκαιρία αναδρομικής έκθεσης του Πικιώνη στο Α.Τ.Ι. που δημοσιεύθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1968 στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» με τίτλο «Δ. Πικιώνης. Μια ανεξίτηλη παρουσία στον νεοελληνικό χώρο».
 [2] Εφημερίδα «Η ΕΘΝΙΚΗ», φ. 10 Φεβρουαρίου 1937, άρθρο Στρατή Μυριβήλη με τίτλο «Τα σπίτια που πεθαίνουν», σελ. 1.
 [3] Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», φ. 1ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο Κωνσταντίνου Δοξιάδη με τίτλο «Ο Δημήτρης Πικιώνης: Ένας μεγάλος Δάσκαλος», σελ. 1 & 6.  

Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στον Πειραιά (ιστορικό μεταφοράς)





του Στέφανου Μίλεση

Ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ήταν εκείνος που κατέβασε όλο το διοικητικό μηχανισμό της Εμπορικής Ναυτιλίας στον Πειραιά διότι πίστευε ακράδαντα ότι η φυσική του έδρα έπρεπε να βρίσκεται στο μεγάλο λιμάνι. 

Ο Αλέξανδρος Παπάγος που διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 1952 – 1955, ήταν εκείνος που όταν τον ρωτούσαν για ποιο λόγο το συγκεκριμένο υπουργείο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, απαντούσε ότι «δεν ήταν δυνατόν το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας να εδρεύει στην Αθήνα, μακριά από το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας». Σήμερα ωστόσο διαβάζοντας το πλούσιο βιογραφικό της ζωής του Παπάγου, τίποτα δεν αναφέρεται για το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στην ανάπτυξη της Εμπορικής μας Ναυτιλίας. 



Το Υ.Ε.Ν. σε όλη την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έδρευε σε ένα κτήριο στην Αθήνα στην οδό Κολοκοτρώνη 11. Ο πόλεμος όμως είχε τελειώσει και οι Πειραιώτες μέσω της δημοτικής αρχής και των βουλευτών της πόλης, πίεζαν οι ναυτικές διοικητικές υπηρεσίες να «κατέβουν» στον Πειραιά. Έτσι ο Παπάγος ίσως εισάκουσε τις Πειραιώτικες φωνές, ίσως όμως να είχε και άλλα κριτήρια που δεν γνωρίζουμε. Πάντως έφερε στον Πειραιά όχι μόνο το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας αλλά και το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, που επίσης έδρευε στην Αθήνα! 

Το 1954 ήταν μια σημαντική χρονιά λοιπόν για τον Πειραιά και είναι αλήθεια ότι προκλήθηκε πραγματικός ενθουσιασμός από τους Πειραιώτες όταν έγινε γνωστή η απόφαση του Παπάγου, ο οποίος κίνησε και διαδικασία έκδοσης σχετικού Β.Δ. (της 6ης Σεπτεμβρίου 1954). Φυσικά πριν ακόμα κινηθεί η διαδικασία μεταφοράς, είχε προηγηθεί έρευνα για την εξεύρεση κατάλληλων χώρων. Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο θα μεταφερόταν στη γωνία Γεωργίου Α’ και Εθνικής Αντιστάσεως, πίσω από το γνωστό Ρολόι στο επιβλητικό Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας, ενώ το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας θα στεγαζόταν σε Μέγαρο ιδιοκτησίας Ταμείου Πρόνοιας Αξιωματικών Ε.Ν. στη σημερινή Γρηγορίου Λαμπράκη (πρώην Βασιλίσσης Σοφίας) στο Πασαλιμάνι, το οποίο όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμο αλλά βρισκόταν στο στάδιο της ανέγερσης! 

Ο Παπάγος έφερε στον Πειραιά όχι μόνο το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας αλλά και το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, που επίσης έδρευε στην Αθήνα! 

Παρακολούθηση πορείας οικοδόμησης του Μεγάρου στο Πασαλιμάνι από την ηγεσία του Λιμενικού Σώματος. 


