Στην παλιά τη γειτονιά… με τον Σταύρο Τζώρτζο






Η γειτονιά μου ήταν στη στάση «Σκαλάκια» Χατζηκυριακού 49 και Μαυρομιχάλη. Ήταν μια γειτονιά όπως όλες τότε στον Πειραιά ύστερα από τον πόλεμο, με μισογκρεμισμένα σπίτια, ασβεστωμένες αυλές, με γλάστρες από τενεκέδες λαδιού και μπουγάδα μονίμως απλωμένη μετά το πλύσιμο στην σκάφη. Σπίτια που έμεναν πολλές οικογένειες μαζί σε μια αυλή, που είχαν τους καβγάδες τους, είχαν όμως και τις συντροφιές τους, τα πρωταθλήματα στο τάβλι και το μάζεμα σε ένα τραπέζι για ένα ξαφνικό γλέντι, χωρίς πολλά – πολλά. Ό,τι είχε μαγειρέψει κάθε νοικοκυρά και το κουρδιστό γραμμόφωνο με τους δίσκους των 78 στροφών στην πρώτη γραμμή. Κάτω από το σπίτι μας στην αρχή της Μαυρομιχάλη ήταν η ψαρόσκαλα, η μυρωδιά από τα ψάρια ερχόταν μέχρι την Χατζηκυριακού και σε συνδυασμό με την κάπνα από τα Λιπάσματα και τα καράβια γινόταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική που φτάνει ακόμα στα ρουθούνια μου. 



Στη γειτονιά μας υπήρχαν τα μπακάλικα του Μπαούση Χατζηκυριακού και Φαβιέρου, του Κάκια λίγο πιο πάνω, του Βράκα Χατζηκυριακού και Φλέσσα, που ήταν και μπακαλοταβέρνες μαζί. Με μια σαρδέλα μπορούσε κάποιος να πιεί ένα κιλό κρασί. Φούρνοι υπήρχαν τρεις, του Χαράλαμπου Χατζηκυριακού και Μαυρομιχάλη, του Αγγελετάκη στην Σαλαμινομάχων, του Μούγια. Εγώ προτιμούσα του Χαράλαμπου διότι μαζί με την φρατζόλα μας έδιναν τότε και ένα κομμάτι σταφιδόψωμο, το οποίο πριν φτάσω στο σπίτι μου είχε φαγωθεί. Στη γειτονιά μου υπήρχε η μάνδρα οικοδομών του Ζερβούδη, δίπλα ένα φαρμακείο, λίγο πιο πάνω ήταν το Πανελλήνιο το σχολείο και από κάτω το ξυλουργείο του πατέρα μου. Γεννήθηκα το 1944 όχι όμως στον Πειραιά και θα εξηγήσω το γιατί. Ο Πειραιάς είχε ήδη βομβαρδιστεί πολλές φορές από τους Γερμανούς. Η μητέρα μου που ήταν έγκυος, στις 8 Ιανουαρίου του 1944 επισκέφθηκε το ΙΚΑ Πειραιώς που τότε ήταν Φίλωνος και Τσαμαδού για να μάθει την πορεία της εγκυμοσύνης της. Ο γιατρός την πληροφορεί ότι σε μια εβδομάδα θα έχει γεννητούρια. Τρεις μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, ο Πειραιάς βομβαρδίζεται από τους Συμμάχους. Τότε η οικογένειά μου φεύγει άρον – άρον και πηγαίνει στο Κουκάκι. Μένουν συνολικά 16 άτομα σε δύο δωμάτια. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν στρωματσάδα. Τότε ήρθα και εγώ στον κόσμο. Τότε γέννησε η μητέρα μου. Οι αναμνήσεις από τον Πειραιά ξεκινούν από το 1947 περίπου που επιστρέψαμε. 

Το πατρικό του Σταύρου Τζώρτζου στο Χατζηκυριάκειο αργότερα με την Λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη


Θυμάμαι τον εαυτό μου ντυμένο τσολιά σε επέτειο 25ης Μαρτίου, να κατεβαίνω τις σκάλες με τσαρούχια να πάω σχολείο να πω ένα ποίημα. Διώροφο τότε το σπίτι μας στο Χατζηκυριάκειο όπως ήταν, μπερδεύονται τα πόδια μου με τα τσαρούχια και έπεσα από τις σκάλες. Βρέθηκα αντί για το σχολείο στο Τζάνειο Νοσοκομείο. Εκείνο που θυμάμαι ότι από την Μαυρομιχάλη έως το Τζάνειο Νοσοκομείο με πήγε ένα παλικάρι από το διπλανό σπίτι, κάποιος Λευτέρης της κυρά Μαριγώ ο γιος, με πήγε τρέχοντας χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό στο Τζάνειο κουβαλώντας με στους ώμους του! Κάτι που επίσης μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου, ήταν όταν ήμουν πέντε ετών. 




