Η καταστροφή της Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά Jeanne D' Arc από το βομβαρδισμό του 1944



του Στέφανου Μίλεση

Στις 24 Οκτωβρίου του 2016, η Φιλολογική Στέγη Πειραιώς και ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, συνδιοργάνωσαν με αφορμή την επέτειο της 28 Οκτωβρίου 1940, εκδήλωση με τίτλο  «Πειραϊκές μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής».

Η εκδήλωση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου, στην αίθουσα «Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη» του Πειραϊκού Συνδέσμου. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και η Αδελφή Αλμπέρτα, Φιλόλογος, Καθηγήτρια της Ελληνογαλλικής Σχολής «Jeanne DArc», η οποία μετέφερε στους παρευρισκομένους τις σωζόμενες μαρτυρίες που φυλάσσονται στο αρχείο του σχολείου, σχετικά με τις καταστροφές που αυτό υπέστη και την τραγική απώλεια δύο αδελφών του τάγματος από το συμμαχικό βομβαρδισμό, με τις τόσο τραγικές συνέπειες για την πόλη του Πειραιά και τους κατοίκους.



Η ανοικοδόμηση του σχολείου έγινε τμηματικά αλλά στο σύνολό της διήρκεσε από το 1949 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η Αδελφή Αλμπέρτα αναφέρθηκε στις μνήμες που διασώθηκαν χάρη στην καταγραφή των γεγονότων σε μορφή αναφοράς από την Αδελφή GERMAINE BONNAFË αλλά και στην γραπτή μαρτυρία μιας μαθήτριας, της Μαρίνας Ιατρίδου Ιορδανίδου, που χρόνια αργότερα κλήθηκε να καταγράψει τις δικές της αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα.

Στο πάνελ των ομιλητών η Αδελφή Αλμπέρτα, ο Άρης Σκληβανιώτης και ο Στέλιος Τραϊφόρος


Η αξία καταγραφής της προφορικής ιστορίας είναι τεράστια και συμβάλλει αποφασιστικά στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στο σχηματισμό ολοκληρωμένης εικόνας των γεγονότων. Η Αδελφή Αλμπέρτα έλαβε το λόγο:

«Καλησπέρα σας τιμή και χαρά μου που με καλέσατε να δώσω κι εγώ την δική μου μαρτυρία. Εγώ δεν θα σας μεταφέρω δικές μου αναμνήσεις, καθώς ήρθα στον Πειραιά μετά τον πόλεμο, ωστόσο έχω πολλά στοιχεία να παρουσιάσω από εκείνα που διασώθηκαν και που αφορούν στον βομβαρδισμό του Πειραιά το 1944.

Από το 1900 περίπου η κεντρική διοίκηση του τάγματός μας έδωσε την εντολή να καταγράφουμε ετήσια τα γεγονότα που απασχόλησαν το σχολείο, τη ζωή των κοινοτήτων μας για κάθε χρονιά που πέρασε. Είμαστε ένα διεθνές Τάγμα και όλο αυτό το υλικό που συγκεντρώνεται κάθε χρόνο αποστέλλεται προς φύλαξη.  Ακόμα και τώρα συνεχίζουμε στο τέλος κάθε χρονιάς συνεχίζουμε να καταγράφουμε τα γεγονότα που απασχολούν την κοινότητά μας. Έτσι λοιπόν έγινε και εκείνη την περίοδο που οι αδελφές του τάγματός μας κατέγραφαν τον πόλεμο και τα γεγονότα που συνέβαιναν στον Πειραιά με κάθε θα έλεγα λεπτομέρεια.

Η αδελφή Αλμπέρτα καταθέτει τις μαρτυρίες


Έτσι εγώ δεν έχω παρά να μεταφράσω και να σας διαβάσω την γραπτή αναφορά για το πώς έζησε η Σχολή Jeanne D' Arc από το κέντρο σχεδόν του Πειραιά, στο ίδιο σημείο που ακόμα και σήμερα βρίσκεται, δηλαδή στην συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Εθνικής Αντιστάσεως. Η αναφορά αυτή συντάχθηκε από την Αδελφή GERMAINE BONNAFË.