Ο Παπάγος όμως ήταν επίμονος, απόλυτος και πιεστικός! Όχι μόνο δεν δεχόταν καμία αντίρρηση επί του θέματος της μεταφοράς, αλλά είχε θέσει και ως τερματική ημερομηνία την 15η Ιανουαρίου του 1955. Η απόφαση του Παπάγου για μεταφορά των ναυτικών υπηρεσιών στον Πειραιά είχε παρθεί τον Αύγουστο του 1954 και το χρονοδιάγραμμά του προέβλεπε ολοκλήρωση της διαδικασίας στα μέσα του Γενάρη του ’55, σε χρονικό δηλαδή διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών και δεκαπέντε ημερών! Επρόκειτο για ένα εγχείρημα δύσκολο, καθώς το Υπουργείο αποτελούταν από δεκάδες διάσπαρτες υπηρεσίες. 

Η μεταφορά πραγματικά ξεκίνησε αμέσως, αλλά ο Ιανουάριος του 1955 πλησίαζε και το κτήριο στο Πασαλιμάνι δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, για το οποίο πρέπει να αναφέρουμε ότι στην αρχική του μορφή είχε τέσσερις ορόφους. Τα διάφορα κλιμάκια αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος επιθεωρούσαν καθημερινώς την πορεία της ολοκλήρωσης των έργων και της μεταφοράς. Ο αρμόδιος Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, που ήταν τότε ο Γεώργιος Βογιατζής, για να δείξει εμπράκτως ότι στηρίζει τον Παπάγο εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όχι όμως στο κτήριο του Πασαλιμανιού που δεν ήταν έτοιμο, αλλά στο Μέγαρο Βάττη! Μαζί του μετακινήθηκαν και άμεσα εμπλεκόμενες υπηρεσίες που εγκαταστάθηκαν στο Μέγαρο Βάττη στις 13 Ιανουαρίου, δηλαδή δύο μέρες νωρίτερα από την εκπνοή της προθεσμίας του Παπάγου.



Έστω κι έτσι, η μεταφορά του Γραφείου Υπουργού μετά των υπηρεσιών του στο Μέγαρο Βάττη προκάλεσε πραγματικό ενθουσιασμό στους Πειραιώτες και την ικανοποίηση του Παπάγου που φάνηκε ότι τηρεί τις υποσχέσεις του. Ωστόσο να πούμε ότι το Μέγαρο Βάττη τότε, έφερε εμφανώς πάνω του τα σημάδια των Δεκεμβριανών εμφυλιακών μαχών, και δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το λαμπρό οικοδόμημα που σήμερα χαιρόμαστε να βλέπουμε στην Ακτή Μιαούλη. Το αλλοτινό κραταιό μέγαρο που δέσποζε με την παρουσία του είχε καταντήσει πραγματικό ερείπιο. Τρύπες από πυροβόλα όπλα «διακοσμούσαν» την εξωτερική του πρόσοψη, ενώ το εσωτερικό του δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Η θέση του όμως ήταν προνομιακή καθώς ο υπουργός από τα παράθυρα του γραφείου του μπορούσε να απολαμβάνει τη θέα του πρώτου λιμανιού της χώρας. Το υπουργικό γραφείο με κάποιες υπηρεσίες του Υ.Ε.Ν. θα παρέμεναν στο Μέγαρο Βάττη για ένα διάστημα 6 με 8 μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί η οικοδόμηση του κτηρίου στο Πασαλιμάνι. 

Την εποχή εκείνη στο μεταξύ καθώς πολλοί ξένοι ηγέτες κατέφταναν στην Ελλάδα με πλοία, προετοίμαζαν την υποδοχή τους στον όρμο της Ζέας, μπροστά από το ρολόι του Μανούσκου. Η ύπαρξη μερικών μέτρων πιο πάνω του Υπουργείου Ναυτικών θα εξυπηρετούσε τα θέματα εθιμοτυπίας και υποδοχής. Την περίοδο εκείνη η κυβέρνηση υποδεχόταν στο Πασαλιμάνι τους Τζελάλ Μπαγιάρ, τον Στρατάρχη Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, τον Ρας Ταφάρι και άλλους, με το λιμάνι της Ζέας στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα δεχόταν τις επισκέψεις των ανδρών του 6ου Αμερικανικού Στόλου. Ο όρμος της Ζέας είχε μετατραπεί σε λιμάνι επίσημης υποδοχής ρόλο που διαδραμάτιζε αρχικά η βασιλική προκυμαία στον Άγιο Σπυρίδωνα και η εξέδρα του Νέου Φαλήρου αμέσως μετά! 