Άρπαξε φωτιά ένα σπίτι απέναντι από το δικό μας από τη λάμπα του πετρελαίου που χρησιμοποιούσε για φωτισμό. Όπως ήταν αναμμένη η λάμπα έπεσε κατά λάθος στο πάτωμα και η φωτιά εξαπλώθηκε. Μέχρι να ειδοποιηθεί η πυροσβεστική που ήταν τότε στη Φίλωνος, δίπλα από τη σημερινή Πινακοθήκη, για να έρθει να σβήσει τη φωτιά το σπίτι είχε γίνει κάρβουνο. Και θυμάμαι ότι τα δύο παιδιά της οικογενείας του καμένου σπιτιού, που ήταν και φίλοι μου, για ένα χρόνο τα φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας. Υπήρχαν στη γειτονιά διάφοροι τύποι που θυμάμαι. Ένας τύπος χαρακτηριστικός ήταν ο Λευτέρης που έχει γίνει και τραγούδι. Το τραγούδι που λέει στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Λευτέρης ο μπεκρής, σε αυτόν αναφέρεται. Ήταν μόνιμα μεθυσμένος και σε όλες τις γυναίκες της γειτονιάς ζητούσε να τον παντρευτούν. Υπήρχε επίσης η κυρά Ειρήνη, μια καλή και ευγενική γυναίκα, που όποιον έβλεπε στον δρόμο του έλεγε «όταν παλιώσει το ρούχο που φοράς θα μου το δώσεις;» Αυτή ήταν πάντα χαμογελαστή και καλοντυμένη. Το μόνο άσχημο που έκανε ότι έσερνε τις παντόφλες της. Ένας άλλος τύπος ήταν ο Ηλίας, πολύ μορφωμένος από τη Σύμη που ότι κι αν τον ρωτούσες, ήξερε να σου απαντήσει. Μάλιστα στα εξηγούσε επιστημονικά, είτε ήταν γεωγραφία, είτε μαθηματικά ακόμα και για την δημιουργία του κόσμου μπορούσε να σου εξηγήσει. Υπήρχε και η Μαργαρίτα, μια ξεπεσμένη αρχόντισσα, που την είχε ψωνίσει ότι θα την παντρευτεί ο Διάδοχος τότε Βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, και όποτε πέρναγε αυτός για να πάει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, γινόταν χαλασμός πραγματικός με αυτήν την Μαργαρίτα. 

Στο στούντιο του Καναλιού Ένα (90,4) Κυριακή πρωί 20 Οκτωβρίου με τον Σταύρο Τζώρτζο να αφηγείται τις αναμνήσεις του από την παλαιά του γειτονιά


Μια μεγάλη επίσης ατραξιόν ήταν όταν έρχονταν τα πλοία «Ολύμπια» και «Βασίλισσα Φρειδερίκη» φορτωμένα με ομογενείς από την Αμερική που αγκυροβολούσαν στο Τελωνείο μπροστά από τον Άγιο Νικόλαο. Είτε όταν έρχονταν τα πλοία αυτά, είτε όταν έφευγαν, μάζευαν πολλούς Πειραιώτες που ήθελαν να χαζέψουν το θέαμα από κοντά. Όταν ήρθε ο καιρός να πάω στο νηπιαγωγείο ο πατέρας μου με πήγε στη Παντάνασσα στη Σαλαμινομάχων στην Πηγάδα. Μπήκα σε αυτό όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο και βγήκα έχοντας τελειώσει το γυμνάσιο. Το γεγονός ότι έβγαλα όλα τα μαθητικά μου χρόνια σε ένα σχολείο, που ήταν μάλιστα ιδιωτικό, είχε να κάνει με το ότι ο πατέρας μου κατασκεύαζε θρανία και οτιδήποτε άλλο του παρήγγειλαν κι έτσι δεν πλήρωνε δίδακτρα. Είχε εργοστάσιο κατασκευής επίπλων στην Χατζηκυριακού κάτω από το Πανελλήνιο φροντιστήριο με έκθεση στου Βρυώνη. 