"Στις 6 Δεκεμβρίου του 1943 μια συμμαχική αεροπορική επιδρομή προκάλεσε πολλές καταστροφές στην πόλη και κυρίως στην περιοχή του λιμανιού. Οι αδελφές της Μονής της Αθήνας εξαιρετικά θορυβημένες παρακαλούσαν καθημερινά σχεδόν την ηγουμένη την Αδελφή Τερέζα να κλείσει το σχολείο και να ανέβει μαζί με τις υπόλοιπες αδελφές στην Αθήνα.

Εκείνη όμως δεν φαινόταν διατιθεμένη να πράξει κάτι τέτοιο. Τις πρώτες μέρες του ’44 η ηγουμένη περπατώντας στους δρόμους της πόλης μαζί με την Αδελφή GERMAINE (είναι η αδελφή που έγραψε το ιστορικό που σας διαβάζω και που διαδέχθηκε στη συνέχεια ως ηγουμένη την αδελφή Τερέζα) γύρισε και της είπε 
- «βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο;» 
δείχνοντας τους Πειραιώτες που εργάζονταν γύρω τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα. 
- «Κανείς δεν διανοείται να εγκαταλείψει τη θέση του. Δεν θα ήταν ντροπιαστικό, εμείς άνθρωποι της θρησκείας να φύγουμε πρώτες;». Το ίδιο είπε λίγο αργότερα και στις αδελφές της Μονής. «Η Θεία Πρόνοια μου εμπιστεύτηκε αυτόν τον οίκο και θα τον διαφυλάξω μέχρι τέλους. Εσείς αν θέλετε μπορείτε να πάτε στην Αθήνα».

Η αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου κατά την εκδήλωση της 24ης Οκτωβρίου 2016


Φυσικά καμία αδελφή δεν έφυγε. Ύστερα από τον συμμαχικό βομβαρδισμό της 6ης Δεκεμβρίου 1943, οι αεροπορικές επιδρομές έγιναν περισσότερο απειλητικές και η ηγουμένη Τερέζα αποφάσισε να κλείσει το σχολείο και να αφήσει τους μαθητές ελεύθερους για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Επίσης έστειλε τις αδελφές στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια των διακοπών η ηρεμία επέστρεψε τα αεροπλάνα δεν πετούσαν πάνω από την πόλη.

Ο κίνδυνος ξεχάστηκε και στις 10 Ιανουαρίου 1944 το σχολείο άνοιξε ξανά τις πύλες της στις μαθήτριες που επέστρεψαν ξανά δυστυχώς! Την επόμενη ημέρα, 11 Ιανουαρίου, στις 12 και μισή περίπου η ώρα το μεσημέρι, λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση των μαθητών από τα μαθήματα δόθηκε μια προειδοποίηση από τις σειρήνες της πόλης που ήχησαν. Πολλά συμμαχικά αεροσκάφη πέταξαν πάνω από την πόλη σε ένα μεγάλο ύψος. Οι αδελφές εξοικειωμένες με τα γεγονότα της εποχής, τακτοποιώντας καυσόξυλα που είχαν παραλάβει, παρακολουθούσαν τις πτήσεις χωρίς να υποψιάζονται το τι θα τους συνέβαινε.