Το παράδοξο της ιστορίας της μεταφοράς είναι ότι ο Παπάγος πέθανε τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου του 1955 ύστερα από σύντομη ασθένεια, μόλις που είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά του Υπουργείου στο Πασαλιμάνι. Η βιασύνη του που είχε προκαλέσει αναστάτωση στον υπουργό και στα στελέχη του Υ.Ε.Ν. και που φυσικά δεν είχε καμία σχέση με το μεταγενέστερο θάνατό του, στάθηκε όπως εκ του αποτελέσματος κρίνεται τέτοια, ώστε να ενισχύεται η άποψη όσων πιστεύουν στη μοίρα, ότι μερικές φορές παίζει πραγματικά παράξενα παιχνίδια. 

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας


Ο Παπάγος, εκτός του ότι μετέφερε τις διοικητικές υπηρεσίες του κράτους στο πρώτο λιμάνι της χώρας, αναβάθμισε την δημόσια ναυτική εκπαίδευση θεμελιώνοντας τις εγκαταστάσεις του Ασπροπύργου, επαναπάτρισε εμπορικά πλοία που έφεραν ξένες σημαίες δημιουργώντας την «Ναυτιλία των Ελλήνων». Ο Παπάγος βρήκε συμπαραστάτη στο έργο του τον Ευγένιο Ευγενίδη με την αποδοχή του να καθιερώσει υπερωκεάνιο γραμμή προς Αμερική και με τα φορτηγά πλοία του ίδιου προς τη Νότια Αμερική. Τον Παπάγο διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που τοποθέτησε ως Γενικό Γραμματέα τον δικηγόρο Δημήτριο Ρεδιάδη, γιο του πρώτου Υπουργού Ναυτιλίας, του Δευκαλίωνα Ρεδιάδη που είχε διατελέσει και πρόεδρος του Πειραϊκού Συνδέσμου.

Διαβάστε σχετικά:


Η καταστροφή της Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά Jeanne D' Arc από το βομβαρδισμό του 1944



του Στέφανου Μίλεση

Στις 24 Οκτωβρίου του 2016, η Φιλολογική Στέγη Πειραιώς και ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, συνδιοργάνωσαν με αφορμή την επέτειο της 28 Οκτωβρίου 1940, εκδήλωση με τίτλο  «Πειραϊκές μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής».

Η εκδήλωση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου, στην αίθουσα «Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη» του Πειραϊκού Συνδέσμου. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και η Αδελφή Αλμπέρτα, Φιλόλογος, Καθηγήτρια της Ελληνογαλλικής Σχολής «Jeanne DArc», η οποία μετέφερε στους παρευρισκομένους τις σωζόμενες μαρτυρίες που φυλάσσονται στο αρχείο του σχολείου, σχετικά με τις καταστροφές που αυτό υπέστη και την τραγική απώλεια δύο αδελφών του τάγματος από το συμμαχικό βομβαρδισμό, με τις τόσο τραγικές συνέπειες για την πόλη του Πειραιά και τους κατοίκους.



Η ανοικοδόμηση του σχολείου έγινε τμηματικά αλλά στο σύνολό της διήρκεσε από το 1949 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η Αδελφή Αλμπέρτα αναφέρθηκε στις μνήμες που διασώθηκαν χάρη στην καταγραφή των γεγονότων σε μορφή αναφοράς από την Αδελφή GERMAINE BONNAFË αλλά και στην γραπτή μαρτυρία μιας μαθήτριας, της Μαρίνας Ιατρίδου Ιορδανίδου, που χρόνια αργότερα κλήθηκε να καταγράψει τις δικές της αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα.

Στο πάνελ των ομιλητών η Αδελφή Αλμπέρτα, ο Άρης Σκληβανιώτης και ο Στέλιος Τραϊφόρος


Η αξία καταγραφής της προφορικής ιστορίας είναι τεράστια και συμβάλλει αποφασιστικά στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στο σχηματισμό ολοκληρωμένης εικόνας των γεγονότων. Η Αδελφή Αλμπέρτα έλαβε το λόγο:

«Καλησπέρα σας τιμή και χαρά μου που με καλέσατε να δώσω κι εγώ την δική μου μαρτυρία. Εγώ δεν θα σας μεταφέρω δικές μου αναμνήσεις, καθώς ήρθα στον Πειραιά μετά τον πόλεμο, ωστόσο έχω πολλά στοιχεία να παρουσιάσω από εκείνα που διασώθηκαν και που αφορούν στον βομβαρδισμό του Πειραιά το 1944.