Έπιπλα Τζώρτζου


Μια από τις δουλειές του επιπλοποιείου του πατέρα μου ήταν η κατασκευή όλων των ξύλινων θρανίων, διάφορων σχολείων του Πειραιά. Είχε εξήντα άτομα προσωπικό. Μετά τον πόλεμο υπήρχε μεγάλη ανάγκη από έπιπλα και άλλες ξύλινες κατασκευές. Όταν γυρίζαμε από το σχολείο θυμάμαι τρώγαμε, ψιλοδιαβάζαμε και το απόγευμα γρήγορα βγαίναμε έξω. Δεν υπήρχε παιχνίδι μέσα στο σπίτι. Όλα τα παιχνίδια μας ήταν έξω. Υπήρχε τότε μια μάντρα από κατεστραμμένο σπίτι στην Μαυρομιχάλη, βομβαρδισμένο όπως ήταν από τον πόλεμο, που μέσα σε αυτό παίζαμε στάκαμαν, κλέφτες κι αστυνόμους, Έλληνες με Γερμανούς, κρυφτό, ξυλίκι, μακριά γαϊδάρα, ακόμα κι άλλα παιχνίδια από μόνοι μας. Πετροπόλεμο με παιδιά από άλλες γειτονιές, ενώ όταν έβρεχε είχαμε φτιάξει ένα υπόστεγο από λαμαρίνες και μαζευόμαστε όλοι από κάτω αγαπημένοι. Μπάνιο κάθε Σάββατο στη σκάφη και μετά ετοιμαζόμαστε και πηγαίναμε σε πάρτι. Κάθε Σάββατο οι γονείς μας για να μην γυρίζουμε από εδώ κι από εκεί, είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους και μαζευόμασταν σε ένα σπίτι όλοι όπου γινόταν πάρτι. 


Ο σταθμός Λεωφορείων στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, αριστερά του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς

Κυριακή πρωί παπαδάκι στην εκκλησία και στο κατηχητικό, ύστερα στους προσκόπους και μετά το μεσημέρι ήταν απαραίτητο να βρεθούμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι για να φάμε. Πέρα όμως από τη γειτονιά, μου έχει μείνει έντονα η ανάμνηση από την Τερψιθέα όπου η μητέρα μου με πήγαινε για να κάνω ποδήλατο. Στο κάτω μέρος είχε κούνιες, κατεβαίναμε τα σκαλοπάτια για να πάμε, υπήρχε στο πάνω μέρος ένα ηρώο, ένα μνημείο που οι διάφοροι επίσημοι κατέθεταν στεφάνια στις γιορτές. Στην ηλικία των 16 ετών περίπου, που είναι ηλικία περίεργη για κάθε άνθρωπο, ψάχνεις να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και τα ενδιαφέροντά σου. Τότε αρχίζεις να καλλιεργείς τα ιδιαίτερα ταλέντα σου. Άρχισα να ζωγραφίζω με νερομπογιές τους τοίχους του δωματίου μου, χωρίς καμιά αντίρρηση από τους γονείς μου. Παράλληλα με τη ζωγραφική πήγαινα μπάσκετ στον Πειραϊκό εκεί που είναι τώρα το αρχαιολογικό μουσείο, πήγαινα προσκόπους, πήγαινα ποδόσφαιρο στην οδό Βύρωνος στη μάνδρα που ήταν η Β.Α.Ε. (Βιομηχανία αναγομώσεως ελαστικών) και κάθε Σάββατο όπως είπαμε με το βερμουτάκι και τα φιστίκια από σπίτι σε σπίτι για χορό στα διάφορα πάρτι. 

Ο ζωγράφος Σταύρος Τζώρτζος στη χαρακτηριστική του κίνηση, δίπλα από το πίνακα που έχει φιλοτεχνήσει η ζωγράφος Αθηνά Τζέη.