Σχέδια των διαφόρων κτηρίων της Σχολής του 1886



Η ηγουμένη, η αδελφή Τερέζα, βρισκόταν στο γραφείο της για να υποδεχθεί την μητέρα μιας μαθήτριας. Το γραφείο της βρισκόταν προς την πλευρά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου και όχι στην πάροδο της Καθολικής εκκλησίας. Κατά την μία η ώρα η αντεπίθεση της αεράμυνας οδήγησε τις αδελφές και τις λιγοστές μαθήτριες που είχαν παραμείνει στο σχολείο στο λεγόμενο καταφύγιο. Είχαν μόλις φτάσει ορισμένες μαθήτριες, όταν έπεσαν δύο βόμβες η μια στην πλευρά του κήπου και η άλλη στη Μονή από την πλευρά που ήταν το γραφείο της ηγουμένης, η οποία μετά την αποχώρηση της επισκέπτριας (λόγω του βομβαρδισμού) αντί να φύγει σταμάτησε για να ανοίξει τα παράθυρα για να μη σπάσουν τα τζάμια τους. Αυτή η λεπτομέρεια μας μεταφέρθηκε από μια γειτόνισσα που παρακολουθούσε την ηγουμένη από το παράθυρό της. Έτσι λοιπόν η ηγουμένη χάθηκε κάτω από τα συντρίμμια.

Όταν οι αδελφές που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της Μονής μόλις ξεπέρασαν τον τρόμο τους άρχισαν να ψάχνουν η μια την άλλη. Βρήκαν την αδελφή Βαλεντίνη αναίσθητη στο δάπεδο σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Το ωστικό κύμα εκσφενδόνισε την αδελφή καθώς βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης στην προσπάθειά της πάει στο καταφύγιο. Της δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και κλήθηκε ο ιερέας της ενορίας για ευχέλαιο. Έπειτα εμφανίστηκε ένας Γερμανός στρατιωτικός ιατρός μαζί με Έλληνες ιατρούς, που είχαν αναλάβει το έργο περίθαλψης τραυματιών, μετέφεραν την αδελφή στο νοσοκομείο της Κοκκινιάς. Δεν επιτράπηκε σε καμιά Αδελφή να τη συνοδεύσει. Την επομένη ημέρα το πρωί πήγανε να δούνε τι είχε απογίνει. Δεν μπόρεσαν να την βρούνε παρά το γεγονός ότι επί πέντε μέρες επισκέφθηκαν όλα τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία. Άδικος κόπος. Κανείς δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Πιστεύουμε ότι απεβίωσε καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο και οδηγήθηκε σε κάποιο κοιμητήριο όπου ενταφιάστηκε με άλλους αγνώστους.

Όσο κάποιες από τις αδελφές ασχολούνταν με την Αδελφή Βαλεντίνη, άλλες έψαχναν για την ηγουμένη, την Αδελφή Τερέζα. Μάταιες προσπάθειες. Καθώς δεν είχε προλάβει να βγει από το γραφείο της θα πρέπει να είχε θαφτεί κάτω από τα ερείπια.

Κάποια στιγμή φάνηκε μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών που περνούσαν την ώρα εκείνη. Κλήθηκαν να βοηθήσουν τις αδελφές να σηκώσουν τα ερείπια μήπως κάτω από αυτά βρεθεί η μητέρα Τερέζα. Αυτοί όμως μπροστά στο σωρό των ερειπίων δήλωσαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και έφυγαν. Ύστερα από τις άκαρπες προσπάθειες, οι αδελφές συντετριμμένες από τον πόνο και τη συγκίνηση αλλά και κατατρομαγμένες από όσα συνέβαιναν, κίνησαν για την Αθήνα, με οποιοδήποτε τρόπο εύρισκαν, μιας και τα συγκοινωνιακά μέσα δεν λειτουργούσαν φυσικά.

Οι αδελφές της Αθήνας πληροφορήθηκαν με φρίκη όσα είχαν συμβεί μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά τους. Το βράδυ της ίδιας μέρας, κατέβηκαν εκπρόσωποι της καθολικής εκκλησίας, ο γραμματέας της Αποστολικής αντιπροσωπείας κ. Παπανικολάου, ο πατέρας Θεόκτιστος της ενορίας, ο κύριος Delamotte φύλακας του κτηρίου της Γαλλικής Πρεσβείας και δύο Μαριανοί Αδελφοί κατέβηκαν και εκείνοι στον Πειραιά για να προσπαθήσουν να ανασύρουν την μητέρα Τερέζα από τα ερείπια και να δουν από κοντά τις ζημιές.