Από το 1900 περίπου η κεντρική διοίκηση του τάγματός μας έδωσε την εντολή να καταγράφουμε ετήσια τα γεγονότα που απασχόλησαν το σχολείο, τη ζωή των κοινοτήτων μας για κάθε χρονιά που πέρασε. Είμαστε ένα διεθνές Τάγμα και όλο αυτό το υλικό που συγκεντρώνεται κάθε χρόνο αποστέλλεται προς φύλαξη.  Ακόμα και τώρα συνεχίζουμε στο τέλος κάθε χρονιάς συνεχίζουμε να καταγράφουμε τα γεγονότα που απασχολούν την κοινότητά μας. Έτσι λοιπόν έγινε και εκείνη την περίοδο που οι αδελφές του τάγματός μας κατέγραφαν τον πόλεμο και τα γεγονότα που συνέβαιναν στον Πειραιά με κάθε θα έλεγα λεπτομέρεια.

Η αδελφή Αλμπέρτα καταθέτει τις μαρτυρίες


Έτσι εγώ δεν έχω παρά να μεταφράσω και να σας διαβάσω την γραπτή αναφορά για το πώς έζησε η Σχολή Jeanne D' Arc από το κέντρο σχεδόν του Πειραιά, στο ίδιο σημείο που ακόμα και σήμερα βρίσκεται, δηλαδή στην συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Εθνικής Αντιστάσεως. Η αναφορά αυτή συντάχθηκε από την Αδελφή GERMAINE BONNAFË.

"Στις 6 Δεκεμβρίου του 1943 μια συμμαχική αεροπορική επιδρομή προκάλεσε πολλές καταστροφές στην πόλη και κυρίως στην περιοχή του λιμανιού. Οι αδελφές της Μονής της Αθήνας εξαιρετικά θορυβημένες παρακαλούσαν καθημερινά σχεδόν την ηγουμένη την Αδελφή Τερέζα να κλείσει το σχολείο και να ανέβει μαζί με τις υπόλοιπες αδελφές στην Αθήνα.

Εκείνη όμως δεν φαινόταν διατιθεμένη να πράξει κάτι τέτοιο. Τις πρώτες μέρες του ’44 η ηγουμένη περπατώντας στους δρόμους της πόλης μαζί με την Αδελφή GERMAINE (είναι η αδελφή που έγραψε το ιστορικό που σας διαβάζω και που διαδέχθηκε στη συνέχεια ως ηγουμένη την αδελφή Τερέζα) γύρισε και της είπε 
- «βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο;» 
δείχνοντας τους Πειραιώτες που εργάζονταν γύρω τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα. 
- «Κανείς δεν διανοείται να εγκαταλείψει τη θέση του. Δεν θα ήταν ντροπιαστικό, εμείς άνθρωποι της θρησκείας να φύγουμε πρώτες;». Το ίδιο είπε λίγο αργότερα και στις αδελφές της Μονής. «Η Θεία Πρόνοια μου εμπιστεύτηκε αυτόν τον οίκο και θα τον διαφυλάξω μέχρι τέλους. Εσείς αν θέλετε μπορείτε να πάτε στην Αθήνα».

Η αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου κατά την εκδήλωση της 24ης Οκτωβρίου 2016


Φυσικά καμία αδελφή δεν έφυγε. Ύστερα από τον συμμαχικό βομβαρδισμό της 6ης Δεκεμβρίου 1943, οι αεροπορικές επιδρομές έγιναν περισσότερο απειλητικές και η ηγουμένη Τερέζα αποφάσισε να κλείσει το σχολείο και να αφήσει τους μαθητές ελεύθερους για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Επίσης έστειλε τις αδελφές στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια των διακοπών η ηρεμία επέστρεψε τα αεροπλάνα δεν πετούσαν πάνω από την πόλη.