Επειδή ο πατέρας μου είχε το επιπλοποιείο μου ανέθετε να πηγαίνω με ένα καρότσι πίσω από τον Άγιο Σπυρίδωνα όπου υπήρχε ένα τζαμάδικο και να κουβαλάω διάφορα καθρέπτες από εκεί που χρειαζόταν για τις κατασκευές που είχε αναλάβει. Στο τζαμάδικο του Πραπόπουλου πήγαινα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση με το καρότσι. Κι αυτό διότι κανόνιζα να περάσω μέσα από τη Νοταρά και τη Φίλωνος για να δω από κοντά την κακόφημη συνοικία, τις γυναίκες και όλα αυτά. Ήταν κάτι που το κυνηγούσα όπως και όλοι οι έφηβοι της ηλικίας μου την εποχή εκείνη.

Τα χρόνια περνούσαν και υπάρχει μια ιστορία που πρέπει να πω σχετικά με το πώς γνώρισα τη γυναίκα μου. Η οικογένειά της ήρθε από την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όταν εκείνη ήταν ακόμα δύο ετών. Κατεστραμμένος τότε ο Πειραιάς από τους βομβαρδισμούς δεν είχε και πολλά σπίτια να στέκονται όρθια. Αφού έψαξαν πολύ, τελικά βρήκαν ένα σπίτι να μείνουν απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας. Η μητέρα της επειδή είχε μεγαλώσει στην Αίγυπτο που η ζωή ήταν διαφορετική, με αρχοντικά σπίτια και ανάλογους ανθρώπους, δεν της άρεσε καθόλου το περιβάλλον του Πειραιά. Βρήκε ότι οι Πειραιώτες ήταν μπασκλάς και δεν ήθελε η κόρη της να μπλέξει με αυτούς. Δεν την άφηνε λοιπόν να αναμιχθεί με τα παιδιά της γειτονιάς. Της είχε αγοράσει ένα πολυθρονάκι κόκκινο, το είχε τοποθετήσει έξω από την πόρτα του σπιτιού τους, και σε αυτό καθόταν η κόρη της παρατηρώντας από απόσταση όλα τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν χωρίς όμως η ίδια να επιτρέπεται να συμμετάσχει. 


Πλανόδιος πωλητής φιστικιών Αίγινας στο κατάστρωμα πλοίου 


Στεναχωριόταν πολύ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Εκείνη πήγαινε στο ιδιωτικό σχολείο του Παπαϊωάννου. Τότε θυμάμαι τρία ήταν καλά σχολεία στον Πειραιά. Η Παντάνασσα, του Παπαϊωάννου και του Σταυριανού. Όταν το κορίτσι αυτό έγινε δώδεκα χρονών η μητέρα της το πήρε και έφυγαν, διότι φοβόταν καθώς μεγάλωνε μήπως και γνωρίσει κάποιον από την γειτονιά. Μετακόμισαν στην Κυψέλη όπου θεώρησαν ότι εκεί ο κόσμος ανταποκρινόταν καλύτερα στις δικές της προσδοκίες. Τελικά τη γυναίκα μου τη γνώρισα στην Θεσσαλονίκη όταν ήμασταν είκοσι χρονών, σε μια εργασία που είχαμε αναλάβει ο καθένας ξεχωριστά να στήσουμε ένα περίπτερο της ΔΕΗ στην ετήσια έκθεση. Εκεί ωστόσο δεν αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλον και κάποια στιγμή με ρώτησε από πού είμαι. Τότε απάντησα ότι είμαι από τον Πειραιά και μένω στη στάση «σκαλάκια» στην Χατζηκυριακού. Η γυναίκα μου «έμεινε» διότι τότε κατάλαβε ότι έμενα απέναντι από εκείνη. Είχε περιέλθει σε απελπισία, διότι δεν μπορούσε να βρει τρόπο να το πει στη μάνα της η οποία στο μεταξύ είχε διαγράψει από τη μνήμη της τον Πειραιά και το Χατζηκυριάκειο. Ούτε έλεγε σε κανέναν ότι όταν επέστρεψε από την Αίγυπτο έμεινε για μια περίοδο στον Πειραιά. Δεν ήθελε κανένας από τον κύκλο της να μάθει ότι έμεινε κάποτε στο Χατζηκυριάκειο. Η μοίρα όμως είχε γράψει την δική της ιστορία. 