Η προχωρημένη όμως ώρα και το σκοτάδι δεν τους επέτρεψαν να κάνουν τίποτα. Το επόμενο πρωινό τα ίδια πρόσωπα με την προσθήκη του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπίσκοπου Philippucci, ξανάρχισαν τις έρευνες. Δεν άργησαν να βρουν το σώμα της μητέρας Τερέζα της οποίας το κεφάλι ήταν καταπλακωμένο από ερείπια και έδειχνε ότι ο θάνατος είχε τουλάχιστον επέλθει ακαριαία. Το χρώμα του σώματος, η στάση με τα χέρια που επεκτείνονταν διάπλατα σε θέση ικεσίας, πρόσδιδαν μια εικόνα που έκανε να μοιάζει με τα αγάλματα που υπάρχουν στην εκκλησία μας με τα μάτια και τα χέρια προς τον ουρανό, που έκανε εκείνους που την βρήκαν να συγκλονιστούν.

Η πρόσκληση της εκδήλωσης


Μετά από αυτά που γράφει το χρονικό που σας διαβάζω και το οποίο φυσικά δίνει κι άλλες πληροφορίες, οφείλω να προσθέσω ότι όταν ύστερα από πενήντα χρόνια γινόταν το μνημόσυνο για την επέτειο της καταστροφής και συγχρόνως μνημόσυνο για τις δύο αδελφές, ζητήθηκαν μαρτυρίες από παλιές μαθήτριες. 

Μια από τις μαθήτριες εκείνης της εποχής έγραψε μια επιστολή. Αυτή η μαθήτρια ήταν άγνωστη σε μένα, δυστυχώς δεν έχω επαφή μαζί της και αγνοώ την τύχη της. 

Η μαθήτρια λοιπόν αυτή που λέγεται Μαρίνα Ιατρίδου Ιορδανίδου κατέγραψε τόσο όμορφα την δική της περιπέτεια που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της σχολής μας για αυτό και αναφέρομαι σε αυτήν. 

«Στις 11.15 χτύπησε το κουδούνι του σχολείου μας. Ευτυχώς τα κορίτσια έφυγαν εκτός από δύο τρία που είχαμε μείνει για διαφορετικούς λόγους. Εγώ είχα μείνει γιατί με είχε πάρει για μελέτη πιάνου η αδελφή Ναταλί. Είχα αρχίσει τη μελέτη όταν ήχησε ο συναγερμός. Μας είχαν πει οι καλόγριες αμέσως να πηγαίνουμε στο καταφύγιο. Αλλά η ανεμελιά της ηλικίας με έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν καλύτερα να παίξω πιάνο για να μην ακούω τον βομβαρδισμό. 

Σε μια στιγμή ένιωσα μια τρομερή έκρηξη, βοή δεν θυμάμαι ακριβώς τι, που με έκανε να αλλάξω γνώμη και να τρέξω στο καταφύγιο. Βγαίνω στο διάδρομο και αρχίζω να τρέχω προς το καταφύγιο. Μόλις όμως βγήκα από το δωμάτιο του πιάνου, έπεσαν μια, δύο ή τρεις βόμβες, δεν ξέρω, στο σχολείο μας και η πίεση των αερίων άνοιξαν την πόρτα του διαδρόμου προς την αυλή και εμένα με ώθησαν να πέσω κάτω. Δεν θυμάμαι να περιγράψω πόσα λεπτά πέρασαν, όταν σηκώθηκα χτυπημένη στο δεξί μου κρόταφο, σκονισμένη σα κουραμπιές να τρέχω στο καταφύγιο. Θεέ μου! Εύχομαι να μη ζήσει κανείς ποτέ ξανά εκείνες τις τρομερές στιγμές. Η αδελφή Βικτωρία, η αδελφή Ναταλία, και ένα δύο κορίτσια από τις καθολικές που έμεναν μέσα, έκλαιγαν επίσης σκονισμένες και ανήσυχες που έλειπαν για τη μητέρα Τερέζα και την μητέρα Βαλεντίνη.