Ο κίνδυνος ξεχάστηκε και στις 10 Ιανουαρίου 1944 το σχολείο άνοιξε ξανά τις πύλες της στις μαθήτριες που επέστρεψαν ξανά δυστυχώς! Την επόμενη ημέρα, 11 Ιανουαρίου, στις 12 και μισή περίπου η ώρα το μεσημέρι, λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση των μαθητών από τα μαθήματα δόθηκε μια προειδοποίηση από τις σειρήνες της πόλης που ήχησαν. Πολλά συμμαχικά αεροσκάφη πέταξαν πάνω από την πόλη σε ένα μεγάλο ύψος. Οι αδελφές εξοικειωμένες με τα γεγονότα της εποχής, τακτοποιώντας καυσόξυλα που είχαν παραλάβει, παρακολουθούσαν τις πτήσεις χωρίς να υποψιάζονται το τι θα τους συνέβαινε.

Σχέδια των διαφόρων κτηρίων της Σχολής του 1886



Η ηγουμένη, η αδελφή Τερέζα, βρισκόταν στο γραφείο της για να υποδεχθεί την μητέρα μιας μαθήτριας. Το γραφείο της βρισκόταν προς την πλευρά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου και όχι στην πάροδο της Καθολικής εκκλησίας. Κατά την μία η ώρα η αντεπίθεση της αεράμυνας οδήγησε τις αδελφές και τις λιγοστές μαθήτριες που είχαν παραμείνει στο σχολείο στο λεγόμενο καταφύγιο. Είχαν μόλις φτάσει ορισμένες μαθήτριες, όταν έπεσαν δύο βόμβες η μια στην πλευρά του κήπου και η άλλη στη Μονή από την πλευρά που ήταν το γραφείο της ηγουμένης, η οποία μετά την αποχώρηση της επισκέπτριας (λόγω του βομβαρδισμού) αντί να φύγει σταμάτησε για να ανοίξει τα παράθυρα για να μη σπάσουν τα τζάμια τους. Αυτή η λεπτομέρεια μας μεταφέρθηκε από μια γειτόνισσα που παρακολουθούσε την ηγουμένη από το παράθυρό της. Έτσι λοιπόν η ηγουμένη χάθηκε κάτω από τα συντρίμμια.

Όταν οι αδελφές που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της Μονής μόλις ξεπέρασαν τον τρόμο τους άρχισαν να ψάχνουν η μια την άλλη. Βρήκαν την αδελφή Βαλεντίνη αναίσθητη στο δάπεδο σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Το ωστικό κύμα εκσφενδόνισε την αδελφή καθώς βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης στην προσπάθειά της πάει στο καταφύγιο. Της δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και κλήθηκε ο ιερέας της ενορίας για ευχέλαιο. Έπειτα εμφανίστηκε ένας Γερμανός στρατιωτικός ιατρός μαζί με Έλληνες ιατρούς, που είχαν αναλάβει το έργο περίθαλψης τραυματιών, μετέφεραν την αδελφή στο νοσοκομείο της Κοκκινιάς. Δεν επιτράπηκε σε καμιά Αδελφή να τη συνοδεύσει. Την επομένη ημέρα το πρωί πήγανε να δούνε τι είχε απογίνει. Δεν μπόρεσαν να την βρούνε παρά το γεγονός ότι επί πέντε μέρες επισκέφθηκαν όλα τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία. Άδικος κόπος. Κανείς δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Πιστεύουμε ότι απεβίωσε καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο και οδηγήθηκε σε κάποιο κοιμητήριο όπου ενταφιάστηκε με άλλους αγνώστους.

Όσο κάποιες από τις αδελφές ασχολούνταν με την Αδελφή Βαλεντίνη, άλλες έψαχναν για την ηγουμένη, την Αδελφή Τερέζα. Μάταιες προσπάθειες. Καθώς δεν είχε προλάβει να βγει από το γραφείο της θα πρέπει να είχε θαφτεί κάτω από τα ερείπια.

Κάποια στιγμή φάνηκε μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών που περνούσαν την ώρα εκείνη. Κλήθηκαν να βοηθήσουν τις αδελφές να σηκώσουν τα ερείπια μήπως κάτω από αυτά βρεθεί η μητέρα Τερέζα. Αυτοί όμως μπροστά στο σωρό των ερειπίων δήλωσαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και έφυγαν. Ύστερα από τις άκαρπες προσπάθειες, οι αδελφές συντετριμμένες από τον πόνο και τη συγκίνηση αλλά και κατατρομαγμένες από όσα συνέβαιναν, κίνησαν για την Αθήνα, με οποιοδήποτε τρόπο εύρισκαν, μιας και τα συγκοινωνιακά μέσα δεν λειτουργούσαν φυσικά.