Πάσχα δεκαετίας 1950. Πώληση στεφάνων Επιταφίου έξω από το Ρολόι του Πειραιά


Όσο κι αν απομάκρυνε την κόρη της από το περιβάλλον της πειραϊκής γειτονιάς, εκείνη γνωρίστηκε με νεαρό στη Θεσσαλονίκη που ήταν Πειραιώτης και μάλιστα από τη γειτονιά της! Πήγε λοιπόν και της είπε. «Γνώρισα κάποιον στην Θεσσαλονίκη και ενδιαφέρεται για μένα, θέλει να προχωρήσουμε σοβαρά». «Ωραία» απάντησε η μητέρα της και «πώς τον λένε αυτόν που γνώρισες; Από πού είναι;». Όταν της είπε ότι λέγεται Τζώρτζος και μένει στα «σκαλάκια» στον Πειραιά, μόνο που δεν λιποθύμησε και έκανε πολύ καιρό να το ξεπεράσει. Η ζωή ενός ανθρώπου, οι αναμνήσεις γενικά είναι αδύνατον να περιγραφούν σε λίγες σελίδες. Η ιστορία που μου έρχεται πρώτη από όλες, όταν μου ζητούν να θυμηθώ και να περιγράψω την εικόνα του παρελθόντος που χαράχθηκε βαθιά μέσα μου είναι η εξής. Ήμουν περίπου έντεκα χρονών και επειδή ο πατέρας μου ήταν επιπλοποιός είχαν συγκεντρώσει διάφορα υλικά και είχα κατασκευάσει μόνος μου ένα πατίνι. Το είχα βάψει, του είχα βάλει σημαιάκια, κουδούνι ποδηλάτου και ένιωθα ο άρχοντας της παρέας. Ήμουν ο μοναδικός που είχα δικό μου ένα τέτοιο πατίνι. Όλοι οι άλλοι το κοιτούσαν και θα έλεγα ότι ζήλευαν που το είχα αποκτήσει. 

Μια μέρα λοιπόν κατέβαινα την Χατζηκυριακού που ήταν ακόμα χωματόδρομος, φουλαριστός με πραγματικά μεγάλη ταχύτητα, άκουσα ξαφνικά μια αγριεμένη φωνή «Σταύρο!». Γύρισα όπως ήμουν πάνω στο πατίνι προς την πλευρά της φωνής και αντίκρισα τον πατέρα μου. Προσπάθησα να σταματήσω το πατίνι, αλλά όπως κατέβαινα την κατηφόρα με ταχύτητα αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει. Σταμάτησα τρία, τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω! Πού να σταματήσω με τέτοια φόρα που είχα πάρει! Τελικά όταν τα κατάφερα πλησίασα με το πατίνι στο χέρι τον πατέρα μου.
- «Τι είναι αυτό; Γιατί τρέχεις έτσι;» μου είπε. 
- «Να με πήρε η κατηφόρα…» και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο, με διέκοψε 
- «Τι είναι αυτά που λες; Κι αν έβγαινε κανένα αυτοκίνητο από στενό, τότε τι θα έκανες; Θα έφταιγε ο άνθρωπος;». 

Πιάνει τότε το πατίνι, θυμάμαι χαρακτηριστικά τη σκηνή αυτή, στεκόμασταν έξω από του Βράκα την μπακαλοταβέρνα, το έβαλε πάνω στο ρείθρο του πεζοδρομίου και με το πόδι του το έκανε κομμάτια μπροστά στους φίλους μου! Ε αυτό μου έχει μείνει πραγματικά παιδιά… Τι να σας πω… Κάθε φορά μέχρι και σήμερα που περνάω από το σημείο αυτό, μου έρχεται η εικόνα στο μυαλό του πατέρα μου που σπάει το πατίνι για το οποίο ήμουν περήφανος. Κάτι το φοβερό. Τα χρόνια πέρασαν από τότε. Στο μεταξύ εγώ είχα αγοράσει ποδήλατο, αγόρασα μηχανάκι, αγόρασα αυτοκίνητο, αυτή την αγάπη όμως που ένιωθα για εκείνο το πατίνι χωρίς φρένα ήταν μοναδική. Παρότι ξέρω ότι το έκανε για την δική μου ασφάλεια, γιατί με αγαπούσε και ήθελε να με προστατέψει, η σκηνή της διάλυσης χαράχθηκε βαθιά μέσα στην ψυχή μου.      

Σημ.: Οι φωτογραφίες του άρθρου είναι της Έλλης Παπαδημητρίου.


Η ανάρτηση αποτελεί απομαγνητοφώνηση της εκπομπής "Πειραϊκές Ιστορίες" (20ης Οκτωβρίου 2019) στην οποία προσκεκλημμένος ήταν ο Αντιπρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, ζωγράφος Σταύρος Τζώρτζος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"