Δεν θυμάμαι πόση ώρα μείναμε σε εκείνη την κατάσταση μέχρι να ηχήσει η λήξη του συναγερμού και να ξαναβγούμε στην αυλή. Τι καταστροφή Θεέ μου! Είχαν έρθει για βοήθεια μερικοί φίλοι των Καλογραιών. Η τραγική υποψία είχε αρχίσει να γίνεται αληθινή. Την καλή μας λεβέντισσα μητέρα Τερέζα και την χαριτωμένη αδελφή Βαλεντίνη δεν θα τις βλέπαμε πια. Θυμάμαι την αδελφή Μπασίλ να μιλά με κάποιο δικηγόρο Κυρίμη –αν δεν κάνω λάθος το όνομά του- να τον παρακαλεί να με συνοδεύσει στο σπίτι μου στο Μοσχάτο με τα πόδια. Θυμάμαι ήμουν σκονισμένη, ξεμαλλιασμένη, χτυπημένη στη δεξιά μου πλευρά, με σχισμένη την ποδιά, περπατούσαμε σε έναν Πειραιά αγνώριστο ανάμεσα σε καλώδια, γκρεμίσματα, φωνές, κλάματα. 

Στην οδό Τζαβέλα πηγαίνοντας για το Νέο Φάληρο, περνώντας έξω από σπίτια γονιών συμμαθητριών μου με είδαν. Όλος ο κόσμος άλλωστε βρισκόταν έξω από τα σπίτια του στους δρόμους. Με πήραν με έπλυναν με καθάρισαν και με οδήγησαν στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου μετά τη λήξη του συναγερμού στην αγωνία του για μένα, ξεκίνησε για το σχολείο με τα πόδια και μέσα από νεκρούς, τραυματίες, σωρούς από ερείπια έφτασε στη σχολή στην Κεντρική είσοδο. Φανταστείτε τον όταν είδε ότι δεν είχε μείνει τίποτα από τα κτήρια. Άρχισε να ψάχνει για να βρει την πίσω αυλή, από την είσοδο της παρόδου της Καθολικής εκκλησίας. Βρήκε την αδελφή Μπασίλ, τη μόνη που γνώριζε. Η ψύχραιμη αδελφή τον καθησυχάζει. Η Μαρίνα είναι καλά και τη συνοδεύει για το σπίτι ο κύριος Κυρίμης. Εκείνο το βράδυ άνοιξε ο καλός μου ο μπαμπάς άνοιξε τη μια από τις τρεις εγγλέζικες μπύρες που φύλαγε για την απελευθέρωση. Μετά ένα μήνα αρχίσανε τα μαθήματα φιλοξενούμενες στο κτήριο της σχολής καλογραιών Αθηνών.


Επί ένα τρίμηνο περίπου ανέβαιναν οι Πειραιώτισσες μαθήτριες στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους και να μη τα χάσουν. Ύστερα από χρόνια όταν ανοικοδομήθηκε το μέρος της σχολής που είχε καταστραφεί (τη χρονιά 1949 – 1950 έγινε το ένα μέρος της ανοικοδόμησης του σχολείου, ενώ την περίοδο 1962, 63 το υπόλοιπο), με φώναξε η ηγουμένη για να μου πει ότι βρέθηκε η σάκα μου και το παλτό μου –που είχα χάσει- μέσα σε ένα πιάνο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τον βομβαρδισμό όταν κλήθηκα να γράψω τις αναμνήσεις μου (η επιστολή αυτή γράφτηκε το 1975), αλλά κι άλλα τόσα αν περάσουν αυτές οι αναμνήσεις δεν θα σβήσουν ποτέ από το μυαλό μου» Μαρίνα Ιατρίδου Ιορδανίδου.

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"