Οι αδελφές της Αθήνας πληροφορήθηκαν με φρίκη όσα είχαν συμβεί μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά τους. Το βράδυ της ίδιας μέρας, κατέβηκαν εκπρόσωποι της καθολικής εκκλησίας, ο γραμματέας της Αποστολικής αντιπροσωπείας κ. Παπανικολάου, ο πατέρας Θεόκτιστος της ενορίας, ο κύριος Delamotte φύλακας του κτηρίου της Γαλλικής Πρεσβείας και δύο Μαριανοί Αδελφοί κατέβηκαν και εκείνοι στον Πειραιά για να προσπαθήσουν να ανασύρουν την μητέρα Τερέζα από τα ερείπια και να δουν από κοντά τις ζημιές.

Η προχωρημένη όμως ώρα και το σκοτάδι δεν τους επέτρεψαν να κάνουν τίποτα. Το επόμενο πρωινό τα ίδια πρόσωπα με την προσθήκη του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπίσκοπου Philippucci, ξανάρχισαν τις έρευνες. Δεν άργησαν να βρουν το σώμα της μητέρας Τερέζα της οποίας το κεφάλι ήταν καταπλακωμένο από ερείπια και έδειχνε ότι ο θάνατος είχε τουλάχιστον επέλθει ακαριαία. Το χρώμα του σώματος, η στάση με τα χέρια που επεκτείνονταν διάπλατα σε θέση ικεσίας, πρόσδιδαν μια εικόνα που έκανε να μοιάζει με τα αγάλματα που υπάρχουν στην εκκλησία μας με τα μάτια και τα χέρια προς τον ουρανό, που έκανε εκείνους που την βρήκαν να συγκλονιστούν.

Η πρόσκληση της εκδήλωσης


Μετά από αυτά που γράφει το χρονικό που σας διαβάζω και το οποίο φυσικά δίνει κι άλλες πληροφορίες, οφείλω να προσθέσω ότι όταν ύστερα από πενήντα χρόνια γινόταν το μνημόσυνο για την επέτειο της καταστροφής και συγχρόνως μνημόσυνο για τις δύο αδελφές, ζητήθηκαν μαρτυρίες από παλιές μαθήτριες. 

Μια από τις μαθήτριες εκείνης της εποχής έγραψε μια επιστολή. Αυτή η μαθήτρια ήταν άγνωστη σε μένα, δυστυχώς δεν έχω επαφή μαζί της και αγνοώ την τύχη της. 

Η μαθήτρια λοιπόν αυτή που λέγεται Μαρίνα Ιατρίδου Ιορδανίδου κατέγραψε τόσο όμορφα την δική της περιπέτεια που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της σχολής μας για αυτό και αναφέρομαι σε αυτήν. 

«Στις 11.15 χτύπησε το κουδούνι του σχολείου μας. Ευτυχώς τα κορίτσια έφυγαν εκτός από δύο τρία που είχαμε μείνει για διαφορετικούς λόγους. Εγώ είχα μείνει γιατί με είχε πάρει για μελέτη πιάνου η αδελφή Ναταλί. Είχα αρχίσει τη μελέτη όταν ήχησε ο συναγερμός. Μας είχαν πει οι καλόγριες αμέσως να πηγαίνουμε στο καταφύγιο. Αλλά η ανεμελιά της ηλικίας με έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν καλύτερα να παίξω πιάνο για να μην ακούω τον βομβαρδισμό. 

Σε μια στιγμή ένιωσα μια τρομερή έκρηξη, βοή δεν θυμάμαι ακριβώς τι, που με έκανε να αλλάξω γνώμη και να τρέξω στο καταφύγιο. Βγαίνω στο διάδρομο και αρχίζω να τρέχω προς το καταφύγιο. Μόλις όμως βγήκα από το δωμάτιο του πιάνου, έπεσαν μια, δύο ή τρεις βόμβες, δεν ξέρω, στο σχολείο μας και η πίεση των αερίων άνοιξαν την πόρτα του διαδρόμου προς την αυλή και εμένα με ώθησαν να πέσω κάτω. Δεν θυμάμαι να περιγράψω πόσα λεπτά πέρασαν, όταν σηκώθηκα χτυπημένη στο δεξί μου κρόταφο, σκονισμένη σα κουραμπιές να τρέχω στο καταφύγιο. Θεέ μου! Εύχομαι να μη ζήσει κανείς ποτέ ξανά εκείνες τις τρομερές στιγμές. Η αδελφή Βικτωρία, η αδελφή Ναταλία, και ένα δύο κορίτσια από τις καθολικές που έμεναν μέσα, έκλαιγαν επίσης σκονισμένες και ανήσυχες που έλειπαν για τη μητέρα Τερέζα και την μητέρα Βαλεντίνη.

Δεν θυμάμαι πόση ώρα μείναμε σε εκείνη την κατάσταση μέχρι να ηχήσει η λήξη του συναγερμού και να ξαναβγούμε στην αυλή. Τι καταστροφή Θεέ μου! Είχαν έρθει για βοήθεια μερικοί φίλοι των Καλογραιών. Η τραγική υποψία είχε αρχίσει να γίνεται αληθινή. Την καλή μας λεβέντισσα μητέρα Τερέζα και την χαριτωμένη αδελφή Βαλεντίνη δεν θα τις βλέπαμε πια. Θυμάμαι την αδελφή Μπασίλ να μιλά με κάποιο δικηγόρο Κυρίμη –αν δεν κάνω λάθος το όνομά του- να τον παρακαλεί να με συνοδεύσει στο σπίτι μου στο Μοσχάτο με τα πόδια. Θυμάμαι ήμουν σκονισμένη, ξεμαλλιασμένη, χτυπημένη στη δεξιά μου πλευρά, με σχισμένη την ποδιά, περπατούσαμε σε έναν Πειραιά αγνώριστο ανάμεσα σε καλώδια, γκρεμίσματα, φωνές, κλάματα. 

Στην οδό Τζαβέλα πηγαίνοντας για το Νέο Φάληρο, περνώντας έξω από σπίτια γονιών συμμαθητριών μου με είδαν. Όλος ο κόσμος άλλωστε βρισκόταν έξω από τα σπίτια του στους δρόμους. Με πήραν με έπλυναν με καθάρισαν και με οδήγησαν στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου μετά τη λήξη του συναγερμού στην αγωνία του για μένα, ξεκίνησε για το σχολείο με τα πόδια και μέσα από νεκρούς, τραυματίες, σωρούς από ερείπια έφτασε στη σχολή στην Κεντρική είσοδο. Φανταστείτε τον όταν είδε ότι δεν είχε μείνει τίποτα από τα κτήρια. Άρχισε να ψάχνει για να βρει την πίσω αυλή, από την είσοδο της παρόδου της Καθολικής εκκλησίας. Βρήκε την αδελφή Μπασίλ, τη μόνη που γνώριζε. Η ψύχραιμη αδελφή τον καθησυχάζει. Η Μαρίνα είναι καλά και τη συνοδεύει για το σπίτι ο κύριος Κυρίμης. Εκείνο το βράδυ άνοιξε ο καλός μου ο μπαμπάς άνοιξε τη μια από τις τρεις εγγλέζικες μπύρες που φύλαγε για την απελευθέρωση. Μετά ένα μήνα αρχίσανε τα μαθήματα φιλοξενούμενες στο κτήριο της σχολής καλογραιών Αθηνών.


Επί ένα τρίμηνο περίπου ανέβαιναν οι Πειραιώτισσες μαθήτριες στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους και να μη τα χάσουν. Ύστερα από χρόνια όταν ανοικοδομήθηκε το μέρος της σχολής που είχε καταστραφεί (τη χρονιά 1949 – 1950 έγινε το ένα μέρος της ανοικοδόμησης του σχολείου, ενώ την περίοδο 1962, 63 το υπόλοιπο), με φώναξε η ηγουμένη για να μου πει ότι βρέθηκε η σάκα μου και το παλτό μου –που είχα χάσει- μέσα σε ένα πιάνο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τον βομβαρδισμό όταν κλήθηκα να γράψω τις αναμνήσεις μου (η επιστολή αυτή γράφτηκε το 1975), αλλά κι άλλα τόσα αν περάσουν αυτές οι αναμνήσεις δεν θα σβήσουν ποτέ από το μυαλό μου» Μαρίνα Ιατρίδου Ιορδανίδου.

         

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"